|9
Sometimes the things we do to numb the pain, cause more pain.
|-|
"Γειά σου και σένα..." μουρμούρισε σαρκαστικά η κοπέλα προτού αφήσει τα κλειδιά της στην άκρη.
"Απάντησε μου Μυρτώ."
"Δύο μπουκάλια με αλκοόλ και ένα κουτί με χάπια." αποκρίθηκε εκείνη όταν κατάλαβε τι κρατούσε η θεία της στα χέρια της.
"Και τι δουλειά είχαν στις κούτες σου;"
Στενεψε τα μάτια της η Μυρτώ σε αυτή την ερώτηση.
Στις κούτες μου;
"Τι δουλειά είχες εσύ στις κούτες μου;"
"Αυτό είναι εκτός του θέματος. Έψαχνα για κάτι δικό μου και υπέθεσα πως μπορεί να μπερδεύτηκαν τα πράγματα μας." απάντησε.
"Δεν μου είπες όμως, τι δουλειά έχουν στα πράγματα σου και δεν είναι στις κούτες με τα ποτά του μπαρ και στο φαρμακείο της κουζίνας;"
Ανασηκωσε τους ώμους της εκείνη, θέλοντας να φανεί χαλαρή.
"Όπως το είπες, υποθέτω μπερδεύτηκαν με τα πράγματα μου. Τελικά βρήκες αυτό που έψαχνες;" προσπάθησε να αλλάξει το θέμα της συζήτησης γρήγορα.
"Αυτά τα ηρεμιστικά τα έχεις σταματήσει εδώ και τρία χρόνια Μυρτώ." ακούστηκε στη φωνή της θείας της πως έχανε την υπομονή της.
"Τι δουλειά έχουν στα πράγματα σου ξανά;" ρώτησε άλλη μια φορά.
Στραβοκαταπιε η κοπέλα, δεν υπήρχε τρόπος να αποφύγει την αλήθεια.
"Κατάφερα να πείσω τον πρώτο ψυχολόγο, στον οποίο με πήγαινες πριν τέσσερα χρόνια, να μου τα γράψει ξανά."
"Και πόσο καιρό τα χρησιμοποιείς;"
Δίστασε λίγο να απαντήσει "Δε σταμάτησα και ποτέ." Συμπλήρωσε γρήγορα "Τα χρησιμοποιώ όμως μόνο όταν έχω εφιάλτες και δεν μπορώ να κοιμηθώ."
Η Κατερίνα σήκωσε τα δύο μπουκάλια στα χέρια της "Το ίδιο και αυτά;"
Κουνησε αργά το κεφάλι της καταφατικά η κοπέλα.
"Θεέ μου Μυρτώ! Ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι; Ειδικά αν τα χρησιμοποιήσεις ταυτόχρονα!" φώναξε ταραγμένη.
Ξέρω... Το έμαθα τη πρώτη φορά που το έκανα...
Κοίταξε απλώς τα χέρια της που τα είχε μπροστά της, όπως θα έκανε ένα μικρό παιδί που το μάλωναν. Θα τολμούσε να πει κανείς πως φαινόταν ντροπιασμενη.
"Κάθε πότε πίνεις;" αναφέρθηκε στο αλκοόλ.
Δάγκωσε λίγο το χείλος της προτού πει διστακτικά "Κάθε βράδυ;"
"Αλλιώς δε μπορώ να κοιμηθώ." συμπλήρωσε γρήγορα.
Η θεία της έμεινε να την κοιτάει έκπληκτη για αρκετή ώρα.
"Θεε μου Μυρτώ... Είσαι αλκοολική!"
Η κοπέλα σήκωσε απότομα το βλέμμα της και τη κοίταξε.
"Όχι, δεν είμαι. Ξέρω να το ελέγχω. Το χρειάζομαι απλώς για να καταφέρω να κοιμηθώ χωρίς εφιάλτες."
"Τότε δεν θα έχεις πρόβλημα με αυτό που θα κάνω."
Η θεία της πήγε γρήγορα στη κουζίνα και άρχισε να ρίχνει το αλκοόλ στον νεροχύτη, ενώ πέταξε ένα ένα τα ηρεμιστικά χάπια της Μυρτώς στον κάδο σκουπιδιών.
