κεφ. 20

Πήρα φόρα αδέλφιααα.

Επίσης δεν σκοπεύω να το κάνω πολύ μεγάλο αυτό το βιβλίο, να ξέρετε.

Ούπσι ντούπσι.

~~~

<<Δεν σκοπεύεις να του απαντήσεις;>> ρωτάει για χιλιοστή φορά η φίλη μου και εγώ από το άγχος πέρα από το φαγητό, έχω φάει και όλα μου τα νύχια.

<<Δεν. Ξέρω>> απαντάω και εγώ το ίδιο πράγμα για επίσης χιλιοστή φορά και αναστενάζει. <<Δεν βοηθάει και ιδιαίτερα να με ρωτάς κάθε τρεις και λίγο>>

<<Συγνώμη, αλλά έχω αγχωθεί κι εγώ>> απαντάει και χαμογελάω.

Ή είσαι υποστηρικτική φίλη ή δεν είσαι.

Κοιτάζει πίσω μου κάπου έντονα και με σπρώχνει με το πόδι της για να γυρίσω. Η παρέα του Στέφαν μόλις μπήκε στην καφετέρια και πάλι μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός όταν τον κοιτάζω. 

<<Είναι πολύ γλυκούλης>> λέει η Έμιλυ και την κοιτάζω απειλητικά. <<Όχι μωρέ ο Στέφαν. Για τον Ντύλαν μιλάω>> στηρίζει το κεφάλι της στο χέρι της και τον κοιτάζει ονειροπώλα.

Τι φάση; Ο Ντύλαν από πότε έγινε γλυκούλης;

Κοιτάζω ξανά προς το μέρος τους. Ο Στέφαν στέκεται στον μπουφέ και προσπαθεί να αποφασίσει τι να πάρει ενώ ο Ντύλαν παίζει ξιφομαχία με τα μπουκάλια από το νερό με έναν άλλον από την παρέα -μάλλον τον Άστον, όπως πληροφορήθηκα από την απουσιολόγο της τάξης γιατί γκχμ... ήταν επιτακτική ανάγκη να συγκεντρώσω τα ονόματα κάποιον παιδιών για μια λίστα που χρειάζεται η Βιολόγος μας. Αποκλειστικά των παιδιών με τα οποία κάνει παρέα ο Στέφαν-.

<<Οκευ, μάλλον χρειάζομαι γυαλια μυωπίας, αν και είμαι σίγουρη ότι ούτε τότε θα δω αυτό που βλέπεις εσύ>> την κοροϊδεύω και με κλοτσάει πάλι.

<<Σκάσε. Είναι γλυκούλης>> ξεφυσάει και συνεχίζει να τρώει. <<Λοιπόν; Αποφάσισες τι θα κάνεις τελικά;>>

Κοιτάζω το κινητό μου.

Ναι. Όχι δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω.

Και θέλω και δεν θέλω.

Και πρέπει και δεν πρέπει.

Και έτσι και γιουβέτσι.

Και ξερό και χλωρό. Και τα διλήμματα σωρό...

Αλλά όντως δεν ξέρω τι να κάνω. Το πιο πιθανό είναι για άλλη μια φορά να πάω εγώ στο παρκάκι και να περιμένω σαν τον μπούφο να έρθει αλλά εκείνος να μην εμφανιστεί ποτέ.

Το άλλο ενδεχόμενο είναι να πάνε όλα σωστά. Να πάω εγώ, να έρθει, να τον γνωρίσω και... φακ. Ούτε αυτό θέλω να συμβεί.

<<Φοβάμαι>> απαντάω και σηκώνει το φρύδι της.

<<Γιατί;>>

<<Γιατί δεν ξέρω τι θα αντικρίσω>> πιάνω το κινητό στα χέρια μου και το περιστρέφω. <<Εννοώ... δεν φοβάμαι με την έννοια ότι μάλλον θα εμφανιστεί κάποιος γέρος ή κάτι τέτοιο... Στο μυαλό μου τον έχω πλάσει με έναν τρόπο και δεν ξέρω... μάλλον θα απογοητευτώ αν δω κάποιον άλλο... Πόσο μάλλον κάποιον γνωστό>>

Μασουλάει το αγγουράκι της. <<Έχεις ένα δίκιο σε αυτό>> ξεφυσάω. <<Δεν σου έγραψε κάτι άλλο στο μήνυμα;>>

