|32
Πέταξε άλλο ένα χαρτομάντιλο στον μικρό λόφο κι από αλλά τέτοια δίπλα από το κρεβάτι της, προτού επιστρέψει στο παγωτό της.
"Νιώθω τόσο κλισέ αυτή τη στιγμή..." μουρμούρισε η Ολίβια και έφαγε μια μπουκιά από το παγωτό φράουλα της.
"Μόνο 'Το ημερολόγιο' μας λείπει για να γίνουμε κλασσική ρομαντική κομεντί..." συμπλήρωσε η Κατερίνα.
"Σταματήστε! Η ζωή μου δεν είναι κομεντί, ένα δράμα είναι." παραπονέθηκε η Μυρτώ και φυσιξε άλλη μια φορά τη μύτη της.
"Με το να τρως παγωτό δεν το λύνεις όμως αυτό." τόνισε η θεία της.
"Το κρύο μουδιάζει όμως τον πόνο..." μουρμούρισε εκείνη.
"Και παχαίνει." συμπλήρωσε η κοκκινομάλλα φίλη της.
Άφησε γρήγορα το κουτάλι της η Μυρτώ και γύρισε να τη κοιτάξει. Τα μάτια της βούρκωσαν και άρχισε ξανά το δράμα.
"Θα παχύνω και τότε σίγουρα δεν θα με θέλει ο Δημήτρης πίσω!" κλαψουρισε και παρόλα αυτά έχωσε και άλλο παγωτό σοκολάτα στο στόμα της.
"Γιατί είναι τόσο συναισθηματική; Έχει περίοδο;" ρώτησε η Ολίβια και η Κατερίνα απλώς ανασηκωσε τους ώμους της.
"Και τι σε νοιάζει; Τον Αλέξανδρο δεν αγαπάς;" ρώτησε στη συνέχεια.
Τα μάτια της Μυρτώς πάλι δάκρυσαν και άφησε εντελώς το παγωτό στην άκρη για να σκουπίσει τα δάκρυα που σύντομα θα έτρεχαν στα μάγουλα της.
"Δεν ξέρωωωω!" κλαψουρισε ξανά.
Δύο μέρες είχαν περάσει από τότε που αποφάσισε ο Δημήτρης να κάνουν ένα διάλειμμα και η Μυρτώ το είχε πάρει πολύ στραβά όλο αυτό. Ήταν ακόμα μπερδεμένη ανάμεσα στους δύο άντρες και δεν είχε έρθει σε επικοινωνία με κανέναν τους.
"Πότε θα μάθεις; Πρέπει να τελειώνει όλο αυτό." ακούστηκε η Κατερίνα.
Τη κοίταξε στραβά η ανιψιά της "Συγγνώμη που σας ενοχλώ με τα δράματα μου."
"Τς, ξέρεις πως δεν το εννοούσα έτσι φυσικά. Πρέπει να τα ξεκαθαρίσεις όλα αυτά και να ζήσεις επιτέλους τη ζωή σου. Με τον Αλέξανδρο, τον Δημήτρη ή με κανέναν τους. Δεν χρειάζεσαι σώνει και καλά έναν άντρα στη ζωή σου."
"Το ξέρω, όμως τον έναν τον αγαπώ και για τον άλλον τρέφω δυνατά αισθήματα. Ο ένας μου φέρθηκε σκάρτα, ενώ ο άλλος ήταν πάντα σωστός απέναντι μου. Είναι τόσο καλός, ξέρω πως με αγαπάει, θέλει μονάχα το καλό μου και δεν θέλω καθόλου να τον πληγωσω. Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω τον Αλέξανδρο, ενώ ξέρω πως θα έπρεπε..."
"Παντρεύεται Μυρτώ..." είπε απαλά η Ολίβια και έπιασε το χέρι της φίλης της.
"Όμως δεν είναι και σωστό προς τον Δημήτρη να είσαι μαζί του, ενώ αγαπάς άλλον." συμπλήρωσε η θεία της και έπιασε το άλλο χέρι της.