Η κοπέλα την ακολούθησε στη κουζίνα και όταν είδε το αλκοόλ να χάνετε στο σιφωνι, έτρεξε στο νεροχύτη για να γυρίσει τα μπουκάλια, όμως ήταν ήδη αργά καθώς ήταν πλέον άδεια.
Άκουσε θόρυβο πίσω της και είδε τη θεία της να σέρνει μια κούτα προς τον νεροχύτη. Κοίταξε μέσα στη κούτα και είδε πως ήταν τα μπουκάλια του μπαρ.
Η Κατερίνα άρχισε να τα ανοίγει ένα ένα και να τα γυρίζει ανάποδα στον νεροχύτη για να αδειάσουν.
"Σταμάτα!" τις κινήσεις της σταμάτησε η ανιψιά της όταν τη κράτησε από το μπράτσο.
"Γιατί;" την κοίταξε εκνευρισμένη "Αφού δεν είσαι αλκοολική, άρα δεν το χρειάζεσαι, έτσι;"
"Μα σου είπα ότι δεν είμαι αλκοολική! Το ελέγχω, δεν χρειάζομαι το ποτό για να λειτουργήσω, ούτε τρελαίνομαι αν δεν πιω! Το χρειάζομαι μονάχα για να κοιμηθώ χωρίς να με στοιχειώνουν εφιάλτες!" φώναξε ταραγμένη, ενώ έβλεπε στάλα-στάλα τα μπουκάλια να αδειάζουν και να χάνετε στους σωλήνες η λύτρωση της.
"Θα έπρεπε να είχες μιλήσει για αυτούς τους εφιάλτες στον ψυχολόγο σου ή εμένα." αποκρίθηκε η Κατερίνα και έπιασε άλλο ένα μπουκάλι από τη κούτα, το τελευταίο.
Η Μυρτώ την έπιασε από το χέρι και ύστερα κράτησε και εκείνη το μπουκάλι, προσπαθώντας να αποτρέψει τη θεία της από το να το αδειάσει και αυτό.
"Σταμάτα επιτέλους!" φώναξε ενώ τράβηξε δυνατά το μπουκάλι. Το ίδιο έκανε και η Κατερίνα, θέλοντας να το απομακρύνει από τη λαβή της Μυρτώς, με αποτέλεσμα στο τέλος να γλιστρήσει από τα χέρια τους και να σπάσει σε χίλια κομμάτια στο πάτωμα μπροστά τους.
"Τι έκανες;" ψιθύρισε η κοπέλα, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή της. Κοίταξε απότομα τη θεία της.
"Το ποτό με έχει βοηθήσει αυτά τα πέντε χρόνια περισσότερο από όσο με έχεις βοηθήσει εσύ ή ο κάθε ψυχολόγος στον οποίο με σέρνεις!" φώναξε η Μυρτώ.
Δεν την άφησε να συνεχίσει το χέρι της Κατερίνας που συνδέθηκε με το μάγουλο της. Ασυναίσθητα το δικό της χέρι πετάχτηκε στο μάγουλο της, για να καλύψει το σημείο που καιγόταν από το ξαφνικό χτύπημα.
Είδε τη θεία της να σφίγγει το σαγόνι της, ενώ δάκρυα μαζεύονταν στις άκρες των ματιών της.
"Όλα αυτά τα χρόνια, έχω προσπαθήσει να σε βοηθήσω με κάθε τρόπο. Ήμουν τόσο συγκεντρωμενη στο να κάνω εσένα χαρούμενη, που ξέχασα ότι και εγώ πονούσα από τον άδικο χαμό του αδερφού μου. Έχεις περάσει πολλά, είσαι η ανιψιά μου και θα σε αγαπώ πάντα, αυτό δεν σημαίνει όμως πως θα σε αφήσω να ποδοπατας τους πάντες. Όλοι πονάμε, όχι μόνο εσύ." είπε με μια πνιγμένα φωνή, ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Στο τέλος δεν τα κατάφερε και ένα γλίστρησε στο μάγουλο της.
Η Μυρτώ έμεινε να την κοιτάει έκπληκτη, δίχως να έχει ξεπεράσει το σοκ της σφαλιάρας ή των όσων είχε πει.
