|18

Δάγκωσε αμήχανα το κάτω χείλος της ξανά και ξανά, ενώ κοιτούσε την οθόνη του κινητού της. Το δάχτυλο της παρέμενε ακόμα πάνω από το όνομα της επαφής του.

Κοίταξε γύρω της την άδεια κουζίνα του περιοδικού και απορούσε που ήταν όλοι εφόσον είχαν διάλειμμα. Όχι πως την ενοχλούσε ιδιαίτερα, καθώς αυτό σήμαινε πως θα είχε τον χώρο δικό της για να συζητήσει με την ησυχία της. Αν κατάφερνε τελικά να τον καλέσει.

Κούνησε το κεφάλι της και έδιωξε αυτή της την ιδέα αμέσως από το μυαλό της, καθώς δεν έβρισκε το θάρρος να του μιλήσει. Κατά λάθος όμως πάτησε στην οθόνη και πριν το καταλάβει, τον καλούσε.

"Όχι, όχι, όχι, όχι! Θεέ μου, καλεί!" ψιθύρισε πανικοβλητη, ενώ κοιτούσε γύρω της ψάχνοντας για βοήθεια, από ποιον και για ποιο πράγμα, ούτε η ίδια δεν γνώριζε.

Τράβηξε τα μαλλιά της όταν συνειδητοποίησε πως και να έκλεινε το κινητό, θα φαινόταν η αναπάντητη της στο τηλέφωνο του.

Πριν προλάβει να το αναλύσει και άλλο, από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούστηκε η βαριά φωνή του.

"Παρακαλώ;"

Πάγωσε ολόκληρο το σώμα της, ενώ ένιωσε τον λαιμό της να κλείνει και να μην μπορεί να βγάλει λέξη.

"Παρακαλώ; Συγγνώμη, άλλαξα συσκευή και δεν έχω τους παλιούς αριθμούς. Ποιος είστε;"

Ακολούθησε ξανά η ίδια σιωπή από τη πλευρά της Μυρτώς και μπορούσε να τον κάνει εικόνα εκείνη τη στιγμή να κοιτάει μπερδεμένος το κινητό του.

"Θα απαντήσετε ή να το κλείσω;"

Αυτά τα λόγια του ήταν σαν παγωμένο νερό που πέφτει επάνω της και την έκανα να δράσει.

"Καλά στέφανα." είπε γρήγορα, δίχως να ξέρει τι άλλο να πει, καθώς το 'γειά' μετά από πέντε χρόνια της φαινόταν περίεργο.

Κόλλησε το χέρι της στο μέτωπο της όταν συνειδητοποίησε όμως πως και αυτό που είχε επιλέξει να πει ήταν κάπως περίεργο, ξαφνικό.

Αυτή τη φορά η σιωπή ακολούθησε από τη δική του πλευρά. Είχε καταλάβει τη φωνή της, ήξερε ποια ήταν.

"Ευχαριστώ." απάντησε ύστερα από λίγο.

Εσφιξε με τα δάχτυλα της την άκρη του πάγκου μπροστά της, ενώ προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμη και να σκεφτεί τι έπρεπε να πει μετά.

"Είσαι καλά;" τον ρώτησε τελικά.

"Πήρες για να ρωτήσεις αν είμαι καλά;" ακουγόταν απόμακρος.

"Και για αυτό, αλλά και επειδή έμαθα πως παντρευοσουν."

"Το φαντάστηκα ότι θα σου το έλεγε ο Ορέστης..."

"Πώς το ξέρεις ότι μου το είπε εκείνος;" ένα συνωφρυωμα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της.

"Με ενημέρωσε το επόμενο πρωί."

"Δεν του είχες πει ότι χάσαμε επαφή..." άφησε τα λόγια της να αιωρούνται σαν μια ερώτηση.

Γιατί δεν του το είπες;

"Ήταν κάτι προσωπικό ανάμεσα μας, δεν χρειαζόταν να το μάθει ο καθένας."

Χαμογέλασε η κοπέλα στην απάντηση του, παρόλο που δεν ήξερε γιατί. Ίσως γιατί ακούστηκε σαν να τα θεωρούσε όλα αυτά παλιά και ότι δεν ίσχυαν πια, ότι ήταν μια χαρά τώρα.

"Πέρασαν σχεδόν πέντε χρόνια, πως κατάφερες να το κρύψεις;"

"Δεν έκρυψα τίποτα, απλώς τους έλεγα πως δεν τους αφορούσε το θέμα."

Χαμογέλασε ξανά η κοπέλα, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν ακόμα ο κολλητός της που δεν κολλούσε σε τίποτα και έλεγε τα πάντα όπως ήταν.

"Έμαθα πως έχεις και εσύ κάποιον στη ζωή σου."

"Ναι." χαμογέλασε λίγο στην αναφορά του Δημήτρη.