<<Όχι. Απλά να πάω στην καφετέρια μετά το σχολείο. Θα με περιμένει>>

<<Και πως θα ξέρεις ποιος θα είναι ας πούμε; Αφού δεν ξέρεις καν την φάτσα του>> αναρωτιέται και την κοιτάζω.

Έχει δίκιο.

Θέλω να πω... όχι, φάτσα δεν ξέρω προφανώς. Αλλά από κάτι φωτογραφίες που μου έχει στείλει στο παρελθόν -και εννοείται πως δεν τις έχω αποθηκεύσει στο κινητό μου, στο λάπτοπ και σε ένα usb στικάκι για να μην χαθούν- υποθέτω ότι θα είναι εύκολο να τον καταλάβω.

Δηλαδή... αν θυμάμαι καλά είναι ωραίος, έχει ωραίες πλάτες βασικά. Μεγάλες και σατανικά φτιαγμένες πλάτες. (φώτο στο κεφ. 3 για να θυμηθείτε τι ωραίες πλάτες έχει το αγόρι μο- εμ ο άγνωστος αχ κατακαημένη Ρία)

Α επίσης μου είχε στείλει και το ματζαφλάρι του. (ναι, μου την κατέβασε το γουατπαντ αυτή την φώτο. Κακό γουάτπαντ)

ΟΧΙ ΓΥΜΝΟ, ΕΝΝΟΕΙΤΑΊ.

Αλλά στην φώτο που είχε στείλει, ε δεν άφηνε και πολλά στην φαντασία, σωστά;

<<Υποθέτω θα κάθετε μόνος του; Ξέρω γω; Λες να έρθει με παρέα;>> λέω και ταυτόχρονα τρέμω στην ιδέα ότι όντως αν παω, θα τον δω.

<<Εγώ λέω να πας και να ξεμπερδεύεις. Ήρθε η ώρα δεν νομίζεις;>> ρωτάει η φίλη μου αλλά δεν προλαβαίνω να απαντήσω γιατί γουρλώνει τα μάτια της και αμέσως ταιριάζει τα μαλλιά της.

<<Τι έγινε;>> ψιθυρίζω κάνω να γυρίσω αλλά με σταματάει.

<<Έρχεται προς το μέρος μας ο Στέφαν μαζί με τον Ντύλαν. Κάνε την αδιάφορη>> λέει μέσα από τα δόντια της και τρώει λίγο από το αγγούρι της κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

Δεν προλαβαίνω να διορθωθώ καθόλου και νιώθω ένα άγγιγμα στην πλάτη. Πετάγομαι μέχρι πάνω, όχι γιατί τρόμαξα αλλά επειδή με άγγιξε. Μάλλον πρέπει να ηρεμήσω. Αν είναι να με αγγίζει και εγώ να ξερνάω πεταλούδες, κάτι πηγαίνει λάθος.

<<Χευυυ>> λέει ο Στέφαν χαμογελαστός και κάθεται στην κενή θέση δίπλα μου.

<<Γεια Στέφαν>> λέω και πίνω λίγο από το νερό μου. Μήπως να φάω και καμία τσίχλα; Επίσης, μπορεί να μυρίσει το στόμα μου από εκεί που κάθεται; Σκέφτομαι βλακείες ε;

<<Πως πάει;>> ρωτάει και μας κοιτάζει και τις δύο εναλλάξ. Ο Ντύλαν στέκεται όρθιος πάνω από το τραπέζι μας παίζοντας κάτι στο κινητό του και η Έμιλυ τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Την σπρώχνω διακριτικά από κάτω αλλά δεν μου δίνει σημασία.

<<Εμ τρώμε>> απαντάω και αγκχ... γιατί νιώθω τόσο άβολα έτσι ξαφνικά; <<Εσύ;>>

<<Τι εγώ;>>

<<Έφαγες;>> οκευ, μάλλον ακούστηκα σαν την μάνα του. Έλεος.

Γελάει. <<Ναι. Και χόρτασα. Ευχαριστώ που ρωτάς>> απαντάει και γνέφω. Έπειτα λέει κάτι στον Ντύλαν και εκείνος έρχεται δίπλα του από την άλλη πλευρά. Η Έμιλυ κυριολεκτικά έχει γύρει το κορμί της και κοιτάζει εξ ολοκλήρου αυτόν, αλλά κλασικά δεν έχει πάρει χαμπάρι εκείνος.

