ΤΡΙΆΝΤΑ ΤΈΣΣΕΡΑ
Song: The blower's daughter - Damien Rice
Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όσο ήταν καθισμένη δίπλα του, αλλά όταν άκουσε τις φωνές των γονιών της ένιωσε σαν να έβγαινε από έναν βαθύ ύπνο, γεμάτο όνειρα. Ήταν καλά όνειρα. Βέβαια, εκείνη την στιγμή ένα καλό όνειρο δεν περιελάμβανε τίποτα περισσότερο από το να ήταν ο Νίκολας ξύπνιος, ίσως και όρθιος. Να μιλούσε, να χαμογελούσε, να ανέπνεε μόνος του. Πώς τα αυτονόητα γίνονται ζητούμενα από την μία στιγμή στην άλλη.
Ωστόσο, οι φωνές των δικών της, κατά πάσα πιθανότητα εναντίον της καημένης νοσοκόμας που τώρα θα επέστρεφε από το διάλειμμα της, κατάφεραν να την ανησυχήσουν. Η καρδιά της, σαν ψάρι έξω από το νερό, άρχισε να χτυπιέται ακανόνιστα μέσα στο θώρακά της.
Ήρθαν νωρίτερα, σκέφτηκε. Δεν πέρασε ακόμα το δίωρο. Αλλά αυτοί οι γονείς είχαν πολύ συχνά την τάση να την αιφνιδιάζουν.
Τα πόδια της είχαν μουδιάσει ελαφρώς και ήταν ένας αγώνας να σταθεί όρθια. Το μυρμήγκιασμα δεν γαργαλούσε τις πατούσες της, αλλά τις πονούσε. Κάθε άγγιγμα την πονούσε τις τελευταίες ώρες. Ο αέρας θα την φυσούσε και εκείνη θα έπεφτε στο πάτωμα κλαίγοντας.
Κοίταξε για μία τελευταία φορά το αναίσθητο αγόρι. Το αλαβάστρινο, όχι ακριβώς όμορφο, αλλά όμορφα τσαλακωμένο αγόρι. Το αγόρι που κατάπινε σαν νερό τον πόνο και εξέπνεε αγάπη και χαρά σαν αέρα, γιατί ήξερε την σημασία τους και το πόσο ανάγκη τις είχαν οι άνθρωποι. Το αγόρι που αγαπούσε. Πριν δώσει στον εαυτό της την ευκαιρία να δακρύσει και πάλι, έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο.
Δεν την άκουσαν μέχρι να κλείσει πίσω της την πόρτα. Τα κεφάλια τους γύρισαν αμέσως τόσο γρήγορα, που σκέφτηκε ότι ίσως θα έβγαιναν από την θέση τους. Η νοσοκόμα έδειχνε ανακουφισμένη, οι γονείς της, όμως, ακριβώς το αντίθετο. Αναγνώριζε το βλέμμα του θυμού τους λίγο περισσότερο από εκείνο της αγάπης τους. Γιατί πριν την στείλουν στην Ακαδημία, το ένα το έβλεπε πιο συχνά, ενώ το άλλο λίγες φορές κι εκείνες τις λίγες έπρεπε να μπει στον κόπο να το ψάξει. Μα είχε κουραστεί. Και η κούρασή της είχε την τάση να υπερκαλύπτει τα άλλα συναισθήματά της.
Χωρίς να τους πει κουβέντα, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της με τον ορό να την συνοδεύει. Τα πόδια της έτσουζαν, όπως και η πλάτη της, αλλά δεν θα το έδειχνε. Απλά θα τους ανησυχούσε ακόμα περισσότερο και ποιο το νόημα;
"Πού νομίζεις ότι πας χωρίς να δώσεις εξηγήσεις;" αναφώνησε η μαμά της την στιγμή που πέρασε το κατώφλι του δωματίου της.
Τα τακούνια της γυναίκας αντήχησαν μέσα στον άδειο διάδρομο. Η καρδιά της Λίζι πονούσε. Είχε περάσει μέρες ολόκληρες πάνω από το προσκέφαλο της κόρης της, με τον φόβο να τρώει τα σωθικά της σαν φωτιά. Δεν μετάνιωνε λεπτό που πέρασε δίπλα της, μα δεν θα άντεχε να πάθει κάτι ακόμα. Κυρίως δε λόγω της ανευθυνότητας της. Αρκετά, σκεφτόταν. Δεν θα αντέξω άλλο, αρκετά.
