ΤΡΙΆΝΤΑ ΕΦΤΆ

Song: Εν λευκώ - Νατάσσα Μποφίλιου

Last chapter buddies. buckle up.

Το μάθημα κυλούσε ήρεμα. Ο ήχος από το ρολόι, που μετρούσε αντίστροφα τον χρόνο προς το διάλειμμα, σχεδόν κάλυπτε την φωνή του καθηγητή. Κανένας μαθητής δεν κουνιόταν -μόνο ο θώρακας τους, καθώς ανέπνεαν αργά και βαθιά, περιμένοντας να περάσει η ώρα.

Εξαίρεση αποτελούσαν δύο άτομα.

Η καρδιά της Άριελ κοπανιόταν σαν το ψάρι έξω από το νερό μέσα στο στήθος της. Από νευρικότητα έπαιζε με το μολύβι της, στριφογυρίζοντας το ανάμεσα στα δάχτυλά της. Το κεφάλι της ακουμπούσε στα δάχτυλα του άλλου χεριού για να τα εμποδίσει από το να τρέμουν.

Σκεφτόταν συνέχεια, πώς θα ξεκινούσε, τι θα του έλεγε. Θα τα αποκάλυπτε άραγε όλα; Για τον Λεβάιθαν, για όσα ένιωθε για εκείνη; Για όσα είχε νιώσει και για τις ευκαιρίες που ποτέ δεν άδραξε; Κι αν την θεωρούσε δειλή;

Κούνησε το κεφάλι της, έδιωξε αυτήν την σκέψη. Μισά βήματα δεν υπάρχουν. Ή θα του έλεγε τα πάντα ή τίποτα. Και στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θα του έλεγε όλα αυτά για να γίνει αρεστή -μάλλον για το αντίθετο. Για να γίνει έστω κατανοητή, για να του δείξει να καταλάβει την θέση της και να την αφήσει να φύγει, γιατί θα ξέρει ότι πρέπει να το κάνει.

Γύρισε προς το μέρος του και τον βρήκε να την κοιτάει ήδη. Ο Νίκολας με την σειρά του ανεβοκατέβαζε νευρικά το πίσω μέρος του στυλό του. Έμοιαζε προβληματισμένος, ανυπόμονος. Αν μπορούσε εκείνη την στιγμή να την ρωτήσει τι στα κομμάτια ήθελε να του πει, θα το έκανε.

Από συνήθεια, η Άριελ του χαμογέλασε και η κίνηση αυτή άνοιξε θαρρείς τον ασκό του Αιόλου.

Το πρώτο κύμα πόνου ήταν σχετικά απαλό -την τσίτωσε σαν κράμπα. Το επόμενο, όμως, ήταν χειρότερο. Τα χέρια της άρπαξαν το θρανίο, τα νύχια της μπήχτηκαν στο ξύλο. Η πλάτη της πονούσε σαν να καιγόταν, σαν η ίδια της η σπονδυλική στήλη να έσπαζε και να λύγιζε, σαν οι ωμοπλάτες της να ήθελαν να σκίσουν το δέρμα της. Οι πληγές από την πυρκαγιά, που μόλις πρόλαβαν να επουλωθούν, έμοιαζαν να ξανανοίγουν. Ένιωθε μία κίνηση μέσα της, σαν κάτι ζωντανό να έψαχνε την έξοδο. Όχι, σκέφτηκε, δεν είναι δυνατόν. Ξανακοίταξε τρομοκρατημένη τον Νίκολας που παρακολουθούσε την σκηνή ανήσυχος.

Το επόμενο ρεύμα πόνου ήταν σαν να της έκοψε την πλάτη στην μέση. Μία κραυγή ξέφυγε από το στόμα της και δεν μπόρεσε να την εμποδίσει. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν, ο καθηγητής σταμάτησε το μάθημα.

"Δεσποινίς Έμπεργουϊνγκ είστε καλά;" την ρώτησε, μα δεν μπορούσε να τον διακρίνει.

Ζαλιζόταν. Η όρασή της είχε θολώσει, σταγόνες ιδρώτα έσταζαν μπροστά στα μάτια της και δρόσιζαν το μέτωπό της. Έσφιξε το σαγόνι της βαριανασαίνοντας, αντί για εκπνοές από τα χείλη της ξέφευγαν γρυλισμοί. Ένιωθε σαν άγριο ζώο. Δεν γίνεται να μου συμβαίνει αυτό. Δεν θα το έκανε μπροστά σε τόσο κόσμο, έτσι;

Ένα ακόμα χτύπημα απάντησε στις σκέψεις της. Ούρλιαξε δυνατά, έπεσε κάτω, το κρύο πάτωμα της προσέφερε μία μηδαμινή ανακούφιση. Ένιωθε τον πόνο σαν βόμβο, σαν ηφαίστειο που εκρηγνυόταν -ξεκινούσε από την πλάτη της και απλωνόταν σε όλο της το σώμα, μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της, δεν άφηνε σπιθαμή ήσυχη. Μπορεί να έκλαιγε, δεν ήταν σίγουρη, ανακατευόταν, όλο το δωμάτιο γυρνούσε και μόλις που μπόρεσε να ακούσει την Άλεξ να λέει το όνομα της. Υπήρχε πόνος και τίποτα άλλο.

