|4

Τότε χτύπησαν τη πόρτα. Εγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα. Κι έτσι, μια καινούργια θλίψη μπήκε στον κόσμο.

-Τάσος Λειβαδίτης

|-|

"Έχεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο για τον πατέρα σου; Κάτι που θες να βγάλεις από μέσα σου;"

Σκέφτηκε λίγο η κοπέλα προτού κουνήσει το κεφάλι της.

"Σας τα είπα όλα εχθές."

"Για την κολλητή σου;"

Κουνησε ξανά το κεφάλι της.

"Σας τα είπα όλα προχθές."

"Τότε ας προχωρήσουμε στη μητέρα σου;"

"Εντάξει."

"Πως αντέδρασες τη πρώτη φορά που μιλήσατε ύστερα από οχτώ χρόνια;"

Άκουσε το κουδούνι του σπιτιού να χτυπάει. Δε σηκώθηκε από το κρεβάτι της, καθώς ήταν σίγουρη πως θα άνοιγε τη πόρτα η θεία της. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να σηκωθεί. Ένιωθε αδύναμο ολόκληρο το κορμί της, καθώς επίσης είχε έναν φριχτό πονοκέφαλο που της είχαν προκαλέσει οι πολλές ώρες που έκλαιγε.

Είχε περάσει μόλις μία εβδομάδα από τον θάνατο του Αλέξανδρου. Δεν είχε καταφέρει να περάσει τη πόρτα του δωματίου της από τότε.

Πρώτα ο πατέρας της, ύστερα η κολλητή της και τώρα, ο πρώτος έρωτας της ζωής της. Δεν μπορούσε πια, υπέφερε. Υπέφερε και δεν δεχόταν τη βοήθεια κανενός. Ούτε της θείας της, ούτε του κολλητού της. Ούτε των αγοριών αλλά ούτε και του ψυχολόγου με τον οποίο είχε επικοινωνήσει η Κατερίνα.

Η κοπέλα της είχε πει απλώς "Θέλω λίγο χρόνο μόνη μου, θα γίνω καλύτερα, μην ανησυχείς."

Μέσα της ήξερε όμως πως απλώς έλεγε ψέματα στη θεία της. Δε θα γινόταν καλύτερα. Γιατί όχι μόνο είχε χάσει τρεις κοντινούς της ανθρώπους, αλλά και ο τρόπος που τους είχε χάσει ήταν απαίσιος.

Κάθε βράδυ θα έπινε και θα έκλαιγε μέχρι να τη πάρει ο ύπνος. Μόνο με το ποτό κατάφερνε να κοιμηθεί χωρίς να τη ξυπνάνε οι εφιάλτες της.

Σκουπιζε τα δάκρυα της όταν άκουσε τη θείας της να τη φωνάζει.

"Μυρτώ, έλα λίγο κάτω σε παρακαλώ."

Την αγνόησε.

"Μυρτώ, είναι επείγον!"

Δυσανασχετησε η κοπέλα και ανακαθισε στο κρεβάτι της.

"Τώρα, μισό." φώναξε για να την ακούσει, προτού σκουπίσει τα μάγουλα της και πάρει βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει.

Στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της, θέλοντας να σβήσει τα στοιχεία που έδειχναν ότι έκλαιγε, μάταια όμως. Η κοκκινίλα θα σβηνοταν, όχι όμως και ο πόνος που έκρυβαν τα μάτια της.

Χωρίς να την ενδιαφέρει όμως ιδιαίτερα, κατέβηκε τα σκαλιά και βρέθηκε στο χολ του σπιτιού. Άκουσε τη φωνή της θείας της στο σαλόνι προτού κατευθυνθεί προς τα εκεί.

Το μετάνιωσε όμως, καθώς αντίκρισε ένα άτομο που δεν ήθελε να δει. Η Κατερίνα άκουσε την ανιψιά της να μπαίνει στο δωμάτιο και γύρισε αμέσως να τη κοιτάξει, ανήσυχη για την αντίδραση της προς τη καλεσμένη τους.

"Τι κάνει αυτή εδώ;" ρώτησε τελικά απότομα τη θεία της, ύστερα από λίγα λεπτά σιγής.

"Μυρτώ, πρέπει να μιλήσετε. Έχει να σου πει κάτι πολύ σημαντικό." απάντησε η Κατερίνα και η κοπέλα παρατήρησε κάποια δάκρυα να εμφανίζονται στα μάτια της.

Αυτή της η αντίδραση ήταν ο μόνος λόγος που δέχτηκε η κοπέλα να ακούσει τη γυναίκα που τη παράτησε όταν ήταν ακόμα παιδί.

Η θεία της σηκώθηκε από τη πολυθρόνα που καθόταν και τη πλησίασε.