Και σαν απάντηση στην σκέψη της Λίζι νεανικής αφέλειας, η Άριελ της χάρισε πίσω ένα κουρασμένο βλέμμα. Ένα βλέμμα που κουβαλούσε μέσα του τα πάντα: τις χιλιετίες της ύπαρξής της, τον πόνο στην πλάτη της που δεν ήταν από τα εγκαύματα, αλλά από πληγές πολύ πιο παλιές, τον πόνο στα πόδια της, που δεν οφειλόταν στις φλόγες που πάτησε, αλλά στους αιώνες που ήταν καταδικασμένη να περπατάει σε έναν κόσμο που δεν ήταν δικός της. Αυτό ήταν το πραγματικό της βλέμμα, που κρυβόταν πίσω από την επίφαση της ανθρώπινης υπόστασής της και τις στιγμές χαράς που την έκαναν να το ξεχνάει. Αλλά ήταν πάντα εκεί, ενθύμηση του ότι θα έβλεπε πάντα αυτόν τον κόσμο ως κάτι το ξένο.
Όλοι ζουν εκείνες τις στιγμές που νιώθουν ότι βγαίνουν από το σώμα τους και το παρακολουθούν από μία απόσταση. Αιωρούμαστε πάνω από το ίδιο μας το κεφάλι, αλλά το πρόσωπό μας δεν μας λέει κάτι - είναι μία ύπαρξη άγνωστη, όλη μας η ζωή ξαφνικά της ανήκει. Έτσι ένιωθε η Άριελ. Κάποιος μιλούσε και φώναζε, αλλά όχι σε εκείνη, σε μία κοκκινομάλλα κοπέλα με καμπουριασμένους ώμους και κουρασμένα μάτια. Τα μαλλιά της έμοιαζαν θαμπά από εκεί ψηλά, μία κόκκινη κουκκίδα στο απέραντο άσπρο του νοσοκομείου. Μία ύπαρξη θολή, κυρτή, σαν σκιά.
"Πρέπει να τον βλέπω, μαμά. Στο κάτω κάτω της γραφής, εγώ φταίω που είναι εδώ" της είπε και γύρισε για να μπει στο δωμάτιό της.
Η κυρία Έμπεργουϊνγκ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει στην κόρη της, μα ο άντρας της την τράβηξε πίσω. Ο κύριος Έμπεργουϊνγκ είχε πάντα την ικανότητα να καταλαβαίνει πράγματα. Και εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι αυτή που έβλεπε δεν ήταν η κόρη του.
[...]
Τα δύο επόμενα βράδια, μετά από απαίτηση του γιατρού και των γονιών της, η Άριελ χρειάστηκε μεγάλη ποσότητα ψυχικής δύναμης για να μην πάει στο δωμάτιο του. Ξαπλωμένη στο πλάι, για να μην ακουμπάει η πλάτη της στο κρεβάτι, κοιτούσε τον ουρανό έξω από το παράθυρό της να αλλάζει, καθώς έφτανε το πρωί.
Της είχαν πει ότι χρειαζόταν ξεκούραση, ότι οι πιθανότητες να ξυπνήσει σύντομα δεν ήταν πολλές, ότι μόνο άτομα με προστατευτικά ρούχα μπορούσαν να μπαίνουν για να αποφευχθεί ο κίνδυνος των λοιμώξεων. Οπότε πειθανάγκασε τον εαυτό της να μείνει στην θέση της και εκείνο το βράδυ, αλλά παρακάλεσε τον γιατρό της να της δώσει ό,τι χρειαζόταν για να τον βλέπει τις επόμενες μέρες.
"Εντάξει," της είχε πει, "αλλά όχι σήμερα".
Πάλευε να θυμηθεί τι είχε γίνει το βράδυ της φωτιάς. Είχε τρέξει πάνω στις σκάλες αυτό το ήξερε, μα το μόνο που κατάφερε να θυμηθεί μετά από ώρες και ώρες σκέψης ήταν ότι αυτό που ήθελε ήταν η φεγγαρόπετρα.
Γιατί πήγε καν να την πάρει; Δεν θα δούλευε, αφού δεν είχε δουλέψει μέχρι τότε. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία πέτρα. Όλο το κτήριο θα γινόταν στάχτη και η πέτρα θα παρέμενε άπραγη κι ανέγγιχτη στην θέση της. Κι ακόμα κι αν χανόταν, τίποτα δεν θα άλλαζε, απολύτως τίποτα. Η φεγγαρόπετρα δεν ήταν το μόνο πράγμα που τις θύμιζε τις προηγούμενες ζωές της - ο καθρέφτης ήταν αρκετός.
Θα τον έχανε για μία ηλίθια πέτρα, θα πέθαινε και η ίδια για αυτήν. Για τον εαυτό της δεν την ένοιαζε - θα ξυπνούσε το επόμενο πρωί με μία καινούρια ζωή μπροστά της. Ο Νίκολας, όμως, χαροπάλευε τώρα σε ένα άδειο δωμάτιο εξαιτίας της. Εξαιτίας της. Η καρδιά της σκιζόταν και μόνο στην σκέψη. Τόσες φορές τον είχε πληγώσει και τώρα παραλίγο να τον σκοτώσει λόγω μίας ανόητης πέτρας. Να τον σκοτώσει. Ίσως τελικά να απέφευγε τον θάνατο μόνο για να τον μοιράσει σε άλλους.
