|20
When did I become so numb?
When did I lose myself?
All the words that leave my tongue
Feel like they came from someone else
I'm paralyzed
Where are my feelings?
I no longer feel things
I know I should
I'm paralyzed
Where is the real me?
I’m lost and it kills me inside
I'm paralyzed
When did I become so cold?
When did I become ashamed?
Where's the person that I know?
They must have left
-Paralyzed, NF
|-|
"Δεν γίνετε." ψιθύρισε ξανά.
Ένιωσε το έδαφος να υποχωρεί από κάτω της και αν δεν ήταν ο Δημήτρης δίπλα της για να τυλίξει τα χέρια του γύρω της, θα είχε γίνει ένα με το λευκό μαρμάρινο πάτωμα.
"Μυρτώ; Τι συμβαίνει, τι έπαθες;" την ρώτησε αμέσως ανήσυχος.
Εκείνη δεν του έδωσε προσοχή, καθώς δεν τον είχε ακούσει καν. Εσφιξε τα μάτια της κλειστά, ήταν σίγουρη πως έβλεπε απλώς φαντάσματα.
Τα άνοιξε ξανά, περιμένοντας να δει κάποιον που απλώς του έμοιαζε, όμως όχι. Ήταν ακόμα εκεί. Με σάρκα και οστά, ντυμένος με ένα μαύρο κουστούμι και κρατώντας μια κοπέλα κολλημένη δίπλα του από τη μέση της.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Σωτηρίου.
Ένιωσε όλο της το σώμα να μουδιαζει και το ποτήρι που κρατούσε γλίστρησε από το χέρι της. Ο θόρυβος που έκανε όταν έσπασε σε χιλιάδες μικρά κομματάκια, τράβηξε την προσοχή πολλών στη σάλα, μαζί και τη δική του.
Το χαμόγελο που διακοσμούσε τα όμορφα του χείλη εξαφανίστηκε σιγά σιγά, τα λακκάκια του κρύφτηκαν. Τα πράσινα του μάτια εστίασαν στα δικά της και έμεινε απλώς να τη κοιτάει ανέκφραστος. Ούτε θυμός, ούτε χαρά. Τίποτα δεν προδιδαν τα χαρακτηριστικά του.
Η κοπέλα ένιωσε πως το βλέμμα του τρυπουσε τη ψυχή της, ανάγκασε τα μάτια της να στραφούν αλλού. Γύρισε να κοιτάξει τη παρέα της που τη κοιτούσαν ανήσυχοι.
"Πως γίνετε αυτό; Δεν είναι δυνατόν." ψιθύριζε ακόμα, υπερβολικά πολύ χαμένη για να καταφέρει να μιλήσει κανονικά. Ήταν θαύμα το γεγονός ότι μπορούσε και έβγαζε ολοκληρωμένες προτάσεις.
Η Αγγελική και ο αδερφός της την κοιτούσαν μπερδεμένοι, οι άλλοι τρεις άντρες πάλι, μετανιωμένοι.
"Μυρτώ, με τρομάζεις. Τι συμβαίνει;" τη ρώτησε πανικοβλητος ο Δημήτρης.
Ξανά, δεν του απάντησε. Γύρισε να κοιτάξει τον Ορέστη, τον Θάνο και τον Στέφανο.
"Γιατί με κοιτάτε έτσι;"
Καμία απάντηση. Μονάχα αμήχανα βλέμματα μεταξύ τους.
"Γιατί δε μιλάτε;" ρώτησε απότομα και εσφιξε το σαγόνι της, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα που είχαν θολώσει την όραση της.
Ξανά, δεν της απάντησαν. Δεν χρειάστηκε όμως, το είχε καταλάβει από μόνη της, της έφταναν τα μετανιωμένα βλέμματα τους.
"Ξέρατε..." της ξέφυγε ένας ψίθυρος.
Ανοιγοκλεισε τα βλέφαρά της και το πρώτο δάκρυ κύλησε.
"Ξέρατε τόσα χρόνια και-" σταμάτησε τον εαυτό της.
Αμέσως πήρε το βλέμμα της από εκείνους. Δεν άντεχε να τους κοιτάει άλλο. Ούτε αυτούς, ούτε εκείνον με τη κοπέλα του.
Τη κοπέλα του...
Κατάφερε με το ζόρι να συγκρατήσει έναν λυγμό που ανέβηκε στον λαιμό της και απείλησε να ξεφύγει.
Η πρώτη της αντίδραση θα έπρεπε να ήταν το να τρέξει στην αγκαλιά του και να τον φιλήσει όσο δεν τον είχε φιλήσει αυτά τα πέντε χρόνια. Να κοιτάξει βαθιά στα μάτια του και να του πει πόσο τον αγαπούσε. Να χαμογελασουν ο ένας στον άλλον και να φύγουν από εκεί, δίχως να τους νοιάζει τίποτα και κανείς άλλος.
Αντιθέτως όμως, δεν μπορούσε καν να βρίσκετε στον ίδιο χώρο μαζί του. Με εκείνον και τους άλλους τρεις που τη πρόδωσαν.
