|24

"Καθόλου." σηκώθηκε από τη θέση του ο Δημήτρης και άπλωσε το χέρι του προς τον Αλέξανδρο.

"Φτάσαμε και εμείς πριν λίγα λεπτά."

Ο Αλέξανδρος εγνεψε απλώς καταφατικά και πήρε το χέρι του Δημήτρη στο δικό του.

Η κοπέλα έμεινε απλώς να κοιτάει τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά της, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει ότι ήταν αληθινή. Ότι δεν είχε παραισθησεις, δεν έβλεπε εφιάλτη, ούτε είχε αδειάσει κάποιο μπουκάλι με αλκοόλ.

Προσπάθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει πως ο ψηλός άντρας μπροστά της, με τα μαύρα σπαστά μαλλιά και τα πράσινα μάτια, δεν ήταν ποτέ στο φέρετρο που είδε να χάνετε κάτω από το χώμα, αλλά βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Δεν πέθανε ποτέ από τη σφαίρα που τρύπησε το στήθος του και το αίμα του δεν έβαψε ποτέ τα χέρια και τα ρούχα της.

Βαθιές αναπνοές, ψυχραιμία, αυτοέλεγχος...

Έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της στην γυναίκα μπροστά της, καθώς στην ανάμνηση εκείνης της νύχτα, ήταν σίγουρη πως θα έχανε κάθε έλεγχο που προσπαθούσε να έχει και όλη η πρόοδος που είχε κάνει για να τον αντιμετωπίσει, θα πήγαινε στράφι.

Όπως πάντα, η μελαχρινή μπροστά της ήταν πανέμορφη. Ένα υπέροχο φόρεμα αναδεικνυε το καλλίγραμμο σώμα της, ενώ ένα προσεγμένο μακιγιάζ και χτένισμα αναδείκνυαν το πρόσωπο της με τα λεπτά χαρακτηριστικά της. Ήταν πανέμορφη και η Μυρτώ δεν κατάφερε να πνίξει το τσίμπημα ζήλιας που ένιωσε μέσα της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανάγκασε τα βαμμένα χείλη της να σχηματίσουν ένα χαμόγελο, προτού σηκωθεί από τη καρέκλα της. Εγυρε κοντά στο τραπέζι και άπλωσε το χέρι της προς την όμορφη γυναίκα.

"Γειά. Μυρτώ Παπαστεφανου, χάρηκα." κατάφερε να πει με μια ψύχραιμη φωνή.

Η γυναίκα της χαμογέλασε πλατιά -με ένα από τα πιο όμορφα χαμόγελα που είχε δει ποτέ της- και απάντησε με την αμερικανική προφορά της.

"Γειά, χάρηκα για τη γνωριμία. Βανέσα Πάρκερ."

Ξέρω ποια είσαι...

Άφησε σιγά το χέρι της να επιστρέψει στο πλάι της και όταν είδε να κάνει το ίδιο και ο Δημήτρης, συνειδητοποίησε πως θα έπρεπε να χαιρετήσει και εκείνον.

Αμέσως, όλα όσα ένιωθε πριν, η αδυναμία, η ζαλάδα, η θολούρα στην όραση και το βουητό στην ακοή, την χτύπησαν απότομα σαν τρένο.

Βαθιές αναπνοές, ψυχραιμία, αυτοέλεγχος...

Προσπάθησε πολύ να μείνει σταθερή στα δυο της πόδια όταν ένιωσε το έντονο βλέμμα του επάνω της. Μέσα της δίσταζε πολύ, παρακαλούσε να ανοίξει η γη να την καταπιεί, δεν έδειξε όμως τίποτα τέτοιο.

Γύρισε να τον κοιτάξει και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του. Με δύναμη που δεν ήξερε πως είχε μέσα της, σχημάτισε ένα μικρό χαμόγελο με τα χείλη της.

"Μυρτώ Παπαστεφανου, χάρηκα."

Τον ξάφνιασε, κατάφερε να το καταλάβει αυτό από το ένα κλάσμα του δευτερολέπτου που άφησε τη σκληρή του μάσκα να πέσει από το πρόσωπο του.

Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, κύριε Αλέξανδρε...

Πήρε το χέρι της στο δικό του και το κούνησε ελαφρώς σε μια χειραψία. Στο μεταξύ η κοπέλα προσπάθησε να μην επιρρεαστει -πολύ- από τις γνώριμες σπίθες που ένιωσε τη στιγμή που το δέρμα της ακούμπησε το δικό του. Τις ένιωσε να εισχωρουν μέσα της από τις άκρες των δαχτύλων της, να ταξιδεύουν μέσα στις φλέβες της και να φτάνουν κατευθείαν στην καρδιά της, κάνοντας την να χτυπά ξανά, με ένα τρόπο που είχε να χτυπήσει πέντε χρόνια.

"Αλέξανδρος Σωτηρίου, παρομοίως."

Αφαίρεσε όσο πιο γρήγορα -αλλά και διακριτικά- μπορούσε το χέρι της από την λαβή του και επέστρεψε στην θέση της. Το ίδιο έκανε και εκείνος, με το βλέμμα του να μην μετακινείτε από επάνω της, όσο ο Δημήτρης χαιρετούσε την Βανέσα.

Αμέσως έπιασαν ψιλή κουβέντα -στην οποία η Μυρτώ δεν πήρε σχεδόν καθόλου μέρος, ούτε όμως και ο Αλέξανδρος- σχετικά με τη δύσκολη μέρα τους στη δουλειά, τη δουλειά που είχαν να κάνουν μετά το σαββατοκύριακο, τι προτιμούσαν και τι όχι στην δουλειά τους και γενικά, για τη δουλειά τους. Η Μυρτώ της βαριόταν αυτές τις συζητήσεις τόσο πολύ...

Ο Δημήτρης το ήξερε αυτό και για αυτόν τον λόγο απέφευγε να τα συζητάει πολύ μαζί της, όμως σε ένα επαγγελματικό δείπνο, δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο.

"Τουλάχιστον τα πάω καλά με τα υπόλοιπα μοντέλα και τους φωτογράφους. Γιατί σε μια δουλειά η σωστή συνεργασία είναι το παν." άκουσε τη Βανέσα να λέει και τα λόγια της τράβηξαν τη περιέργεια της.

Μοντέλο...

Ώστε από εκεί την είχε ακουστά. Θα την είχε δει σίγουρα σε κάποιο τεύχος από το περιοδικό πίσω στο Λονδίνο.

"Εσύ Μυρτώ, με τι ασχολείσαι;" τη ρώτησε χαμογελώντας.

Η κοπέλα έβρισε από μέσα της που εστρεψε την προσοχή επάνω της, δεν είπε όμως τίποτα για αυτό.

Αντιθέτως, απάντησε "Συντάκτρια σε γνωστό περιοδικό."

"Ααα μάλιστα."

Ευτυχώς πριν προλάβει να πει κανείς τίποτα άλλο, ο σερβιτόρος έφτασε μπροστά από το τραπέζι τους για να πάρει τη παραγγελία τους. Αφού το έκανε αυτό, έφυγε γρήγορα για να φτάσει το φαγητό του στο τραπέζι τους όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Επέστρεψαν εκείνοι στη συζήτηση τους, από την οποία η Μυρτώ και ο Αλέξανδρος απείχαν σχεδόν εντελώς, ξανά. Δεν είχε τολμήσει να επιτρέψει στα μάτια της να πέσουν επάνω του από τη στιγμή που κάθισε στη θέση της και δεν ήξερε για ποιον λόγο το έκανε εκείνη τη στιγμή.

Από το μεγάλο χέρι του πάνω στο κατάλευκο τραπεζομαντηλο, το βλέμμα της πέρασε στον ώμο του, τον λαιμό του και τελικά το πρόσωπο του. Αμέσως όμως το επέστρεψε στο άδειο ποτήρι κρασιού που γυρνούσε σιγά σιγά στο χέρι της, καθώς συνειδητοποίησε πως εκείνος την κοιτούσε ήδη.

