|28

"Η συνέντευξη θα γίνει στο σπίτι του. Αύριο το πρωί στις 10 πρέπει να είσαι εκεί. Θα σου στείλει αργότερα σε μήνυμα η κυρία Μερεντιθ τη διεύθυνση. Θα σου στείλει επίσης κάποιες απαραίτητες ερωτήσεις που πρέπει να του κάνεις, τις υπόλοιπες μπορείς να τις σκεφτείς μόνη σου. Εντάξει;"

Με χίλια ζόρια κατάφερε να ακούσει την Ολίβια να επαναλαμβανει τα λόγια της Μερεντιθ, την οποία δεν είχε άκουσε στο γραφείο της. Ζήτημα ήταν αν θα τα θυμόταν και αυτά που είχε ακούσει μόλις τώρα.

"Εντάξει;" ρώτησε ξανά πιο επίμονα η κοκκινομάλλα όταν δεν πήρε απάντηση από τη φίλη της.

Η Μυρτώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

"Νομίζω δεν είμαι καλά. Ζαλίζομαι και νομίζω θα κάνω εμετό."

Η Ολίβια τη πήρε γρήγορα από το χέρι και την τράβηξε ως τις γυναικείες τουαλέτες του περιοδικού. Την έβαλε να κάτσει στον πάγκο με τους νιπτήρες και τη κοίταξε στα μάτια.

"Γιατί δεν είσαι καλά, τι έπαθες;"

"Το ρωτάς; Πρέπει να τον δω και να του μιλήσω κιόλας. Πως θα το κάνω; Το πιο πιθανό είναι μόλις μείνω μόνη σε ένα δωμάτιο μαζί του, να σωριαστω στο πάτωμα."

"Μυρτώ!" τη κράτησε από τους ώμους και της τράβηξε τη προσοχή, σταματώντας το παραμιλητο της.

"Συγκεντρώσου, πάρε βαθιές ανάσες, ηρέμησε και άκουσε με προσεχτικά, γιατί θα στα πω μόνο μια φορά."

Κατάπιε προσπαθώντας να διώξει τον κόμπο που ένιωθε στον λαιμό της, πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε όλη της τη προσοχή στη κοκκινομάλλα μπροστά της.

"Δεν ξέρω με λεπτομέρειες τι έχει συμβεί ανάμεσα σας, μπορώ να καταλάβω όμως πως έχεις περάσει πολλά. Το γεγονός ότι είσαι όμως ακόμα εδώ, αποδεικνύει ότι είσαι μια δυνατή γυναίκα που ξέρει να επιβιώνει. Ίσως δυσκολεύεσαι κάποιες φορές, άνθρωποι είμαστε όμως, όλοι σπάμε κάποτε."

"Δεν θα αφήσεις λοιπόν έναν άντρα, ο οποίος προφανώς έχει κάνει χοντρές μαλακιες και για αυτό δεν του αξίζεις, να σε ελέγχει. Θα πας εκεί πέρα, σαν τη σωστή δημοσιογράφος που είσαι και με άκρως επαγγελματικό χαρακτήρα θα κάνεις τη δουλειά σου."

Εκτίμησε πολύ τα λόγια της Ολίβια. Το να τα ακούει όλα αυτά από κάποιον άλλο, της επιβεβαιωνε την αλήθεια. Πως ήταν μια δυνατή γυναίκα που μπορούσε να ξεπεράσει τα πάντα. Αυτό βέβαια δεν την απέτρεψε από το να διστάσει ξανά...

"Και γιατί δεν πας εσύ στη θέση μου, σε παρακαλώ;" την εκλιπαρουσε σχεδόν.

"Γιατί ζήτησε προσωπικά εσένα..."

Δάγκωσε το κάτω χείλος της και παρόλο του συνωφρυωματος ανάμεσα στα φρύδια της, εγνεψε καταφατικά.

"Και να σου πω; Να... Να τον ρωτήσω και για τα δικά μας ή να το κρατήσω εντελώς επαγγελματικό όλο αυτό;"

Φάνηκε σκεπτική για λίγο η Ολίβια, ώσπου απάντησε.

"Όπως νιώσεις εκείνη τη στιγμή. Αν είσαι έτοιμη ρώτα τον. Απλώς να θυμάσαι πως δύσκολα βρίσκεις ξανά τέτοια ευκαιρία. Δεν μιλάει κανείς καθημερινά ιδιαιτέρως με τον Αλέξανδρο Σωτηρίου..."

Ναι τρομάρα του...

Εγνεψε ξανά η Μυρτώ, καταλαβαίνοντας απολύτως τα λόγια της φίλης της.

"Ευχαριστώ." είπε τελικά σιγανά και έπεσε στην αγκαλιά της.

Η συνάδελφος της ανταπέδωσε την αγκαλιά και χαμογέλασε.

"Τίποτα. Γιαυτό δεν είναι οι φίλες;"

|-|

Εισπνοή... Εκπνοή... Εισπνοή... Εκπνοή...

