|16

"Γνωρίζεστε;" άκουσε δίπλα της το αγόρι της.

Ανοιγοκλεισε τα βλέφαρά της, θέλοντας να σιγουρευτεί πως δεν έβλεπε φαντάσματα μπροστά της, προτού γυρίσει να κοιτάξει τον άντρα δίπλα της.

Ξεροκαταπιε και απάντησε "Έμ ναι. Είμασταν παλιά φίλοι."

Παλιοί φίλοι...

Πίκρανε λίγο τη καρδιά της αυτή η σκέψη, ήταν όμως η αλήθεια. Είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί τους, να μην χάσουν επαφή. Ποτέ όμως δεν είχε υπάρξει απάντηση ύστερα από τον μακρύ χαρακτηριστικό ήχο του τηλεφώνου να καλεί.

"Μικρός που είναι τελικά ο κόσμος." είπε ο Πέτρος.

Και η Μυρτώ με τον Ορέστη κουνησαν απλώς καταφατικά τα κεφάλια τους, δίχως να πουν τίποτα, καθώς βρίσκονταν ακόμα σε σοκ.

Την αμήχανα ατμόσφαιρα παρατήρησε η κυρία Στεφανία και παρόλο που δεν ήξερε γιατί υπήρχε, θέλησε να την σπάσει.

"Το φαγητό είναι έτοιμο, πάμε στη τραπεζαρία;" είπε τελικά.

Συμφώνησαν όλοι και πέρασαν στη τραπεζαρία, όπου όλοι βρήκαν τη θέση τους και σύντομα έφερε το φαγητό η μητέρα του Δημήτρη.

Έπιασαν κουβέντα, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, για το πως πήγε η δουλειά του καθενός την εβδομάδα που πέρασε και άλλα τέτοια. Η Μυρτώ από την άλλη δεν είχε βγάλει λέξη και κρατούσε το βλέμμα της οπουδήποτε αλλού εκτός από τον Ορέστη, του οποίου το βλέμμα ένιωθε κάθε ένα λεπτό επάνω της, ενώ προσποιουταν ότι παρακολουθούσε τη κουβέντα, όταν στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα τι λέγανε.

Δυσανασχέτησε από μέσα της η κοπέλα όταν η κουβέντα στράφηκε προς το πρόσωπο της.

"Εσύ Μυρτώ με τι ασχολείσαι;" τη ρώτησε ο κύριος Διονύσης.

"Με τη δημοσιογραφια." αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο, προτού φάει λίγο από το ρύζι στο πιάτο της.

"Αυτό ήταν το όνειρο σου από μικρή;" ρώτησε αυτή τη φορά η κυρία Στεφάνια.

Να μωρέ, εγώ για την ψυχολογία ενδιαφερομουν όμως πέθανε ο πατέρας μου, η κολλητή μου, ο πρώτος μου έρωτας και η μητέρα μου, έπεσα σε κατάθλιψη και νόμιζα πως έχανα τα λογικά μου, το έριξα στο ποτό κάθε βράδυ, οπότε σκέφτηκα πως το να γίνω ψυχολόγος τελικά δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα.

"Η ψυχολογία με ενδιέφερε, όμως τελικά δεν τα κατάφερα." προτίμησε να απαντήσει απλά και να παραλείψει τις δραματικές λεπτομέρειες.

"Δεν πειράζει, και η δημοσιογραφια καλά είναι. Που εργάζεσαι;" ρώτησε στη συνέχεια.

"Σε ένα γνωστό περιοδικό στη Νέα Υόρκη." αποκρίθηκε και ένιωσε άλλη μια φορά το βλέμμα του Ορέστη πάνω της.

"Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα όταν έμαθα ότι έρχεσαι από το Λονδίνο εδώ και πως θα σε γνώριζα επιτέλους." χαμογέλασε ενθουσιασμενη η γυναίκα.

Η Μυρτώ ανταπέδωσε ευγενικά το χαμόγελο "Κι εγώ χάρηκα που θα σας γνώριζα και θα ήμουν και πιο κοντά στον Δημήτρη."

Γύρισε να του χαμογελάσει και εκείνος έπιασε το χέρι της κάτω από το τραπέζι, με ένα χαμόγελο στο δικό του πρόσωπο. Ασυναίσθητα το βλέμμα της συνάντησε του Ορέστη και τράβηξε απαλά το χέρι της από του Δημήτρη, καθώς ένιωσε σαν να την έκρινε ο ξανθός άντρας απέναντι της.

"Με τον Ορέστη πως γνωρίζεστε;" αναρωτήθηκε αυτή τη φορά ο Πέτρος.

"Γνωριστήκαμε στο σχολείο." απάντησε γρήγορα εκείνη, πριν προλάβει να μιλήσει ο Ορέστης, καθώς δεν ήθελε η κοπέλα να του επιτρέψει να αναφέρει αχρείαστες λεπτομέρειες.

"Ααααα πάτε πολύ πίσω μαζί." είπε η Αγγελική.

"Ναι." είπε απλώς το αγόρι της, ενώ κοιτούσε τη Μυρτώ.