Και μετά, φως. Ησυχία. Κάτι έσκασε από μέσα της. Με μία ανάσα που εξαφάνισε όλο της τον πόνο, η πλάτη της άνοιξε και άφησε να φανούν δύο μεγάλα φτερά που κάλυψαν όλα τα τετραγωνικά της τάξης που υπήρχαν πίσω της. Γέλασε. Μπορεί να ήταν η ανακούφιση, μπορεί να ήταν και η παράνοια της στιγμής.

Γύρισε να τα κοιτάξει. Ήταν τα φτερά της. Τα ολόδικά της φτερά που χωρίς δεύτερη σκέψη ο Πατέρας είχε ξεριζώσει από την πλάτη της τόσους αιώνες πριν. Ήταν σαν να μην τα είχε χάσει ποτέ. Ήταν σαν βρίσκονταν πάνω της όλον αυτόν τον καιρό και από επιλογή της τα κρατούσε κρυμμένα.

Η συνειδητοποίηση ότι όλοι την έβλεπαν, ότι όλοι εκείνη την στιγμή κοιτούσαν τα φτερά της, τα φτερά που δεν θα μπορούσαν να ανήκουν σε ανθρώπινο ον, την έκανε να σηκωθεί στα πόδια της αστραπιαία.

Μερικοί την κοιτούσαν φρικαρισμένοι, για κάποιον λόγο αηδιασμένοι, κάποιοι άλλοι τρομοκρατημένοι. Το βλέμμα της Άλεξ προέδιδε δέος, θαυμασμό για την μεγαλειώδη εικόνα που έβλεπε μπροστά της. Για αυτό τα ήθελε τόσο, σκεφτόταν. Για αυτό θα έκανε τα πάντα για τα φτερά της.

Η έκφραση του Νίκολας ήταν δυσανάγνωστη. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, γυάλιζαν σαν να είχε δακρύσει, σαν κάτι στην όλη εικόνα να τον πλήγωνε, σαν να έβλεπε ένα όνειρο και ταυτόχρονα έναν εφιάλτη. Σαν να πραγματοποιήθηκε μπροστά του μία ευχή ή ένας φόβος. Τι να είχε άραγε στο μυαλό του εκείνο το αγόρι;

Η Άριελ τους κοίταξε όλους ανήσυχα, για κάποιον λόγο απολογητικά και με ένα τελευταίο βλέμμα στον Νίκολας έκανε ένα απότομο άλμα, έσπασε το παράθυρο και βρέθηκε να πέφτει από το κτήριο.

Να πέφτει; Όχι. Εκείνες οι μέρες είχαν τελειώσει. Τα φτερά της απλώθηκαν πίσω της, κάλυψαν το έδαφος με μία σκιά μεγαλειώδη. Και την σήκωσαν. Όπως θυμόταν στο όνειρό της, όπως θυμόταν από πέντε αιώνες πριν, την σήκωσαν.

Ήθελε να κλάψει. Από την συγκίνηση; Από το πόσο γρήγορα εξαφανίστηκε ο πόνος που της ξέσκισε την σάρκα πριν λίγα λεπτά; Ίσως και επειδή ήξερε ότι η ζωή της δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.

Και η πιο λυτρωτική σκέψη την δρόσισε: Ήταν αυτό το δώρο της που τον διάλεξε;

"Δεν περίμενα να σε ρίξει μία δωροδοκία. Αν ήξερα ότι ήσουν τόσο εύκολη, θα το προσπαθούσα εγώ πρώτος" η φωνή του Λούσιφερ την έκανε να γυρίσει απότομα προς την άλλη.

Οι δυο τους αιωρούνταν αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος, μπροστά από τα παράθυρα κάποιων τάξεων. Δεν τους ενδιέφερε ιδιαίτερα. Οι αναμνήσεις των θνητών για τους αθανάτους ήταν ένα απλωμένο κουβάρι, ένα ανοιχτό βιβλίο, ανεξάρτητα από το τι πίστευαν οι ίδιοι. Τα παιδιά κολλούσαν τρομαγμένα τα πρόσωπά τους στο τζάμι κοιτούσαν τον βασιλιά της Κόλασης, που έκανε τους γονείς τους να σταυροκοπιούνται, και τον θνητό άγγελο για τον οποίο δεν ήξεραν τίποτα. Σε λίγες ώρες, όμως, η εικόνα, που τώρα τα σαγήνευε, θα γινόταν σκόνη στο μυαλό τους.

"Το είχα αποφασίσει πριν πάρω τα φτερά. Ήταν τρελό και μόνο να σε σκέφτομαι ως επιλογή" είδε το φρύδι του να συσπάται, το σαγόνι του να σφίγγεται εκνευρισμένο. "Με πλήγωσε, με απογοήτευσε, για λίγο μέσα μου τον μίσησα, αλλά αν έχει σε κάτι δίκιο είναι ότι η δική σου ψυχή παραείναι σκοτεινή πια για αυτόν τον κόσμο" του εξήγησε με φωνή σταθερή.

Τον είδε να βαριανασαίνει, τα χέρια του ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του. Ένιωθε γενναία μπροστά στα μάτια του, αλλά το μειδίαμα του την έκανε να ανατριχιάσει.

"Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι νομίζεις ότι ο Πατέρας έχει απλώσει μπροστά σου όλα τα χαρτιά του, ότι νομίζεις ότι σου έχει πει την αλήθεια για τα πάντα" είπε ο Λούσιφερ με έναν τόνο αλαζονείας και υπεροψίας που την άγχωσε.

"Τι εννοείς;"

"Περίμενα πολύ καιρό να κάνω αυτήν την αποκάλυψη. Σου είπα, σε παρακολουθούσα κάθε μέρα. Πριν καν μάθω για την προφητεία. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, ακόμα νοιάζομαι για εσένα. Πόσο σκοτεινή μπορεί να είναι η ψυχή μου αν αγαπώ έστω ένα άτομο;"

"Δεν με αγαπάς. Με έχεις ανάγκη. Συνέχισε" του απάντησε ψυχρά, αν και το κομμάτι της που θα ήθελε να είναι αλήθεια σκίρτησε.

"Έχεις άδικο" της χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν ανέκαθεν κακός οιωνός. "Θυμάσαι εκείνα τα αγόρια;"

Η Άριελ τον κοίταξε ψύχραιμη, μα μέσα της συγκρούστηκαν δύο κύματα. Το ένα ήταν το παρόν της, το μέλλον της με ημερομηνία λήξης, το αγόρι στο οποίο ήθελε να πει τα πάντα, με το οποίο ήθελε να ζήσει όσα είχε στερηθεί. Το άλλο κύμα, εκείνο των παρελθόντων της, των απωθημένων, των "σχεδόν" και των "παραλίγο".

"Ποια αγόρια;" τον ρώτησε στραβοκαταπίνοντας.

Κινήθηκε λίγο προς το μέρος της. Τα φτερά του χτυπούσαν σταθερά, σε έναν ρυθμό που τις θύμιζε το περπάτημα του Λεβάιθαν. Έτσι κυκλοφορούσε στον Παράδεισο: όποιος είχε ταχθεί με την μεριά του Λούσιφερ, θα περπατούσε για πάντα με το ρυθμό που κινούνταν τα φτερά του.

"Ξέρεις ακριβώς για ποιους μιλάω. Ο Έντουαρντ, ο Άλμπερτ, ο Φρανς-"

"Σταμάτα!" τον διέκοψε. Δεν της άρεσε πού πήγαινε η συζήτηση. "Κατάλαβα. Τι μ' αυτούς;"

"Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί πάντα κάτι σε αυτούς σου θύμιζε τον Λεβάιθαν;" 

Κράτησε την ανάσα της. Θυμήθηκε την πρώτη της σκέψη για τον Νίκολας, όταν έφτασε στην Ακαδημία. Πώς η φωνή του της θύμισε εκείνη του Λεβάιθαν. Θυμήθηκε το παιχνίδισμα στα μάτια του Ορφέα, την επαναστατική φλόγα που κάλυπτε κάθε λέξη του Σαρλ. Το σκοτάδι που κουβαλούσε η παιδική ψυχή του Νόα, όταν της μιλούσε για τον πόλεμο. Σήκωσε το βλέμμα της στον Λούσιφερ.

"Το 'χεις σκεφτεί, λοιπόν" διαπίστωσε κι ας ήξερε ήδη την απάντηση. Και αυτό που ένιωσε η Άριελ με την επόμενη φράση του δεν μπορεί να αποδοθεί με καμία γνωστή λέξη. "Δεν είναι νεκρός, Αριήλ."

Σε αντίθεση με άλλες στιγμές σοκ που είχε περάσει, αυτήν την φορά τίποτα δεν σώπασε. Αντίθετα, ο κόσμος γύρω της ακούστηκε να σπάει σαν γυάλινο ποτήρι. Η όρασή της θόλωσε από δάκρυα και μία ζαλάδα. Ανέπνεε αργά, άκουγε στα αυτιά της την καρδιά της να βροντοχτυπά. Την έπιασε μία επιθυμία να γελάσει, αμέσως μετά μία τάση για εμετό. Το βλέμμα της κολυμπούσε από τον Λούσιφερ, στα φτερά πίσω του, στις αναμνήσεις της και κάθε αγόρι που δεν άφησε τον εαυτό της να αγαπήσει, μην θέλοντας να προδώσει το αγόρι που ερωτεύτηκε.

Και όλα αυτά γιατί; Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.* Για την ιδέα ενός θανάτου που δεν ήρθε ποτέ; Ό,τι απόφαση είχε πάρει ποτέ της, ξαφνικά κατέρρευσε.

"Είναι πάντα εκεί. Όχι όπως εσύ, βέβαια. Η δική του συνείδηση δεν μπορεί να λάβει τα ηνία, απλά βλέπει αυτό που ζουν οι φορείς του. Εκείνοι δεν σε ξέρουν, όχι ακριβώς. Κυρίως έχουν την αίσθηση ότι σε έχουν ξαναδεί κάπου. Και, φυσικά, μία ανεξήγητη έλξη προς το πρόσωπό σου, ακόμα κι αν τους φέρεσαι αισχρά"

Δεν ένιωσε καν την γροθιά που έριξε στο στομάχι της.