"Σε κάνει χαρούμενη;"

Τα λόγια του που έδειχναν πως ενδιαφερόταν για εκείνη, έκαναν τη καρδιά της να φτερουγιζει λίγο.

"Είναι σε πολύ καλό δρόμο."

"Χαίρομαι..."

"Κι εγώ για εσένα. Πάντα συμπαθούσα την Ελένη και ήξερα ότι θα σε κάνει χαρούμενο." είπε χαμογελώντας.

Μια αμήχανη σιωπή έπεσε ξανά στη γραμμή που τους ενωνε.

"Μου λείπεις."

"Μου λείπεις."

Τα λόγια ξέφυγαν και από τους δύο ταυτόχρονα.

Η Μυρτώ δάγκωσε το κάτω χείλος της και προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που άρχισαν να καίνε τα μάτια της, μόλις άκουσε αυτές τις δύο λέξεις να φεύγουν από το στόμα του.

"Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο πολύ λυπάμαι. Πονούσα, δεν ήξερα τι έλεγα, ήμουν εντελώς σκύλα και δεν έπρεπε ποτέ να πω κάτι-"

"Μυρτώ." την διέκοψε.

"Όχι, σε παρακαλώ, άσε με να σου πω αυτά που θέλω. Το έχω μεγάλη ανάγκη."

Εκείνος έμεινε σιωπηλός και το πήρε αυτό η κοπέλα ως την άδεια του για να συνεχίσει.

"Τους είχα μόλις χάσει όλους, οι υπόλοιποι με είχαν αφήσει και αυτοί, δεν απαντούσαν σε κλήσεις και μηνύματα. Πονούσα και με τη βλακια μου κατάφερα να σε διώξω, χάνοντας σε και εσένα. Ήμουν ολομόναχη πέντε ολόκληρα χρόνια, έχοντας μόνο τη θεία μου, η οποία δεν τα πήγαινε και πολύ καλύτερα από εμένα, όσο κι αν προσπαθούσε να φανεί δυνατή. Ήταν τα πιο δύσκολα πέντε χρόνια της ζωής μου και ξέρω πως αν δεν σε είχα διώξει, θα τα είχες κάνει πολύ πιο εύκολα. Θέλω απλώς να ξέρεις πόσο πολύ λυπάμαι."

Αυτό που του είχε πει εκείνο το βράδυ δεν ήταν κάτι απλό που μπορούσε να ξεχάσει κανείς την επόμενη μέρα. Τον είχε πληγώσει πραγματικά και είχε βάλει τον εγωισμό του πάνω από όλα, αρνούμενος να είναι αυτός που θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί της.

"Αν μου τα είχες πει όλα αυτά πέντε χρόνια νωρίτερα, όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα..." της είπε και η κοπέλα χασκογέλασε αφήνοντας τα πρώτα δάκρυα ανακούφισης να κυλήσουν από τα μάτια της.

"Το γεγονός ότι παντρευοσουν και χρειάστηκε να το μάθω από άλλον, με σκότωσε λιγάκι μέσα μου. Ξέρω πως εγώ φταίω..."

"Μην είσαι χαζή. Μπορεί να φταις, αλλά δεν θα μπορούσα να περιμένω την Ελένη στα σκαλιά χωρίς εσένα δίπλα μου. Φυσικά και θα το μάθαινες, ακόμα κι αν έπρεπε να ρίξω τον εγωισμό μου."

Ένας λυγμός ανακούφισης της ξέφυγε και κάλυψε το τηλέφωνο με το χέρι της για να μην ακουστεί. Μάταια όμως...

"Τώρα γιατί κλαις;" τη ρώτησε.

"Από χαρά." γέλασε απλώς εκείνη.

"Την επόμενη φορά που θέλω να κλαις από χαρά λοιπόν, είναι στον γάμο μου, εντάξει;" άκουσε και την δική του φωνή γεμάτη συναισθήματα. Χαρά, ανακούφιση, νοσταλγία.

"Εντάξει." χαμογέλασε πλατιά η κοπέλα και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα της.

"Σ' αγαπώ ρε χαζή."

"Κι εγώ ρε βλακα."

|-|

Περίμενε μπροστά από την οθόνη του λαπτοπ, να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή το άτομο που είχε να δει έναν μήνα.

Η οθόνη άλλαξε και εμφανίστηκε μπροστά της.

"Μυρτώ!" αναφώνησε χαρούμενα το κορίτσι, οδηγώντας έτσι ένα χαμόγελο στα χείλη της κοπέλας.

"Γειά σου Ειρήνη."

"Πως είσαι;"

"Καλά, εσύ;"

"Καλά. Άργησες αυτόν τον μήνα." ακούστηκε να λέει παραπονιαρικα.

"Το ξέρω γλυκιά μου, συγγνώμη όμως πιάστηκα με τη μετακόμιση και τη καινούργια μου δουλειά."

"Δε πειράζει, καταλαβαίνω."