"Και πως και χαθήκατε;" συνέχισε τις ερωτήσεις ο Πέτρος.

Πήρε μια βαθιά ανάσα η κοπέλα και σφιχτηκε αμήχανα το κορμί της. Παρατήρησε ο Δημήτρης πως δυσκολευοταν και θέλησε να αλλάξει το θέμα για να την ανακουφίσει.

"Δεν μας αφορά η φιλία των παιδιών. Ρωτήστε τη κάτι για το παρόν της αν θέλετε."

Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της και έσφιξε λίγο το πόδι του Δημήτρη κάτω από το τραπέζι, ως ένα ευχαριστώ.

"Καλά ρε αδερφέ, κουβέντα να γίνετε." αποκρίθηκε ο Πέτρος.

Το θέμα της συζήτησης τελικά άλλαξε και για καλή της τύχη, δεν επέστρεψε στην φιλία της με τον Ορέστη. Ήταν σίγουρη πως ο Δημήτρης τους είχε ενημερώσει και γιαυτό δεν αναφέρθηκαν ούτε στους γονείς της. Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ήρεμα και ύστερα από το υπέροχο δείπνο που ετοίμασε η κυρία Στεφάνια, ακολούθησε ένα θεσπέσιο επιδόρπιο.

Το απόλαυσαν και αυτό, όσο μπορούσε η Μυρτώ, με το βλέμμα του Ορέστη να την καίει όλη την ώρα.

Ποιο είναι το πρόβλημα του; είχε αναρωτηθεί από μέσα της.

Το τραπέζι τελείωσε και όσο κι αν επέμενε η Μυρτώ, η μητέρα και η αδερφή του Δημήτρη δεν της επέτρεψαν να πατήσει στη κουζίνα για να βοηθήσει στο καθάρισμα. Έτσι κατευθύνθηκε στο μπάνιο και μόλις τελείωσε με το φρεσκάρισμα της, βγήκε στη πίσω βεράντα του σπιτιού για να πάρει λίγο αέρα.

Κάθισε σε μια από τις καρέκλες, έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιές ανάσες για να καθαρίσει το μυαλό της. Όταν τη διαπέρασε ένα δροσερό αεράκι, πήγε να τρίψει τα μπράτσα της με τα χέρια της για να ζεσταθεί λιγάκι, το σακάκι που έπεσε όμως στους ώμους της την ξάφνιασε.

Κοίταξε απότομα πίσω της και αντίκρισε τα γαλάζια μάτια του. Κάθισε στη καρέκλα δίπλα της, ενώ εκείνη σταύρωσε τα χέρια της και σήκωσε τη πλάτη της από το καρέκλα για να πέσει το σακάκι από πάνω της.

Εκείνος το παρατήρησε αλλά δεν σχολίασε την απόμακρη κίνηση της.

Έμειναν σιωπηλοί, σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργούσε περισσότερο η Μυρτώ. Τα σταυρωμένα της χέρια, το σφιγμένο σαγόνι, το απόμακρο βλέμμα της προδιδαν την αμυντική της στάση προς εκείνον.

Βρήκε το θάρρος τελικά να της μιλήσει και να σπάσει τη σιωπή.

"Πάει καιρός..."

Στο μυαλό του χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο, για τα αμήχανα λόγια που είχε επιλέξει να πει.

"Πέντε χρόνια." συμπλήρωσε.

Εκείνη όμως δεν του απάντησε, δεν δέχτηκε να του δώσει προσοχή, συνέχισε να κοιτάει τον φωτισμένο μικρό κήπο μπροστά της.

"Δεν χρειάζεται να είσαι απόμακρη Μυρτώ..."

Στραβοκαταπιε η κοπέλα, προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη.

"Δεν είμαι απόμακρη. Απλώς δεν νιώθω πολύ άνετα κοντά σε αγνώστους."

"Οι δυο μας είμαστε, οι υπόλοιποι είναι μέσα."

"Δεν μιλούσα για εκείνους." πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά γύρισε να τον κοιτάξει στα μάτια, ο θυμός ξεκάθαρος στα δικά της.

Είχε αλλάξει, παρατήρησε. Και οι δύο τους είχαν αλλάξει. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν πιο ώριμα. Εκείνος φαινόταν πια άντρας, με το αξύριστο του πρόσωπο και τις πιο έντονες γωνίες. Εκείνη φαινόταν πια γυναίκα, με χαρακτηριστικά πιο λεπτά και θηλυκά από όσο είχε πριν πέντε χρόνια.

Στραβοκαταπιε ο ξανθός άντρας και κούνησε μια φορά καταφατικά το κεφάλι του, αποδεχομενος τη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν.

"Έχεις κάθε δίκιο να είσαι νευριασμενη..."

"Το ξέρω."

"Μπορούμε να βγούμε κάποια στιγμή και να μιλήσουμε;"

"Δεν νομίζω πως έχουμε κάτι να πούμε." αποκρίθηκε λακωνικά.