"Είναι" πήρε μία απότομη ανάσα, σαν να βγήκε μόλις από το νερό, "ζωντανός;"

"Άριελ!" η φωνή δεν ανήκε στον Λούσιφερ.

Η Άριελ κοίταξε κάτω στην είσοδο του σχολείου. Πολλά παιδιά έβγαιναν από το κτήριο κι άλλα παρέμεναν μέσα τρομαγμένα. Ένας πανικός άρχισε να αναδύεται σαν μυρωδιά από κάθε ρωγμή και παράθυρο και πόρτα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ο Νίκολας, ακριβώς από κάτω της, με το κεφάλι σηκωμένο προς το μέρος τους.

"Δηλαδή, ακόμα κι ο..." ψιθύρισε η Άριελ, αλλά δεν είδε τον Λούσιφερ να κατανεύει.

"Αυτός φαίνεται να έχει την καρδιά του. Η αλήθεια να λέγεται, ο Λέβι ποτέ δεν έπρεπε να έχει έρθει στην δική μου πλευρά. Η κόλαση δεν είναι για τους μαλθακούς"

Λέβι. Μαλθακούς. Η πληγή που ξανάνοιγαν οι λέξεις του την χαιρέτησε σαν παλιά φίλη.

"Θέλεις να τον δεις; Να του μιλήσεις;" δεν κατάλαβε πότε έφτασε πίσω της, πότε έσκυψε δίπλα στο αυτί της.

Με το βλέμμα ακόμα χαμένο στον Νίκολας, κατένευσε ασυναίσθητα. Δεν την ένοιαζε αν ο Λούσιφερ το έκανε για να την εκμεταλλευτεί και να την χειραγωγήσει. Το χαμόγελό του δαίμονα αναβόσβηνε μπροστά στα μάτια της, σαν προβολέας. Αν είχε την ευκαιρία να μιλήσει άλλη μία φορά στον Λέβι, θα την έπαιρνε, ό,τι κι αν της κόστιζε.

Βρέθηκε για ακόμα μία φορά, για τελευταία φορά στο λευκό δωμάτιο των ονείρων της. Μπροστά της, ακριβώς όπως τον θυμόταν, με το βλέμμα του ήδη καρφωμένο πάνω της, ο Λεβάιθαν.

Δεν είπαν τίποτα στην αρχή. Μόνο αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον με ορμή. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της και εκείνη γύρω από τον λαιμό του. Την έσφιξε και τον έσφιξε. Δεν μπόρεσε καν να κλάψει, απλά ήξερε ότι υπήρχε, με σάρκα και οστά, στα χέρια της και ήταν ευτυχισμένη. Είσαι εδώ. Είσαι εδώ. Είσαι εδώ. Η καρδιά της χτυπούσε στον ρυθμό των σκέψεων της.

"Τι; Πώς;" της ψιθύριζε ξεψυχισμένα, η ανάσα του γαργαλούσε το αυτί της.

Γέλασε χαρούμενη. Τα δάχτυλά της μπλέκονταν στα μαλλιά του, χάιδευαν το πρόσωπό του. Χωρίς να το συνειδητοποιεί έψαχνε μπούκλες και ζάρες στις γωνίες των ματιών του και μία μικρή ουλή στο σαγόνι του.

"Ο Λούσιφερ σε έστειλε εδώ;" την ρώτησε και έπιασε τα χέρια της χωρίς να αφήσει το βλέμμα της.

Τα μαύρα μαλλιά του, το χλωμό δέρμα του, το χαμόγελο που πάντα παραμόνευε στην γωνία των χειλιών του. Τα φτερά του ίδια και απαράλλαχτα περίμεναν πίσω από την πλάτη του, πιθανότατα σε αχρηστία τους τελευταίους αιώνες. Και τα μάτια του, εκείνα τα μάτια στα οποία άφησε τον εαυτό της να εγκλωβιστεί και τα οποία θυμόταν κάθε φορά που παραλίγο να παραστρατήσει. Ήταν μπροστά της και παρ' όλα αυτά ένιωθε ότι κάτι ήταν διαφορετικό.

"Υποθέτω για να με δωροδοκήσει να τον διαλέξω". Την κοίταξε μπερδεμένος. "Για την προφητεία;" είπε λες και ήταν αυτονόητο, ξεχνώντας ότι παρέμενε φυλακισμένος σε ένα ανθρώπινο σώμα για τόσο καιρό.

"Θα πρέπει να είσαι λίγο πιο επεξηγηματική, σπίθα" της χαμογέλασε με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε.

Σπίθα. Η ανάμνηση του Σαίξπηρ να την αποκαλεί σπίθα εμφανίστηκε απότομα στο μυαλό της. Ήταν παρών. Επί πέντε αιώνες την έχει πάντα μαζί του. Και μετά εκείνη τον εγκατέλειπε.

Αναγνώρισε την έκπληξη στην έκφρασή της. "Συγγνώμη, σε αυτήν την ζωή σε αποκαλούν τζίντζερ, σωστά;" εντόπισε ένα θραύσμα ζήλιας στα λόγια του, που την έκανε να συνοφρυωθεί.

