|29
Πράσινο. Τόσο πράσινο. Τόσο πολύ πράσινο που για κάποιο λόγο θα μπορούσε να χαθεί για πάντα σε αυτό, όπως θα χανοταν κανείς στα βάθη ενός πλούσιου δάσους.
Δεν περίμενε να γυρίσει και να τον βρει τόσο κοντά της. Τους χώριζαν ακόμα δύο μέτρα περίπου, ήταν όμως αρκετά κοντά για να δει ξεκάθαρα το έντονο πράσινο των ματιών του.
Δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλου της, θέλοντας να διατηρήσει ουδέτερο το ύφος της. Καθάρισε λίγο τον λαιμό της και έκανε τελικά δύο βήματα προς το μέρος του. Άπλωσε το χέρι της μπροστά της για μια χειραψία.
"Χαίρετε κυρίε Σωτηρίου."
Τον ξάφνιασε. Κοίταξε τα μάτια της, το απλωμένο χέρι ανάμεσα τους και ξανά τα μάτια της. Μπορεί το ύφος του να ήταν ουδέτερο, η κοπέλα πρόσεξε όμως τα μάτια του και το ελάχιστο γύρισμα στο κεφάλι του, που πρόδωσε πως τον είχε ξαφνιάσει η σοβαρή, επαγγελματική της προσέγγιση.
Έβγαλε το ένα χέρι του από τη τσέπη του καλού, μπλε παντελονιού του και αγκάλιασε το δικό της. Ήταν τόσο μεγάλο σε σύγκριση με της Μυρτώς που το κάλυπτε ολόκληρο.
Οι μικρές σπίθες ηλεκτρισμού που ένιωσε τη πρώτη φορά που τον ακούμπησε, τη πρώτη φορά που τον φίλησε, τη πρώτη φορά που έκαναν έρωτα αλλά και εκείνο το βράδυ στο δείπνο, που βρέθηκε ξανά κοντά του μετά από πέντε χρόνια που πίστευε πως ήταν νεκρός, έκαναν ξανά την εμφάνιση τους στην επιφάνεια του δέρματος τους.
Μη θέλοντας όμως να τις αφήσει να την επηρεάσουν, τράβηξε όσο πιο γρήγορα, αλλά διακριτικά, μπορούσε το χέρι της από το άγγιγμα του.
"Χαίρετε, δεσποινίς Παπαστεφάνου." πήρε και αυτός μέρος στο παιχνίδι ρόλων.
Ένα λεπτό απόλυτης σιγής ακολούθησε όπου κανείς τους δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνω από τον άλλον, ώσπου έσπασε την οπτική τους επαφή η Μυρτώ.
"Θα θέλατε να πιείτε κάτι;" τον άκουσε να τη ρωτάει.
"Όχι, όχι." απάντησε βιαστικά. Ύστερα έλεγξε πάλι τον τόνο της "Μπορούμε να ξεκινήσουμε όποτε είστε έτοιμος."
Τον είδε να γνέφει καταφατικά.
"Ξεκινάμε τότε." είπε και άπλωσε το χέρι του δείχνοντας τη πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του.
Η Μυρτώ ακολούθησε τη σιωπηλή του υπόδειξη και κάθισε εκεί, ενώ εκείνος κάθισε στη καρέκλα πίσω από το μεγάλο γραφείο του.
Η πόρτα χτύπησε και τους διέκοψε για μισό μονάχα λεπτό η κυρία από προηγουμένως για να τους αφήσει δύο ποτήρια νερό. Ύστερα, βρέθηκαν ξανά μόνοι τους σε μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που είχε καλύψει ολόκληρο το γραφείο.
Άνοιξε τη τσάντα της και προσπάθησε όσο πιο προσεχτικά μπορούσε να βγάλει το μπλοκάκι της. Το βλέμμα του όμως που έκαιγε το πλάι του προσώπου της, την έκανε ακόμα πιο αμήχανη και τις κινήσεις της πιο απρόσεκτες και βιαστικές.
Θα πας εκεί πέρα, σαν τη σωστή δημοσιογράφο που είσαι και με άκρως επαγγελματικό χαρακτήρα θα κάνεις τη δουλειά σου.
Τα λόγια της Ολίβια έκαναν αμέσως την εμφάνιση τους στο μυαλό της και έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια της, αποφασιζοντας να ακολουθήσει τη συμβουλή της.
Όσο πιο επαγγελματική μπορούσε να είναι κοντά του, γύρισε να τον κοίταξε.
