|13
Turn the lights on, honey, honey, I don't wanna hide
Turn the lights on, honey, I'm surrendering tonight
Although I'm not perfect, I feel perfect in your eyes
Turn the lights on, honey, I don't really wanna hide, not tonight
Come and crash into me 'cause I want us to collide
-Collide, Rachel Platten
|-|
Γέλασε σε άλλη μια ιστορία του Δημήτρη για τη Νέα Υόρκη.
"Θα μάθεις και συ σιγά σιγά ότι είναι μια τρελή πόλη." της είπε.
Η Μυρτώ γέλασε λίγο και συνέχισε να κόβει τα λαχανικά. Εδώ και λίγη ώρα είχαν γυρίσει από τη βόλτα τους στο κέντρο της πόλης και ετοίμαζαν το δείπνο τους. Μουσική ακουγόταν από το σαλόνι, ενώ εκείνη κουνουσε τους γοφούς της στον ρυθμό και τραγουδούσαν μαζί τους στίχους του τραγουδιού.
Μύρισε το κρασί με το οποίο έσβησε ο Δημήτρης το κρέας και γύρισε να το πάρει από τα χέρια του και να δοκιμάσει με μια γουλιά.
"Υπέροχο!" είπε και κοίταξε την ετικέτα του για να δει τι κρασί ήταν.
"Θα κάνει το κρέας τέλειο." πρόσθεσε.
Ένιωσε τα χέρια του Δημήτρη στους γοφούς της και ύστερα ήταν πίσω της.
"Φταίει και ο υπέροχος μάγειρας όμως, έτσι;"
Η κοπέλα γέλασε, άφησε το κρασί στον πάγκο και γύρισε να τον κοιτάξει.
"Φυσικά." χαμογέλασε παιχνιδιάρικα προτού τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
Πρόλαβε μονάχα να ενώσει τα χείλη τους σε ένα πεταχτεί φιλί, προτού ακουστεί πίσω τους ο φούρνος, που σήμανε πως οι πατάτες ήταν έτοιμες.
Δυσανασχετησε εκείνος που τους χάλασε τη στιγμή, ενώ εκείνη χασκογέλασε στην ενόχληση του. Γύρισε ο Δημήτρης και έβγαλε τις πατάτες, ενώ εκείνη τελείωσε τη σαλάτα.
Σύντομα, απολάμβαναν το δείπνο τους με ένα μπουκάλι κρασί, αναμμένα κεριά και τα φώτα σβηστά, στο τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά από την υπέροχη θέα της πόλης.
Αναστέναξε η Μυρτώ, απολαμβάνοντας τη στιγμή. Το φαγητό, τη παρέα και τη θέα. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωθε επιτέλους χαλαρή και δεν χρειαζόταν να χάσει τα λογικά της με το αλκοόλ.
Την γαλήνια σιωπή έσπασε όμως ο Δημήτρης.
"Η μητέρα μου με κάλεσε το Σάββατο στο πατρικό μου για δείπνο, για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της αδερφής μου."
Η Μυρτώ τον κοίταξε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Εκείνος συνέχισε "Ήθελε να έρθεις και εσύ."
Τα λόγια του την ξαφνιασαν και χρειάστηκε ένα λεπτό για να το καταπιεί, όμως τελικά χαμογέλασε και κούνησε ξανά καταφατικά το κεφάλι της.
"Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω την οικογένεια σου."
"Την Αλίκη την ξέρεις ήδη." αναφέρθηκε στην αδερφή του.
"Έστω. Να γνωρίσω τους γονείς και τον αδερφό σου."
Χαμογέλασε εκείνος "Πάνε υπομονή μέχρι το Σάββατο."
Χαμογέλασε και εκείνη και συνέχισαν το φαγητό τους. Αφού τελείωσαν, μάζεψαν και καθάρισαν τα πάντα. Είχε μόλις σκουπίσει τα χέρια της στη πετσέτα της κουζίνας, ύστερα από τι πλύσιμο των πιάτων, όταν κοίταξε το ρολόι στον τοίχο.
Είχε πάει δώδεκα η ώρα.
"Πέρασε η ώρα." ακούστηκε να λέει και έκανε να πάρει τη τσάντα της πάνω από τον πάγκο.
Ο Δημήτρης εμφανίστηκε όμως μπροστά της και κράτησε το χέρι της στο δικό του.
Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τα δικά του γαλάζια. Ξαφνικά η άνετη ατμόσφαιρα που υπήρχε πριν, εξαφανίστηκε.
"Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε, αν θες." της είπε τελικά.
Η κοπέλα κατάπιε, θέλοντας να διώξει τον κόμπο από τον λαιμό της. Ένιωθε πως αν έλεγε ναι, θα δεχόταν κάτι παραπάνω από το να περάσει απλώς το βράδυ στο διαμέρισμα του.
Το έκανε όμως έτσι και αλλιώς "Εντάξει." είπε και άφησε τη τσάντα της εκεί που ήταν.
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και ξαφνικά ήταν πολύ κοντά. Σε λίγα δευτερόλεπτα η ατμόσφαιρα γύρω τους είχε αλλάξει. Θα μπορούσε να πει πως ένιωθε σπίθες γύρω τους.
