|11
I loved and I loved and I lost you
And it hurts like hell
-Hurts Like Hell, Fleurie
|-|
Σταμάτησαν έξω από τη πολυκατοικία της. Η κοπέλα γύρισε να τον κοιτάξει και έπειτα έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στα χείλη του.
"Ευχαριστώ."
"Τίποτα."
Άνοιξε τη πόρτα της μα πριν προλάβει να βγει από το αμάξι, ένιωσε το χέρι του στο δικό της που ακουμπούσε ακόμα στο κάθισμα. Γύρισε να τον κοιτάξει.
"Ό,τι χρειαστείς τηλεφώνησε μου."
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και βγήκε τελικά από το όχημα. Έφυγε βιαστικά ο Δημήτρης, καθώς δεν μπορούσε να απασχολεί την θέση στον κεντρικό δρόμο για πολλή ώρα και την ίδια στιγμή η Μυρτώ κάλεσε το ασανσέρ της πολυκατοικίας.
Έφτασε και μπήκε στο μεταλλικό κουτί. Έφτασε στον όροφο που ήταν το διαμέρισμα που είχε με την θεία της και καθ' όλη τη διαδρομή ένιωθε τις παλάμες τις να ιδρώνουν. Περπάτησε μέχρι την εξώπορτα του διαμερίσματος και έμεινε να κοιτάει το μαύρο ξύλο για λίγο, καθώς δεν έβρισκε το θάρρος να την ανοίξει.
Δεν ήξερε τι θα αντίκριζε, σε τι κατάσταση θα ήταν η θεία της. Δεν ήξερε τι να πει και πως να αντιδράσει...
Τελικά έβγαλε τα κλειδιά της και ήταν έτοιμη να τα βάλει στη κλειδαροτρυπα, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. Σήκωσε το βλέμμα της και μπροστά της είδε την Κατερίνα. Στο πρόσωπο της διαγραφοταν ξεκάθαρα η μεγάλη ανησυχία της.
Πριν προλάβει να αντιδράσει η κοπέλα, η θεία της την είχε τραβήξει σε μια σφιχτή αγκαλιά. Η Μυρτώ ξαφνιάστηκε, καθώς ύστερα από τον σοβαρό καβγά που είχαν το προηγούμενο βράδυ, δεν περίμενε η θεία της να είναι τόσο θερμή προς εκείνη.
Δίχως να ξέρει τι να κάνει, τύλιξε και η ίδια σιγά σιγά τα χέρια της γύρω από τη θεία της.
"Μη το ξανακάνεις αυτό, ανησύχησα..." την άκουσε να ψιθυρίζει.
"Μα ο Δημήτρης σε ειδοποίησε..." αναφέρθηκε η Μυρτώ στο μήνυμα που είδε στη συνομιλία της με την Κατερίνα.
"Και πάλι, ανησύχησα..."
Η κοπέλα κούνησε απλώς το κεφάλι της καταφατικά, προτού τραβηχτεί η μία από την αγκαλιά της άλλης.
Πριν προλάβει να πει κάτι η Κατερίνα, είπε γρήγορα η Μυρτώ "Συγγνώμη."
Έμεινε σιωπηλή η γυναίκα, αφήνοντας τη να συνεχίσει.
"Αυτά που είπα εχθές ήταν πολύ βαριά και τα περισσότερα ήταν και ψέματα. Με έχεις βοηθήσει πάρα πολύ αυτά τα πέντε χρόνια, αν δεν είχα και εσένα, δεν ξέρω τι θα είχα κάνει..."
"Σςςς..." τη διέκοψε τελικά.
Ακούμπησε στοργικά το χέρι της στο μάγουλο της ανιψιάς της.
"Δε χρειάζεται να το σκέφτεσαι αυτό, εγώ θα είμαι πάντα εδώ. Και εγώ θέλω να ζητήσω συγγνώμη που υπέθεσα αμέσως ότι ήσουν αλκοολική."
Χαμήλωσε το βλέμμα της η Μυρτώ "Αν το σκεφτείς καλά, κατά κάποιον τρόπο είχα μια εξάρτηση..."
Κούνησε το κεφάλι της η Κατερίνα "Απλώς πες μου ότι δεν θα χρησιμοποιήσεις ξανά ηρεμιστικά και πως δεν θα πιεις για να κοιμηθείς και τότε, μπορούμε να αφήσουμε τη χθεσινή βραδιά στο παρελθόν."
Κούνησε βιαστικά καταφατικά το κεφάλι της "Το υπόσχομαι!"
"Ωραία." χαμογέλασε η θεία της και εκείνη το ανταπέδωσε, προτού πέσει ξανά η μία στην αγκαλιά της άλλης.
|-|
Χόρευαν με μια άνεση που τους έκανε να μοιάζουν σα να πετούσαν. Με το ένα του χέρι στη μέση της και το άλλο στο δικό της και το δικό της στον ώμο του, χόρευαν στην απαλή μουσική που ακουγόταν στη σάλα. Ο κόσμος γύρω τους γελούσε και απολάμβανε τη σαμπάνια σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Για αυτούς τους δύο όμως, δεν υπήρχε κανείς άλλος γύρω τους. Υπήρχε μονάχα η Μυρτώ και ο Αλέξανδρος. Δεν είχαν πάρει τα μάτια τους ο ένας πάνω από τον άλλο. Ένα μικρό χαμόγελο υπήρχε μόνιμα στα κόκκινα χείλη της όσο χόρευαν.
Ο Αλέξανδρος έσκυψε και έκρυψε το πρόσωπο του στον λαιμό της, προτού αφήσει ένα φιλί εκεί.
"Σ' αγαπώ." της ψιθύρισε.
Το χαμόγελο της έγινε ακόμα πιο πλατύ. Ήταν έτοιμη να του απαντήσει, εκείνη τη στιγμή όμως ένας εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε σε ολόκληρη τη σάλα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τραβήχτηκε αμέσως πίσω για να κοιτάξει στα μάτια τον Αλέξανδρο.
Όταν το έκανε, είδε τα πράσινα του μάτια να κοιτάνε ανήσυχα το στέρνο του. Το βλέμμα της πήγε εκεί και ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν όταν είδε τη κόκκινη κηλίδα αίματος στο λευκό του πουκάμισο.
"Αλέξανδρε;" ψιθύρισε χαμένη.
Εκείνος δε κατάφερε να της απαντήσει. Πρόλαβε μονάχα να τη κοιτάξει στα μάτια προτού νιώσει τα πόδια του να χάνονται από κάτω του. Δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο όρθιος και αν δεν ήταν η Μυρτώ, θα είχε καταρρεύσει στο λευκό μάρμαρο της σάλας. Κι εκείνη όμως δε μπορούσε να τον κρατήσει, έτσι τον ακούμπησε στο πάτωμα σιγά.
Ένιωθε πλέον καυτά δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα της, ενώ προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία πιέζοντας τη πληγή του.
"Αλέξανδρε, κρατήσου." ψιθύρισε.
Κοίταξε βιαστικά γύρω της για να ζητήσει βοήθεια, αυτή τη φορά όμως πραγματικά δεν υπήρχε κανείς γύρω τους. Ήταν μόνοι τους σε μια τεράστια, άδεια σάλα χορού.
Ένας λυγμός της ξέφυγε όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε βοήθεια και όταν είδε πως η αιμορραγία δε σταματούσε. Όσο μπορούσε τον τράβηξε κοντά της και τον έκρυψε στην αγκαλιά της, δίχως να την ενδιαφέρει το βαμμένο από το αίμα κατάλευκο φόρεμα της.
"Αλέξανδρε μη μ' αφήνεις, σε παρακαλώ." άλλος ένας λυγμός της ξέφυγε, ενώ τα δάκρυα της δίχως σταματημό έπεφταν πια στο μάγουλο του.
Κοίταξε ξανά το πρόσωπο του και ένιωσε τη καρδιά της να σταματάει όταν είδε τα κλειστά του βλέφαρα, όταν δεν έβλεπε πια τα πανέμορφα πράσινα του μάτια.
"Αλέξανδρε;" τον κούνησε λίγο.
"Αγάπη μου;"
"Αλέξανδρε!" φώναξε.
Πετάχτηκε στον ύπνο της και ούρλιαξε.
"Αλέξανδρε!"
Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε διάπλατα και η θεία της έτρεξε στο πλάι της.
"Μυρτώ, τι συνέβη;!" ακούστηκε ανήσυχη και τρομαγμένη.
Η κοπέλα προσπάθησε να ανασάνει, όμως ένιωσε πως χανοταν και έτσι κρατήθηκε δυνατά από το μπράτσο της θείας της, που καθόταν δίπλα της. Προσπάθησε να μιλήσει, όμως δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
"Μυρτώ, ηρεμισε! Πάρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να ηρεμήσεις."
Η ανιψιά της εβιξε, καθώς ένιωθε τα πνευμονία της να μη λειτουργούν. Η Κατερίνα άρχισε να τρίβει κυκλικά τη πλάτη της, προσπαθώντας να την ηρεμήσει και να τη βοηθήσει να ελέγξει την αναπνοή της.
Τελικά το κατάφερε και βρέθηκε η Μυρτώ κρυμμένη στην αγκαλιά της να κλαίει με αναφιλητά.
"Δεν του είπα πως τον αγαπώ..." ψιθύρισε η κοπέλα όταν το κλάμα της είχε ηρεμήσει πια.
Ένα συνοφρυωμα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της Κατερίνας, καθώς δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε η Μυρτώ, πριν προλάβει όμως να τη ρωτήσει, εκείνη συνέχισε.
"Μου είπε πως με αγαπάει. Εγώ ποτέ δεν πρόλαβα να του το πω..."
Αυτό βασάνιζε ακόμα περισσότερο τη κοπέλα όλα αυτά τα χρόνια. Τον αγαπούσε και έκανε το λάθος να μη του το πει όταν μπορούσε, ώσπου τελικά ήταν αργά.
Αναστεναξε η θεία της, καθώς πονούσε που έβλεπε τη Μυρτώ να βασανιζετε, όμως δε μπορούσε να κάνει και τίποτα για να τη βοηθήσει. Συνέχισε απλώς να τρίβει τη πλάτη της, ώσπου κατάφερε να τη πάρει ξανά ο ύπνος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top