Είχε εστιάσει τόσο πολύ στο κρυστάλλινο ποτήρι μπροστά της που ξαφνιάστηκε όταν είδε το κόκκινο υγρό να χύνεται μέσα του. Κοίταξε σύντομα τον σερβιτόρο που βρισκόταν δίπλα της μια γέμιζε το ποτήρι της, προτού κοιτάξει τον Δημήτρη για να προσποιηθεί πως έδινε προσοχή σε αυτά που έλεγε.

Κατάλαβε πως έλεγε κάτι για συναλλαγές χρημάτων και μεταφορές προϊόντων, όταν άκουσε ξαφνικά μια βρισιά από την άλλη πλευρά του τραπεζιού.

"Γαμωτο!"

Τα μάτια της πήγαν αμέσως σε εκείνον και τον είδε να παλεύει με μια λευκή πετσέτα και το πουκάμισο του. Είδε το τραπεζομαντηλο να έχει λερωθει από το κόκκινο υγρό που κανονικά θα έπρεπε να βρισκόταν στο ποτήρι του Αλέξανδρου και όχι το πουκάμισο του.

"Σ-Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη! Μισό λεπτό να σας βοηθήσω." ακούστηκε τρομοκρατημένος ο σερβιτόρος ενώ τράβηξε τη πετσέτα που είχε διπλωμένη όμορφα στο χέρι του και έκανε να καθαρίσει το πουκάμισο του άντρα μπροστά του.

"Άστο, δε πειράζει." είπε εκείνος μα πέρα από τον ήρεμο τόνο του, η κοπέλα κατάλαβε την τεράστια ενόχληση του και την είδε με τη μορφή του σφιγμένου του σαγονιου.

Ο σερβιτόρος έφυγε βιαστικά, λέγοντας πως θα φρόντιζε να μετακινηθούν σε ένα καθαρό τραπέζι και πως θα τους δινόταν ως δώρο ένα μπουκάλι κρασί από το μαγαζί.

Ενστικτωδώς, η Μυρτώ ήταν έτοιμη να απλωθεί πέρα από το τραπέζι και να προσπαθήσει να τον βοηθήσει με τον λεκέ, την πρόλαβε όμως η όμορφη μελαχρινή απέναντι της.

"Άστο, θα το κάνω μόνος μου." είπε και σε εκείνη.

Αγανάκτησε όμως όταν -φυσικό και επόμενο, καθώς μιλάμε για κρασί- ο λεκές δεν έφευγε. Άφησε τη πετσέτα του στο τραπέζι και αναστέναξε.

Τα μάτια της κατάφεραν να εστιάσουν τότε στη κόκκινη αυτή στάμπα και ένιωσε αυτόματα τον λαιμό της να κλίνει και τα μάτια της να τσούζουν.

Πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και το ακούμπησε στα πόδια της. Τα μάτια της πήγαν αμέσως στο πρόσωπο του και αντίκρισαν τα πράσινα του μάτια. Ύστερα, πήγαν στη κόκκινη κηλίδα αίματος που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στη γκρι μπλούζα του, γύρω από τη πληγή που είχε κάνει η σφαίρα.

Την κάλυψε αμέσως με το χέρι της για να μειώσει την αιμορραγία, ενώ με το άλλο χέρι της κρατούσε το πρόσωπο του, έτσι ώστε να μην πάρει τα μάτια του από πάνω της.

Έδιωξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αυτή της την ανάμνηση, όμως ήταν ήδη αργά, τα συναισθήματα είχαν ξυπνήσει και εκείνη έπρεπε να τα δαμασει.

Βαθιές αναπνοές, ψυχραιμία, αυτοέλεγχος. Δεν θα κλάψεις, δεν θα κλάψεις! Συγκρατήσου! Είσαι μια δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα που μπορεί-

"Με συγχωρείτε, επιστρέφω αμέσως." είπε βιαστικά και σηκώθηκε γρήγορα από τη καρέκλα της, δίχως να προλάβουν οι άλλοι να αντιδράσουν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top