Έσφιξε άθελα της κι άλλο τα δάχτυλα της γύρω από το μαύρο τιμόνι του αμαξιού. Για χιλιοστή φορά στη λίγη ώρα που οδηγούσε, κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη του αμαξιού. Μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά σε ολόκληρη τη ζωή της που ήταν τόσο αγχωμένη και την ενδιέφερε τόσο η εμφάνιση της.

Είχε μαζέψει σε έναν απλό κότσο τα μαλλιά της, αφήνοντας χαλαρές κάποιες τούφες να χαϊδεύουν τα μάγουλα της. Προτίμησε ένα απλό μακιγιάζ με απαλές αποχρώσεις, ενώ η άκρη ενός μπορντό πουκαμισου ήταν χωμένη μέσα από τη γκρι, εφαρμοστη φούστα της που έφτανε ως πάνω από τα γόνατα της. Τελείωνε το ντύσιμο με ένα γκρι σακάκι, μαύρες, βολικές γόβες και μια μαύρη τσάντα.

Όταν ετοιμαζόταν ακόμα στο σπίτι της, κάτι μέσα της την είχε ενοχλήσει όταν κατάλαβε πόσο προσπαθούσε για την εμφάνιση της. Επέλεξε όμως να το δικαιολογήσει λέγοντας πως το έκανε γιατί ήταν ένα σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού και όχι επειδή ήθελε να... εντυπωσιάσει τον πελάτη. Εξάλλου ήταν με τον Δημήτρη, σωστά;

Άφησε ξανά μια βαριά εκπνοή όταν είδε πως είχε φτάσει στα προάστια της πόλης. Έλεγξε ξανά τη διεύθυνση που της είχε στείλει το αφεντικό της στο κινητό της, προτού στρέψει πάλι τη προσοχή της στα μεγάλα σπίτια.

Ήταν όλα πανέμορφα, τουλάχιστον δύο ορόφων το καθένα, με μεγάλες αυλές που πιθανότατα έκρυβαν κάπου μια μεγάλη πισίνα. Η Μυρτώ ήταν σίγουρη όμως πως η τιμή τους ήταν ακόμα πιο μεγάλη.

Δύο ακόμα λεπτά οδήγησης και βρήκε τον εαυτό της να σταματάει το αμάξι της έξω από μια ψηλή καγκελοπορτα. Δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να κάνει, ένας άντρας με κουστούμι που εμφανίστηκε όμως από το σπιτάκι δίπλα από τη πόρτα, υπέθεσε πως θα την βοηθούσε.

Πλησίασε τη πόρτα του οδηγού και η Μυρτώ κατέβασε το παράθυρο της.

"Καλημέρα." ακούστηκε ευγενική αλλά και σοβαρή ταυτόχρονα.

"Καλημέρα." απάντησε στα αγγλικά. "Τι θα θέλατε;"

"Έχω ραντεβού με τον κύριο Σωτηρίου, είμαι εδώ για να του πάρω συνέντευξη."

Ο νεαρός άντρας που προφανώς ήταν φύλακας, απομακρύνθηκε από το όχημα της και τον είδε η Μυρτώ να μιλάει στο ακουστικό που τώρα παρατήρησε πως είχε στο αυτί του.

"Το όνομα σας;" γύρισε να τη κοιτάξει μια στιγμή.

"Μυρτώ Παπαστεφάνου."

Μουρμούρισε κάτι στο ακουστικό ξανά και ύστερα πλησίασε το παράθυρο της.

"Μπορείτε να περάσετε." είπε και κατευθύνθηκε προς το σπιτάκι δίπλα από τη καγκελοπορτα από όπου είχε βγει.

Πέρασε μισό λεπτό και είδε η κοπέλα τη πόρτα να ανοίγει μπροστά της. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο και αφού χαμογέλασε ως ευχαριστώ στον φύλακα, πέρασε τη μεταλλική πόρτα.

Πέρα από τον ψηλό φράχτη από φυτά και τη καγκελοπορτα, έβλεπε πια η κοπέλα το πανέμορφο σπίτι που ανήκε στον πρώτο της έρωτα. Τεράστιο, με τρεις ορόφους, με γήινα χρώματα στους τοίχους και τις βεράντες του, καθώς και μια μεγάλη αυλή, φυσικά με πισίνα.

Της φάνηκε περίεργο όλο αυτό. Πολύ περίεργο, καθώς ο Αλέξανδρος που ήξερε δεν θα επέλεγε ποτέ να ζήσει σε ένα τέτοιο σπίτι. Ποτέ δεν του άρεσε να τραβάει τα βλέμματα, ήθελε την ησυχία του και πιο πιθανό της φαινόταν να κρυφτεί από τα φώτα της δημοσιότητας σε κάποιο διαμέρισμα με θέα. Από την άλλη όμως, όταν το ξανασκεφτηκε, ο Αλέξανδρος που ήξερε, ούτε εκατομμυριουχος θα ήθελε να γίνει ποτέ, γνωστός σε μια ολόκληρη ήπειρο, στο επίκεντρο όλων των φώτων και της προσοχής όλων των δημοσιογράφων.