"Θέλω να φύγω." ψιθύρισε στον Δημήτρη και εγυρε επάνω του, καθώς ένιωθε πως όλα γύρω της χάνονταν.
Κρατήθηκε από τον ώμο του και έσφιξε το σακάκι του στη γροθιά της, αρνούμενη να τον αφήσει. Δεν χρειάστηκε να το πει ξανά, ο καστανόξανθος άντρας τη κράτησε σφιχτά δίπλα του και την οδήγησε αργά και σταθερά προς τις γυάλινες πόρτες.
Μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητο του, τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της σαν καταρράκτες. Ο Δημήτρης μπήκε βιαστικά στη θέση του οδηγού και γύρισε να τη κοιτάξει.
"Μυρτώ, τι σκατα συνέβη εκεί πάνω;"
Προσπάθησε να βάλει τα χέρια του στο πρόσωπο της και να τη κάνει να τον κοιτάξει, εκείνη όμως αρνούταν να γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του.
Έδιωξε απαλά τα χέρια του από επάνω της και ψιθύρισε εξουθενωμενη "Δημήτρη, απλώς πάνε με σπίτι, σε παρακαλώ."
Τον άκουσε να ξεφυσαει, προτού ξεκινήσει το αμάξι. Δεν παρακολουθούσε καθόλου τη διαδρομή, είχε ακουμπήσει απλώς το κεφάλι της στο παράθυρο, κοιτώντας έξω από αυτό με ένα απλανές βλέμμα.
Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της, τα δάκρυα της είχαν στεγνώσει. Μόλις σταμάτησε το όχημα, το χέρι της πήγε στο χερούλι κατευθείαν και άνοιξε τη πόρτα.
Το χέρι του Δημήτρη όμως στον καρπό της την εμπόδισε από το να βγει από το αυτοκίνητο.
"Δεν νομίζω να πιστεύεις πως θα σε αφήσω να φύγεις χωρίς να μου εξηγήσεις τίποτα. Θέλω απαντήσεις. Τι συνέβη εκεί πέρα;" τη ρώτησε και φαινόταν στα μάτια του πια πως είχε αγανακτήσει.
Η Μυρτώ πάλι ήταν εξουθενωμενη. Κούνησε απλώς το κεφάλι της προτού τον κοιτάξει παρακλητικα και μιλήσει με μια απαλή φωνή.
"Δημήτρη, λυπάμαι αλλά δεν είμαι σε θέση να μιλήσω σε κανέναν. Σου υπόσχομαι πως θα σου εξηγήσω τα πάντα, απλώς όχι απόψε. Είμαι ήδη αρκετά ταραγμένη."
Είδε τον μυ στο σαγόνι του να σφίγγει και μπορούσε να ακούσει σχεδόν τα γρανάζια στον εγκέφαλο του να λειτουργούν, να σκέφτεσαι αν πρέπει να την αφήσει η όχι.
Δυσανασχέτησε και πήρε τα δάχτυλα του γύρω από τον καρπό της. Εσφιξε το τιμόνι στα χέρια του και έμεινε σιωπηλός. Αυτό το πήρε ως άδεια η κοπέλα για να βγει από το αμάξι.
"Καληνύχτα." ψέλλισε και αναρωτιόταν από μέσα της αν την άκουσε, πάντως απάντηση δεν υπήρξε.
Ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο διαμέρισμα της και μονάχα όταν έκλεισε τη πόρτα πίσω της, ένιωσε πραγματικά μόνη της και ασφαλής.
Μέσα στο σκοτάδι του σαλονιού της, ένιωσε πως δεν μπορούσε να ανασάνει, πως το φόρεμα είχε κολλήσει επάνω της σαν βδέλλα και τα τακούνια της ήταν καρφιά στα πόδια της. Ένιωσε το κολιέ της να τυλίγετε γύρω από τον λαιμό της σαν φίδι που τη πνίγει.
Τράβηξε απότομα το φερμουάρ του μαύρου ρούχου και το ξεφορτωθηκε από πάνω της, μένοντας με τα εσώρουχα της. Πέταξε τα παπούτσια της σε μια άκρη και πριν το σκεφτεί, τράβηξε το κολιέ από τον λαιμό της. Η λεπτή αλυσίδα κόπηκε και έμεινε να κοιτάει απλώς το διαμαντάκι στη παλάμη της, δίχως ίχνος τύψεων, αργότερα όμως δεν θα ένιωθε το ίδιο.
Τράβηξε το μοναδικό κοκαλάκι που κρατούσε τις καστανές τις τούφες μαζεμένες και τις άφησε να πέσουν στους ώμους της σαν χείμαρρος. Ασυναίσθητα τα μάτια της εστίασαν στον καθρέφτη δίπλα της. Περπάτησε κοντά του και έμεινε απλώς να κοιτάει το είδωλο της.
