|6
One of the hardest things you will ever have to do, is to grieve the loss of a person who is alive.
|-|
"Μου είπες για τον πατέρα σου, τη κολλητή σου, τη μητέρα σου. Τον κολλητό σου όμως πως τον έχασες;"
"Τον πλήγωσα. Δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει ποτέ αυτό γιατρέ αλλά κάποιες φορές, μπορείς να πληγώσεις έναν άνθρωπο τόσο πολύ που όταν τον χάνεις, πονάει περισσότερο από όσο θα πονούσε αν πέθαινε..."
Είχε να μιλήσει στον Νίκο τέσσερα χρόνια. Το ίδιο και στον Ορέστη, τον Θάνο, τον Στέφανο και τον Μιχάλη. Ήξερε πως ο κολλητός της ήταν στην Ελλάδα, το ίδιο και ο Μιχάλης, ενώ οι άλλοι τρεις είχαν φύγει στο εξωτερικό.
Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν καλά χαραγμένη στο μυαλό της.
Ήταν ένα ακόμα βράδυ που η θεία της είχε καθυστερήσει στο γραφείο και βρισκόταν μόνη της στο σπίτι. Ένα ακόμη βράδυ που μπορούσε να απολαύσει ένα μπουκάλι γεμάτο με τη λύτρωση της, για να βρεθεί στον προσωπικό της παράδεισο. Εδώ και ώρα είχε ανοίξει ένα ολοκαίνουριο μπουκάλι ουίσκι.
Το κουδούνι του σπιτιού που ακούστηκε την έκανε να σταματήσει να πίνει και να αφήσει το μισογεματο μπουκάλι στο τραπεζάκι δίπλα της.
"Έρχομαι!" φώναξε και προσπάθησε να σηκωθεί από τη πολυθρόνα, με τη ζάλη από το ποτό να κάνει αυτή της την απόπειρα πιο δύσκολη.
Τα κατάφερε και υπό την επήρεια του αλκοόλ, παραπάτησε μέχρι τη πόρτα. Την άνοιξε και είδε μπροστά της τον κολλητό της.
Ενα πλατύ μεθυσμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα κόκκινα από το ποτό χείλη της.
"Γειά σου φίλε μου! Πέρνα μέσα!" αναφώνησε και τον πήρε από το χέρι, όπως θα έκανε ένα πενταχρονο, για να τον οδηγήσει στο σαλόνι.
Με το ζόρι πρόλαβε να κλείσει τη πόρτα του σπιτιού εκείνος, προτού τον τραβήξει η κολλητή του και βρεθεί στο σαλόνι του σπιτιού. Από την υποδοχή της είχε υποψιαστεί πως είχε πιει, το μπουκάλι στο τραπέζι όμως του οποίου το μισό περιεχόμενο έλειπε, επιβεβαίωσε την υποψία του.
Πλησίασε το τραπέζι και το πήρε στα χέρια του. "Μυρτώ τι κάνεις;"
"Πίνω." απάντησε απλά και τον πλησίασε, βάζοντας τα χέρια της γύρω από το δικό του, προσπαθώντας να πάρει το μπουκάλι από τη λαβή του.
"Μπορείς να μου κάνεις παρέα άμα θες, θα πρέπει να βρεις όμως δικό σου μπουκάλι, γιατί αυτό είναι δικό μου." έκανε να το τραβήξει ξανά από τη λαβή του, εκείνος όμως δεν το άφηνε.
"Πρέπει να σταματήσεις."
"Τι να σταματήσω; Απλώς πίνω. Που είναι το κακό στο να πίνω που και που;"
Τράβηξε απότομα το χέρι του και κράτησε το μπουκάλι μακρυά της.
"Το κακό είναι ότι δεν πίνεις που και που, αλλά κάθε μέρα." απάντησε ενοχλημένος.
"Ψέματα!" ξέσπασε σε γέλια η κοπέλα.
"Τι σκατα σου συνέβη...;" μουρμούρισε ο νεαρός.
Τα λόγια του σταμάτησαν τα γέλια της. Τον κοίταξε στραβά, ενοχλημένη που της χαλούσε το πάρτι και νόμιζε πως ήταν καλύτερος της.
"Συγγνώμη κύριε τέλειε όμως δεν είμαστε όλοι τόσο καλοί όπως εσύ, στο να ξεχνάμε τους ανθρώπους που χάσαμε."
"Ορίστε;"
"Αυτό που άκουσες. Πέρασες στη σχολή σου, έχεις τη δουλειά σου, τη κοπέλα σου, την οικογένεια σου και έχεις ήδη ξεχάσει τη κολλητή σου, την οποία υποτίθεται είχες σαν αδερφή σου, ενώ έχει περάσει μονάχα ένας χρόνος από τον θάνατο της. Κάνω κάπου λάθος;" η τελευταία της ερώτηση ήταν ειρωνική.
Τον είδε να σφίγγει τα δόντια του. "Ο μόνος λόγος που δεν αντιδρώ είναι επειδή ξέρω πως είσαι μεθυσμένη και δεν ξέρεις τι λες."
Προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να κάνει κάτι που θα μετανιωνε, η κοπέλα όμως μπροστά του, την οποία δεν αναγνώριζε πλέον, δυσκόλευε πολύ τη προσπάθεια του αυτή.
Γέλασε εκείνη. "Κάνεις λάθος. Κάποιος μου είπε κάποτε πως τα παιδιά, οι θυμωμένοι και οι μεθυσμένοι λένε την αλήθεια."