"Μην σκέφτεσαι έτσι, Αριήλ. Είναι δυνατός, θα το ξεπεράσει, όλα θα πάνε καλά"
Δεν πετάχτηκε όρθια στο άκουσμα της φωνής του Ραφ, δεν είχε την δύναμη. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε καλύτερα. "Τι κάνεις εδώ;" ακούστηκε πιο απότομη από όσο ήθελε.
Η γνώριμη φιγούρα του στεκόταν μπροστά από το πλέον ορθάνοιχτο παράθυρο. Δεν είχε καταλάβει πότε μπήκε, αλλά έτσι, σιωπηλά, εμφανιζόταν σε κάθε προηγούμενη ζωή της. Τα φτερά του, ακόμα και διπλωμένα πίσω από την πλάτη του, κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του παραθύρου. Το φως του ήλιου αντανακλούσε πάνω στα χρυσά πούπουλα που ξεχώριζαν ανάμεσα στα λευκά. Τα χρυσά του μάτια την ζέσταναν. Αγνόησε το μικρό τσίμπημα ζήλιας που ένιωσε.
Και μπροστά στην τόσο γνώριμη και μακρινή εικόνα του, μπροστά στον Ραφ που ήξερε για χιλιετίες, αλλά είχε να δει αιώνες -με εξαίρεση τα ελάχιστα λεπτά στην ημέρα της επίθεσης-, λύγισε και έκλαψε. Έκλαψε ήσυχα, σιωπηλά, καταπίνοντας κάποιους αδύναμους λυγμούς. Άφησε τον εαυτό της να ραγίσει.
Ο Ραφ μάζεψε τα φτερά του, γονάτισε δίπλα της σαν άνθρωπος που δεν ντρέπεται να λερώσει τα γόνατά του. Πόνεσαν τα πόδια του, λύγισαν τα δάχτυλά του, τσαλακώθηκε το πρόσωπό του με έναν τρόπο που ποτέ δεν είχε γνωρίσει και ποτέ δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του. Για πρώτη φορά στην αιωνιότητα της ύπαρξής του, φάνταζε μικρός. Την αγκάλιασε, δεν ακούμπησε την πλάτη της, ένιωσε να πονάει στην θέα της.
"Εγώ φταίω, το ξέρω, εγώ. Γιατί ήμουν τόσο μα τόσο ηλίθια; Δεν- Δεν μπορούσα απλά να βγω έξω; Μαζί με όλους τους άλλους; Πήγα στους κοιτώνες για το τίποτα. Έπρεπε να ξέρω ότι θα με ακολουθήσει -κι εγώ θα τον ακολουθούσα. Ανόητος. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο, αλλά κι εγώ- Αν εκείνος πήγαινε, κι εγώ θα..." μουρμούριζε κάτω από την ανάσα της γρήγορα, οι λέξεις γίνονταν ακαταλαβίστικες, καθώς μπλέκονταν στα δόντια της, σαν φωνές φυλακισμένων πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, που κανείς δεν ξέρει αν ζητάνε για συγχώρεση ή για το επόμενο θύμα.
"Όχι Αριήλ, δεν φταις. Εκείνος επέλεξε να σε ακολουθήσει στους κοιτώνες, αντί να βγει έξω"
"Ναι, αλλά αν εγώ δεν-"
"Το επέλεξε, ήταν απόφασή του. Και ήξερε τον κίνδυνο. Δεν έπρεπε να πας πάνω, όχι, αλλά το ότι σε ακολούθησε ήταν δική του απόφαση"
Η Άριελ έσφιξε τα μάτια της βαριανασαίνοντας. Δεν το πίστευε ακόμα, όχι απόλυτα, αλλά νικημένα κατένευσε. Θα δεχόταν οποιαδήποτε μορφή καθησυχασμού, οτιδήποτε σήκωνε λίγο από το βάρος που τσαλάκωνε την καρδιά της.
"Έμαθα κάτι," της είπε μετά από δύο λεπτά σιωπής, "για την φωτιά".
Η Άριελ ανασηκώθηκε, σκουπίζοντας δάκρυα από τα μάτια της, ενώ ο Ραφ έκατσε καλύτερα απέναντί της στο κρεβάτι, και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. "Τι;"
Για μία στιγμή, ο Ραφ κοίταξε αλλού. Στραβοκατάπιε. Η γλώσσα του έκανε βόλτες στο στόμα του ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. "Δεν ξεκίνησε από άνθρωπο".
Η Άριελ δεν κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. "Κάποιο μηχάνημα; Ή κάποιο καλώδιο-" σταμάτησε την φράση της, αντικρίζοντας το σοβαρό, σχεδόν ένοχο, βλέμμα του. "Όταν λες δεν ξεκίνησε από άνθρωπο..." άρχισε να καταλαβαίνει και ο σφυγμός της άρχισε και πάλι να ανεβαίνει.
