|38
Δύο εβδομάδες ήταν μακρυά του. Δύο εβδομάδες δεν είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνη ήταν αυτή που ήθελε χρόνο μακρυά του, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψε να πατήσει το κουμπί της κλήσης στην επαφή του. Κοίταξε ξανά απογοητευμένη τη μαύρη οθόνη του κινητού της στο χέρι της.
"Μυρτώ μου φέρε λίγο το πέπλο." η φωνή της μητέρας της Ελένης τράβηξε τη προσοχή της.
Γύρισε να κοιτάξει τις γυναίκες γύρω από τη πανέμορφη νύφη και αυτομάτως χαμογέλασε, προτού απομακρυνθεί από το παράθυρο που καθόταν, πάρει το πέπλο από τον καναπέ που ήταν απλωμένο και τις πλησιάσει.
Το τοποθέτησαν πάνω από τη πανέμορφη πλεξούδα που είχε μαζεμένα τα μαλλιά της η Ελένη και έκαναν όλες ένα βήμα πίσω για να θαυμάσουν τη πρωταγωνιστρια της ημέρας.
Ούτε που είχε καταλάβει η κοπέλα πως είχαν περάσει οι μέρες και ο γάμος του κολλητού της είχε φτάσει. Ήταν τόσο χαρούμενη γιατί έβλεπε και τον ίδιο αλλά και την σύντομα γυναίκα του χαρούμενους. Τα χαμόγελα τους κατάφερναν να φέρουν ένα και στα δικά της χείλη, καθώς επίσης κατάφερνε να ξεχάσει που και που τον ψηλό, μελαχρινό που δεν είχε σταματήσει να την σκέφτεται σε άλλη ήπειρο.
"Είσαι πανέμορφη." χαμογέλασε πλατιά στην Ελένη και εκείνη την πήρε μια σφιχτή αγκαλιά.
"Και συ δεν πας πίσω, κοίτα να δεις που η κουμπάρα θα είναι πιο όμορφη από την νύφη." αστειεύτηκε η κοπέλα.
"Αυτό δεν γίνεται και να θέλεις." αποκρίθηκε εκείνη γελώντας.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με γυναικεία υγρά μάτια που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν δάκρυα και επειδή η Μυρτώ δεν θέλησε να επηρεαστεί από αυτή την ατμόσφαιρα, όσο χαρούμενη και να ήταν, βρήκε μερικούς συγγενείς στο σαλόνι.
Έπιασε κουβέντα με δύο ξαδέρφια της Ελένης και ένα ποτήρι σαμπάνια μετά, η νύφη είχε κατέβει από τον πρώτο όροφο. Όλοι οι καλεσμένοι γύρισαν να τη θαυμάσουν και να τη καμαρώσουν.
Ύστερα από αρκετές φωτογραφίες, κάποια έθιμα γάμου και λίγους νησιωτικούς χορούς, βρίσκονταν στο αυτοκίνητο για την εκκλησία, με τη νύφη να τους ακολουθεί στο επόμενο. Καθ' όλη τη διαδρομή η κουμπάρα δεν μπορούσε να διώξει τον κόμπο από το στομάχι της στη σκέψη του ότι θα έβλεπε ξανά τον Αλέξανδρο. Αν ερχόταν δηλαδή στο γάμο... Ύστερα από πολλή σκέψη ο Νίκος με την Ελένη είχαν αποφασίσει να τον καλέσουν, ακόμα και με μόνο μία εβδομάδα καιρό για να προλάβει.
Έξω από τον ναό πια οι κόρνες σταμάτησαν και το ίδιο και το μαύρο αμάξι. Η Μυρτώ βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να πλησιάζει τον κομψό, ξανθό γαμπρό στα σκαλιά της εκκλησίας, του οποίου το πλατύ χαμόγελο μπορούσε να τυφλωσει άνθρωπο. Χαιρόταν τόσο πολύ για εκείνον και ένιωσε το γνώριμο σφίξιμο στη καρδιά.
Αυτό το σφίξιμο που νιώθει κανείς όταν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα είναι ευτυχισμένος. Ευτυχία... Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, πως τη πετύχαινε και αν την έβρισκε, πως να τη κρατήσει. Ίσως το κατάφερνε κάποια στιγμή η ίδια...
