|23

Άφησε το καινούριο τραπεζάκι επιτέλους κάτω και σκούπισε το λεπτό στρώμα ιδρώτα που είχε δημιουργηθεί στο μέτωπο της.

"Έτοιμο και αυτό." είπε και η Κατερίνα συμφώνησε, γνεφοντας καταφατικά.

Το κινητό της ακούστηκε σύντομα και αφού έψαξε μέσα στη τσάντα της, το βρήκε. Διάβασε το όνομα του στην οθόνη, προτού απαντήσει.

"Γειά."

"Γεια. Έχουμε πρόβλημα..." απάντησε γρήγορα εκείνος, δίχως να χάσει χρόνο.

Τα φρύδια της Μυρτώς εσμιξαν αμέσως και κάθισε στη πολυθρόνα που βρισκόταν πίσω της.

"Τι έγινε;"

"Το αφεντικό μου είχε κανονίσει ένα επαγγελματικό δείπνο με έναν υποψήφιο συνέταιρο για απόψε, όμως κάτι του έτυχε και θα χρειαστεί να στείλει εμένα."

"Και;"

"Θα φέρει και τη σύντροφό του αυτός και το αφεντικό μου με συμβούλεψε να κάνω το ίδιο. Ξέρεις, για να κυλήσει πιο ομαλά η βραδιά ενώ εγώ και εκείνος μιλάμε για τα επαγγελματικά."

"Δεν έχω κανονίσει τίποτα, οπότε δεν έχω πρόβλημα να σε συνοδεψω. Αυτό ήταν το πρόβλημα;" χασκογέλασε λίγο. "Θα μπορούσες απλώς να μου το είχες ζητήσει, πριν αγχωθείς."

"Δεν είναι αυτό το πρόβλημα..." η κοπέλα κατάλαβε πως μασουσε τα λόγια του.

"Τότε;" ρώτησε, με την υπομονή της να μειώνετε σιγά σιγά.

"Ο υποψήφιος αυτός συνέταιρος... Είναι γνωστός με το όνομα Αλέξανδρος Σωτηρίου..."

Μία απόλυτη σιωπή κατέκλυσε την γραμμή ανάμεσα τους και η Μυρτώ ένιωσε τα πάντα γύρω της να θολώνουν λίγο.

"Μυρτώ;" την τράβηξε τελικά ξανά στην πραγματικότητα η φωνή του.

"Ναι, εδώ είμαι."

"Ξέρω πως πρέπει να είναι πολύ δύσκολο αυτό για εσένα. Αν δεν μπορείς δεν υπάρχει λόγος να έρθεις, καταλαβαίνω απόλυτα-"

"Όχι." τον διέκοψε. "Δεν υπάρχει πρόβλημα, αλήθεια. Θα έρθω."

Τον άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα "Μυρτώ-"

"Τι ώρα θα περάσεις να με πάρεις;"

"Εννιά. Ευχαριστώ πολύ για αυτό που κάνεις. Αν στην πορεία της ημέρας αλλάξεις γνώμη, μη διστάσεις να μου το πεις. Δεν θα υπάρξει πρόβλημα, καταλαβαίνω."

Ανάγκασε τα χείλη της να σχηματίσουν ένα μικρό χαμόγελο, παρόλο που δεν την έβλεπε ο Δημήτρης.

"Δε θα αλλάξω γνώμη."

|-|

Προσπάθησε για έκτη φορά εκείνο το απόγευμα να βάλει το ασημένιο σκουλαρίκι στο αυτί της, μα τα τρεμάμενα της χέρια δυσκόλευαν αυτή την πανεύκολη πράξη. Έχασε την υπομονή της όταν έπεσε ξανά από τα χέρια της, στο πάτωμα.

Έκλεισε τα μάτια της, πήρε βαθιές ανάσες και δάγκωσε το κάτω χείλος της για να συγκρατήσει τα χιλιάδες συναισθήματα που την πλημμύριζαν. Δεν είχε τολμήσει να ασχοληθεί ακόμα με το μακιγιάζ της, καθώς ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή ρυάκια θα άρχιζαν να τρέχουν από τα μάτια της, καταστρέφοντας το.

Το χέρι που ακούμπησε τον ώμο της την τρόμαξε και άνοιξε αμέσως τα μάτια της. Στον καθρέφτη μπροστά της, δίπλα από το είδωλο της, είδε αυτό της θεία της. Είδε το μακρύ σκουλαρίκι που κρατούσε και γύρισε να το πάρει από το χέρι της με ένα 'ευχαριστώ'.

Η Κατερίνα περπάτησε ως το κρεβάτι της Μυρτώς και κάθισε εκεί. Συνέχισε να την κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη, όσο εκείνη προσπαθούσε να δαμάσει τις καστανές της τούφες σε έναν χαμηλό, χαλαρό κότσο. Πρόσεξε η κοπέλα πως τα μαλλιά της είχαν ξεπεράσει τους ώμους της, όμως το να πάει να τα κόψει ήταν ένα από τα τελευταία πράγματα που την απασχολούσαν εκείνον τον καιρό.