Ψιθύρισε "Πάω να φέρω καφέ. Όσο λείπω, σε παρακαλώ άκουσε την." και εξαφανίστηκε στη κουζίνα.

Η Μυρτώ κατάπιε στραβά, νιώθοντας ξαφνικά μια αμήχανη ατμόσφαιρα να τη περιτριγυριζει. Πήρε τελικά τη θέση της θείας της στη πολυθρόνα, απέναντι από τη μητέρα της.

Αμέσως η γυναίκα χαμογέλασε γλυκά στη κοπέλα που είχε γίνει η κόρη της, την οποία θυμόταν σαν εχθές να παίζει με τις κούκλες της.

"Κοίτα πως μεγάλωσες. Και ομόρφυνες, ολόκληρη κοπέλα έγινες."

"Να μου λείπουν αυτά παρακαλώ..." είπε η κοπέλα.

"Γιατί είσαι εδώ;"

Το χαμόγελο έπεσε από τα χείλη της μητέρας της.

Αφού φαινόταν πως η Μυρτώ δεν είχε όρεξη για ψιλή κουβέντα, εκείνη αποφάσισε να πει κατευθείαν αυτό που ήθελε.

"Έχω καρκίνο."

Τα λόγια αυτά τρυπωσαν απότομα στο μυαλό της κοπέλας.

"Αύριο ξεκινάω τις χημειοθεραπείες. Θα ήθελα όσο είμαι ακόμα εδώ να συζητήσουμε κάποια πράγματα."

Η Μυρτώ δεν ήθελε να ρωτήσει αν εννοούσε όσο ήταν ακόμα εκεί δηλαδή στην Ελλάδα ή στη ζωή. Στραβοκαταπιε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

"Εντάξει." απάντησε λίγο χαμένη.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η θεία της στο σαλόνι με δύο κούπες καφέ. Έδωσε τον ένα στη μητέρα της Μυρτώς και κράτησε το άλλο για την ίδια, καθώς ήξερε πως η ανιψιά της δεν θα ήθελε έναν.

Η μυρωδιά του καφέ μπήκε στα ρουθούνια της και ήταν σαν να χρειαζόταν αυτό για να τη κάνει να επανέλθει στη πραγματικότητα. Κουνησε μπερδεμένη το κεφάλι της και σηκώθηκε από τη πολυθρόνα.

"Με συγχωρείτε, πρέπει να πάω επάνω." είπε και έτριψε αμήχανα τα χέρια της στους μηρούς της.

Η προηγουμένως επιθετική της στάση εξαφανίστηκε ύστερα από τα νέα της μητέρας της.

Οι δύο γυναίκες κουνησαν απλώς καταφατικά το κεφάλι της και της χαμογέλασαν, προτού αρχίσουν να συζητάνε.

Ανέβηκε αργά τα σκαλιά ενώ κρατιοταν από το κάγκελο τους. Έφτασε έξω από το δωμάτιο της και έσπρωξε αργά τη πόρτα να ανοίξει. Μπορεί στο σαλόνι να φάνηκε άνετη, όμως ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις είχε ακούσει από τη μητέρα της.

"Έχω καρκίνο."

Έκλεισε τη πόρτα πίσω της και κάθισε στο κρεβάτι της, τραβώντας ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά της. Έσφιξε τα χέρια της γύρω του και έχωσε το πρόσωπο της σε αυτό.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το ουρλιαχτό που την επνιγε, στο μαξιλάρι αυτό.

Σήκωσε το κεφάλι της στο ταβάνι και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει.

"Μη μου τη πάρεις και αυτή..."

Μπορεί να μην ήταν κοντά της οχτώ χρόνια και να της το κρατούσε αυτό, όμως δεν ήθελε να της συμβεί τίποτα. Ίσα ίσα, θα ήθελε να κάνουν και μια καινούργια αρχή μιας και είχε εμφανιστεί ξανά. Σίγουρα θα της ήταν δύσκολο στην αρχή, όμως δεν το θεωρούσε απίθανο.

"Οπότε ναι... Δεν αντέδρασα και με τον καλύτερο τρόπο..." είπε τελικά η κοπέλα, αφού είχε εξηγήσει τα πάντα.

"Λογικό, δεν είναι εύκολο να μαθαίνει κανείς κάτι τέτοιο." ακούστηκε ο κύριος Barnet.

"Και αυτό δεν ήταν τίποτα..."

Αρχικά της ήταν δύσκολο να παρακολουθεί τη μητέρα της να αλλάζει, προς το χειρότερο. Πρώτα οι αναγούλες, ύστερα η έλλειψη όρεξης και η απώλεια βάρους. Επιπλέον, η τριχόπτωση που οδήγησε τη μητέρα της στο να κόψει τα μαλλιά της.

Αυτό βέβαια ευτυχώς δεν τις εμπόδισε από το να έρθουν κοντά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top