Τα μάτια της πήγαν αυτόματα στον άντρα που εμφανίστηκε από το πλάι της εκκλησίας εκείνη τη στιγμή και ασυναίσθητα έχασε το βήμα της. Έμεινε ακίνητη στη μέση της αυλής μπροστά από τον ναό, να κοιτάει τον ψηλό άντρα που ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε δίπλα στον κολλητό της.
Στραβοκαταπιε, καθώς ένιωθε κάτι να τη πνιγεί και θυμήθηκε να ανασάνει ξανά όταν γύρισε να τη κοιτάξει ο Νίκος. Βγήκε βιαστικά από τη ζάλη στην οποία βρισκόταν και συνέχισε να περπατάει, αφού ήταν σίγουρη πως ακριβώς εκείνη τη στιγμή θα γυρνούσε να τη κοιτάξει και εκείνος.
Έφτασε δίπλα τους και απέφυγε επίτηδες το βλέμμα του, ενώ χαμογέλασε πλατιά στον Νίκο και τον αγκάλιασε.
"Ετοιμος;"
Εγνεψε καταφατικά "Πανέτοιμος."
Χαμογέλασε ξανά και πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, γύρισαν όλοι να κοιτάξουν τη νύφη που κατέφθανε. Στη κίνηση της αυτή τα μάτια της συνάντησαν τα πράσινα δικά του, όμως γρήγορα έπεσαν πάνω στην Ελένη. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα και ούτε τους δόθηκε η ευκαιρία, καθώς σύντομα ακολούθησε το μυστήριο.
|-|
Ο ήχος των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή ησύχαζε την ψυχή της, ενώ η μυρωδιά της θάλασσας καθάριζε το μυαλό της, καθώς επέτρεπε δόσεις άφθονου οξυγόνου να εισέλθει στον οργανισμό της. Όλα αυτά έρχονταν σε αντίθεση με τα γέλια, τις φωνές και τη μουσική που ακουγόταν στο βάθος, πέρα από τις λευκές κουρτίνες και τα γυάλινα διαχωριστικά, στον χώρο δεξιώσεων.
Το καλοκαιρινό αεράκι που φύσηξε εκείνη τη στιγμή γαργάλησε την ελαφρώς μαυρισμένη επιδερμίδα της και κούνησε το μακρύ, μπλε φόρεμα της. Άνοιξε τα μάτια της και ήπιε και το τελευταίο κρασί που είχε μείνει στο λεπτό της ποτήρι, προτού το αφήσει άδειο πια στο μαρμαρένιο περβάζι μπροστά της. Γύρισε το βλέμμα της στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει στον ορίζοντα και σύντομα θα χάριζε σε εκείνη αλλά και όλους τους καλεσμένους ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα.
"Οι καλεσμένοι αρχίζουν να αναρωτιούνται που χάθηκε η κουμπάρα."
Δεν περίμενε να είναι εκεί και η φωνή του έκανε τη καρδιά της να σκιρτήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα προτού γυρίσει αργά να τον κοιτάξει. Τα μάτια της ταξίδεψαν από τα μαύρα λουστρίνια του, ως το λευκό του πουκάμισο που εφάρμοζε τέλεια στον γυμνασμένο κορμό του και ώμους, προτού σταματήσουν στα πράσινα του μάτια.
Είχε ζήσει πέντε χρόνια χωρίς εκείνον, όμως εκείνη τη στιγμή οι δύο εβδομάδες που ήταν χώρια της είχαν φανεί πολύς καιρός και η ομορφιά του την συνεπήρε τόσο που για λίγα δευτερόλεπτα ξέχασε να αναπνέει. Το ίδιο ίσχυε βεβαίως και για εκείνον, καθώς δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Πρώτη της σκέψη ήταν να τρέξει κοντά του μα κατάφερε ευτυχώς να συγκρατήσει τον εαυτό της προτού κάνει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν σίγουρη πως έπρεπε να συμπεριφερθεί. Να τον αγκαλιάσει; Να τον φιλήσει; Ήταν σωστό ή όχι; Σε λίγο καιρό θα ήταν παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα και θα είχαν και ένα παιδί. Δύο αν ήταν δίδυμα.
Διπλό το κακό... Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό της απ' το να σκεφτεί και να πλάσει άλλο ένα σενάριο μόνη της.
Τελικά έμεινε σταθερή δίπλα από το μαρμαρένιο περβάζι που διαχώριζε τον χώρο δεξιώσεων από την παραλία που βρισκόταν κάτω από την μικρή πλαγιά του χώρου. Κοίταξε τους καλεσμένους που χόρευαν και διασκέδαζαν, προτού γυρίσει το βλέμμα της ξανά σε εκείνον.