"Ήταν κάποιος από εμάς. Δηλαδή, όχι ακριβώς-"
Η Άριελ κατέβασε το βλέμμα της στην κουβέρτα της με βλέμμα απαθές, θυμωμένο, κατά βάθος εκδικητικό. "Λούσιφερ"
Ο Ραφ κατένευσε. "Αυτό μου είπαν οι δικοί μας. Έγινε μεγάλο θέμα. Αθάνατοι δεν επιτρέπεται να μπλέκουν με θνητούς. Κάποιος θα μπορούσε να είχε πεθάνει. Ξέρεις τον νόμο-"
"Δεν επιτρέπεται να πληγώνουμε ή να σκοτώνουμε θνητούς. Ναι. Τον ξέρω, αλλά Ραφ," τον κάρφωσε και πάλι με το βλέμμα της, "δεν νομίζω ότι οι θνητοί ήταν ο στόχος τους".
Ο Ραφ την κοίταξε απότομα. Δεν ήταν έκπληκτος, κάθε άλλο. Είδε στα φρύδια του, στις ρυτίδες του μετώπου του να ζωγραφίζεται κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο ας ακούσια συμφωνία. Δεν ήθελε να το πιστέψει και δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει. Όταν περνάς όλη σου την ζωή στον Παράδεισο, είναι εύκολο να δικαιολογείς τα αδικαιολόγητα, να κάνεις τα στραβά μάτια. Όταν, όμως, βρίσκεται κανείς στην γη για τόσο καιρό, βλέπει την πραγματικότητα διαφορετικά. Στην γη, δεν υπάρχουν φίλτρα. Στην γη αυτά που υπάρχουν είναι αυτά που βλέπεις.
Και εδώ δεν υπήρχαν περιθώρια για πολλές ερμηνείες. Ο πόλεμος, αυτή η απειλή που στην γη κυκλοφορούσε υπόκωφα σαν φήμη, πλησίαζε. Τα άσπρα και τα μαύρα πιόνια είχαν καιρό να κάνουν κίνηση, η σκακιέρα γέμισε σκόνη. Τα ρολόγια μετρούσαν αιωνιότητες. Ποιος θα έπαιρνε την μοναδική βασίλισσα του παιχνιδιού;
"Τι θα κέρδιζαν από το να σε σκοτώσουν;" ρώτησε ο Ραφ σε μία τελευταία προσπάθεια να προστατεύσει την εικόνα που είχε στο μυαλό του -για εκείνον ακόμα κι ο Λούσιφερ έπρεπε να υπακούει στους κανόνες.
"Καινούρια ζωή. Τίποτα δεν θα με κρατάει σε εκείνη. Είναι πολύ πιο εύκολο να πείσεις έναν άνθρωπο να μην ζήσει, όταν δεν έχει κάτι για να ζήσει. Έκανα λάθος, τόσους αιώνες έκανα λάθος. Ο Πατέρας δεν άκουγε τις προσευχές μου, όχι. Αλλά ο Λούσιφερ ναι"
"Τι εννοείς;"
"Ξέρει τους φόβους μου, τις αδυναμίες μου, ξέρει για τον θρήνο στις αρχές κάθε επόμενης ζωής. Με άκουγε και ξέρει πότε θα τον ακολουθήσω πιο εύκολα"
"Και γιατί δεν σε σκότωσε; Ή γιατί δεν το έκανε νωρίτερα, με έναν πιο διακριτικό τρόπο;"
"Υποθέτω δεν το προσπάθησε νωρίτερα, γιατί περίμενε να σχηματίσω δεσμούς, περίμενε να αγαπήσω ανθρώπους εδώ. Τι νόημα θα είχε να μου στερούσε μία ζωή άδεια, με γονείς θυμωμένους και απόμακρους, χωρίς φίλους ή..." το όνομά του τριγύριζε στο μυαλό της σαν έντομο, το βουητό ήταν πότε πιο έντονο πότε πιο διακριτικό, ωστόσο, πάντα υπαρκτό. Χωρίς εκείνον. Πόσο κοντά βρισκόταν τώρα στο να τον χάσει; "Αν έδινε νόημα στην προηγούμενη ζωή, θα αργούσα να δεθώ με την επόμενη και πιο εύκολα θα την άφηνα πίσω. Όσο για την διακριτικότητα, ξέρουμε ότι ο Λούσιφερ δεν έχει ακριβώς ηθικούς φραγμούς -όσο περισσότερους μαζέψει στην δική του αυλή τόσο το καλύτερο. Και, επιπλέον, λατρεύει να κάνει σόου"
Το στομάχι της ήταν ένας σφιχτός κόμπος, τα σωθικά της μπλέκονταν μεταξύ τους, την ανακάτευαν. Πόσο εύκολο του ήταν να σκοτώσει θνητούς; Πόσο εύκολα θα είχαν χαθεί τόσες ζωές λόγω της φωτιάς, και κανείς τους δεν θα έριχνε δεύτερη ματιά;
"Αν δεν ήταν ο Νίκολας, τώρα θα ήσουν νεκρή" διαπίστωσε ο Ραφ με ένα βλέμμα φρίκης.
