|3

Μύρισε τη κολόνια που του είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα, προτού νιώσει τα χείλη του να αφήνουν ένα φιλί στο μάγουλο της και καθίσει στη καρέκλα απέναντι της.

"Χάρηκα πολύ που κατάφερες να με συναντήσεις στο διάλειμμα μου για μεσημεριανό." της χαμογέλασε.

Όπως κάθε χαμόγελο της αυτά τα πέντε χρόνια, ένα ακόμα προσποιητο εμφανίστηκε στα χείλη της.

Ανασηκωσε τους ώμους της "Δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, οπότε δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα."

Κουνησε καταφατικά το κεφάλι του, προτού πάρει τον κατάλογο του μαγαζιού στα χέρια του.

"Αποφάσισες τι θα πάρεις;" τη ρώτησε.

"Μία σαλάτα."

Αφού αποφάσισε και εκείνος, ο σερβιτόρος τους πλησίασε και έδωσαν τη παραγγελία τους.

"Έχω καλά νέα." ανακοίνωσε ενώ έβαζε νερό στα ποτήρια τους και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει.

"Για πες."

"Κατάφερα να μειώσω τις μέρες που θα με στείλουν στο γραφείο στη Νέα Υόρκη, άρα θα λείπω μόνο τέσσερις μέρες."

"Δημήτρη, αυτό είναι πολύ καλό." έπρεπε να υποβάλει προσπάθεια για να ακουστεί χαρούμενη, παρόλο που τα νέα της φάνηκαν ευχάριστα.

"Εφόσον όμως το πόστο σου είναι στην εταιρία στη Νέα Υόρκη, για πόσο καιρό νομίζεις πως θα μπορείς να ξεκλεβεις μήνες για να δουλεύεις στην εταιρία εδώ;"

Ανασηκωσε τους ώμους του ο καστανοξανθος νεαρός και την κοίταξε με τα μπλε του μάτια.

"Όσο χρειάζεται για να μπορώ να είμαι κοντά σου. Θα προσπαθήσω να πάρω μετάθεση στο τμήμα της εταιρίας στο Λονδίνο αν χρειαστεί."

Τον Δημήτρη τον είχε γνωρίσει η Μυρτώ πριν δύο χρόνια, σε μια δεξίωση όπου εκείνος αντιπροσωπευε την μεγάλη εταιρία για την οποία δουλεύει και εκείνη είχε πάει ως δημοσιογράφος.

Ακόμα θυμάται η κοπέλα τον απρόσεκτο σερβιτόρο που είχε παραπατησει, με αποτέλεσμα τα ποτήρια με τη σαμπάνια που βρίσκονταν στον δίσκο του να προσγειωθουν επάνω της, λερωνοντας έτσι το φόρεμα της. Ο Δημήτρης είχε σπεύσει στο πλάι της και την είχε βοηθήσει, σε αντίθεση με όλους τους άλλους εγωκεντρικους πλούσιους που απλώς την κοιτούσαν.

Τους πρώτους μήνες που γνωρίζονταν τα πράγματα ήταν πολύ φιλικά, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο πια προσπαθούσαν για μια σχέση.

Ο Δημήτρης γνώριζε για το χαμό των κοντινών προσώπων της και αποδεχοταν το γεγονός ότι θα δυσκολευοταν να του εκφράσει τα συναισθήματα της, να δεθεί πολύ μαζί του ή ακόμα και να του χαμογελάσει, καθώς όμως ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος με τρόπους και αρχές, ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει μιας και ενδιαφερόταν πολύ για τη Μυρτώ.

Στον ενάμιση χρόνο που ήταν μαζί, η κοπέλα δεν ήταν πολύ εκφραστική μαζί του, όπως άλλωστε και με τον υπόλοιπο κόσμο, αρνούταν να του ανοιχτεί, ενώ δεν είχαν φτάσει πέρα από το να φιλιούνται στο στόμα. Εκείνος όμως συνέχιζε να είναι δίπλα της και να προσπαθεί.

Η κοπέλα εδώ και πέντε χρόνια είχε χτίσει έναν ψηλό τοίχο γύρω από την καρδιά της, αρνούμενη να αφήσει κάποιον να την πλησιάσει πολύ. Είχε δει όμως κάτι στον Δημήτρη, με αποτέλεσμα λίγα εκατοστά αυτού του τοίχου να γκρεμιστουν. Ακόμα δεν ένιωθε όμως έτοιμη να ερωτευτεί ξανά, καθώς δεν είχε ξεπεράσει τον προηγούμενο της έρωτα. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερε γιατί το προσπαθούσε με τον Δημήτρη. Ίσως ήθελε απλώς κάποιον να της αποσπάσει την προσοχή από τον πόνο της, ίσως προσπαθούσε να ξεπεράσει το παρελθόν της...

Στα λόγια του αναστατώθηκε η κοπέλα. Δεν τον ήθελε να μετακομίσει από την Αμερική στην Αγγλία για χάρη της, καθώς θα ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα, ένα βήμα δέσμευσης.