Δίχως να ξέρει τι να πει ή τι να κάνει, απομακρυνθεί σιγά σιγά από τη θεία της. Βγήκε από τη κουζίνα και βιαστικά άρπαξε τα πράγματα της, προτού βγει από το διαμέρισμα και χτυπήσει τη πόρτα πίσω της.
Βρέθηκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης, να περπατάει δίχως να έχει κάποιον συγκεκριμένο προορισμό, χαμένη στης σκέψης της, δίχως να ξέρει που θα την βγάλει η κάθε στροφή που έπαιρνε.
Περπατούσε ώσπου είδε τον ήλιο να δύει πίσω από τους ουρανοξύστες της πόλης. Κοίταξε γύρω της και δεν αναγνώριζε που βρισκόταν, ήξερε μόνο ότι ήταν σε ένα σχετικά κεντρικό δρόμο. Στα δεξιά της είδε τη πόρτα ενός μπαρ. Δίχως να το σκεφτεί πολύ, την άνοιξε και μπήκε μέσα.
Πλησίασε τη μπάρα και κάθισε σε ένα από τα σκαμπό. Ένιωσε αμέσως κάποια βλέμματα επάνω της. Εκείνο το πρωί είχε υποβάλει μεγάλη προσπάθεια στην εμφάνιση της, είχε βαφτεί, είχε περιποιηθει τα μαλλιά της και είχε φροντίσει για ένα όμορφο ντύσιμο που αποτελούταν από ένα μαύρο καλό σακάκι και παντελόνι, ένα άσπρο πουκάμισο και μαύρες γόβες, καθώς ήθελε να κάνει μια καλή πρώτη εντύπωση στη δουλειά της. Οπότε δικαιολογούσε αυτά τα βλέμματα στη προσεγμένη εμφάνιση της, φαίνεται δεν σύχναζαν πολλοί καλοντυμένοι και ευκαταστατοι στο συγκεκριμένο μαγαζί, συμπέρανε η Μυρτώ όταν πρόσεξε τους μεθυσμένους άντρες γύρω της.
Πίσω από τη μπάρα εμφανίστηκε μπροστά της ο μπάρμαν. Μια εικόνα του Μιχάλη πίσω από τη μπάρα, να κάνει τη Λυδία να γελάει, έκανε την εμφάνισή της στο μυαλό της και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε ασυναίσθητα στα χείλη της.
Κούνησε όμως το κεφάλι της, διώχνωντας αυτή την εικόνα και προσγειώθηκε ξανά στην πραγματικότητα, με τον μπάρμαν μπροστά της να περιμένει για την παραγγελία της.
"Ένα ουίσκι με πάγο." απάντησε.
Σύντομα το ένα έγινε δύο, τα δύο τρία και τα τρία έξι.
Θα πίστευε κανείς πως το αλκοόλ που είχε καταναλώσει τα τελευταία πέντε χρόνια είχε ανεβάσει την ανοχή της σε αυτό, θα έκανε όμως λάθος. Έξι ποτά μετά και δεν ήξερε που βρισκόταν και με ποιον. Όλα γύρω της γύριζαν, ενώ άκουγε ένα μεγάλο βουητό.
Άκουσε για άλλη μια φορά αυτόν τον συγκεκριμένο ενοχλητικό ήχο και συνειδητοποίησε πως ήταν το κινητό της. Το έβγαλε από τη τσάντα της και στενεψε τα μάτια της, καθώς τους επιτέθηκε η υψηλή φωτεινότητα της οθόνης.
Είδε πως είχε αρκετά μηνύματα και κλήσεις από τον Δημήτρη από τις δύο τελευταίες ώρες. Κοίταξε στη πάνω γωνία της μικρής οθόνης και είδε πως η ώρα είχε πάει έντεκα και.
Το δείπνο μας... σκέφτηκε αμέσως.
Πάτησε αμέσως την επαφή του για να τον καλέσει.
Ύστερα από λίγο απάντησε.
"Μυρτώ, είσαι καλά;"
"Ναι..." δυσκολεύτηκε να απαντήσει. "Χίλια συγγνώμη, κάτι..." σταμάτησε λίγο προσπαθώντας να παραμείνει στη πραγματικότητα "Κάτι μου έτυχε."