Η Άριελ δεν τόλμησε να τον κοιτάξει.
"Έμαθα απλά ότι με ακολούθησε και βοήθησε να βγούμε. Ξέρεις τι ακριβώς έγινε;" τον ρώτησε και δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει το ράγισμα που έκανε την φωνή της βραχνή.
"Τα Σεραφείμ το παρακολούθησαν" Ο Ραφ έγλειψε τα χείλη του. "Έτρεξες πάνω, όταν οι άλλοι οδηγούσαν μία κυρία έξω. Ο Νίκολας γύρισε και σε είδε. Σε φώναξε, δεν σταμάτησες. Έτρεξε πίσω σου, σε πρόλαβε έξω από το δωμάτιό σου. Σε ικέτευσε να φύγετε, σου είπε ότι το μέρος θα κατέρρεε, αλλά του είπες ότι έπρεπε να πάρεις κάτι. Συμφώνησε. Ρίξατε την πόρτα, βρήκες την πέτρα. Εκείνη την στιγμή έπεσε κάτι, από το ταβάνι νομίζω, δεν είμαι σίγουρος. Λιποθύμησες. Σε κουβάλησε έξω, κατέρρευσε κι εκείνος. Βρήκανε την πέτρα στην τσέπη του". Η τελευταία πρόταση βγήκε σχεδόν υποτιμητικά από το στόμα του.
Η Άριελ βύθισε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. Ντρεπόταν. Μα τι σκεφτόμουν;
Πριν προλάβει να καθίσει και πάλι τον εαυτό της στο έδρανο του κατηγορούμενου, ο Ραφ έπιασε τα χέρια της και τα κατέβασε. Την κοίταξε στα μάτια, με την ανθρώπινη μορφή του πια, με μάτια σκούρα και πλάτες αδειανές.
"Όλα θα πάνε καλά, μην σκέφτεσαι τι συνέβη, σκέψου τι σημαίνει" της είπε και η Άριελ συνοφρυώθηκε. Εννοούσε τι σήμαινε σε σχέση με τον πόλεμο; Ότι η επιλογή της πλέον ήταν κρίσιμη, ότι τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα δεν θα της επέτρεπαν να μην επιλέξει, ότι θα την πίεζαν ακόμα και με τον πιο ακραίο τρόπο; Ή σε σχέση με τα συναισθήματα του Νίκολας και κατ' επέκταση τα δικά της; Ήταν έτοιμος να πεθάνει, για να σε σώσει. Αυτό τι σημαίνει για σένα;
Το βλέμμα του Ραφ της έλυνε την απορία: αναφερόταν και στις δύο σημασίες.
"Δεσποινίς Έμπεργουϊνγκ," ο γιατρός χαμογελώντας άνοιξε την πόρτα και ο Ραφ εξαφανίστηκε από το παράθυρο σε μία ριπή ανέμου, "ο φίλος σας στο δωμάτιο 437 ανέκτησε τις αισθήσεις του. Η μητέρα σας με παρακάλεσε να σας ενημερώσω-"
Η καρδιά της σταμάτησε.
"Μπορώ να τον δω;" ρώτησε απότομα διακόπτοντας, ήδη καθισμένη με τα πόδια της να αιωρούνται πάνω από το πάτωμα.
Ο γιατρός χαμογέλασε. "Περιμένετε μισό λεπτό να σας φέρω την απαραίτητη στολή"
Η Άριελ χαμογέλασε πλατιά. Το σύννεφο που την σκέπαζε, εξαϋλώθηκε σαν καπνός στον αέρα. Πήρε μία βαθιά ανάσα και μετά μία ακόμα. Θα ζήσει. Κρατήθηκε να μην φωνάξει από τον ενθουσιασμό της. Το βλέμμα της στιγμιαία μεταφέρθηκε στο ανοιχτό παράθυρο, ξέροντας ότι πίσω από αυτό, το μόνο άτομο με το οποίο μπορούσε να μοιραστεί την χαρά της εξαφανιζόταν στη νύχτα.
Τα πρόσωπα των γονιών της εμφανίστηκαν δειλά πίσω από την πόρτα. Η Άριελ δαγκώθηκε χαμογελώντας ακόμα, ελαφρώς βουρκωμένη από συγκίνηση. Ο μπαμπάς της χαμογέλασε γλυκά, με σκυμμένο κεφάλι, η μαμά της σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, με ένα εξαντλημένο ύφος που προέδιδε την κούραση των τελευταίων ημερών.
"Ώστε ξύπνησε ο Ρωμαίος;" ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί αυστηρή, μα η Άριελ σηκώθηκε όρθια και την αγκάλιασε με ορμή.