"Καλύτερα να το ξανασκεφτείς. Η ζωή σου είναι στην Αμερική. Μπορούμε να δοκιμάσουμε και σχέση εξ αποστάσεως αν χρειαστεί."

Πριν προλάβει να απαντήσει ο νεαρός, ο σερβιτόρος είχε φτάσει με τη παραγγελία τους. Την ώρα που έτρωγαν η κοπέλα κατάφερε ευτυχώς να αλλάξει το θέμα της συζήτησης τους. Τελείωσαν το μεσημεριανό τους και σύντομα εκείνος έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά του, καθώς το διάλειμμα του τελείωνε.

Βγήκαν από το μαγαζί και εκείνος χώθηκε κάτω από την ομπρέλα της την οποία είχε ήδη ανοίξει. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί στα χείλη της.

"Τα λέμε. Θα σου τηλεφωνήσω το βράδυ αν καταφέρω για να βγούμε." της χαμογέλασε.

Εκείνη προσπάθησε να το ανταποδώσει, όμως ο Δημήτρης είχε ήδη ανοίξει την ομπρέλα του και είχε φύγει. Μπήκε και εκείνη στο αμάξι της και έφτασε σύντομα στο σπίτι.

Πέρασε τη μπροστινή πόρτα και την έκλεισε πίσω της. Άφησε τα κλειδιά της στο έπιπλο δίπλα από την πόρτα και κρέμασε το πανωφόρι της στη κρεμάστρα δίπλα του.

Άκουσε θόρυβο από τον δεύτερο όροφο και ανέβηκε τις σκάλες. Ακολουθώντας τον ήχο αυτό, έφτασε έξω από το δωμάτιο της θείας της, όπου πέρα από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου, την είδε να κάθετε στο κρεβάτι της με κάποια χαρτιά γύρω της.

Η Κατερίνα γύρισε να τη κοιτάξει και η Μυρτώ πρόσεξε τα γκρι ματια της, ίδια με εκείνα του πατέρα της, να πέφτουν επάνω της. Αντί να τη καλωσορίσει με το ζεστό της χαμόγελο και το 'Γειά σου γλυκιά μου.' όπως κάθε φορά, απλώς ξεροκαταπιε προτού κοιτάξει ξανά τα χαρτιά που κρατούσε.

"Πως και δεν είσαι στη δουλειά;" τη ρώτησε η ανιψιά της.

"Έλαβα κάποια νέα και έτσι με άφησαν να φύγω νωρίτερα."

Σταύρωσε τα χέρια της και στηρίχτηκε στη κάσα της πόρτας η Μυρτώ.

"Τι νέα;"

Η θεία της γύρισε να τη κοιτάξει. Καταλάβαινε η κοπέλα πως κάτι δεν πήγαινε πολύ καλά...

"Πήρα προαγωγή."

Ένα πολύ μικρό χαμόγελο κατάφερε να εμφανιστεί στα χείλη της Μυρτώς.

"Αυτά είναι πολύ καλά νέα. Γιατί είσαι έτσι;"

"Η θέση είναι στο τμήμα της εταιρίας στην Αμερική, Νέα Υόρκη..."

Το μικρό χαμόγελο της εξαφανίστηκε.

"Πρέπει να αρχίσω να οργανώνω την μετακόμιση μου, έχω δύο εβδομάδες καιρό..." συνέχισε η Κατερίνα.

Τα φρύδια της εσμιξαν και δημιούργησαν ένα συνοφρυωμα.

"Τη μετακόμιση σου...; Και εγώ;"

Η γυναίκα ανασηκωσε τους ώμους της.

"Είσαι ενήλικη πλέον, δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου με το έτσι θέλω όπως σε πήρα από την Ελλάδα. Αν θες φυσικά και μπορείς να έρθεις μαζί μου, δεν είναι όμως δική μου απόφαση."

Δε χρειάστηκε καν να το σκεφτεί η Μυρτώ.

"Φυσικά και θα έρθω μαζί σου."

Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου έχει απομείνει...

Χαμογέλασε η θεία της, χαρούμενη που δεν θα χρειαζόταν να την αφήσει μόνη της.

"Εξάλλου, έτσι θα είμαι κοντά και στον Δημήτρη."

Το χαμόγελο της έπεσε. Κούνησε ελαφρώς το κεφάλι της και η Μυρτώ κατάλαβε αμέσως τη δυσαρέσκεια της.

"Όχι πάλι με αυτόν Μυρτώ... Δεν το καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό; Ούτε για εσένα αλλά ούτε και για αυτόν..." εξέφρασε για άλλη μια φορά τη δυσαρέσκεια της για τη σχέση της.

Δυσανασχετησε η κοπέλα "Δεν καταλαβαίνω το πρόβλημα σου μαζί του. Εσύ δεν ήσουν αυτή που μου έλεγε τις προάλλες να προχωρήσω στη ζωή μου; Προσπαθώ να το κάνω αυτό μαζί του εδώ και ενάμιση χρόνο."

