|37

Το υπέροχο πρωινό από τα χέρια της μητέρας του Νίκου την έκανε να αισθανθεί καλύτερα, ύστερα από μια δύσκολη βραδιά που ο ύπνος δεν έλεγε να σταματήσει τις σκέψεις της. Είχε περιφερθεί στο άδειο σχεδόν σπίτι, αναπολώντας στιγμές από το παρελθόν της και τίποτα δεν μπορούσε να διώξει το σφίξιμο που ένιωθε στο στομάχι της.

Είχε σκοπό εκείνο το πρωί να επισκεφτεί τους γονείς της Λυδίας, τα λόγια του Νίκου όμως όταν είχε ανακοινώσει αυτή της τη πρόθεση, άλλαξαν τα σχέδια της.

"Δεν ζουν πια εδώ. Χώρισαν έναν χρόνο αφού πέθανε και ο πατέρας της έφυγε στο εξωτερικό, ενώ η μητέρα της στη πρωτεύουσα."

Ούτε εκείνος αλλά ούτε και η ίδια μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ρήμα 'πέθανε' και το όνομα της στην ίδια πρόταση, ακόμα και μετά από πέντε χρόνια. Δεν χάρηκε φυσικά καθόλου από τα νέα αυτά η Μυρτώ, δεν μπορούσε να πει όμως πως δεν το περίμενε. Πριν ακόμα φύγει η κολλητή της, οι γονείς της δεν ήταν και στα καλύτερα τους. Ο χαμός της ήταν απλώς το τελειωτικό χτύπημα στη σχέση τους.

Έτσι, αφού δεν είχε που αλλού να πάει ή κάτι άλλο να κάνει, βρισκόταν εκείνο το ζεστό πρωινό στην αυλή του πατρικου του Νίκου, με ένα ποτήρι λεμονάδα στο τραπέζι δίπλα της και ένα βιβλίο στα χέρια της.

Οι μπερδεμένες σκέψεις της έκαναν τις λέξεις που διάβαζε να περνούν από το μυαλό της δίχως να τις επεξεργαστεί, δίχως να ξέρει έτσι τι πραγματικά διάβαζε.

"Τι διαβάζεις;"

Έκλεισε βιαστικά το βιβλίο της και αναπήδησε ελάχιστα στη καρέκλα της, καθώς ξαφνιάστηκε.

Γύρισε να τον κοιτάξει και απάντησε με μια μικρή καθυστέρηση "Εεμ δεν ξέρω."

Εκείνος χασκογέλασε λίγο και κάθισε στην καρέκλα απέναντι της.

"Δεν ξέρεις τι διαβάζεις;"

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και παράτησε το χοντρό βιβλίο στο τραπέζι μπροστά της.

"Τι βασανίζει το μυαλουδακι σου;" τη ρώτησε.

Πολλά... σκέφτηκε αμέσως.

"Τίποτα μωρέ, σκέφτομαι ακόμα τους γονείς της Λυ-" σταμάτησε τον εαυτό της. "Τους γονείς της."

Δυσκολευοταν να λέει το όνομα της φωναχτά. Κάθε φορά που το έκανε ένιωθε ένα σφίξιμο στη καρδιά της και ένα τσούξιμο στα μάτια της. Ο Νίκος το γνώριζε αυτό, καθώς και ο ίδιος κάπως έτσι ένιωθε, οπότε δεν το σχολίασε.

"Εκτός από αυτό;"

"Τίποτα."απάντησε βιαστικά.

"Ωωω έλα τώρα σταμάτα. Το κάνει και η Ελένη αυτό και μετά περιμένει να καταλάβω μόνος μου τι έχει. Δεν είμαι μάντης, δυστυχώς, οπότε μιλα."

Δυσανασχετησε "Δεν θέλω να σου χαλάσω αυτές τις ημέρες με τα δικά μου δράματα βρε Νίκο μου."

"Μα τι ενδιαφέρον θα είχε η ζωή χωρίς λίγο δράμα;" αστειεύτηκε θέλοντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

Χασκογέλασε λίγο μα παρέμεινε σιωπηλή.

