|15
Έστρωσε για εκατοστή φορά το μπλε φόρεμα επάνω στο σώμα της, ενώ ίσιωσε με τα δάχτυλα της τις τούφες από τα μαλλιά της που νόμιζε ότι πετούσαν. Το Σάββατο βράδυ είχε φτάσει και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να χτυπήσει το κουδούνι ο Δημήτρης για να τη πάρει και να πάνε στο πατρικό του στο Κενσινγκτον, ένα από τα προάστια της Νέας Υόρκης.
Τα μάτια της πήγαν στον καθρέφτη μπροστά της, στην ασημένια αλυσίδα που φορούσε ακόμη. Την χαϊδεψε απαλά με τα δάχτυλα της, προτού τη βγάλει διστακτικά. Πλησίασε τη συρταριερα της και φυλαξε το κόσμημα στο πρώτο συρτάρι, όπου είχε όλα της τα κοσμήματα. Έκλεισε αργά το συρτάρι, βλέποντας την αλυσίδα να χάνετε σιγά σιγά από τα μάτια της, δίχως να είναι σίγουρη αν ήταν καλή ιδέα αυτό που έκανε.
Δεν της άφησε όμως χρόνο να το σκεφτεί πολύ το κουδούνι που ακούστηκε να χτυπάει. Έτρεξε στα μαύρα σανδάλια με τακούνι που φορούσε για να το απαντήσει.
"Παρακαλώ;"
"Ψάχνω μια όμορφη κοπέλα που μένει σε αυτό το κτήριο, μήπως την έχετε δει;" άκουσε τη φωνή του και ασυναίσθητα χαμογέλασε.
"Νομίζω εννοείτε τη κοπέλα στον 6ο. Μπορώ να σας ανοίξω άμα θέλετε για να φτάσετε στον όροφο της."
Τον άκουσε να χασκογελάει "Κατέβα γρήγορα κάτω."
"Ερχομαι." χασκογέλασε και η ίδια.
Πήρε το μαύρο τσαντάκι της και κοιταχτηκε άλλη μια φορά στον καθρέφτη. Η Κατερίνα εμφανίστηκε από πίσω της, κρατώντας το κουτί με το δώρο για την Αλίκη, τυλιγμένο με ένα όμορφο, ασημί χαρτί περιτυλιγματος. Το πήρε στα χέρια της και δέχτηκε και ένα φιλί στο μάγουλο από τη θεία της.
"Είσαι πανέμορφη."
"Αλήθεια; Μήπως είναι πολύ; Ή είναι πολύ απλό; Πρώτη φορά τους γνωρίζω και θέλω να κάνω καλή εντύπωση. Μήπως να πάω να βάλω το άλλο φόρεμα; Αυτό με-"
Τη διέκοψε η θεία της. "Είσαι υπέροχη. Θα είναι χαζοί αν δεν σε συμπαθήσουν."
"Θεία! Μην λες χαζούς τους γονείς του αγοριού μου."
Χασκογέλασε απλώς και δεν είπε τίποτα κουνώντας το κεφάλι της.
"Καλά να περάσεις." άκουσε απλώς η Μυρτώ πριν κλείσει τη πόρτα του διαμερίσματος και την ευχαρίστησε, προτού φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε με το ασανσέρ στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Χαιρέτησε τον θυρωρό και βγήκε από το κτήριο, για να δει το αγόρι της μπροστά από την πόρτα. Έμεινε να τη κοιτάει για λίγα λεπτά από πάνω μέχρι κάτω, με ένα χαμόγελο στα χείλη του.
"Τι;" αναρωτήθηκε η Μυρτώ όταν άρχισε να νιώθει αμήχανα και τα μάγουλα της να κοκκινίζουν.
Κούνησε το κεφάλι του, βγαίνοντας από τις σκέψεις που είχε και ανασηκωσε τους ώμους του, με το χαμόγελο ακόμα στο πρόσωπο του.
"Τίποτα. Απλώς είσαι μια κούκλα."
Η κοπέλα κατέβασε το βλέμμα της στο τσαντάκι στα χέρια της και τον ευχαρίστησε. Μπήκαν στο μαύρο αυτοκίνητο του και ξεκίνησαν για να φτάσουν στο προάστιο όπου έμεναν οι γονείς του.
Είκοσι λεπτά περίπου μετά, βρίσκονταν έξω από το πανέμορφο διώροφο πατρικό του Δημήτρη. Βγήκε από το αμάξι και έμεινε να θαυμάζει για λίγο το σπίτι.
"Πάμε;" ο Δημήτρης στο πλάι της την έφερε ξανά στην πραγματικότητα.
Χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Έκανε ένα βήμα και ανέβηκε το πεζοδρόμιο, όμως τη σταμάτησε τελικά ο άντρας πίσω της.
"Περίμενε λίγο."
Γύρισε να τον κοιτάξει.
"Γύρνα λίγο από την άλλη." της είπε.
Εκείνη μπερδεμένη, χαμογέλασε με ένα συνοφρυωμα ανάμεσα στα φρύδια της, όμως του γύρισε την πλάτη έτσι κι αλλιώς.
Περίμενε και περίμενε γεμάτη ανυπομονησία, ώσπου ένιωσε κάτι δροσερό να ακουμπά το στερνό της και να τυλίγετε γύρω από τον λαιμό της. Κοίταξε εκεί και είδε μια λεπτή ασημένια αλυσίδα, με ένα μικρό διαμαντάκι στο κέντρο.
Το χαϊδεψε με το δάχτυλο της, προτού γυρίσει να κοιτάξει τον Δημήτρη.
"Τι είναι αυτό;" τον ρώτησε χαμογελώντας.
"Δώρο."
"Δεν χρειαζόταν." τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και κόλλησε το σώμα της στο δικό του.
"Ευχαριστώ πολύ." ψιθύρισε κοντά στα χείλη του προτού αφήσει εκεί ένα φιλί.
Της χαμογέλασε και ο ίδιος, προτού πάρει το χέρι της στο δικό του και περπατήσουν ως τη πόρτα του σπιτιού. Χτύπησαν το κουδούνι και σε λιγότερο από τρία δευτερόλεπτα η πόρτα είχε ανοίξει και η Αγγελική είχε πέσει στην αγκαλιά του Δημήτρη.
"Ήρθατε!" αναφώνησε ενθουσιασμένη.
Χαμογέλασε ο αδερφός της και έτριψε λίγο τη πλάτη της "Ε τι, θα έχανα τα γενέθλια της αδερφής μου;"
Η Μυρτώ δεν κατάφερε να συγκρατήσει το χαμόγελο της. Η Αγγελική είχε μεγάλη αδυναμία στους δύο μεγάλους αδελφούς της, τον Πέτρο και τον Δημήτρη και φυσικά αυτοί οι δύο είχαν μεγάλη αδυναμία στη μικρή τους αδερφή.
Η ξανθιά καλλονή άφησε τον αδερφό της και γύρισε να κοιτάξει εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο.
"Γειά σου Μυρτώ!" τη χαιρέτησε προτού τη σφίξει και εκείνη στην αγκαλιά της.
"Έχουμε καιρό να τα πούμε." συμπλήρωσε και η κοπέλα συμφώνησε "Όντως."
Τελευταία φορά είχαν βγει οι τρεις τους για καφέ πριν έναν μήνα περίπου.
"Χρόνια πολλά." της ευχήθηκε όταν χώρισαν επιτέλους από την αγκαλιά και της έδωσε το δώρο που κρατούσε.
"Ευχαριστώ, δεν χρειαζόταν!"
Της ευχήθηκε και ο αδερφός της και της έδωσε το δώρο της.
"Περάστε μέσα, ο μπαμπάς και ο Πέτρος είναι στο σαλόνι, η μαμά κλασσικά στη κουζίνα." ρολαρε τα μάτια της με ένα χαμόγελο στο τέλος.
Μπήκαν στο σαλόνι και εκεί βρήκαν τους δύο άντρες. Ο πατέρας των παιδιών -υπέθεσε η Μυρτώ από τα γκριζομαυρα του μαλλιά- καθόταν σε μια πολυθρόνα, ντυμένος με ένα καλό παντελόνι και πουκάμισο, όπως και οι δύο γιοι του. Ο Πέτρος, που έμοιαζε πολύ με τον αδερφό του, καθόταν στον καναπέ δίπλα του και μόλις τους είδαν οι δύο άντρες να μπαίνουν στο δωμάτιο, σηκώθηκαν για να τους χαιρετήσουν.
Χαιρέτησαν πρώτα τον Δημήτρη με αγκαλιές και χαμόγελα, ενώ ύστερα γύρισαν να κοιτάξουν τη Μυρτώ. Πρώτος συστήθηκε ο πατέρας του.
Πήρε το χέρι της σε μια χειραψία και της χαμογέλασε "Διονύσης, ο πατέρας του Δημήτρη."
Χαμογέλασε η Μυρτώ "Χάρηκα, Μυρτώ."
"Από κοντά είσαι ακόμα πιο όμορφη από όσο μας έλεγε ο γιος μου."
Γύρισαν και οι δύο να κοιτάξουν τον Δημήτρη και η Μυρτώ προσπάθησε να μη χαχανισει όταν τον είδε να ξύνει αμήχανα τον σβέρκο του, με το ένα χέρι του στη τσέπη του παντελονιού του.