Δεν του ήταν δύσκολο να διακρίνει στη φωνή της τη ζάλη και τον αποπροσανατολισμό που της είχε προκαλέσει το ουίσκι.
"Έχεις πιει;"
Εκείνη κοίταξε το άδειο ποτήρι στο χέρι της.
"Ναι..."
Τον άκουσε να δυσανασχετεί από την άλλη γραμμή.
"Που είσαι;"
"Μισό λεπτό."
Σήκωσε το χέρι της και κάλεσε τον μπάρμαν. Μόλις την έφτασε τον ρώτησε.
"Που είμαι;"
Εκείνος της έδωσε την οδό στην οποία βρισκόταν το μπαρ και κατάφερε η κοπέλα να την πει σωστά στον Δημήτρη.
"Έρχομαι να σε πάρω. Μην κουνηθείς από εκεί, φτάνω σε λίγο."
"Εντάξει..." μουρμούρισε ξανά ζαλισμένη, προτού λήξει τη κλήση τους.
Κάποια λεπτά μετά ένιωσε μια παρουσία διπλά της. Σήκωσε το κεφάλι της και όταν κοίταξε στα δεξιά της, αντίκρισε τα γαλάζια του μάτια.
Ένα μεθυσμένο χαμόγελο κατάφερε να εμφανιστεί στο πρόσωπο της.
"Ήρθες!"
Ο άντρας αγνόησε τον μεθυσμένο ενθουσιασμό της και έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο της, σα να ελέγχει αν ήταν καλά.
"Είσαι καλά, τι συνέβη;" ρώτησε ανήσυχος.
Δεν υπήρχε ίχνος θυμού στη φωνή του ή το πρόσωπο του, μονάχα ανησυχίας για το αν ήταν καλά.
"Μπααα. Μαλωσα με τη θεία μου..." είπε και ακούμπησε το σαγόνι της στο χέρι της.
Ο Δημήτρης κάθισε στο σκαμπό δίπλα της.
"Τι συνέβη;" ρώτησε.
"Βρήκε κάτι ηρεμιστικά και αλκοόλ σε μια από τις κούτες μου και τώρα νομίζει πως είμαι αλκοολική. Μαλωσαμε, είπαμε- είπα κάποια βαριά πράγματα και έφυγα τρέχοντας από το σπίτι."
"Τι τα ήθελες τα ηρεμιστικά και το ποτό;"
"Για τους εφιάλτες το βράδυ. Με βοηθούσαν στο να κοιμηθώ. Ορκίζομαι όμως πως δεν είμαι αλκοολική. Θέλω το ποτό μονάχα για να κοιμηθώ ήρεμα. Λειτουργώ απολύτως φυσιολογικά όλη μέρα χωρίς αυτό και δεν τρελαίνομαι αν δεν πιω."
"Τώρα γιατί πίνεις;" έδειξε ο Δημήτρης το άδειο ποτήρι στο χέρι της.
Εκείνη το κοίταξε.
"Γιατί μόνο έτσι μουδιαζω και φεύγει ο πόνος..."
"Ποιος πόνος;"
Σήκωσε το χέρι της και το ακούμπησε απαλά δύο φορές στο στήθος της, πάνω από εκεί που βρισκόταν η καρδιά της.
Ο Δημήτρης δυσανασχετησε. Ήξερε πως ο μόνος λόγος που τα μάθαινε όλα αυτά ήταν εξαιτίας της επήρειας του αλκοόλ. Αλλιώς η Μυρτώ δεν θα είχε δεχτεί να τα πει σε κανέναν.
Εσκιψε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. Άφησε δύο χαρτονομίσματα στον ξύλινο πάγκο της μπάρας.
"Έλα να σε πάω σπίτι." είπε απαλά.
"Όχι σπίτι." πετάχτηκε αμέσως η Μυρτώ "Δε θέλω να δω τη θεία μου."
"Εντάξει."
Πήρε στο χέρι του τη τσάντα της, ενώ τύλιξε το άλλο γύρω από τη μέση της και την οδήγησε έξω από το μπαρ, στο αυτοκίνητο του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top