"Μίλα." της είπε ξανά.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε λίγο τα μάτια της.

"Ο Αλέξανδρος είναι ζωντανός."

Πέρασε τουλάχιστον μισό λεπτό μέχρι να ανοίξει ξανά τα μάτια της και να τον κοιτάξει. Τον βρήκε με το ποτήρι της στο χέρι, να κοιτάει με μεγάλο ενδιαφέρον τη λεμονάδα της.

"Τι ακριβώς ήπιες;" τη ρώτησε πριν μυρίσει λίγο το ποτό για ίχνη αλκοόλ.

Η κοπέλα γέλασε λίγο, με την ανακούφιση της να κρύβετε σε αυτό το γέλιο. Δεν γνώριζε. Δεν γνώριζε ότι ήταν ζωντανός. Δεν την είχε προδώσει και αυτός, δεν της είχε πει και αυτός ψέματα.

Πήρε απαλά το ποτήρι από τα χέρια του και το άφησε στην άκρη, προτού πάρει τα χέρια του στα δικά της. Τον κοίταξε κατάματα και επανέλαβε.

"Ο Αλέξανδρος είναι ζωντανός."

Αυτές οι τέσσερις λέξεις την οδήγησαν στο να έχει εξηγήσει τα πάντα στον κολλητό της ένα τέταρτο μετά.

Πήρε ξανά τη λεμονάδα στο χέρι του και άδειασε το ποτήρι με μια γουλιά.

"Χρειάζομαι κάτι πιο δυνατό." μουρμούρισε και σηκώθηκε βιαστικά για να πάει μέσα στο σπίτι.

Η Μυρτώ τον ακολούθησε και έφτασαν στο σαλόνι, όπου άνοιξε το ντουλάπι του καλού σύνθετου και πήρε το πρώτο μπουκάλι που βρήκε μπροστά του, το οποίο αποδείχτηκε να είναι ουίσκι.

"Είναι πολύ νωρίς για αυτό." του είπε η κοπέλα όταν είδε το ρολόι στον τοίχο να δείχνει έντεκα και είκοσι το πρωί.

Την αγνόησε, ήπιε μια γερή γουλιά και ύστερα έβαλε το μπουκάλι ξανά στη θέση του.

"Εντάξει είμαι τώρα. Πάνε να κλείσεις εισιτήρια, πάω να μαζέψω ό,τι πρόλαβα να βγάλω από τις βαλίτσες μου."

"Εισιτήρια για που;" τον ρώτησε μπερδεμένη.

"Νέα Υόρκη."

"Να κάνεις τι εκεί;"

"Να του σπάσω τα μούτρα." έτριξε μέσα από σφιγμένα δόντια.

"Ηρέμησε Νίκο, δεν θα καταφέρεις τίποτα έτσι..." είπε σιγανά και κοίταξε το γυαλιστερό παρκέ στο σαλόνι.

"Θα μου φύγουν τα νεύρα και αυτό μου αρκει."

"Σου εξήγησα, είχε λόγο που το έκανε..."

Γύρισε να την κοιτάξει απότομα με τα μάτια του να πετάνε σχεδόν φωτιές "Πες μου τώρα πως θα τον δικαιολογησεις κιόλας."

"Φυσικά και όχι. Δύσκολα συγχωρείτε αυτό που έκανε, αν σκεφτείς όμως τα γεγονότα και από τη δική του πλευρά, ούτε για εκείνον ήταν εύκολο. Έτσι θέλω να πιστεύω τουλάχιστον..."

Έκλεισε τα μάτια του και ξεφυσιξε.

"Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω που την βρίσκεις τόση μεγαλοψυχία."

Η Μυρτώ παρέμεινε απλώς σιωπηλή και ανασηκωσε τον ώμο της. Για καλή της τύχη η Ελένη κάλεσε εκείνη τη στιγμή τον αρραβωνιαστικο της και αφού της έριξε ένα έντονο βλέμμα, την άφησε μόνη της.