Κούνησε το κεφάλι της. "Ναι, αλλά δεν χρειάζομαι παρατσούκλια" του είπε γελώντας και άφησε τα χέρια του να πέσουν. Κάτι είχε αλλάξει. "Υπάρχει μία προφητεία. Η Συμφωνία έχει καταπατηθεί, οι δικοί μας είναι έτοιμοι να πολεμήσουν με τους δικούς σας. Πρέπει να διαλέξω μία μεριά κι αυτή η επιλογή θα καθορίσει ποιος θα νικήσει" του εξήγησε και τώρα ήταν η σειρά του να συνοφρυωθεί.

Οι δικοί μας και οι δικοί σας. Παλιές καλές μέρες.

"Κοίτα τι χάνει κανείς τόσο καιρό στο μυαλό θνητών" την τελευταία λέξη την έφτυσε. Είχε την ίδια κακιά συνήθεια με τους άλλους: δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους θνητούς. Όταν είσαι δαίμονας τους για τόσον καιρό, νιώθεις περισσότερο απογοήτευση, όταν τόσο εύκολα επιλέγουν την πλευρά σου, παρά ικανοποίηση. Ή τουλάχιστον, αυτό ίσχυε για τον Λεβάιθαν.

"Μου έλειψες" του είπε, μη θέλοντας να χάνει άλλον χρόνο.

Σε απάντηση κάγχασε. Ήταν ένα γέλιο σύντομο, απότομο, κρύο. Δεν την κοιτούσε στα μάτια.

"Δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για εσένα" διαπίστωσε πληγωμένα. Τι του είχε συμβεί;

"Αν το καλοσκεφτείς, εγώ σε έβλεπα σε κάθε ζωή, δεν προλάβαινες να μου λείψεις. Η προηγούμενη, βέβαια, ήταν πιο επίπονη και για εμένα και για τον θνητό-"

"Τον Μπρούνο" τον συμπλήρωσε, σχεδόν θυμωμένα.

"Και για τον Μπρούνο" προέφερε το όνομα με σαρκασμό, με δηλητήριο στην άκρη της γλώσσας του. "Δεν ξέρεις πόσο απαίσιο ήταν το να σε βλέπω να πεθαίνεις. Αλλά τουλάχιστον ήξερα δεν θα τελείωνε εκεί"

Καταπολέμησε μία ξαφνική επιθυμία να τον χαστουκίσει.

"Το ξέρεις ότι δεν ήξερα, έτσι;" τον ρώτησε ενοχλημένη από τον τόνο του. "Το ξέρεις ότι δεν ήξερα ποιος ήσουν σε κάθε ζωή, ότι δεν ήξερα καν ότι είσαι ζωντανός;"

Το βλέμμα του τινάχτηκε, καρφώθηκε στο δικό της. Είδε την μετάνοια να ζωγραφίζεται στα χαρακτηριστικά του, καθώς χλόμιαζε.

"Τι;"

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, τον ξαναπλησίασε, αλλά δεν τον άγγιξε.

"Ο Πατέρας είπε στον Ραφ ότι είσαι νεκρός και ο Ραφ μου το μετέφερε. Σε καμία από τις δέκα αυτές ζωές δεν ήξερα ότι στεκόσουν μπροστά μου ή τέλος πάντων, ότι υπήρχες μέσα στον εκάστοτε θνητό" του εξήγησε και τον παρακολούθησε να βουρκώνει.

"Δεν το ήξερες;" ψιθύρισε και μερικά δάκρυα τον πρόδωσαν.

Ένιωθε να δακρύζει και η ίδια.

"Αν το ήξερα..." γέλασε, ω αν το ήξερε, "πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Θα είχα κάνει κάτι, θα σε έψαχνα, θα σε βοηθούσα" του είπε και ήταν κάτι σαν καθυστερημένη υπόσχεση.

"Νόμιζα ότι για αυτό έφευγες κάθε φορά. Γιατί με κατηγορούσες για όσα συνέβησαν. Και κάθε φορά που παραλίγο να έμενες, που παραλίγο να σε φιλή-, φιλήσει, έτρεχες γιατί καταλάβαινες ότι ήμουν εγώ και δεν ήθελες καμία σχέση μαζί μου"

"Λεβάιθαν" αναφώνησε και έπιασε με το ένα χέρι της το χέρι του και με το άλλο το πρόσωπό του. "Δεν σε κατηγορώ για τίποτα. Όσα έγιναν ήταν συνέπεια των επιλογών και των δύο μας και δεν μετανιώνω για τίποτα. Μόνο που το είπα στην Αρέλα"

"Δεν μπορούσες να ξέρεις" προσπάθησε να την καθησυχάσει.

"Με είχες προειδοποιήσει. Έπρεπε να σε είχα ακούσει"

"Μπορώ να το έχω εγγράφως αυτό;" την ρώτησε και γέλασαν και οι δύο, όταν του κοπάνησε το μπράτσο.

"Δεν έχεις αλλάξει καθόλου" σχολίασε με ένα στραβό χαμόγελο.

"Εννοείς ότι είμαι το ίδιο απίστευτα όμορφος και έξυπνος;"

"Αν μη τι άλλο αυτό" του απάντησε και γέλασαν και πάλι.

Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής, μέχρι ο Λεβάιθαν να ξαναμιλήσει. "Τότε γιατί έφευγες;"

Τώρα σκοτείνιασε η Άριελ.