Το γέλιο της σταμάτησε. "Αυτή τη στιγμή είμαι πολύ μεθυσμένη και δεν έχω σταματήσει να είμαι θυμωμένη εδώ και έναν χρόνο, οπότε να είσαι πολύ σίγουρος πως εννοώ ό,τι και να λέω..."
Το παραλήρημα της διέκοψε το χέρι του που συνδέθηκε δυνατά με το μάγουλο της. Ο ήχος της σφαλιάρας ακούστηκε δυνατά και το χέρι της πήγε αμέσως στο μάγουλο της.
Ήταν σαν το χτύπημα να έδιωξε οποιοδήποτε ίχνος αλκοόλ από τον οργανισμό της. Γύρισε να τον κοιτάξει, με το στόμα της λίγο ανοιχτό από την έκπληξη και το σοκ.
"Το γεγονός ότι δεν γίναμε όλοι αλκοολικοί που επιζητούν τη προσοχή όλων δε σημαίνει ότι δεν πονάμε." είπε απότομα με δάκρυα στα μάτια του που αρνούνταν να αφήσει να κυλήσουν.
Δίχως να την αφήσει να πει κάτι άλλο, γύρισε και έκανε να φύγει. Προτού βγει όμως από το σαλόνι, άφησε το μπουκάλι ουίσκι που κρατούσε σε ένα τραπεζάκι κοντά του.
Γύρισε να τη κοιτάξει μια τελευταία φορά. "Απόλαυσε το γιατί μόνο αυτό σου έχει απομείνει πλέον."
Έδειξε προς το μπουκάλι και πριν προλάβει να αντιδράσει εκείνη, άκουσε τη κεντρική πόρτα να κλείνει δυνατά και το αμάξι του Νίκου να παίρνει μπρος.
Ο ήχος αυτός την έκανε να συνέλθει και πήρε το χέρι της από το μάγουλο της που το ένιωθε να καίει, ενώ έκλεισε το στόμα της.
Δάκρυα ένιωσε στα μάτια της, ενώ πολύ σύντομα τα ένιωθε να καίνε στα μάγουλα της. Πλησίασε το τραπεζάκι και πήρε στο χέρι της το μπουκάλι.
Ακούμπησε στον τοίχο πίσω της και γλίστρησε μέχρι να καθίσει στο πάτωμα. Ένας λυγμός της ξέφυγε και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. Το βλέμμα της στράφηκε στο γυάλινο μπουκάλι που κρατούσε, το οποίο περιείχε τη λύτρωση της.
Παρότι είχε μόλις γίνει, δε συγκρατηθεικε και το έφερε στο στόμα της. Εγυρε το κεφάλι της πίσω και άφησε το αλκοόλ να κάψει τον λαιμό της, όπως τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλα της.
Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είδε τον κολλητό της, η πρώτη και τελευταία φορά που εκείνος είχε αφήσει τους ανθρώπους του στην Ελλάδα και πήγε στο Λονδίνο για να την επισκεφθεί. Μισός χρόνος ακριβώς μετά από τον θάνατο της μητέρας της, μισός χρόνος από τότε που έφυγε στην Αγγλία.
"Πιστεύεις πως είσαι αλκοολική;"
...δεν γίναμε όλοι αλκοολικοί που επιζητούν τη προσοχή όλων...
"Όχι."
Είσαι...
"Πίνεις συχνά;" συνέχισε τις ερωτήσεις ο ψυχολόγος.
"Που και που."
"Λίγο πιο συγκεκριμένα;"
Κάθε βράδυ για να καταφέρω να κοιμηθώ χωρίς εφιάλτες...
"Μία με δύο φορές την εβδομάδα."
"Τότε γιατί πιστεύεις πως σε αποκάλεσε αλκοολική ο Νίκος;"
Ανασηκωσε τους ώμους της "Απλώς υπερέβαλε..."
"Εσύ νομίζεις πως υπερέβαλες με αυτά που του είπες; Τα μετανιώνεις;"
"Ήμουν μεθυσμένη, δεν ήξερα τι έλεγα..."
"Μα μόλις είπες ότι-"
"Ξέρω τι είπα." τον διέκοψε.
"Δεν νομίζεις πως ισχύει τότε;"
"Δεν το έχεις ακούσει; Τα παιδιά, οι θυμωμένοι και μεθυσμένοι λένε την αλήθεια..."
"Πιθανότατα το άτομα που μου το είπε δεν ήξερε τι έλεγε..."
"Και ποιος σου το είπε;"
"Δε θυμάμαι."
Προτίμησε να πει ψέματα, καθώς ένιωθε πως όλες αυτές οι ερωτήσεις επιτιθονταν στην ιδιωτικοτητα της. Στην ουσία αυτό έκαναν, καθώς ένας ψυχίατρος αυτό κάνει, μαθαίνει τα πιο σκοτεινά σου μυστικά που σε βασανίζουν.
Δεν ήθελε όμως να μοιράζετε πολλές λεπτομέρειες για τον Αλέξανδρο και την σχέση τους. Ήταν ένας άνθρωπος που λίγοι ήξεραν τον πραγματικό του εαυτό και εκείνη ήταν μια από αυτούς τους τυχερούς, έτσι ήθελε να το κρατήσει βαθιά μέσα της, μόνο για αυτήν να το ξέρει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top