Το χέρι του ακούμπησε το δικό της και σιγά σιγά ανέβηκε πιο ψηλά, χαϊδεύοντας το χέρι της, ως τον ώμο της. Στραβοκαταπιε, ενώ εκείνη έγλυψε τα χείλη της. Το χέρι του συνέχισε τη διαδρομή του και πήγε στον σβέρκο της. Τη τράβηξε σιγά προς το μέρος του και πριν το καταλάβουν τα χείλη τους είχαν ενωθεί σε ένα αργό φιλί.
Ένα αργό φιλί που έκρυβε πάθος. Τα χέρια της πήγαν γύρω από τον λαιμό του και βαθυνε το φιλί τους. Ένιωσε τα χέρια του να γλιστράνε στη πλάτη της, τη μέση της και να καταλήγουν στους γλουτούς της, από όπου την κράτησε και τη σήκωσε για να τυλίξει τα πόδια της γύρω από τη μέση του.
Την ακούμπησε στην λευκή επιφάνεια του πάγκου πίσω τους και στάθηκε ανάμεσα στα πόδια της, όσο πιο κοντά μπορούσε το σώμα του στο δικό της. Το ένα χέρι του επέστρεψε στον σβέρκο της, ενώ το άλλο έμεινε στη μέση της.
Η κοπέλα χώρισε τα χείλη τους για να ανασάνει μα ο Δημήτρης αρνήθηκε να χάσει χρόνο, έτσι κατέβασε τα χείλη του στον λαιμό της. Οι ανάσες της είχαν γίνει ανισες, ενώ ένοιωθαν τις καρδιές τους έτοιμες να σπάσουν.
Τα χέρια της πήγαν στη πλάτη του και εκεί έσφιξε τη μπλούζα του στις γροθιές της. Εκείνος δάγκωσε ελαφρώς τον λαιμό της και ένας αναστεναγμός της ξέφυγε. Με βιαστικές κινήσεις τράβηξε τη μπλούζα του πάνω από το κεφάλι του, επιτρέποντας στον εαυτό της να θαυμάσει το γυμνασμένο κορμί του.
"Άδικο..." τον άκουσε να μουρμουραει και πριν το καταλάβει, τα κουμπιά του πουκαμισου της είχαν πεταχτεί ανοιχτά.
Ένα ξαφνιασμενο επιφώνημα της ξέφυγε, προτού χαχανισει.
Κατέβασε το ύφασμα από τους ώμους της, προτού τη σηκώσει στην αγκαλιά του και την οδηγήσει στη κρεβατοκαμαρα του, αφήνοντας φιλιά στο πρόσωπο της, καθ' όλη τη διαδρομή.
Ένιωσε κάτι απαλό από κάτω της και κατάλαβε πως την είχε ακουμπήσει στο κρεβάτι του. Τα χέρια της πέρασαν πάνω από τους γυμνασμένους μύες του, προτού φτάσουν στο κορδόνι της φόρμας του. Το τράβηξε και βιάστηκα αφαίρεσε εκείνος το ρούχο του.
Ξάπλωσε από πάνω της ξανά και αυτή τη φορά άφησε εκείνος τα δικά του χέρια να ταξιδέψουν πάνω στο σώμα της, ενώ έσβηνε με τα χείλη του τη φωτιά που άφηνε το άγγιγμα του.
Η Μυρτώ δεν μπορούσε να κρατήσει τα χαχανιτα της όταν ακουμπούσε σημεία που γαργαλιωταν και ένιωθε κάθε φορά τα χείλη του να σχηματίζουν ένα χαμόγελο πάνω στο δέρμα της.
Το χέρι της πήγε στην ασημί αλυσίδα στον λαιμό της, την οποία δεν είχε βγάλει από πάνω της τα τελευταία πέντε χρόνια. Την έσφιξε στο χέρι της, χαμένη στις σκέψεις τις για λίγα λεπτά, ενώ ο Δημήτρης συνέχιζε τα φιλιά στο σώμα της. Τελικά έβγαλε την αλυσίδα του Αλέξανδρου και την άφησε στο κομοδίνο δίπλα της.
Ο άντρας από πάνω της έβγαλε το παντελόνι της αργά και βασανιστικά, προτού αρχίσει να φιλάει τον λαιμό της, πετυχαινοντας ευαίσθητα σημεία εκεί που την έκαναν να αναστεναξει. Χαμήλωσε τα χείλη του στον ώμο της και ύστερα κοντά στο στήθος της, ώσπου τελικά σταμάτησε για να τη κοιτάξει.
Τα μάτια του δεν ήταν πια γαλάζια, αλλά μπλε, καθώς είχαν σκοτεινιασει από το πάθος, ενώ στα δικά της φαίνονταν μικρές σπίθες, που έβλεπε κάποτε κάποιος άλλος σε τέτοιες στιγμές.
"Είσαι σίγουρη;" την ρώτησε.
Εκείνη κατάπιε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
Χαϊδεψε με το χέρι του το μάγουλο της "Με λέξεις Μυρτώ. Πες το μου με λέξεις."
"Ναι, είμαι σίγουρη." ψιθύρισε.
Αυτό ήταν αρκετό για να χάσει κάθε αυτοέλεγχο που είχε και να τη κάνει δικιά του, με μοναδικούς μάρτυρες τα φώτα της πόλης που ποτιζαν ολόκληρο το διαμέρισμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top