Η θεία της πρόσεξε τα χέρια της που έτρεμαν ελάχιστα και μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο, έσπασε την σιωπή που είχε γεμίσει το δωμάτιο.

"Δεν χρειάζεται να πας Μυρτώ. Στο είπε και ο Δημήτρης πως δεν είναι ανάγκη."

"Πρέπει." ήταν η απόλυτη απάντηση της.

"Όχι, δεν πρέπει." είπε και την πλησίασε για να την βοηθήσει με την τελευταία τούφα που την δυσκόλευε.

"Πρέπει." επανέλαβε εκείνη, προτού αρχίσει να ασχολείται με το μακιγιάζ της.

"Δεν μπορώ να τον αφήσω να ελέγχει τη ζωή μου. Το έκανε τόσα χρόνια, πρέπει να σταματήσει αυτό. Δεν θα τρέχω φοβισμένη επειδή δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τα συναισθήματα μου, όποια κι αν είναι αυτά..."

"Δεν μιλάς για τον Δημήτρη..." συμπέρανε η γυναίκα πίσω της.

"Όχι." γύρισε να την κοιτάξει. "Μιλάω για τον Αλέξανδρο. Πέρα από αυτό όμως, δεν μπορώ να εκθέσω και τον Δημήτρη. Ήταν πάντα μόνο σωστός απέναντι μου, οφείλω και θέλω κιόλας να κάνω το ίδιο."

Η Κατερίνα δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλου της για να συγκρατήσει το χαμόγελο της. Ακόμα κι αν εκείνη δεν ήταν στα καλύτερα της, πάντα σκεφτόταν και το καλό των άλλων.

"Πότε θα τον χωρίσεις;" τη ρώτησε τελικά.

"Γιατί να τον χωρίσω;" απόρησε ξαφνιασμένη.

"Ο Αλέξανδρος επέστρεψε..."

"Αυτό δεν σημαίνει πως εγώ θα επιστρέψω σε εκείνον. Με άφησε, με τον χειρότερο τρόπο, που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Μόνο σε ταινίες και βιβλία προσποιείται κανείς τον θάνατο του, όχι για να παρατήσουν μια γκόμενα χωρίς γκρίνια και προβλήματα."

"Δεν πάω να τον δικαιολογήσω, όμως νομίζω πως θα πρέπει να μάθεις γιατί το έκανε πρώτα, πριν τον κρίνεις."

Κούνησε το κεφάλι της η Μυρτώ και άφησε το κόκκινο κραγιόν που είχε μόλις βάλει, στη τουαλέτα μπροστά της.

"Δεν με νοιάζει. Είμαι με τον Δημήτρη τώρα και εκείνος με αυτή τη Βανέσα."

"Δεν τον αγαπάς Μυρτώ και το ξέρεις..."

"Τι προσπαθείς να πετύχεις ακριβώς;" κοίταξε ενοχλημένη την θεία της. "Προσπαθούμε να φτιάξουμε κάτι ωραίο με τον Δημήτρη και τα πηγαίνουμε πολύ καλά. Δεν θα τον αφήσω για να επιστρέψω στον άντρα που με άφησε να πονάω πέντε χρόνια, αφήνοντας με να πιστεύω πως ήταν νεκρός."

"Δεν προσπαθώ να πετύχω τίποτα καλή μου, θέλω απλώς να σε δω επιτέλους ευτυχισμένη. Έχω ένα προαίσθημα ότι είχε κάποιον σοβαρό λόγο για να φτάσει σε σημείο να σκηνοθετήσει τον θάνατο του. Εκείνος σε έκανε ευτυχισμένη Μυρτώ, σε αγαπούσε."

Η κοπέλα στραβοκατάπιε και προσπάθησε να ελέγξει τα νεύρα και τη θλίψη της. Τελικά την κοίταξε αποφασιστικά.

"Ευτυχώς που χρησιμοποίησες παρελθοντικό χρόνο, γιατί δεν φαίνεται να ισχύει ακόμα αυτό..."

Πριν προλάβει να απαντήσει εκείνη, το κουδούνι ακούστηκε και η Μυρτώ άρπαξε το τσαντάκι της.

"Πρέπει να φύγω." τη κοίταξε και είπε απλώς, προτού κλείσει τη πόρτα του υπνοδωματίου της πίσω της.

Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και προσπάθησε να προετοιμαστεί για ό,τι θα ακολουθούσε εκείνο το βράδυ, αν και βαθιά μέσα της ήξερε πως ούτε το οξυγόνο ολόκληρου του κόσμου δεν θα έφτανε για να γίνει αυτό.

|-|


Φτάνοντας στο εστιατόριο, η Μυρτώ ένιωθε πως πλησίαζε όλο και περισσότερο σε μια ωρολογιακή βόμβα που αν έσκαγε, θα χάνονταν όλα.

Σε όλη τη διαδρομή ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, αγνοώντας έτσι άθελα της τον Δημήτρη και οτιδήποτε άλλο γύρω της.

Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου; Αφού δεν είμαι έτοιμη, δεν μπορώ... σκέφτηκε.

Και πότε θα το κάνεις αν δε το κάνεις τώρα; Ποτέ δεν θα είσαι πραγματικά έτοιμη... άκουσε μια μικρή φωνή μέσα της.

Κουνησε όμως λίγο το κεφάλι της και επανήλθε στην πραγματικότητα, εκεί όπου ο παρκαδορος κρατούσε τη πόρτα ανοιχτή για εκείνη, για να βγει από το μαύρο όχημα.

Υπέροχα, τώρα χάνω και τα λογικά μου...

Αφήνοντας τα κλειδιά στον παρκαδορο, ο Δημήτρης πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και σιγά σιγά περπάτησαν ως τη πόρτα του εστιατορίου. Η κοπέλα εκτίμησε το απαλό φιλί που άφησε ο άντρας δίπλα της στο πλάι του κεφαλιού της προτού μπουν στο κτήριο.

"Καλησπέρα." ακούστηκε να τους λέει στα αγγλικά η μετρ του εστιατορίου, με ένα φιλικό χαμόγελο στα βαμμένα χείλη της.

"Καλησπέρα." απάντησε και ο Δημήτρης ευγενικά.

"Ένα τραπέζι στο όνομα Μιχαηλίδης ή Στεργίου."

Ακόμη της φαινόταν περίεργο να ακούει το όνομα του.

"Αμέσως." είπε η κοπέλα και έψαξε γρήγορα τη κράτηση τους στον υπολογιστή μπροστά της.

Γύρισε και τους χαμογέλασε.

"Από εδώ." είπε και άρχισε να τους οδηγεί ανάμεσα από τα τραπέζια, προς το βάθος του μαγαζιού.

Στη διαδρομή τους ενημέρωσε "Ο κύριος Στεργίου δεν έχει φτάσει ακόμα."

Η Μυρτώ προσπάθησε να μην ρολάρει τα μάτια της. Φυσικά και δεν είχε φτάσει, δεν θα μείωνε έτσι τον εγωισμό του ποτέ. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα περίμεναν, προτιμούσε να τον περιμένουν. Μονάχα την Μυρτώ περίμενε για τα ραντεβού τους και αυτό επειδή εκείνη ήταν η εξαίρεση του.

Στην ανάμνηση αυτή ανατρίχιασε, μα προσπάθησε γρήγορα να διώξει αυτή της τη σκέψη. Κάθισε στη καρέκλα δίπλα από τον Δημήτρη και άφησε αμέσως τα μάτια της να ταξιδέψουν σε όλο το εστιατόριο. Δεν ήθελε να επικρατήσει ξανά η ίδια αμηχανία που τους έπνιγε στο αυτοκίνητο, όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί να πει τίποτα.

Από τις σκέψεις της την έβγαλε το μεγάλο, ζεστό χέρι που ένιωσε πάνω στο δικό της. Γύρισε το βλέμμα της στο ενωμένο χέρι της με αυτό του Δημήτρη πάνω στο τραπέζι και ενώ χαμογέλασε, κάτι μέσα της την έκανε να νιώσει πως ήταν λάθος. Δεν ταίριαζαν τα χέρια τους τέλεια, όπως ταίριαζε το δικό της με του Αλέξανδρου.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκρυψε αυτή της τη σκέψη με ένα πιο πλατύ χαμόγελο όταν έφερε το χέρι της στα χείλη του και άφησε ένα φιλί στο πίσω μέρος του.

"Ευχαριστώ που είσαι εδώ, παρόλο που σου είναι δύσκολο όλο αυτό."

Είχε σκοπό να απαντήσει, όμως ένιωσε έναν αόρατο κόμπο στον λαιμό της να την πνίγει, οπότε συνέχισε απλώς να του χαμογελάει.

"Καλησπέρα."

Αυτή η φωνή πίσω της αυτόματα έσφιξε κι άλλο τον αόρατο κόμπο της Μυρτώς, κάνοντας την να χάσει την ανάσα της. Άκουσε ένα ζευγάρι γυναικείων τακουνιών να χτυπούν στο μαύρο, μαρμαρένιο πάτωμα του εστιατορίου, προτού τους δει να εμφανίζονται μπροστά τους.

Μπροστά στη παρουσία του, ένιωσε αδύναμη και χαρηκε που καθόταν, γιατί αλλιώς θα είχε καταρρεύσει στο πάτωμα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που ανησυχούσε πως θα ξεπηδούσε από το στήθος της από στιγμή σε στιγμή, ενώ ένιωθε τα χέρια της να τρέμουν.

Για λίγα δευτερόλεπτα η όραση της θόλωσε, όμως κατάφερε να συγκεντρωθεί ξανά και να κοιτάξει την μελαχρινή καλλονή μπροστά της με τον επιβλητικό άντρα δίπλα της.

"Ελπίζουμε να μην αργήσαμε πολύ." χαμογέλασε γοητευτικά η γυναίκα στο πλάι του Αλέξανδρου.

Θεέ μου, τι θα κάνω...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top