"Δεν ήθελα να... Να σε προδώσω. Πέθανες για εμένα και εγώ, τι; Θα το ξεχνούσα και θα προχωρούσα σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην ήσουν τίποτα;" δεν τον κοιτούσε στα μάτια, ντρεπόταν για όσα έλεγε, ακούγονταν τρελά στα αυτιά της.

"Νομίζεις ότι θα σε ήθελα δυστυχισμένη για χάρη μου;" την ρώτησε προσβεβλημένος.

Α ρε Άλεξ. Εσύ και τα δίκια σου.

"Δεν το σκεφτόμουν έτσι..."

"Αγάπη μου, συγγνώμη που θα το πω και θα χαλάσω την ωραία στιγμή, αλλά είσαι ηλίθια" της είπε και μόνο όταν ρούφηξε την μύτη της γελώντας συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε.

"Μου έλειψες" του είπε. "Τόσο μα τόσο πολύ. Κάποτε θα έδινα τα πάντα για να είχαμε μία ακόμα ευκαιρία"

Οι λέξεις βγήκαν ασυναίσθητα από το στόμα της. Ο Λεβάιθαν χαμήλωσε το κεφάλι του και γέλασε πικρά. Όχι με κακία, ούτε με ζήλια, όσο με κατανόηση και μία θλίψη που πέντε αιώνες τώρα τον κατέτρωγε.

"Κάποτε" τόνισε.

Η Άριελ δάγκωσε την γλώσσα της. "Δεν εννοούσα-"

"Αυτός είναι διαφορετικός, έτσι δεν είναι;" την ρώτησε και το βλέμμα του την σκλάβωσε όπως έκανε πάντα.

"Λεβάιθαν..." το όνομά του ήταν τόσο οικείο και τόσο ξένο ταυτόχρονα στο στόμα της.

"Μην με ντρέπεσαι. Έτσι ξεκίνησαν όλα, θυμάσαι;"

Μην ντρέπεσαι, αγγελάκι. Δεν είναι ότι μπορεί να μας ακούσει. της είχε πει όταν την ρώτησε αν τον θεωρούσε ωραίο μπροστά στην θνητή που προσέχανε. Την λέγανε Ορέλια. Και ήταν η τελευταία άνθρωπός της.

Ναι, θυμάμαι, ήθελε να του πει, αλλά δεν μπόρεσε. Βούρκωσε, δάγκωσε τα χείλη της.

"Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, το ξέρεις, έτσι;" τον ρώτησε και εκείνος την αγκάλιασε.

"Ούτε εγώ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι μόνη"

"Εσύ τι θες;" τον ρώτησε. "Αν μπορούσες να έχεις ό,τι ήθελες, τι θα ήταν αυτό;"

Δεν χρειάστηκε καν να το σκεφτεί πολύ. Πέντε αιώνες μοναξιάς είναι αρκετός χρόνος για να σκεφτείς μερικά πράγματα.

"Να επιστρέψω στον Παράδεισο" απάντησε και ανασήκωσε τους ώμους του. "Δεν έπρεπε ποτέ να διαλέξω τον Λούσιφερ. Και από ό,τι φαίνεται θα περάσω την υπόλοιπη αιωνιότητα μετανιώνοντας το λάθος μου".

Ξεφύσησε και την κοίταξε. Τον άγγελο του. Τον έρωτα της ζωής του. Την κοπέλα με την καρδιά λιονταριού και τα θαρραλέα μάτια που ποτέ δεν δίσταζε να πει αυτό που πίστευε, ακόμα και στον Πατέρα. Με την καλοσύνη της και την μερικές φορές υπερβολική εμπιστοσύνη στους γύρω της. Και η πρώτη φορά που την έβλεπε μετά από τόσο καιρό, θα ήταν και η τελευταία.

"Σε αγαπώ" της είπε και το εννοούσε.

"Κι εγώ" απάντησε και ήταν αλήθεια. "Όπως ο ήλιος το φεγγάρι και ο ουρανός την θάλασσα"

"Όπως ο Πατέρας τις προσευχές και ο Λούσιφερ τις κατάρες" την συμπλήρωσε και της έδωσε ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο.

Χρειάστηκε μόνο να πεταρίσει τα βλέφαρά της και ήταν πίσω στην πραγματικότητα. Ρούφηξε την μύτη της. Κοίταξε το νέο μέλλον της να την περιμένει στο έδαφος. Προσγειώθηκε δίπλα του. Δεν την πλησίασε, ένα μέρος του έμοιαζε να την φοβάται -ένα άλλο θα την αναγνώριζε ως την άγγελο που είχε αγαπήσει.

Και να σου που ο μίτος τώρα σχημάτιζε κύκλο, ένα στεφάνι αρκετά μεγάλο για να περικυκλώνει τους δυο τους.

"Είσαι καλά; Η Άλεξ μου εξήγησε κάτι πράγματα και δεν θα την πίστευα, αλλά εσύ..." δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την φράση του. Μόνο τα χέρια του έκαναν κάτι αόριστες κινήσεις προς τα φτερά της.

"Εσύ πώς είσαι;" τον ρώτησε και δεν ήξερε σε ποιον αναφερόταν.