"Ο γιατρός μου είπε ότι του ζήτησες να μου πει όταν θα ξυπνούσε". Η κυρία Έμπεργουϊνγκ την αγκάλιασε πίσω, με τα χέρια της να αιωρούνται πάνω από την πλάτη της. Αχ και να ήξερες τι θα έκανα για εσένα, αγάπη μου. Θα κινούσα γη και ουρανό. Και αν αυτά δεν ήταν αρκετά, και την ζωή μου θα έδινα για την δική σου. "Σε ευχαριστώ, μαμά" της είπε προφέροντας ξεκάθαρα όλες τις λέξεις και αναρωτήθηκε αν είχε εννοήσει ποτέ περισσότερο αυτήν την λέξη.
"Παρακαλώ, αγάπη μου" ψιθύρισε στο αυτί της.
Η Άριελ κοίταξε τον μπαμπά της. Εκείνος καταλαβαίνοντας το βλέμμα της, τις πλησίασε και τις αγκάλιασε.
"Τι είμαστε εμείς;"
"Η καλύτερη οικογένεια του κόσμου"
Ο γιατρός επέστρεψε μετά από λίγο με ό,τι θα χρειαζόταν η Άριελ. Η κοκκινομάλλα φόρεσε το κάλυμμα ρούχων και εκείνα των παπουτσιών, το σκουφάκι, την μάσκα, τα γάντια. Χαιρέτησε τους γονείς της, άκουσε τον γιατρό να τους ψιθυρίζει "νιάτα" πριν την ακολουθήσει. Της άνοιξε την πόρτα, την προειδοποίησε να μην τον ταράξει με οποιονδήποτε τρόπο και εκεί σταμάτησε να μιλάει.
Η αρχαία έφηβη μπήκε στο δωμάτιο, με την ίδια ευλάβεια που μπαίνει ο πιστός σε ναό, με τον ίδιο φόβο που μπαίνει ο αμαρτωλός σε ναό.
Και πάλι το πρώτο που είδε ήταν τα πόδια του, στην ίδια θέση με πριν δυο μέρες. Για μία στιγμή, αμφισβήτησε τον γιατρό. Δεν ξύπνησε. Μου είπαν ψέματα. Είναι ακόμα σε κώμα και θα προσπαθήσουν να με πείσουν ότι απλά κοιμάται. Το αιώνιο παιδί που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τον θάνατο.
Και μετά αντίκρισε το πρόσωπό του. Της κόπηκε η ανάσα, μα δεν είχε άλλα δάκρυα να ρίξει. Της κόπηκαν τα γόνατα, μα δεν θα σταματούσε να προχωράει. Μόλις που πρόλαβε να κάνει δύο βήματα, πριν γυρίσει προς το μέρος της. Τα γόνατά της λύγισαν και συγκρούστηκε με τον πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι του.
Έπιασε το χέρι του με τα δύο χέρια της. Ένιωσε την ζέστη του, τον σφυγμό του, μα πιο σημαντικά τα δάχτυλά του να την σφίγγουν -όχι πολύ, όχι με δύναμη, αλλά αρκετά για να της δείχνουν ότι ένιωθε το άγγιγμά της. Προσπάθησε να πλησιάσει το χέρι του στο πρόσωπό της, αλλά σταμάτησε εξαντλημένος.
Η Άριελ στάθηκε πάνω από το πρόσωπό του, είδε την γαλήνια έκφρασή του.
"Με... βοηθάς... με την μάσκα;" η φωνή του ακουγόταν περίεργη πίσω από την μάσκα.
Ο γιατρός είχε πει δεν πειράζει για μερικά λεπτά. Το χέρι της έτρεμε, καθώς αφαιρούσε την μάσκα από το πρόσωπό του και την στήριζε στο πηγούνι του.
"Χέυ" αναφώνησε με ένα ανόητο χαμόγελο και ελαφρώς κλειστά μάτια.
"Χέυ" του απάντησε και το γαντοφορεμένο χέρι της χάιδεψε απαλά τις μπούκλες του.
Άνοιξε περισσότερο τα μάτια του. Την σκάναρε. Το χαμόγελό του πλάτυνε.
"Ωραία μαλλιά" σχολίασε με ένα ανόητο ύφος, σαν υποκινημένο από μέθη. Η Άριελ έπιασε ασυναίσθητα τις κοντές άκρες των μαλλιών της που είχαν ξεφύγει από το λαστιχάκι κάτω από το σκούφο. "Πέθανα;".
Η Άριελ γέλασε αν και η ίδια η ερώτηση δυνάμωσε μέσα της, έστω λίγο, την φλόγα της ενοχής.
"Όχι, όχι. Ξες τι λένε, κακό σκυλί..." προσπάθησε να αστειευτεί και έπιασε, γιατί ο Νίκολας γέλασε.