"Μυρτώ-"

Τον διέκοψε πριν καταφέρει να ολοκληρώσει την πρόταση του.

"Με αφήσατε." τον κοίταξε ξανά στα μάτια και έσφιξε κι άλλο το σαγόνι της.

Την κοίταξε και εκείνος, το ποσό μετανιωμένος ήταν, ήταν γραμμένο στο πρόσωπο του.

"Τους έχασα όλους και ύστερα με αφήσατε και εσείς."

Δεν τόλμησε να μιλήσει, δεν ήξερε τι να της πει.

"Οπότε μην έρχεσαι εδώ να μου πεις πως δεν χρειάζεται να είμαι απόμακρη. Εσείς απομακρυνθηκατε πρώτοι. Δεν απαντούσατε σε κλήσεις, σε μηνύματα. Δεν ήξερα καν αν ήσασταν ζωντανοί." η φωνή της έσπασε στο τέλος και γύρισε αμέσως το βλέμμα της αλλού.

Βαθιές αναπνοές. Συγκεντρώσου, συγκρατήσου.

Ό,τι και να έλεγε μέσα της δεν έπιασε, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και τα μάτια της βούρκωσαν. Στα φώτα του κήπου, εκείνος το παρατήρησε αυτό και οι τύψεις μαζί με τον πόνο που ένιωθε, διπλασιαστηκαν.

"Μυρτώ δεν ξέρεις πόσο ήθελα να επικοινωνήσω μαζί σου, πόσο το θέλαμε όλοι μας. Τα πράγματα όμως άλλαξαν..."

"Πώς άλλαξαν δηλαδή;"

Κούνησε το κεφάλι του "Αυτό δεν μπορώ να στο πω, δεν είναι η δουλειά μου..."

"Και ποιος θα μου το πει;"

Τη κοίταξε "Ίσως κάποια άλλη φορά..."

Ο θυμός που είχε μέσα της είχε μειωθεί μονάχα λίγο, αφού είχε κάνει το παράπονο που την έτρωγε μέσα της τόσα χρόνια. Την είχαν αφήσει μόνη της, τον καιρό που τους χρειαζόταν πραγματικά. Όσο ενοχλημένη και να ήταν όμως από αυτό, δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για τους υπόλοιπους.

"Οι υπόλοιποι, τι κάνουν;"

Χάρηκε λίγο μέσα του όταν ρώτησε για τα υπόλοιπα παιδιά, που μόνο παιδιά δεν ήταν όμως πια.

"Ο Θάνος εκμεταλλευτεικε το ταλέντο του στα ισπανικά και αφού σπούδασε τη γλώσσα, κατάφερε να γίνει μεταφραστής σε μια εταιρία εδώ πέρα που συνεργάζεται με ισπανικές εταιρίες."

"Ο Στέφανος χρησιμοποίησε τη κλήση του στα μαθηματικά για να θριαμβεύσει στα οικονομικά μετά τις σπουδές του. Δουλεύει στην ίδια εταιρία με τον Θάνο."

"Ο Μιχάλης έμεινε πίσω στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική. Τώρα, από όσο ξέρω, είναι ένας γνωστός dj στην Αθήνα. Ο Νίκος να φανταστώ ξέρεις τι έκανε."

Η αναφορά του κολλητού της ήταν ένα χτύπημα που δεν περίμενε η Μυρτώ.

"Δεν ξέρω, πες μου." είπε τελικά.

Τη κοίταξε μπερδεμένος, καθώς περίμενε έστω με αυτόν να είχαν κρατήσει επαφές. Παρόλα αυτά της απάντησε.

"Τελείωσε τις σπουδές του στα οικονομικά και δουλεύει σε μια εταιρία στην Αθήνα. Περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή προσκλητήριο για τον γάμο του με την Ελένη." χαμογέλασε λίγο στο τέλος.

Ο χρόνος για εκείνη σταμάτησε για λίγο, ενώ η ανάσα της κόλλησε στον λαιμό της. Ο κολλητός της. Παντρευοταν. Και εκείνη δεν ήξερε τίποτα. Δεν γνώριζε για μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή του κολλητού της. Πως τα είχε κάνει έτσι...

"Τον γάμο του;" ένας ψίθυρος της ξέφυγε και τα μάτια της βούρκωσαν κι άλλο.

Το μικρό χαμόγελο του έπεσε από τα χείλη του.

"Δεν γνώριζες;"

Κούνησε το κεφάλι της και το πρώτο δάκρυ κύλησε, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί.

Ο Ορέστης σηκώθηκε γρήγορα και έσκυψε μπροστά της. Ακούμπησε τα χέρια της που τα είχε στη ποδιά της.

"Μυρτώ, τι συνέβη;"

Δεν μπορούσε να σκεφτεί ο άνδρας έναν λόγο για τον οποίο δεν γνώριζε η κοπέλα για τον γάμο του Νίκου.

"Πολλά. Πολλά συνέβησαν." αποκρίθηκε και έπεσε στην αγκαλιά του, αφήνοντας τα δάκρυα να πέσουν στο λευκό του πουκάμισο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top