"Δεν εννοούσα αυτό... Έτσι δεν προχωράς στη ζωή σου. Έτσι πληγώνεις απλώς ένα πολύ καλό παιδί, δίνοντας του φρουδες ελπίδες πως θα τον αγαπήσεις, ενώ κάνεις κακό και στον εαυτό σου, πνίγοντας τον πόνο και τα συναισθήματα σου με ψεύτικη αγάπη και στοργή..."

"Και ξαφνικά έγινε ψυχολόγος..." μουρμούρισε σαρκαστικά.

"Αν δε θες να ακούς τις δικές μου ψυχολογικές ανοησίες, πάνε μίλα στον γιατρό Barnet."

"Αντε πάλι..." ρολαρε τα μάτια της.

"Σε εκλιπαρώ Μυρτώ. Είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνεις πριν φύγουμε από εδώ. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες που θα περάσουμε στο Λονδίνο, θέλω να πας και να του πεις τα πάντα. Έτσι, όταν φύγουμε θα έχεις πραγματικά αφήσει πίσω σου ό,τι σε απασχολεί."

Ξεφυσηξε ενοχλημένη. "Εντάξει, θα το κάνω μόνο και μόνο για να μη συνεχίσει αυτή η μουρμούρα στην Αμερική..." είπε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της, αφήνοντας τη θεία της να χαμογελάει στο δικό της.

|-|

Κάθισε στον δερμάτινο καναπέ και άφησε τη τσάντα της δίπλα της.

"Δεσποινίς Παπαστεφάνου, ήρθατε να σπαταλησουμε ξανά ο ένας μια ώρα από τη μέρα του άλλου;" ακούστηκε να λέει με τη βρετανική προφορά του.

"Όχι αυτή τη φορά. Βλέπετε, εγώ και η θεία μου φεύγουμε σε δύο εβδομάδες από εδώ, οπότε δέχτηκα να της κάνω την χάρη και να σας μιλήσω..."

Δεν πρόλαβε να συγκρατήσει τη ξαφνιασμενη του έκφραση. Τα μάτια του μεγάλωσαν λίγο από την έκπληξη του, προτού συνέλθει και πάρει τη σοβαρή του έκφραση. Πήρε το στυλό του, τον δερμάτινο φάκελο του με τα χαρτιά του και κάθισε στη καρέκλα απέναντι από τον καναπέ.

"Θα θέλατε να ξεκινήσουμε τότε;"

Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

"Ας αρχίσουμε με απλά πράγματα. Πως αισθάνεστε;"

"Μπορείτε να μου μιλάτε στον ενικό παρακαλώ;" είπε εκείνη βιαστικά.

Ο άντρας μπροστά της κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, προτού τη δείξει με το στυλό που κρατούσε.

"Μόλις απέφυγες την πρώτη μου ερώτηση..."

Τον κοίταξε μπερδεμένη "Δεν απέφυγα την ερώτηση, απλώς σας-"

Σήκωσε το χέρι του διακόπτοντας την.

"Απλώς να μην επαναληφθεί, αν θέλεις να κάνω σωστά τη δουλειά μου."

Η κοπέλα έσφιξε τα δόντια της και κράτησε την σαρκαστική απάντηση της για τον εαυτό της, γιατί ήξερε ότι ο ψυχολόγος είχε δίκιο. Όντως είχε αποφύγει την ερώτηση, γιατί ούτε σε αυτήν την απλή ερώτηση δεν της ήταν εύκολο να απαντήσει ειλικρινά...

"Οπότε, μπορείς να μου πεις πως αισθάνεσαι;"

Ανάγκασε ένα μικρό χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπο της προτού πει "Είμαι μια χαρά."

Ηταν ψυχολόγος, είδε πέρα από το ψεύτικο χαμόγελο με το οποίο προσπαθούσε να κρύψει την αλήθεια.

"Καλύτερα θα ήταν αυτές τις λίγες ώρες που θα περάσουμε μαζί αυτές τι δύο εβδομάδες, να αποφεύγεις να μου λες τα ψέματα που λες στον κόσμο έξω."

Η Μυρτώ τον κοίταξε ενοχλημένη. Ενοχλημένη από το γεγονός ότι τα λόγια όσων έλεγαν πως ήταν από τους καλύτερους στη δουλειά του, ήταν αλήθεια.

"Εντάξει τότε... Αισθάνομαι..." σκέφτηκε για λίγο την απάντηση της. "Αισθάνομαι μόνη και πως τίποτα δε θα με κάνει να νιώσω ξανά καλά, όσο κι αν προσπαθώ."

"Και από πότε νιώθεις έτσι;"

"Από όταν έφυγαν έξι άνθρωποι που αγαπούσα, πέντε χρόνια πριν..."


"Θες να μου πεις ποιοι ήταν αυτοί οι έξι άνθρωποι;"

Δε θέλω να σας πω τίποτα, αλλά τέλος πάντων...

"Ο πατέρας μου, η κολλητή μου, ο πρώτος μου έρωτας, η μητέρα μου και ο κολλητός μου..."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top