κεφ.18
2 μήνες.
2 ολόκληρα απελπιστικοί μήνες έχουν περάσει από την τελευταία φορά που του μίλησα. Ή βασικά, από τα τελευταία μηνύματα που του έστειλα τότε που είχα βγει στο μπαρ με τον Στέφαν.
2 μήνες και ακόμη τον σκέφτομαι κάθε φορά που ξυπνάω, κάθε φορά που κοιμάμαι, κάθε φορά που προσπαθώ να κάνω κάτι άλλο. Αγχκ, κοντεύω να τρελαθώ.
<<Αμέλια, παιδί μου, όλα καλά;>> ρωτάει η μαμά μου για εκατοστή φορά στο πρωινό μας και με κοιτάζει περίεργα. <<Δεν έχεις όρεξη;>>
Αφήνω το κουτάλι μου μέσα στο μπολ από το δημητριακά και λίγο γάλα πετάγεται έξω κάνοντας τη μαμά μου να ξεφυσιξει εκνευρισμένη.
<<Όχι, είναι η αλήθεια>> μουρμουριζω.
Αφήνει το κινητό της κάτω. <<Θέλεις να μιλήσουμε;>>
<<Μαμά είναι 7 η ώρα το πρωί. Έχω ακόμη τσίμπλες στα μάτια>> της λέω και αρπάζω ξανά το κουτάλι μου για να φάω από το μπολ.
<<Ναι αλλά θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στη ζωή σου μικρή. Τον τελευταίο καιρό δεν μου λες τίποτα>> μου λέει γλυκά και παίρνω μία βαθιά ανάσα.
<<Δε συμβαίνει τίποτα μαμά. Τι πο τα απολύτως. Εντάξει;>> Ρωτάω κοφτά και γνέφει χωρις να πει τίποτα άλλο.
Δεν ξέρω γιατί έχω νεύρα και ξεσπάω πάνω της. Ή βασικά ξέρω...
2 μήνες.
Έχουν περάσει 61 μέρες από εκείνο το βράδυ και δεν έχω νέα του. Τίποτα απολύτως. Δεν ξέρω καν αν ζει ή αν πέθανε. Θέλω τόσο πολύ να του μιλήσω. Θέλω όλα να γίνουν όπως πριν και να ξεχάσουμε τις βλακείες που έγιναν. Θέλω-
Χτυπάει το κινητό μου και κοιτάζω την μαμά μου περίεργα.
Πρώτη φορά με παίρνει κάποιος τηλέφωνο στις 7 το πρωί.
Σηκώνομαι όρθια και καθαρίζω τον λαιμό μου.
<<Παρακαλώ;>>
<<Εμ γειά. Αμέλια, εμ ο Στέφαν είμαι>>
Κοντεύω να πνιγώ με το σάλιο μου και βήχω σαν την παλαβή. Η μητέρα μου με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Σίγουρα θα νομίζει ότι είμαι χαζό.
<<Σ-στέφαν... τι λ-λέει;>> προφανώς και τρέμω ολόκληρη γιατί ΜΌΛΙΣ ΜΕ ΠΗΡΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ Ο ΣΤΕΦΑΝ;
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Θέλω να πω
Εντάξει. Τους τελευταίους δύο μήνες έχουμε έρθει αρκετά κοντά. Έχουμε βγει με την παρέα του και άλλες φορές και είναι τόσο γλυκούλης μαζί μου. Τόσο μα τόσο-
<<Αμέλια με ακούς;;;>> φωνάζει στο αφτί μου και πετάγομαι μέχρι πάνω.
<<ΝΑΙΦΥΣΙΚΑΣΕΑΚΟΥΩ>>
<<Λέω, είμαι κάτω από το σπίτι σου, αν θες πάμε μαζί στο σχολείο>>
Μια κραυγή μεταξύ βήχα και ενός ουαου βγαίνει από το στόμα μου και η μαμά μου μου βάζει διακριτικά σε ένα ποτήρι νερό και το αφήνει στην πλευρά μου.