Το γέλιο διακόπηκε από έναν άγριο βήχα. Το σώμα του άρχισε να τραντάζεται, το κεφάλι του ανασηκώθηκε. Με ένα σκοτεινιασμένο ύφος, θαρρείς λίγα βήματα μόλις πριν τον θάνατο, πάλευε για ανάσα ανάμεσα στα βίαια χτυπήματα του βήχα. Η Άριελ τινάχτηκε. Στο τέλος, ο Νίκολας πήρε μία τραχιά ανάσα και ξάπλωσε πίσω, με το συνοφρύωμα του πόνου να ενώνει τα φρύδια του.
Πήγε να του ξαναφορέσει την μάσκα, αλλά έπιασε το χέρι της. Ανατρίχιασε. Την κοίταξε βαριανασαίνοντας, εξαντλημένος.
"Δεν χρειάζεται. Καλά είμαι" της είπε με φωνή που δεν έμοιαζε καθόλου στην δική του και της χαμογέλασε, όσο μπορούσε. Άφησε την μάσκα στο πηγούνι του.
Η ερώτηση έφυγε από μέσα της σαν σφαίρα. "Τι πήγες κι έκανες;" το παράπονο στον τόνο της τον έκανε να κλείσει τα μάτια του.
"Τι περίμενες να κάνω;" ψιθύρισε και την ξανακοίταξε. Το μελί που πριν από λίγες μέρες της έμοιαζε με ένα ασφαλές καταφύγιο, τώρα ήταν κάτι σαν ναυάγιο.
Ήταν τόσο σίγουρη ότι τον είχε χάσει -τόσο μα τόσο σίγουρη. Όσες φορές κι αν της είπαν ο γιατρός, οι γονείς της, οι νοσοκόμες ότι δεν ήταν ακόμη νεκρός, η ηχώ της λέξης "κώμα" και η τρομακτική εικόνα που είχε χτίσει στο μυαλό της για το δωμάτιο 437, την έριχναν σε έναν πρόωρο πένθος. Ήταν ζωντανός. Μα εξαιτίας της παραλίγο να μην ήταν.
Μόνο τότε άρχισε να σχηματίζεται μέσα της η ιδέα.
"Να έβγαινες έξω, να πήγαινες με τους άλλους, να παρέμενες ασφαλής" του απάντησε με πνιγμένη φωνή.
"Όσο εσύ ήσουν μέσα διακινδυνεύοντας για κάποιον ηλίθιο λόγο τη ζωή σου; Τι ψυχή θα παρέδιδα;"
"Δεν είναι ώρα για πλάκες"
"Δεν περιμένεις να πάρω στα σοβαρά την ερώτηση σου, έτσι;" είπε ο Νίκολας με ένα τόνο σχεδόν επιθετικό, προδίδοντας μερικά ψήγματα εκνευρισμού που μάλλον διατηρούνταν όσο ήταν αναίσθητος.
Πάλευε να μην κοιτάξει τις πληγές του. Πάλευε να μην κοιτάξει τις γάζες. Πάλευε να μην δώσει σημασία στις κομμένες άκρες των μαλλιών του. Γιατί, ανάθεμα, πόσες φορές θα έκλαιγε;
"Ναι, ναι το περιμένω. Δεν είχες καμία δουλειά-"
"Φυσικά και είχα! Όπως θα έτρεχα μέσα για κάθε άτομο που αγαπώ και νοιάζομαι, έτσι έτρεξα και για εσένα! Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ πού θα ήσουν τώρα, αν δεν σε είχα ακολουθήσει" φώναζε κι ας έμοιαζε να τον πονάει.
Αγαπώ και νοιάζομαι. Τότε ίσως... Η ιδέα δεν ήταν παρά μία απλή, μικρή ιδέα. Ακόμα δεν ήταν επικίνδυνη.
"Θα μπορούσες να πεθάνεις. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;"
"Όπως κι εσύ, δεν μπορούσα να σε αφήσω μόνη"
Το κόμπλεξ του ήρωα. Η ανάμνηση των λέξεων της μαμάς του εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα, όσο εμφανίστηκαν. Μία ιδέα που ίσως να 'ναι σωτήρια.
"Δεν είναι το ίδιο" της ξέφυγε. Και το εννοούσε με περισσότερες από μία σημασίες. Πρώτον, φυσικά, εκείνη δεν θα πέθαινε, όχι πραγματικά. Μα, κυρίως, δεν άξιζε να πεθάνει για εκείνη. Δεν άξιζε τίποτα από αυτά -μία ιδέα, μία τόση δα ιδέα. "Δεν μπορείς έτσι απλά να διακινδυνεύεις την ζωή σου για κάποιον άλλον"
Εκνευρισμένος γύρισε το κεφάλι του από την άλλη. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μία ανάσα και την ξανακοίταξε.