"Αμφιβάλλω αν έχουν καταλάβει πως λείπω." άφησε ένα μικρό γελάκι στο τέλος για να δείξει πως αστειευόταν λιγάκι.
"Η απουσία σου είναι πάντα αισθητή." ήταν η απάντηση του και η Μυρτώ κατάλαβε πως δεν μιλούσε απλώς για το γλέντι.
Την πλησίασε αργά και όταν βρίσκονταν πια σε απόσταση αναπνοής το χέρι του βρέθηκε πίσω από τον λαιμό της και πλησίασε τα χείλη του στα δικά της. Πριν προλάβει όμως να τα ακουμπήσει, εκείνη γύρισε το κεφάλι της στο πλάι και χαμήλωσε το βλέμμα της.
"Δεν πρέπει." είπε σιγανά.
"Γιατί;"
"Δεν είναι σωστό."
"Γιατί;" επέμεινε εκείνος.
"Γιατί σε λίγο καιρό θα είσαι σύζυγος και πατέρας."
"Σύζυγος εντάξει, αλλά πατέρας πως; Είσαι έγκυος;"
Τον κοίταξε μπερδεμένη.
"Η Β-"
"Η Βανέσα δεν είναι έγκυος Μυρτώ."
Συνέχισε να τον κοιτάει το ίδιο μπερδεμένη "Ορίστε;"
"Δεν ήταν ποτέ έγκυος στο παιδί μου. Ήταν όλα ένα ψέμα."
Τον έσπρωξε μακρυά της και τον αγριοκοίταξε.
"Ακόμα και τώρα συνεχίζεις λοιπόν με τα ψέματα; Δεν βαρέθηκες;"
Προς έκπληξη της ο Αλέξανδρος γέλασε, φουντώνοντας και άλλο τον θυμό μέσα της.
"Όχι δικό μου ψέμα, χαζό."
Σταύρωσε τα χέρια της σε μια αμυντική στάση "Τότε ποιανού;"
"Δικό της. Μου είπε ψέματα πως ήταν έγκυος για να με κρατήσει κοντά της επειδή είχε καταλάβει πως θα την άφηνα για σένα."
Α την νυφίτσα. Εγώ φταίω που την είχα περάσει και για καλή όταν την γνώρισα στο δείπνο...
Άφησε τα χέρια της να κρέμονται αμήχανα και χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της όταν κατάλαβε πως τον είχε κατηγορήσει άδικα.
"Συγ-" πριν προλάβει να απολογηθεί, ο Αλέξανδρος είχε διανύσει τη μικρή απόσταση που τους χώριζε και είχε ενώσει τα χείλη τους.
Τη στιγμή που ακούμπησαν, ένιωσαν και οι δύο να λυτρώνονται, το κενό που είχαν και οι δύο μέσα τους να γεμίζει ξανά και τις καρδιές τους να βρίσκουν ξανά τον σωστό χτύπο τους. Η ζεστασιά του καθενός παρηγορούσε τον άλλον και τους επιβεβαίωνε πως βρίσκονταν πραγματικά και οι δύο εκεί.
Τύλιξε ο ένας τα χέρια του γύρω από τον άλλον, θέλοντας να μείνουν για πάντα κοντά, δίχως τίποτα και κανέναν άλλο να τους χωρίζει. Τα χείλη του χάιδευαν τα δικά της, ενώ οι γλώσσες τους χόρευαν όπως δεν είχαν χορέψει εκείνοι οι δύο στο γλέντι.
Χώρισαν ύστερα από λίγο για να ανασάνουν και βρήκε την ευκαιρία η Μυρτώ να τον ρωτήσει "Δηλαδή τώρα αυτή σίγουρα δεν είναι έγκυος;"
"Ναι." ήταν η βιαστική του απάντηση προτού σκύψει να την φιλήσει ξανά.
Τραβήχτηκε όμως ξανά για να ρωτήσει "Άρα δεν θα την παντρευτείς;"
"Όχι."
Έκανε να τη φιλήσει μα εκείνη τον εμπόδισε με το χέρι της και τον κοίταξε για λίγο με τα μάτια της ορθάνοιχτα.
"Άρα ποιας σύζυγος θα γίνεις; Προέκυψε κι άλλη και δεν το ξέρω ακόμα;" απόρησε ανήσυχη.