"Καλά, καλά υποθέτω. Αυτό είναι που ήθελες να μου πεις; Είσαι άγγελος; Πώς είναι δυνατόν; Και ποιος είναι αυτός;" το δάχτυλό του έδειξε προς τον Λούσιφερ, αλλά δεν ήταν πια από πάνω τους.

"Κανείς. Δεν είναι κανείς" τον έπιασε από τους ώμους, σφίχτηκε κάτω από το άγγιγμά της.

Ένας κεραυνός χώρισε τον ουρανό στα δύο με έναν εκκωφαντικό κρότο. Κοίταξαν ταυτόχρονα προς τα πάνω, τον καιρό που αγρίεψε απότομα. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.

"Άριελ, τι συμβαίνει;" την ρώτησε και κράτησε τα χέρια της, επιτέλους χωρίς ενδοιασμό, φόβο ή ενοχές.

Ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει. Τα μαλλιά της πετούσαν μπροστά στο πρόσωπό της, το πουκάμισο του Νίκολας κολλούσε στο στήθος του, αλλά τα φτερά της δεν κουνήθηκαν σπιθαμή. Η σκόνη που ερχόταν κατά πάνω τους την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια της. Όταν μίλησε, χρειάστηκε να φωνάξει για να ακουστεί πάνω από την φασαρία.

"Δεν ξέρω σίγουρα ακόμα. Πρέπει να μπεις μέσα, να μπείτε όλοι μέσα! Κλείστε τις πόρτες και τα παράθυρα και περιμένετε εμένα ή τον Ραφ να σας πούμε να βγείτε" έκανε να φύγει, αλλά την σταμάτησε.

"Πρέπει να σου μιλήσω!"

"Δεν είναι η ώρα τώρα, Νίκολας!"

"Είναι!" απάντησε και ήταν υπερβολικά σίγουρος για να τον αγνοήσει. "Τα έχω δει όλα αυτά"

Η Άριελ ήθελε να κλάψει. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί άλλη τρέλα. Όλα όσα συνέβαιναν μπροστά της ήταν τόσο μπερδεμένα που θα μπορούσε απλώς να βρίσκεται σε ένα όνειρο. Και παρ' όλα αυτά, μπορούσε μέσα της να νιώσει να σιγοβράζει η λέαινα και ο βρυχηθμός της.

"Ποια έχεις δει Νίκολας;" τον ρώτησε αγανακτισμένη.

"Εσένα με τα φτερά. Τον άλλον άνδρα. Κι είμαι σίγουρος ότι έχω δει και τον Ραφ με φτερά σαν τα δικά σου" τον κοίταξε μπερδεμένη, αλλά σε ένα δευτερόλεπτο όλα ξεδιάλυναν μέσα της. "Δεν ξέρω αν ακούγεται χαζό ή ασήμαντο αυτήν την στιγμή, αλλά σε ξέρω, σε ήξερα πριν από όλα αυτά. Δεν ήθελα καν να πω κάτι, ακούγεται τρελό και μόνο που το λέω τώρα, αλλά τέλος πάντων φαίνεται λίγο λιγότερο τρελό από το γεγονός ότι έχεις φτερά και-" η Άριελ τον διέκοψε, φιλώντας τον μετά από εβδομάδες.

Και εκείνη την στιγμή ήξερε ότι φιλούσε την πραγματική λύση της προφητείας.

Όταν η ομίχλη διαλυθεί και η λήθη συναντήσει την μνήμη, όταν η τιμωρημένη ψυχή ελευθερωθεί και αναγεννηθεί, τότε το βάρος της θνητότητας θα φέρει την νίκη και την ειρήνη.

Ποτέ δεν αφορούσε την Άριελ. Η τιμωρημένη ψυχή. Όταν η λήθη συναντήσει την μνήμη. Το βάρος της θνητότητας. Δεν υπήρχε λήθη στην δική της περίπτωση -υπήρχε μόνο η επίπονη ανάμνηση των πάντων. Μα τώρα η Άριελ ήξερε ότι την στιγμή που κάποιος πέρα από την ίδια το συνειδητοποιούσε και ξυπνούσαν τον Λεβάιθαν μέσα στον Νίκολας, όταν θα θυμόταν όλα όσα ήξερε, την πρώτη του ζωή και κάθε ζωή που πέρασε κοιμισμένος μετά από εκείνη, θα τον κυνηγούσαν, όπως κυνήγησαν και αυτήν. Και θα τον σκότωναν.

Πάντα νόμιζε ότι η ελευθερία και η αναγέννηση της ψυχής της σήμαινε την άρση της κατάρας και την επιστροφή της στον Παράδεισο ή σε μία τελευταία θνητή ζωή. Αλλά στην περίπτωση του Νίκολας και του Λεβάιθαν...

Ένιωσε να ανατριχιάζει στην σκέψη και μόνο.

Καλύτερα να νόμιζαν ότι ήταν εκείνη. Υπήρχαν εξάλλου πολλοί τρόποι να λήξει αυτός ο πόλεμος εκτός από την προφητεία. Ο Νίκολας δεν θα μπερδευόταν σε όλο αυτό το χάος, όσο περνούσε από το χέρι της.