<<Τι είπες;>>
<<Εεε λέω ναι. Ναι εμ κατεβαίνω σε 2'. Δηλαδή σε 5' γιατί πρέπει να φορέσω παπουτσια... Ξέρεις>> Χριστέ μου τι βλακείες λέω;
<<Α ναι φυσικά. Σε περιμένω>> ακούω το χαμόγελο του στην φωνή του και δεν μπορώ παρά να κλείσω το κινητό και να αρχίσω να χοροπηδάω σαν την χαζή.
<<Ολα καλά;>> Ακούω τη φωνή της μαμάς μου και γνέφω αρκετες φορές. Φοράω βιαστικά τα παπούτσια μου και αρπάζω την τσάντα μου από την καρέκλα. <<Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;>>
<<Εμ ένας φίλος μου>>
<<Και τι σου είπε και σε έκανε να χοροπηδας;>> Το βλέμμα της πονηρό και αποφεύγω να την κοιτάξω στα μάτια.
<<Τίποτα. Κάτι για το σχολείο>> κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου. <<Άργησα. Φεύγω. Τα λεμεεεεεε>> της αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο και σχεδόν τρέχω προς την εξώπορτα.
Πριν βγω έξω κοιτάζονται στον καθρέφτη για μια τελευταία φορά.
Διορθώνω τα μαλλιά μου, βάζω λίγο λιπγκλος και τσιμπάω τα μάγουλα μου μπας και ζωντανεψω λιγάκι.
Να είσαι άνετη. Δεν είναι δα και σπουδαίο πράγμα. Απλά ο θεογκομενος / κρας σου σε περιμένει έξω από το σπίτι σου για να πάτε μαζί στο σχολείο.
ΣΙΓΑ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΣΩΣΤΑ;
Βγαίνω έξω και κοντεύω να μπουρδουκλωθω στο εξαιρετικό πατάκι που έχουμε στην είσοδο. Παίρνω μία βαθιά ανάσα και κατεβαίνω βιαστικά τις σκάλες.
Μην πέσεις, μην πέσεις...
Στρίβω στην γωνία και... Χριστέ μου!
Είναι εκεί!
Και περιμένει εμένα.
Η καρδιά μου κοντεύει να πεταχτεί έξω από το στέρνο μου όσο προχωράω προς το μέρος του.
Εκείνος βέβαια πληκτρολογεί κάτι στο κινητό του οπότε με έχει πλάτη. Βγάζω βιαστικά το κινητό μου από την τσέπη και κοιταζομαι για άλλη μια τελευταία φορα.
Παίρνω μία βαθιά ανάσα, βάζω ξανά το κινητό στην τσέπη μου και σχεδόν τρέχω προς το μέρος του.
<<Καλημέρα>> λέω ευδιάθετα και μου χαμογελάει ζεστά.
Αχ πόσο τέλειο χαμόγελο!
<<Καλημέρα>> βάζει το κινητό του στην τσέπη του και με κοιταζει. <<Πάμε;>> Προτείνει και γνέφω σαν χαζοχαρουμενο 14χρονο που πήγε σε συναυλία του Ρουβά.
Σχεδόν ταυτόχρονα ακούω τον ήχο ενός μηνύματος από το κινητό μου και χωρίς να πάρω τα μάτια μου από το υπέροχο πρόσωπο του, το βγάζω το απενεργοποιω χωρίς να κοιτάξω ποιος ηλίθιος μου έστειλε μήνυμα τόσο νωρίς και το πετάω μέσα στην τσάντα μου.
<<Εμ>> κοιτάζει το κινητό μου <<δεν θα δεις ποιος σου έστειλε;>>
Χαμογελάω και ανασηκωνω τους ώμους μου. <<Κανένας σημαντικός>> του λέω και προχωραω μπροστά.
<<Α...εμ τέλεια!>>
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top