Εκείνος, ξανά προς έκπληξη της, γέλασε προτού της δώσει ένα φιλί.
"Αφού βιάζεσαι..." μουρμούρισε και πήρε τα χέρια του από πάνω της.
Τη στιγμή που έφτασε με το χέρι του την τσέπη του παντελονιού του, ήξερε ακριβώς τι θα συνέβαινε. Όταν γονάτισε, απλώς επιβεβαίωσε τις σκέψεις της. Δεν είχε καν προλάβει να μιλήσει ο Αλέξανδρος και η καρδιά της ήδη ήταν έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος της, ενώ είχε ξεχάσει να αναπνέει.
"Δεν νομίζω να καταφέρω να πω ακριβώς όλα όσα σκέφτομαι και νιώθω για σένα, αλλά θα προσπαθήσω." έβηξε λίγο αμήχανα, προτού πάρει μια βαθιά ανάσα.
"Μυρτώ, δεν θα πω το κλισέ πως από τη πρώτη στιγμή που σε είδα ήξερα ότι θα φτάναμε σε αυτή τη στιγμή, γιατί δεν θέλω να πω ψέματα. Αυτό δεν άργησα να το καταλάβω όμως, όταν με σφαλιάρισες εκείνο το βράδυ στα αποδυτήρια, έναν μαντράχαλο δύο μέτρα, μπροστά σε τόσους άντρες. Ήξερα αμέσως πως αυτή τη ξεροκέφαλη, θερμόαιμη, ευαίσθητη, πανέξυπνη, αστεία και πανέμορφη κοπέλα έπρεπε να την κάνω δική μου. Ξέρω επίσης πως δεν μου αξίζεις, πως σου πέφτω λίγος."
Πήγε να τον διακόψει θέλοντας να τον διαψεύσει, μα δεν την άφησε.
"Όμως ήμουν πάντα λίγο εγωιστής και αυτή η στιγμή δεν αποτελεί εξαίρεση. Χαίρομαι όταν χαίρεσαι, λυπάμαι όταν λυπάσαι, πονάω όταν πονάς, γελάω όταν γελάς και θέλω να συνεχίσουμε έτσι, με εμένα όμως να σε κάνω μόνο χαρούμενη. Θέλω να ξεχάσουμε αυτά τα πέντε χρόνια που ήταν ένας Γολγοθάς και για τους δυο και να συνεχίσουμε από το τελευταίο μας βράδυ στην παραλία. Το ταξίδι μας μέχρι στιγμής ήταν πολύ δύσκολο και δεν σου υπόσχομαι πως αν πεις ναι θα γίνουν όλα εύκολα από 'δω και πέρα, μα σου υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω να τα κάνω, καθώς επίσης ελπίζω ότι ο προορισμός μας τελικά θα αξίζει όλους τους κόπους μας."
"Λατρεύω τα πάντα επάνω σου, από τη πιο μικρή λεπτομέρεια, ως και το πιο χαζό ελάττωμα. Λατρεύω τις σπίθες που πετάνε τα μάτια σου όταν θυμώνεις ή γελάς, τον τρόπο που δαγκώνεις ελάχιστα το κάτω χείλος σου κάθε φορά που είσαι συγκεντρωμένη και σκέφτεσαι κάτι, τον τρόπο που βάζεις μια τούφα από τα μαλλιά σου πίσω από το αυτί σου επειδή νιώθεις αμήχανα αλλά μετά την αφήνεις πάλι μπροστά ή όταν κοκκινίζεις επειδή ντρέπεσαι, από τον λαιμό σου ως τα μάγουλα. Λατρεύω ακόμα και όταν φροντίζεις τα πάντα να είναι τακτοποιημένα και ίσια, ακόμα και το χαλάκι της εξώπορτας, γιατί είσαι τόσο ψυχαναγκαστική."
"Λατρεύω και άλλα πολλά σε εσένα, πάνω από όλα όμως σε αγαπώ γιατί με δέχτηκες ακριβώς όπως ήμουν, με όλα μου τα ελαττώματα και δεν προσπάθησες στιγμή να με αλλάξεις. Οπότε, Μυρτώ Παπαστεφάνου, εγώ σε αγαπώ με όλη μου τη καρδιά, εσύ με αγαπάς αρκετά για να γίνεις η γυναίκα μου;"
Με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και καταπνίγοντας λυγμούς στον λαιμό της, κατάφερε να ψιθυρίσει μονάχα μία λέξη.
"Όχι."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top