Αχ μπαμπάκα, που είσαι τώρα που σε χρειάζομαι;
Μία σωστή συμβουλή του, η ζέστη αγκαλιά του και ένα φιλί του στο μέτωπο της, ήταν πάντα η καλύτερη λύση για τα προβλήματα της.
Έμειναν και οι τρεις σιωπηλες, ενώ εκείνη βυθίστηκε στις σκέψεις της. Εκατοντάδες αναμνήσεις πλυμμηρισαν το νου της, ξυπνώντας μέσα της διαφορά συναισθήματα. Πρώτα θυμήθηκε τον Αλέξανδρο. Τις πιο σημαντικές στιγμές της μαζί του. Τα φιλιά τους, τα χάδια τους, τα γέλια τους, τους τσακωμούς τους, τα δάκρυα τους. Ύστερα σκέφτηκε τον Δημήτρη. Τις πιο σημαντικές στιγμές με εκείνον. Τα δικά τους φιλιά και χάδια, τα γέλια τους, τους τσακωμούς και τα κλάματα που δεν είχαν ποτέ.
Συνειδητοποίησε πως ενώ ήταν περισσότερο καιρό με τον Δημήτρη, είχε ζήσει πολλά περισσότερα με τον Αλέξανδρο. Την είχε κάνει να νιώσει κάποια πράγματα πρώτη φορά στη ζωή της και όλοι ξέρουν πως ο πρώτος, είναι δύσκολο να ξεχαστεί.
Πήρε τα χέρια της από αυτά των δύο γυναικών δίπλα της και τράβηξε τα σκεπασματα από πάνω της. Σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε στο μπάνιο.
"Τι έπαθε;" άκουσε την Ολίβια στο δωμάτιο της, όμως δεν της έδωσε σημασία.
Επλεινε το πρόσωπο της για να σβήσει τα μονοπάτια που είχαν αφήσει τα δάκρυα της στα μάγουλα της και χτενισε τα μαλλιά της. Στο δωμάτιο της ξανά, αντικατεστησε τις πιτζάμες της με ένα τζιν, μια μπλούζα και ένα μπουφάν και σύντομα κατέβαινε τα σκαλιά τους διαμερίσματος δύο δύο.
"Που πας;" της φώναξε από τη μέση της σκάλας η θεία της, με την Ολίβια πίσω της, ενώ εκείνη ήταν έτοιμη να ανοίξει τη κεντρική πόρτα.
Γύρισε να τις κοιτάξει και τα χείλη της σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο.
"Είτε να κάνω ένα τεράστιο λάθος είτε να φτιάξω τη ζωή μου."
Με αυτό, έφυγε από το διαμέρισμα της και πριν το καταλάβει, βρισκόταν στο αμάξι της και οδηγούσε προς μια συγκεκριμένη γειτονιά στα προάστια της Νέας Υόρκης.
|-|
"Πάλι συνέντευξη;" τη ρώτησε ο φύλακας.
"Όχι." συγκράτησε ένα γελάκι. "Μπορείτε να του πείτε ότι θέλω να τον δω;"
"Δεν χρειάζεται, περάστε."
Τον κοίταξε μπερδεμένη και ο άντρας κατάλαβες αμέσως γιατί, έτσι της εξήγησε "Έχω εντολές εσάς να σας αφήνω να περνάτε οποιαδήποτε στιγμή κι αν έρθετε."
"Ααα μάλιστα." είπε απλώς, μέσα της όμως προσπαθούσε να ηρεμήσει.
Της είχε δημιουργήσει ένα παράξενο αίσθημα χαράς και ικανοποίησης αυτή του η εντολή στον φύλακα.
Πέρασε από τη ψηλή σιδερένια πόρτα και σταμάτησε το αμάξι μπροστά από το σπίτι. Γρήγορα, έφτασε στη πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να περιμένει μονάχα μισό λεπτό για να δει τη πόρτα να ανοίγει.
Όπως και τη προηγούμενη φορά, περίμενε να δει ξανά την οικιακή βοηθό, όταν όμως άνοιξε η πόρτα του σπιτιού, αντίκρισε το πράσινο βλέμμα του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top