Απομακρύνθηκε λίγο και τον κοίταξε με το κακό προαίσθημα να φωλιάζει στο στήθος της.

"Θα το συζητήσουμε, όταν όλα τελειώσουν" μα δεν θα το έκαναν, κι ας μην το ήξερε κανείς τους εκείνη την στιγμή. "Πάρε τους πάντες μέσα. Σε εμπιστεύομαι".

Το πρώτο βέλος προσγειώθηκε δίπλα τους, μαύρο, καμένο, ξεραίνοντας το γρασίδι γύρω του. Την ίδια στιγμή, ο Νίκολας κατένευσε, έκανε μεταβολή και μπήκε μέσα. Επέτρεψε στον εαυτό της να τον παρακολουθήσει για ένα μόνο δευτερόλεπτο, πριν τινάξει τα φτερά της και ψάξει την πηγή της θεομηνίας.

Πάνω από τα σύννεφα ο πόλεμος είχε αρχίσει. Ένας πόλεμος που είχε επαναληφθεί μία αιωνιότητα πριν, όταν ο αγαπημένος άγγελος του Πατέρα αποφάσισε να τον αμφισβητήσει. Ένας πόλεμος που δεν θα μύριζε θάνατο -μόνο άγγελος μπορεί να σκοτώσει άγγελο-, παρά μόνο μία γλυκιά θλίψη των αγγέλων, που θα θυσίαζαν και την ζωή τους αν μπορούσαν. Όσο για τους δαίμονες, ένιωθαν τον ίδιο θυμό να σιγοβράζει μέσα τους από την μέρα που πέρασαν στην άλλη πλευρά.

Τα φτερά της Άριελ άρχισαν να λερώνονται από το χρυσαφένιο αίμα των αγγέλων και το μαύρο των δαιμόνων που πάλευαν τριγύρω της. Κανείς δεν την πρόσεξε. Οι κλαγγές από τα ξίφη, το σφύριγμα των βέλων που περνούσαν από δίπλα της, κόκαλα που έσπαγαν και ξαναέδεναν με απόκοσμη φασαρία, οι κραυγές πόνου των αθανάτων, την έκαναν να εξαφανίζεται. Τι ειρωνεία -η τόσο πολυπόθητη λύση του πολέμου τώρα γινόταν σκιά μέσα σε αυτόν.

Είδε μερικά από τα αδέρφια της να μπλέκονται με τα σώματα των δαιμόνων, να μπήγουν τα νύχια τους στα μάτια τους, ενώ η αντίπαλη πλευρά βύθιζε δόντια και όπλα στο δέρμα τους. Ήταν μία εικόνα οξύμωρη: το λευκό δενόταν με το μαύρο σε μία σύνθεση που θύμιζε γλυπτό. Κάτι το τόσο όμορφο προϊόν μίας τρομερής ασχήμιας.

"Πατέρα!" φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής της.

Στην αρχή, δεν έγινε τίποτα, λες και η κραυγή της δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος που ακούστηκε μόνο στην ίδια. Για λίγο πίστεψε πράγματι ότι δεν είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της. Μα μετά, το πιο εκτυφλωτικό φως του γνωστού της κόσμου, βρέθηκε μπροστά της κι όλα σώπασαν. Ακόμα και οι δαίμονες σταμάτησαν και έσκυψαν το κεφάλι τους, σαν από συνήθεια.

"Επέλεξες;" ρώτησε απλά, άμεσα, χωρίς προλόγους ή συναισθηματικούς χαιρετισμούς.

"Ναι"

"Και;"

"Διαλέγω εσένα"

"Τότε γιατί δεν σταματάει όλος αυτός ο χαμός, παιδί μου;" την ρώτησε με το πιο μεγάλο παράπονο του κόσμου να αναγράφεται στην φωνή του.

Η Άριελ κοίταξε αμήχανα γύρω της. Οι λαχανιασμένες ανάσες όλων, το αίμα, που ανέβλυζε από φρέσκες ακόμα πληγές.

"Ίσως επειδή δεν αρκεί μόνο να επιλέξω πλευρά" είπε ψιθυριστά, αλλά ήξερε ότι την άκουσε. "Ίσως επειδή πρέπει να αποφασίσετε οι ίδιοι να το σταματήσετε. Να συνειδητοποιήσετε ότι αυτός ο πόλεμος έχει τελειώσει και έχει ανακηρύξει νικητή πολύ καιρό πριν" άκουσε μερικούς να καγχάζουν, αγγέλους και δαίμονες. Στραβοκατάπιε. "Τα λόγια μου δεν έχουν καμία αξία για πολλούς από εσάς, αλλά πρέπει να θυμάστε ότι λείπω μόνο πέντε αιώνες και ήμουν δίπλα σας όλους τους προηγούμενους. Ίσως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αναθεωρήσουμε τους νόμους και τους κανόνες, όχι ένας ακόμα ανώφελος πόλεμος"

"Ή ίσως μας φλομώνεις στο ψέμα και στις συμβουλές αυτοβελτίωσης, γιατί ξέρεις ότι η απάντηση δεν θα έπρεπε να έρχεται από εσένα" την διέκοψε ο Λούσιφερ και γύρισε να τον κοιτάξει αμυντικά.

"Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς" είπε και ήταν ψέμα. