|14
Ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό στο στομάχι της. Κατάλαβε πως ήταν χείλη που άφηναν φιλιά στο δέρμα της. Τα ένιωσε σιγά σιγά να ανεβαίνουν πιο ψηλά, να περνάν ανάμεσα από το στήθος της, τον λαιμό της και να καταλήγουν πίσω από το αυτί της.
"Ξύπνα ωραία κοιμωμένη." άκουσε τη βραχνή από τον ύπνο φωνή του να της ψιθυρίζει και ασυναίσθητα ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της.
Σήκωσε το χέρι της και όταν κατάλαβε πως ακουμπούσε το κεφάλι του, άφησε τα δάχτυλα της να τρέξουν ανάμεσα από τις κοντές καστανοξανθες τρίχες του.
Άνοιξε τη ματιά της και αντίκρισε από πάνω της τα δικά του γαλάζια, συνοδευόμενα από ένα χαμόγελο με το ένα άκρο των χειλιών του σηκωμένο.
"Καλημέρα."
Δάγκωσε λίγο το κάτω χείλος της για να συγκρατήσει το χαμόγελο της.
"Καλημέρα." αναστέναξε και του ανταπέδωσε γλυκά.
Εκείνος έσκυψε και άφησε ένα φιλί πάνω από το στήθος της, προτού πει "Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, όμως έχουμε 45 λεπτά μέχρι να πρέπει να βρεθούμε στη δουλειά."
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και τον σπρώξε απαλά στη πλάτη του, ώστε να είναι εκείνη ξαπλωμένη επάνω του.
"Πολλά μπορούν να συμβούν μέσα σε 45 λεπτά." χαμογέλασε γεμάτο νάζι προτού σκύψει και αφήσει ένα φιλί στη μύτη του.
Άφησε τα χέρια του να γλιστρησουν στους γλουτούς της και σήκωσε ξανά το ένα άκρο των χειλιών του σε ένα μισό χαμόγελο.
"Όπως το να κάνουμε ντουζ και να φάμε πρωινό." είπε και την οδήγησε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, προτού αφήσει ένα φιλί στα χείλη της και σηκωθεί από το κρεβάτι.
Η κοπέλα θαύμασε το γυμνασμένο κορμί του και ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν στις αναμνήσεις του τι μπορεί να κάνει αυτό το κορμί.
Κούνησε όμως το κεφάλι της διώχνοντας αυτές τις σκέψεις και τον κοίταξε στα μάτια.
"Με προσβάλεις. Αρχίζω να πιστεύω πως προτιμάς να κάνεις οτιδήποτε άλλο από το να μείνεις στο κρεβάτι μαζί μου."
Πριν το καταλάβει η κοπέλα, ο Δημήτρης είχε βρεθεί ξανά από πάνω της και κρατούσε τα χέρια της με τα δικά του δίπλα από το κεφάλι της.
Έσκυψε πάνω από το αυτί της και εκεί της ψιθύρισε. "Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα έφευγες από αυτό το κρεβάτι ποτέ."
Τη φίλησε πίσω από το αυτί της και εκείνη ανατρίχιασε από την αίσθηση. Αναγκάστηκε όμως ο Δημήτρης να την αφήσει και να πάει στο μπάνιο, έτσι ώστε να ετοιμαστεί και να μην αργήσει στη δουλειά του.
Όσο άκουγε το νερό να τρέχει από τη ντουζιέρα στο μπάνιο, η Μυρτώ τεντωθηκε στο κρεβάτι, νιωθωντας τα σεντόνια να χαϊδεύουν το κορμί της. Αναστέναξε από την ωραία αίσθηση και χαμογέλασε όταν κάθισε και σκέφτηκε το προηγούμενο βράδυ.
Το χαμόγελο όμως σβήστηκε γρήγορα από τα χείλη της όταν το βλέμμα της έπεσε στο κομοδίνο δίπλα της. Στραβοκαταπιε όταν κοίταξε την ασημένια αλυσίδα. Είχε κοιμηθεί με άλλον άντρα, έχοντας την αλυσίδα του Αλέξανδρου δίπλα της.
Εκτός από αυτό, συνειδητοποίησε πως ήταν το πρώτο βράδυ που δεν παρενόχλησαν τον ύπνο της οι εφιάλτες. Η ασφάλεια που ένιωσε στα χέρια του Δημήτρη, τους είχε κρατήσει μακριά από τα όνειρα της.
Ένιωσε το γνωστό τσούξιμο ανάμεσα στα μάτια της και τα έκλεισε βιαστικά, μη θέλοντας να κλάψει. Μέσα της όμως από εκεί που πετούσε στα ουράνια, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Ένιωσε ξαφνικά πως τον είχε απατήσει, πως είχε ατιμάσει την μνήμη του, πως τον ξεχνουσε. Μισούσε τους εφιάλτες της, ταυτόχρονα όμως ήταν το μοναδικό πράγμα που την κρατούσε κοντά στον Αλέξανδρο.
Πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμισει και τελικά με λίγη δυσκολία κατάφερε να ανοίξει τα βλέφαρά της και να κρατήσει τα δάκρυα της πίσω από τα μάτια της.
Πριν προλάβει να αναλύσει περαιτέρω τις σκέψεις της, η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Δημήτρης με μια πετσέτα γύρω από τη μέση του.
Δίχως να χάσει χρόνο, σηκώθηκε από το κρεβάτι και κρύφτηκε στο μπάνιο, όπου έκανε ντουζ και ετοιμάστηκε. Προσπάθησε να κρύψει την αλλαγή στη διάθεσή της κατά τη διάρκεια του πρωινού, καθώς και όταν την άφησε έξω από την δουλειά.
|-|
Οι δύο κοπέλες βγήκαν γελώντας από τη καφετέρια. Είχαν μόλις τελειώσει τον καφέ που είχαν πάει να απολαύσουν μετά από την δουλειά.
"Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που βγήκαμε επιτέλους." είπε η Ολίβια.
Χαμογέλασε η Μυρτώ συμφωνοντας "Κι εγώ. Μια φίλη σε μια καινούργια πόλη μου είναι απαραίτητη."
Προσπάθησε να μην αντιδράσει στη ξινή γεύση που πλημμύρισε το στόμα της όταν χρησιμοποίησε τη λέξη 'φίλη' για κάποια άλλη εκτός της Λυδίας.
Συμφώνησε μαζί της η όμορφη κοκκινομάλλα.
"Να πάμε για ψώνια καμία φορά. Σύντομα θα έχει προσφορές και έχω βάλει στο μάτι μια φούστα στο εμπορικό." πρότεινε και η Μυρτώ συμφώνησε.
Χαιρετηθηκαν και κατευθύνθηκε η κάθε μία προς το αυτοκίνητο της. Μετά από κάποια λεπτά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, η κοπέλα είχε φτάσει στο σπίτι και έκλεινε τη πόρτα πίσω της.
Κουρασμένη πια από τη μέρα στη δουλειά και τη βόλτα της με την Ολίβια, έβγαλε τις γόβες της και κρέμασε τη τσάντα της πίσω από την πόρτα. Ξεφορτωθηκε το σακάκι της και το πέταξε στον καναπέ. Κοίταξε το άδειο διαμέρισμα γύρω της.
Σε αυτή την ησυχία που επικρατούσε, άφησε τις σκέψεις της να επιστρέψουν σε εκείνο το πρωί. Το χέρι της πήγε στην αλυσίδα στον λαιμό της και ένιωσε ξανά εκείνο το τσούξιμο ανάμεσα στα μάτια της. Ήθελε να μιλήσει επειγόντως στη θεία της.
Στην αρχή πίστεψε πως δεν ήταν σπίτι, όταν άκουσε τη φωνή της όμως από το υπνοδωμάτιο της, έτρεξε σχεδόν προς τα εκεί.
"Γύρισες;" της χαμογέλασε από το κρεβάτι της, όπου διάβαζε ένα βιβλίο.
Δεν απάντησε η κοπέλα, ανέβηκε βιαστικά στο κρεβάτι της και κρύφτηκε στην αγκαλιά της Κατερίνας. Εκείνη κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν ήταν καλά και άφησε κάτω το βιβλίο της για να τυλίξει τα χέρια της γύρω από την ανιψιά της.
"Τι συνέβη γλυκιά μου;"
Όταν είδε τους ώμους της να τρέμουν, κατάλαβε πως η ανιψιά της έκλαιγε και άρχισε να ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Πριμ προλάβει να ρωτήσει ξανά όμως, η Μυρτώ της εξήγησε.
"Κοιμήθηκα με τον Δημήτρη..."
"Και γιατί είσαι έτσι; Τόσο χάλια ήταν;"
"Θείααα!" παραπονέθηκε η κοπέλα.
"Καλά, καλά συγγνώμη. Τι συνέβη;"
Η Μυρτώ σήκωσε το βλέμμα της και τη κοίταξε με μάτια γεμάτα λύπη, ενώ κρατούσε την αλυσίδα στα χέρια της. Το βλέμμα της Κατερίνας πήγε αμέσως εκεί.
"Ένιωσα τόσο όμορφα με τον Δημήτρη, τον ήθελα πραγματικά. Ήθελα να προχωρήσω στη ζωή μου, όπως μου λέγατε όλοι, νόμιζα πως ήμουν έτοιμη. Τη στιγμή όμως που είδα την αλυσίδα στο κομοδίνο που την είχα αφήσει, όλα καταστράφηκαν. Από εκεί που πετούσα στα ουράνια, έπεσα στα τάρταρα."
"Στην αγκαλιά του δεν είχα εφιάλτες. Ένιωσα όμως έτσι πως τον απάτησα. Πως τον ατίμασα και πως τον ξέχασα. Δεν θέλω να τον ξεχάσω θεία." ένας λυγμός της ξέφυγε.
Δυσανασχετησε η θεία της και την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά της, αφήνοντας ένα φιλί στο κεφάλι της.
"Τον αγάπησες πραγματικά Μυρτώ μου, και να θες δεν μπορείς να τον ξεχάσεις γιατί θα είναι πάντα εδώ μέσα." ακούμπησε με το χέρι της πάνω από τη καρδιά της Μυρτώς.
"Δεν τον απάτησες, ούτε τον ατίμασες, είναι νεκρός. Εφόσον λες πως το ήθελες και ένιωσες όμορφα με τον Δημήτρη, αυτό σημαίνει απλώς ότι προχωράς στη ζωή σου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το ότι ξεπερνάς το παρελθόν σου, δεν σημαίνει πως ξεχνάς τους αγαπημένους ανθρώπους σου που έχασες."
"Αν παντρευτείς κάποια μέρα στο μέλλον, δεν σημαίνει πως ξεχνάς τον Αλέξανδρο. Αν βρεις καινούργιες φίλες δεν σημαίνει πως ξεχνάς τη Λυδία. Απλώς προχωράς στη ζωή σου, έχοντας την ανάμνηση τους για πάντα στο μυαλό και την καρδιά σου."
Η Μυρτώ σκέφτηκε καλά τα λόγια της θείας της και όσο κι αν δεν το ήθελε, κατάλαβε πως είχε δίκιο.
Κούνησε διστακτικά καταφατικά το κεφάλι της και ρούφηξε την μύτη της, ενώ αναστέναξε.
"Έχεις δίκιο..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top