"Ασε τη κοπέλα ήσυχη Ειρήνη μου, έχει και άλλες δουλειές." άκουσε από το βάθος της κυρία Γαλήνη η Μυρτώ και γέλασε όταν είδε την έφηβη να ρολαρει τα μάτια της στα λόγια της μητέρας της.

Εμφανίστηκε δύο δευτερόλεπτα μετά και εκείνη στην οθόνη.

"Γειά σου γλυκιά μου." της χαμογέλασε η γυναίκα.

"Γειά σας κυρία Γαλήνη." χαμογέλασε και η ίδια.

"Είπες στην Μυρτώ για τον διαγωνισμό;" απευθύνθηκε στην κόρη της.

"Μαμά δεν είναι τίποτα σπουδαίο..."

"Ποιον διαγωνισμό;" αναρωτήθηκε η κοπέλα.

Πριν προλάβει να τη σταματήσει η Ειρήνη, η μητέρα της απάντησε "Η Ειρήνη βγήκε 5η σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό μαθηματικών του γυμνασίου."

Το στόμα της Μυρτώς άνοιξε από την έκπληξη της, προτού χαμογελάσει πλατιά, με το χαμόγελο να φτάνει ως τα μάτια της και να τα κάνει να λάμπουν, καθώς την χαροποιουσαν πραγματικά αυτά τα νέα.

"Αυτό είναι υπέροχο ρε Ειρήνη. Αν δεν είναι σπουδαίο τότε τι είναι;"

"Κι εγώ αυτό της είπα." πετάχτηκε η κυρία Γαλήνη.

"Απογοητευτηκα, περίμενα να είμαι τουλάχιστον στη τριάδα..."

Η κοπέλα δε κατάφερε να συγκρατήσει το μικρό της χαμόγελο.

Ίδια ο αδερφός σου... σκέφτηκε.

Πάντα να προσπαθεί για το καλύτερο των καλύτερων, γεμάτη αυτοπεποίθηση και πείσμα.

Πήγε να μιλήσει η Μυρτώ ξανά, τη διέκοψε όμως η φωνή του Δημήτρη από τη κουζίνα του.

"Μωρό μου, ήρθε η πίτσα."

Δεν απάντησε και έμεινε απλώς να κοιτάει ανήσυχη την οθόνη. Η Ειρήνη δεν ήξερε για τη σχέση της με τον Δημήτρη. Ανησυχούσε για την αντίδραση της και το σοβαρό ύψος που είχε πλέον στο πρόσωπο της, δεν την χαροποιουσε και πολύ...

Δίχως να πει άλλη λέξη, η έφηβη σηκώθηκε από τη καρέκλα που καθόταν και έφυγε μπροστά από την οθόνη. Η κοπέλα έμεινε να κοιτάει το άδειο δωμάτιο της τραπεζαρίας του σπιτιού της.

Κατέβασε το βλέμμα της και δυσανασχετησε.

"Νιώθει μάλλον πως προδίδεις τον αδερφό της. Μη στεναχωριέσαι όμως, θα το ξεπεράσει." άκουσε τη κυρία Γαλήνη και κοίταξε ξανά την οθόνη.

"Εσάς δεν σας ενόχλησε;" αναρωτιόταν γιατί της μιλούσε ακόμα.

Χασκογέλασε λίγο η γυναίκα και σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά που φορούσε πάνω από το μαύρο της φόρεμα, προτού καθίσει στη καρέκλα μπροστά από την οθόνη.

"Γιατί να με ενοχλήσει; Δε μου πέφτει λόγος. Άσε που δεν κάνεις και τίποτα κακό. Είσαι νέα κοπέλα, όμορφη. Θα ήταν κρίμα να μείνεις μόνη σου..."

"Και ο Αλέξανδρος;" ρώτησε με μια λεπτή φωνή.

"Ξέρω πως τον αγάπησες πραγματικά τον γιο μου γλυκιά μου. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως με τον θάνατο του σταμάτησε και η δική σου ζωή. Πάνε πέντε χρόνια, περίμενα να είχες προχωρήσει και πολύ πιο νωρίς."

Κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι της η Μυρτώ, δίχως να ξέρει τι να πει.

Συνειδητοποίησε πως όλοι γύρω της τελικά σκεφτοντουσαν το ίδιο πράγμα και απλώς ποτέ δεν της το έλεγαν.

"Ελπίζω να σε κάνει χαρούμενη." χαμογέλασε η γυναίκα.

Η κοπέλα υιοθέτησε το χαμόγελο της "Είναι σε πολύ καλό δρόμο." είπε και σήκωσε το βλέμμα της στον άντρα που είχε μόλις ανέβει τις σκάλες.

Το χαμόγελο του, για αυτό που είχε μόλις ακούσει, που έφτανε ως τα γαλάζια του μάτια, έκανε την καρδιά της να ζεσταθεί.

Ήταν σε πολύ καλό δρόμο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top