"Αυτό που αδυνατείς να χωρέσεις στο όμορφο κεφάλι σου είναι ότι σε αγαπάω" και να σου η ιδέα χάθηκε, εξαφανίστηκε, κάτω από ένα τσουνάμι συναισθημάτων. "Ακόμα κι αν πεθάνω σε αυτό το σημείο της ιστορίας, εγώ είμαι αυτός που θα πεθάνει, ο μόνος, και θα πεθάνω, επειδή σ' αγαπώ*"
Δεν της πήρε πολύ να αναγνωρίσει σε ποιόν ανήκαν οι λέξεις.
"Πάμπλο Νερούδα"
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Του έσφιξε το χέρι, χάιδεψε τα μαλλιά του. Και, όπως συνήθιζε να κάνει, άνοιξε το στόμα του και εξέπνευσε λόγια κάποιου άλλου σαν δικά του.
"Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, πότε και από πού, σ' αγαπώ απλά, δίχως προβλήματα ή περηφάνια: σ' αγαπώ έτσι, γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο, παρά μ' ετούτον, όπου δεν είμαι μήτε είσαι, που το χέρι σου πάνω στο στήθος μου είναι το δικό μου χέρι, που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια**"
Και ήταν τόσο ειλικρινής. Ίσως η Άριελ να μην συνειδητοποιούσε ποτέ με πόση ειλικρίνεια τα έλεγε. Ίσως να τα πίστευε, αλλά πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της να υπήρχε μία καχυποψία -εξάλλου, οι ηθοποιοί ξέρουν να λένε ψέματα.
Αλλά έλεγε την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Ήταν τρομακτικό το συναίσθημα, υπερβολικό για ένα έφηβο αγόρι που πέρασε πολύ καιρό νομίζοντας ότι η αγάπη είναι το τέρας κάτω από το κρεβάτι του. Αλλά ακόμα κι όταν τον κατέκλυζε, όταν ξεχυνόταν σαν χείμαρρος από μέσα του, από κάθε σχισμή του ραγισμένου εαυτού του, δεν τον τρόμαζε, δεν μαζευόταν στην θέα του. Παρά άνοιγε τα χέρια και υποκλινόταν.
"Κι εγώ σε αγαπώ" είπα σιγανά, ψιθυριστά, όπως θα έπρεπε να λέγεται αυτή η φράση, για να μην φτάνει σε ξένα αυτιά, μόνο σε εκείνα που πρέπει -η φασαρία μπερδεύει πολλές φορές το μικρό αγόρι με τα βέλη.
Δεν υπήρχαν πλέον πληγές. Ούτε γάζες, ούτε νοσοκομείο, ούτε αλκοολικές μητέρες, ούτε σκληροί Πατέρες. Υπήρχαν αυτές οι λέξεις, το αμοιβαίο συναίσθημα που κουβαλούσαν και οι δυο τους.
"Βγάλε την ηλίθια μάσκα" της είπε και η φωνή του φάνηκε να μαλακώνει κάτω από την συγκίνηση που δεν θα παραδεχόταν.
Η Άριελ γέλασε, κατέβασε την μάσκα και με μία κίνηση τον φίλησε. Με το χέρι του την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. Εκείνη πίεζε μία πληγή στα πλευρά του και εκείνος ακουμπούσε την κορυφή του εγκαύματος στην πλάτη της. Πονούσαν; Ναι, λίγο. Αλλά όχι τόσο, ώστε να απομακρυνθούν. Την φίλησε όπως δεν φίλησε καμία κοπέλα στο παρελθόν, όπως θα έπρεπε ο μπαμπάς του να φιλάει την μαμά του. Τον φίλησε όπως δεν επέτρεψε στον εαυτό της να φιλήσει κανέναν, όπως ήξερε ότι δεν είχε φιλήσει ούτε τον Λεβάιθαν αιώνες πριν.
Καμία τύψη. Καμία ενοχή. Για εκείνη την στιγμή. Για εκείνη την στιγμή, όλα ήταν τέλεια. Κι ας μετάνιωνε αργότερα η Άριελ τις λέξεις που ξεστόμισε.
Απομακρύνθηκε για μία ανάσα και το όνομα του υπαίτιου όλων αυτών εμφανίστηκε στο μυαλό της. Λούσιφερ. Και τότε η ιδέα ολοκληρώθηκε. Ένα μικρό μέρος της ιστορίας μένει για να γίνει πραγματικότητα.
*Pablo Neruda, απόσπασμα από το "100 Love Sonnets" (engl. "In this part of the story I am the one who dies, the only one, and I will die of love because I love you, because I love you, Love, in fire and in blood.").
** Pablo Neruda, απόσπασμα από το "100 Love Sonnets" (engl. "I love you without knowing how, or when, or from where. I love you simply, without problems or pride: I love you in this way because I do not know any other way of loving but this, in which there is no I or you, so intimate that your hand upon my chest is my hand, so intimate that when I fall asleep your eyes close.").
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top