"Ευχαριστώ." είπε απλώς στον άντρα, προτού γυρίσει να κοιτάξει τον μεγαλύτερο αδερφό του αγοριού της.
Ήταν αρκετά ψηλός και γεροδεμένος, όπως και ο Δημήτρης. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό της σε μια χειραψία.
"Πέτρος, χάρηκα. Έχω ακούσει πολλά για εσένα."
"Μυρτώ. Παρομοίως και για τα δύο. Ελπίζω μόνο καλά." χαμογέλασε και κοίταξε τον Δημήτρη, ο ποιος εξακολουθούσε να νιώθει αμήχανα. Η οικογένεια του δεν είχε σταματήσει να τον ντροπιαζει μέχρι στιγμής.
"Φυσικά. Ελπίζω το ίδιο."
"Φυσικά." χασκογέλασε λίγο.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο δωμάτιο μια όμορφη, ξανθιά γυναίκα, ίδια σχεδόν με την Αγγελική, παρατήρησε η Μυρτώ.
"Αγάπη μου, ήρθατε." αναφώνησε αμέσως και πήρε μια ζεστή αγκαλιά τον γιο της.
"Γειά σου μαμά."
Τραβήχτηκε ύστερα από λίγα λεπτά πίσω και του χαϊδεψε στοργικά το μάγουλο, κάτι που έκανε την Μυρτώ να χαμογελάσει μπροστά στην στοργική αγάπη της, προτού γυρίσει να κοιτάξει την ίδια.
Χαμογέλασε και το χαμόγελο της έφτασε στα γαλάζια της μάτια.
"Εσύ πρέπει να είσαι η Μυρτώ." ακούστηκε ενθουσιασμενη.
Πήγε κοντά της και η κοπέλα ήταν έτοιμη να της δώσει το χέρι της, πριν προλάβει όμως η γυναίκα την τράβηξε σε μια σφιχτή αγκαλιά.
"Χαίρομαι τόσο που σε γνωρίζω! Εγώ είμαι η Στεφάνια. Μπορείς να με λες όμως μαμά-"
"Μαμά!" την διέκοψε πανικοβλητος ο Δημήτρης με τα μάτια ορθάνοιχτα, προκαλώντας τη Μυρτώ να γελάσει.
"Ε τι αγόρι μου, οικογένεια είναι." Δεν του έδωσε παραπάνω προσοχή και γύρισε ξανά να κοιτάξει τη κοπέλα.
Χαϊδεψε το μάγουλο της "Πωπω είσαι μια κούκλα. Οι περιγραφή του Δημήτρη σε αδικούσε πολύ."
Είδε τον άντρα δίπλα της να καλύπτει το πρόσωπο του με το ένα χέρι του δυσανασχετωντας και κατάφερε με χίλια ζόρια να μη γελάσει.
Είπε απλώς ένα ευχαριστώ, καθώς είχε αρχίσει να νιώθει λίγο αμήχανα από όλη την προσοχή.
Ευτυχώς τη τράβηξε όλη από πάνω της η Αγγελική που φώναξε προς τις σκάλες του σπιτιού για τον δεύτερο όροφο.
"Αγάπη μου, κατέβα κάτω. Έφτασαν!"
Η Μυρτώ γύρισε να κοιτάξει με ένα ερωτηματικό βλέμμα τον Δημήτρη και εκείνος πήγε κοντά της για να της εξηγήσει.
"Είναι και το αγόρι της αδερφής μου εδώ."
Κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι της.
"Ώστε δεν σταματούσες να μιλάς για εμένα στους δικούς σου." του ψιθύρισε θέλοντας να τον πειράξει, όσο περίμεναν τον σύντροφο της Αγγελικής να κατέβει.
Εκείνος χασκογέλασε και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της, προτού τη σφίξει πάνω της.
"Δε περίμενα να με προδώσουν έτσι και να τα πουν όλα." αστειεύτηκε και γέλασε λίγο η κοπέλα.
Άκουσαν βήματα στις ξύλινες σκάλες και σύντομα ενας νεαρός εμφανίστηκε στον χώρο. Η Μυρτώ πήρε τα μάτια της από τον Δημήτρη και γύρισε να τον κοιτάξει, χάνοντας την αναπνοή της όταν τα μάτια της έπεσαν πάνω στα γαλάζια δικά του.
"Αγάπη μου, από εδώ η κοπέλα του Δημήτρη, Μυρτώ." άκουσε την Αγγελική να λέει.
"Μυρτώ, από εδώ το αγόρι μου, ο-"
"Ορέστη;" το όνομα του ξέφυγε από τα χείλη της σε έναν ψίθυρο γεμάτο δυσπιστία και έκπληξη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top