Μικρές μαύρες γραμμές από το κατεστραμμενο της μακιγιάζ λερωναν το πρόσωπο της, ενώ το άσπρο των ματιών της είχε κοκκινησει από τα δάκρυα που είχε χάσει.
Η εικόνα αυτή, μονάχα ένα συναίσθημα ξύπνησε μέσα της. Οργή. Οργή για το ότι άλλη μια φορά ήταν σε μια τέτοια κατάσταση για χάρη του. Οργή για τη προδοσία των υποτιθέμενων φίλων της. Οργή για το χέρι του που ήταν τυλιγμένο σε εκείνη την όμορφη μελαχρινή με το κόκκινο φόρεμα και τα γαλάζια μάτια. Οργή που προσπαθούσε να καλύψει τον πόνο μέσα της. Τον πόνο που την διέλυε κομμάτι κομμάτι, που δεν άφηνε ούτε ένα κομματάκι της ψυχής. της ανέγγιχτο. Τόσο πόνο που την καθηστουσε πια επικίνδυνη για τον εαυτό της.
Πριν το καταλάβει τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε ξανά. Μια κραυγή της ξέφυγε και πιάνοντας το πιο κοντινό αντικείμενο, το πέταξε στον καθρέφτη μπροστά της. Η κοπέλα που φαινόταν πριν, τώρα είχε χαθεί, μονάχα κάποιες ρωγμές βρίσκονταν στη θέση του προσώπου της, ακριβώς όπως και στη θέση της καρδιάς της.
Με τον θυμό να μην έχει καταλαγιάσει μέσα της, περπάτησε γρήγορα ως το σύνθετο του σαλονιού. Κορνίζες, βάζα και οτιδήποτε άλλο εύθραυστο έπεφτε στα χέρια της, κατέληγε στο πάτωμα ή τον τοίχο με έναν δυνατό γδουπο. Έσυρε τα χέρια της πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού και ό,τι υπήρχε εκεί, βρέθηκε στο πάτωμα.
Τα δάκρυα και οι λυγμοι όμως δε σταματούσαν, μονάχα αυτή η φωτιά που είχε μέσα της έσβηνε σιγά σιγά με κάθε μικρό κομμάτι γυαλιού που πετύχαινε τα πόδια της και έκοβε τη σάρκα της. Πάτησε ξυπόλυτη σε σπασμένα γυαλιά για να φτάσει στο μπαρ, δίχως να αντιδρά στον πόνο που ένιωθε όταν τρυπουσαν τα πόδια της. Από την άλλη πάλι, ίσως απλώς δεν ένιωθε.
Είχε να πιει για να τη πάρει ο ύπνος δύο εβδομάδες, δίνοντας έτσι το ελεύθερο στη θεία της να φέρει τουλάχιστον δύο-τρία μπουκάλια αλκοόλ στο σπίτι και να τα κρύψει σε μια γωνιά του μπαρ. Εκείνη όμως δεν δυσκολεύτηκε να τα βρει, όπως δε δυσκολεύτηκε και να ανοίξει το ουίσκι για να πιει μια γερή γουλιά. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να αδειάσει το μισό μπουκάλι.
Ακόμα και μετά από αυτό όμως ο πόνος και η θλίψη που την κατέκλυε δεν μειώθηκε καθόλου. Κοίταξε απογοητευμένη το μπουκάλι στο χέρι της και συνειδητοποίησε πως είχε κάνει ξανά το ίδιο λάθος. Σε άλλη μια δύσκολη στιγμή είχε τρέξει σε αυτό που πίστευε πως ήταν η λύτρωση της, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν και ένας από τους χειρότερους εχθρούς της.
Ήταν λες και το αλκοόλ ξύπνησε ξανά τη φωτιά που είχε πριν μέσα της και ξαφνικά το μπουκάλι από τα χέρια της προσγειώθηκε στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού, κάνοντας το χίλια κομμάτια και αφήνοντας μια κραυγή να της ξεφύγει. Μια κραυγή που μαρτυρούσε όλο τον πόνο της και το μαρτύριο που περνούσε.
Έπεσε στα γόνατα και ακούμπησε τα χέρια της στο πάτωμα μπροστά της, αφήνοντας λυγμό μετά από λυγμό να διαπεράσει το σώμα της ολόκληρο.
Νόμιζε πως δεν υπήρχε χειρότερος πόνος από αυτόν που είχε νιώσει τα προηγούμενα πέντε χρόνο. Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησε πως ο πόνος που είχε νιώσει, δεν ήταν τίποτα μπροστά στον πόνο που ένιωθε κάνεις από τη προδοσία των αγαπημένων του και τη προδοσία του εαυτού του.
Ανοίγοντας εκείνο το μπουκάλι και αφήνοντας το καφέ υγρό να κάψει τον λαιμό της, είχε προδώσει τον εαυτό της.
|-|
Κατάθλιψη θα με πιάσει, πραγματικά... Στη συνέχεια θα ναι λίγο πιο εύθυμα τα πράγματα 😂
xoxo, Thania_K 💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top