"Οπότε..." ξεκίνησε και πέρασε το ένα της πόδι πάνω από το άλλο, σταυρωτά.
"Πριν ενάμιση χρόνο δώσατε ξανά μια συνέντευξη για το περιοδικό μας όπου απαντήσατε σε ερωτήσεις, όπως το πως γίνατε εκατουριουχος ή το ποσό επιτυχημένη είναι η εταιρία σας. Τις απαντήσει αυτές βέβαια μπορεί να τις μάθει ο καθένας από το διαδίκτυο."
Εκτός από εμένα γιατί όλα αυτά τα χρόνια κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου...
Κοίταξε τις ερωτήσεις στο μπλοκάκι της και στραβοκαταπιε. Συνειδητοποίησε πως το αφεντικό της είτε τη μισούσε είτε έπαιζε απλώς η μοίρα παιχνίδια μαζί της.
"Άρα εγώ είμαι εδώ για να σας ρωτήσω πιο... προσωπικές ερωτήσεις αν μου επιτρέπετε."
Συμπλήρωσε γρήγορα σηκώνοντας τις σημειώσεις της στο χέρι της "Αυτές μου έχουν δωθει δηλαδή."
Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να νομίζει εκείνος πως ενδιαφερόταν για τη προσωπική του ζωή. Όχι ότι δεν ενδιαφερόταν... αλλά δεν χρειαζόταν να τα ξέρει όλα.
Η μία άκρη των χειλιών του σηκώθηκε "Δεν χρειαζόταν η διευκρίνηση, μην ανησυχείτε, δεν σας παρεξηγώ."
Κοίταξε βιαστικά τα γράμματα από μπλε μελάνι στο χαρτί μπροστά της. Πήρε το κινητό της και ενεργοποίησε την ηχογράφηση.
"Λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε με τη σχέση σας με τον πατέρα σας."
Διάβασε πρώτη φορά την ερώτηση και ξαφνιάστηκε. Ποιον πατέρα του; Ο πατέρας του τον είχε αφήσει χρόνια τώρα.
Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, δίχως να καταφέρει να συγκρατήσει το συνοφρυωμα από το να εμφανιστεί ανάμεσα στα φρύδια της.
"Από την έκφραση σας καταλαβαίνω ότι δεν έχετε ιδέα γιατί πράγμα μιλάμε..." παρατήρησε ο Αλέξανδρος.
Αμέσως, ίσιωσε τα φρύδια της και τον κοίταξε ξανά ουδέτερα. Εγνεψε μια φορά καταφατικά.
"Για να καταλάβετε λοιπόν τι θα σας πω, να σας ενημερώσω γρήγορα ότι βρήκα ξανά τον πατέρα μου πριν πέντε χρόνια και τον έχασα πριν τρία. Καρκίνος στο ήπαρ προτιμήσαμε να πούμε στους δημοσιογράφους, η αλήθεια ήταν απλώς πως τον αποτέλειωσε το αλκοόλ. Αν γίνετε, θα προτιμούσα να μείνει μεταξύ μας το τελευταίο..."
"Εμμ..." έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα λίγο ανοιχτό, δίχως να ξέρει τι να πει.
"Πάει καιρός αλλά και πάλι, συλλυπητήρια..."
Στο μυαλό της χτύπησε το χέρι της στο μέτωπο της, καθώς είχαν περάσει τρία χρόνια, δεν το έλεγε πια κάνεις αυτό. Ένιωθε όμως άβολα και πως έπρεπε να πει κάτι.
"Ευχαριστώ. Όντως πάει καιρός, όμως συλλυπητήρια για τη μητέρα σας."
Τον κοίταξε ξαφνιασμενη.
"Πως το γνωρίζετε;"
Ανασηκωσε τον αριστερό του ώμο "Απλώς το γνωρίζω."
Ετριξε τα δόντια της και προσπάθησε να μη πιέσει κι άλλο το θέμα. Μάλλον από τον Ορέστη που θα το έμαθε μάλλον από τον Νίκο, υπέθεσε η κοπέλα.
"Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να χάνετε τρία τόσο κοντινά σας πρόσωπα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα..."
"Τέσσερα..." τον διόρθωσε επίτηδες.
Είδε τα φρύδια του να ζαρωνουν και κατάλαβε πως ήταν έτοιμος να ρωτήσει κάτι, δεν τον άφησε όμως.
"Δεν βρίσκομαι όμως εδώ για να απαντήσω στις ερωτήσεις σας, μάλλον το αντίθετο."
Συνέχισε αμέσως με μια ερώτηση "Πείτε μου λίγα λόγια για την οικογένεια σας. Αδέρφια, μητέρα;"
Ήξερε την απάντηση, αλλά έκανε απλώς τη δουλειά της. Εκείνος όμως προφανώς δεν είχε σκοπό να της το επιτρέψει...
"Μπορείτε να συμπληρώσετε μόνη σας νομίζω την απάντηση..."
Ξαφνικά μια σκέψη τρύπωσε στο μυαλό της και ένιωσε μια σπίθα θυμού να ανάβει μέσα της. Τον κοίταξε απότομα.
"Γνωρίζουν;"
Τι κοίταξε με ένα ερωτηματικό βλέμμα, σαν να της λέει "Ποιος;"
"Η μητέρα σου και η Ειρήνη. Ξέρουν ότι ζεις;" απάντησε στην ερώτηση που δεν χρειάστηκε να κάνει εκείνος.
"Όχι."
Εσφιξε το σημειωματάριο στα χέρια της, δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλου της για να μην τον βρίσει και προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες για να σκεφτεί καθαρά. Η σπίθα μέσα της είχε μετατραπεί πια σε πυρκαγιά.
"Και τις έχεις αφήσει να σε θρηνούν πέντε χρόνια; Αντε για εμένα δεν νοιάζεσαι, το δέχομαι. Για εκείνες όμως; Τη μάνα σου και την αδερφή σου; Δεν έχεις τσίπα πάνω σου;" κατάφερε να τα πει όλα αυτά δίχως να υψωσει τη φωνή της.
Ο Αλέξανδρος δεν σχολίασε τη προσβολή, ούτε το κομμάτι που 'δεν νοιάζεται για εκείνη'. Ετριξε τα δόντια του και έσφιξε τις γροθιές του για να μην της φωνάξει την αλήθεια.
Αντιθέτως, απάντησε ήρεμα "Αν γνώριζε η Ειρήνη, ήταν σίγουρο πως θα το μάθαινες και εσύ. Ποτέ δεν ήταν καλή με τα μυστικά..."
Χασκογέλασε η Μυρτώ, δίχως να βρίσκει τίποτα αστείο όμως. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να μην αρχίσει να φωνάζει.
"Μονό αυτό σε ένοιαζε, μη μάθω εγώ ότι ήταν όλα ένα ψέμα; Δεν σε ένοιαζε τι τραβούσε τόσα χρόνια η μάνα σου, η αδερφή σου; Πως τις παράτησες έτσι;"
Άλλη μια φορά, έσφιξε τις γροθιές του κάτω από το γραφείο του. Ήθελε να αλλάξει το θέμα επειγόντως...
"Ήμουν σίγουρος πως περνούσαν κάθε μήνα με πολλές ανέσεις."
"Δεν μίλησα για οικονομική υποστήριξη. Θα έπρεπε να ξέρεις και εσύ ότι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία."
Χασκογελασε τότε ειρωνικά πριν συμπληρώσει "Α συγγνώμη, ξέχασα. Δεν ξέρω πια ούτε εγώ τι θα έπρεπε να ξέρεις, όχι όπως κάποτε."
Έφερε το χέρι του στο γραφείο μπροστά του και σηκώθηκε από τη δερμάτινη καρέκλα του.
"Τι πάει να πει αυτό;"
Σηκώθηκε και εκείνη από τη θέση της, συναντώντας το βλέμμα του, με τη πυρκαγιά που είχε μέσα της, να καίει πλέον σε πευκοδάσος. Οι σπίθες των καμμένων δέντρων φαίνονταν στα μελι της μάτια ξανά, κάτι που είχαν να δουν και οι δυο τους πέντε χρόνια.
"Έξυπνος είστε κύριε Σωτηρίου, το καταλάβατε και μόνος σας."
"Όχι, για διευκρινίστε το μου." περπάτησε αργά αλλά επιβλητικά γύρω από το γραφείο του.
Βρέθηκε κάποια μέτρα μακρυά της αλλά ήταν τόσο νευριασμενη που δεν άφησε την απόσταση τους να την επηρεάσει.
"Εγώ δεν σας ξέρω, μια απλή δημοσιογράφος είμαι που σας βλέπω δεύτερη φορά από κοντά."
Είδε τον μυ στο σαγόνι του να τεντωνεται, από αυτό αλλά και από το έντονο του βλέμμα κατάλαβε πόσο είχε νευριάσει.
"Μυρτώ-"
"Δεσποινίς Παπαστεφάνου παρακαλώ, αυτό είναι επαγγελματικό ραντεβού."
Ναι, σίγουρα. Πεστο άλλες δέκα φορές και ίσως το πιστέψεις και η ίδια...
"Μυρτώ, άσε τις μαλακιες. Με ξέρεις και πολύ καλά μάλιστα."
"Λυπάμαι, μα ο μόνος Αλέξανδρος Σωτηρίου που γνώριζα πέθανε πριν πέντε χρόνια, μέσα στα χέρια μου."
Ενιωσε περήφανη που το είπε αυτό χωρίς να εμφανιστούν δάκρυα στα μάτια της. Αυτή η περηφάνια έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν είδε το βλέμμα του. Δεν περίμενε να του πει κάτι τέτοιο, ήταν σαν μια ξαφνιασμενη γάτα μπροστά στα φώτα ενός αμαξιού. Όχι μόνο τον ξάφνιασε, αλλά τον πείραξε κιόλας, πολύ.
Ήθελε όμως γρήγορα να αλλάξει θέμα. Κοίταξε τις σημειώσεις της.
"Παιδική και εφηβική ζωή, σχολεία φοίτησης, χρόνια πριν αναλάβετε την εταιρία του πατέρα σας. Θέλετε να συμπληρώσω και αυτές τις απαντήσεις μόνη μου; Αχ συγγνώμη, δεν ξέρω να απαντήσω στη τελευταία ερώτηση, ξέρετε νόμιζα πως ήσασταν νεκρός τότε."
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό της και της ξέφυγε κι άλλο φαρμάκι. Ήταν μάλλον η αλήθεια, που έπεφτε απλώς σαν δηλητήριο στα αυτιά του.
"Μυρτώ σταμάτα." σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και εκείνη έκανε ένα πίσω.
Κοίταξε ξανά το χαρτί μπροστά της και ένα σαρδονιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Η μοίρα όντως της έπαιζε πονηρά παιχνίδια.
"Να μη ξεχάσω το κύριο θέμα φυσικά. Τι έχετε να μου πείτε για τη σχέση σας; Με το γνωστό μοντέλο Βανέσα Πάρκερ, σωστά; Βέβαια δεν είχατε και άλλη, τι λέω!" άφησε ένα γελάκι στο τέλος, όλο ειρωνεία.
"Σταμάτα επιτέλους!" ύψωσε τη φωνή του και την επόμενη στιγμή η κοπέλα βρέθηκε με τη μέση της να ακουμπάει την άκρη του γραφείου του.
Το σώμα του είχε κολλήσει πάνω στο δικό της, ενώ τα πρόσωπα τους βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Σήκωσε αργά το βλέμμα της από το γυμνασμένο στήθος του, προς τις μεγάλες πλάτες του για να καταλήξει στα μάτια του.
Είδε το σφιγμένο σαγόνι του, αλλά και το πράσινο του βλέμμα να κρύβει χιλιάδες συναισθήματα.
"Θα με χτυπήσεις κιόλας τώρα;" βρήκε τον εαυτό της να ψιθυρίζει.
Εκείνος δυσανασχετησε και άφησε το κεφάλι του να πέσει κοντά στον λαιμό της, απογοητευμένος.
"Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω γαμωτο..." ένιωσε τη ζέστη του ανάσα στον λαιμό της και ανατρίχιασε.
Στο τελευταίο δευτερόλεπτο κρατήθηκε και δεν άφησε το χέρι της να χαϊδέψει το ελαφρώς αξύριστο μάγουλο του.
"Δεν έχω αλλάξει όσο νομίζεις. Όπως δεν θα σε πείραζα τότε, έτσι δεν θα κάνω και τώρα τίποτα τέτοιο." τελείωσε.
Σήκωσε αργά το κεφάλι του και το έφερε ξανά εκατοστά μακρυά από αυτό της Μυρτώς. Ακούμπησε το χέρι του στη μέση της και κάτω από το καυτό άγγιγμα του, ένιωσε ξαφνικά το ύφασμα του πουκάμισου της πολύ λεπτό. Άφησε τα μάτια του να συναντήσουν τα δικά της και δίχως να το καταλάβει η κοπέλα, έφερνε το πρόσωπο του όλο και πιο κοντά στο δικό της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top