Το χέρι της πήγε αυτόματα στη τσέπη του παντελονιού της από όπου έβγαλε το κινητό της. Κοίταξε τη μαύρη οθόνη που σήμαινε πως δεν είχε κάποια κλήση ή κάποιο μήνυμα.

Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί που σεβοταν την επιθυμία της να μείνει μόνη της, ή αν έπρεπε να στεναχωρηθεί πού δεν είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή μαζί της.

Απλώς δυσανασχέτησε άλλη μία φορά, προτού αφήσει το κινητό στο τραπέζι δίπλα της και επιστρέψει στην αυλή. Ίσως ο καλοκαιρινός αέρας κατάφερνε να την ηρεμήσει.

|-|

Η δεύτερη μέρα στην πόλη της πέρασε σχετικά γρήγορα, ειδικά ύστερα από την επίσκεψή της στην Μελίνα. Η γυναίκα είχε χαρεί πάρα πολύ όταν την είδε ξανά και αυτό είχε φανεί από τα δάκρυα χαράς που είχαν κυλήσει από τα μάτια της, αλλά και από τη σφιχτή της αγκαλιά.

Οι ώρες που πέρασε η Μυρτώ στο κτηνιατρείο εκείνη τη μέρα ήταν πολλές, καθώς έπρεπε να ενημερώσει τη Μελίνα για όλα όσα είχανε γίνει το τελευταίο καιρό. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους οι αντιδράσεις της γυναίκας ήταν πάρα πολλές, αλλά τα τελικά της λόγια ίδια με όλων των άλλων -εκτός του Νίκου-.

"Αναμενόμενο, αφού αγαπιέστε, φυσικά και θα καταλήξετε μαζί."

Δίχως να το καταλάβει οι δύο μέρες εκεί πέρασαν και το ίδιο και οι δύο μέρες στην Αθήνα. Είχε φτάσει πια καιρός να πάνε στην Κεφαλλονιά για τον γάμο που θα γινόταν σε μία εβδομάδα.

Στο νησί δεν είχε βρεθεί ξανά οπότε ο ενθουσιασμός που την κατέκλυσε από την ομορφιά του ήταν μεγάλος. Φτάνοντας στο πατρικό της Ελένης, κατάφερε να διώξει από το μυαλό της τα πράσινα του μάτια, καθώς όλα τα σχέδια για τις ετοιμασίες του γάμου που της εξηγούσε η νύφη στη διαδρομή προσπαθούσαν να χωρέσουν στη θέση τους.

"Φτάσαμε!" η φωνή του Νίκου την έβγαλε από τις σκέψεις της και γύρισε το βλέμμα της από το παράθυρο προς αυτόν.

Δεν είχαν μιλήσει και πολύ από το πρωί που του είχε φανερώσει την αλήθεια και είχαν αυτή τη μικρή διαφωνία και ήλπιζε πως όλα ήταν εντάξει μεταξύ τους. Από την άλλη, όσο και να τον αγαπούσε, δεν είχε δικαίωμα να επεμβαίνει στη ζωή της.

Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη του οδηγού προτού βγουν και οι δύο από το όχημα. Πήρε ο καθένας τις αποσκευές του από το αμάξι και τη στιγμή που πέρασαν από τη καγκελοπορτα του όμορφου διώροφο σπιτιού, η πόρτα του άνοιξε και άνθρωποι ξεχυθηκαν στον κήπο.

Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια και εγγόνια των δύο μελλοντικών νεόνυμφων τους πλησίασαν και άρχισαν να χαιρετιουνται με αγκαλιές και φιλιά. Η Μυρτώ γνώρισε νέα πρόσωπα -από το σόι της νύφης- και παρόλο που ξαφνιάστηκε λίγο από όλες αυτές τις γνωριμίες, παραδέχτηκε στον εαυτός της πως αυτό το θερμό κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο.

Ίσως αυτή η μεγάλη οικογένεια κατάφερνε να τις αποσπάσει την προσοχή από όλα όσα βασάνιζαν το μυαλό της και κατάφερνε να ευχαριστηθεί πραγματικά εκείνες τις μέρες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top