Δυσανασχετησε στις σκέψεις της. Ο Αλέξανδρος που ήξερε... Ο άντρας που θα έβρισκε εκεί μέσα, πόσο να είχε αλλάξει άραγε από τον νεαρό που ερωτεύτηκε και αγάπησε;

Θα το μάθαινε σύντομα, καθώς σταμάτησε το αμάξι της μπροστά από το σπίτι. Βγήκε από το όχημα και αφού ίσιωσε τα ρούχα της -θέλοντας να σιγουρευτεί πως ήταν στην εντέλεια- με τη τσάντα της στο χέρι, περπάτησε αποφασιστηκα ως τη πόρτα.

Βρήκε το θάρρος μέσα της να σηκώσει το χέρι της και να πατήσει με το δάχτυλο της το κουδούνι. Άκουσε τον ήχο μέσα από το σπίτι και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ανοίξει η μεγάλη ξύλινη πόρτα μπροστά της.

Άκουσε πρώτα τον ήχο από το χερούλι που λύγισε, προτού ανοίξει και μια κοντή κυρία εμφανιστεί μπροστά της. Την καλωσόρισε με ένα απαλό βλέμμα και ένα ευγενικό χαμόγελο.

Η Μυρτώ το ανταπέδωσε "Καλημέρα, είμαι εδώ για τη συνέντευξη με τον κύριο Σωτηρίου."

"Βεβαίως, περάστε." άνοιξε και άλλο τη πόρτα η γυναίκα που έμοιαζε να είναι γύρω στα πενήντα και της επέτρεψε να μπει στο σπίτι.

Η ομορφιά που είχε έξω συνεχιζόταν και μέσα, με τις ίδιες γήινες αποχρώσεις, συμπληρώνοντας όμως μαρμάρινα πατώματα, πολυελαίους, μεγάλες σκάλες και έπιπλα από ακριβά ξύλα.

"Από εδώ παρακαλώ." άκουσε τη λεπτή φωνή της γυναίκας μπροστά της -η οποία υπέθεσε πως ήταν μέλος του βοηθητικού προσωπικού- και άρχισε να την ακολουθεί σε μια από τις μεγάλες σκάλες.

Περπάτησαν για λίγο σε έναν μακρύ διάδρομο και σύντομα έφτασαν μπροστά από μία πόρτα. Η κυρία την άνοιξε και με ένα χαμόγελο επέτρεψε στη Μυρτώ να μπει στο δωμάτιο.

"Περιμένετε ένα λεπτό, να καλέσω τον κύριο Σωτηρίου."

Εγνεψε με ένα ευγενικό χαμόγελο η κοπέλα και μπήκε στο δωμάτιο -το οποίο αποδείχτηκε πως ήταν ένα μεγάλο γραφείο- ακούγοντας ύστερα τη πόρτα να κλείνει πίσω της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς είχε αρχίσει να νιώθει ξαφνικά μια ανησυχία στο στομάχι της. Προσπάθησε να αποσπάσει τη προσοχή της από το άγχος που προφανώς είχε αρχίσει να ξυπνάει μέσα της, επικεντρωνοντας τη στα βιβλία που υπήρχαν στο γραφείο. Τα οποία μπορούσε να πει πως ήταν εκατοντάδες.

Ένας από τους τέσσερις τοίχους ήταν καλυμμένος από μια μεγάλη βιβλιοθήκη που έφτανε ως το ταβάνι και χρειαζόταν σκάλα για να φτάσει κανείς τα τελευταία επάνω ράφια. Περπάτησε σιγά σιγά μπροστά από το έπιπλο, περνώντας τα δάχτυλα της πάνω από τους τίτλους των βιβλίων, πολλά από τα οποία ήταν παγκοσμίως γνωστά. Πολλά από τα οποία ήταν τα αγαπημένα της.

Ήταν τόσο επικεντρωμενη στο αντίγραφο του 'Ανεμοδαρμένα Ύψη' που δεν είχε προσέξει τη πόρτα να ανοίγει και να κλείνει.

Όταν άκουσε τη φωνή του, ήταν πια αργά και οποιαδήποτε τελευταία στιγμή είχε για να προετοιμάσει τον εαυτό της, είχε χαθεί.

"Συναντιομαστε λοιπόν ξανά."

Η ανάσα της κόλλησε στο λαιμό της και ασυναίσθητα εσφιξε το βιβλίο στα χέρια της. Η φωνή του ξυπνούσε περίεργα πράγματα μέσα της, παρόλο που την είχε ακούσει και λίγα βράδια πριν, σε εκείνο το δείπνο. Ένιωθε ξανά σαν κάποιο λυκειοκοριτσο που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές της μπροστά στη καψούρα της, και δεν της άρεσε καθόλου όλο αυτό.

Δυνατή γυναίκα και κουραφέξαλα Ολίβια...

Επέστρεψε το βιβλίο στη θέση του και πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα, προτού γυρίσει να τον κοιτάξει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top