Επίσης

ΟΥΑΟΥ. ΚΆΘΕΤΑΙ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΣΙΡΙΞΩ.

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.

Πρώτη φορά σμυβαίνει κάτι τέτοιο.

Βασικά... τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν περίμενα όντως να έρθει ο Στέφαν Κουίν, ο ίδιος και όχι καμία πινιάτα με το σχήμα του, και να κάτσει δίπλα μου. Εδώ μέχρι πρότινος ούτε το όνομά μου δεν ήξερε.

Κοιτάζω το κινητό μου ξανά.

Θα του απαντήσω. Δεν θέλω να είμαι γαιδούρα.

Τραβιέμαι λιγάκι στην άκρη ώστε να μην δει ο Στέφαν κάτι που δεν πρέπει και μπαίνω στην συνομιλία μας.

Διαβάζω ξανά το μήνυμά του. Αρκετές φορές βασικά.

Εκνευριστικός:

"Αν θέλεις να μιλήσουμε, έλα στο καφέ απέναντι από το σχολείο σήμερα, μόλις τελειώσουν τα μαθήματα. Θα σε περιμένω."

Ωραία. Τι απαντάμε τώρα;

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Και πληκτρολογώ.

Αμέλια:

"Εντάξει"

Το στέλνω και ταυτόχρονα ακούω έναν αρκετά δυνατό ήχο.

Βασικά έναν ήχο με έναν βάτραχο να κάνει κουάξ.

Όλοι στο τραπέζι με κοιτάζουν. 

Τι; Από εμένα είναι; Απάντησε κιόλας;

Επίσης έχω εγώ τέτοιο ήχο στο κινητό μου;

<<Δεν είναι από εμένα>> απαντάω και τους δείχνω την οθόνη του κινητού μου. Κοιτάζω την Έμιλυ. <<Δικό σου είναι;>>

<<Ξέχασα να πάρω κινητό σήμερα>> μουρμουρίζει εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Ντύλαν μέσα στα μάτια. Εκείνος της ρίχνει μια ματιά και βάζει το κινητό στην τσέπη του.

<<Δικό σου είναι φίλε. Σου ήρθε μήνυμα>> δείχνει τον Στέφαν και εκείνος κοκκαλώνει.

<<Όχι δεν είναι δικό μου>> απαντάει αμέσως και ο Ντύλαν γελάει.

<<Μην ντρέπεσαι τα κορίτσια>> μας κοιτάζει χαμογελαστός. <<Εγώ του έβαλα αυτόν τον ήχο. Είχε χάσει ένα στοίχημα και έπρεπε να γδυθ->>

<<Όχι. Δεν. Είναι. Δικό. Μου>> απαντάει έντονα ο Στέφαν και τον κοιτάζει.

<<Μα...>> πηγαίνει να πει ο Ντύλαν αλλά τον τραβάει από το μανίκι για να σηκωθούν όρθιοι.

<<Εμείς να φεύγουμε>> λέει χαμογελαστός και σπρώχνει τον Ντύλαν. <<Εμ... Αμέλια θ-θα τα πούμε μετά ε;>>

<<Ε ναι;>> απαντάω μπερδεμένη και φεύγουν και οι δύο γρήγορα.

Ξεφυσάω και κοιτάζω την φίλη μου που μάλλον στο μυαλό της ήδη κάνει σεξ με τον Ντύλαν πάνω στο τραπέζι.

Ανακατεύω το ρύζι μου με το πιρούνι.

Γιατί έκανε σαν να μην είναι δικό του; Τι νόμιζε; Ότι θα τον ρωτούσα ποια τσούλα είναι; Άλλη όρεξη δεν είχα.

Πφφφφφ.

~~~

Ακαλα.

Νταξ η κοπελιά είναι πιο ηλίθια και από κάτι συμφοιτήτριες μου που το IQ τους είναι λιγότερο από ένα άδειο μπουκαλάκι μανό.

Τι να πεις...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top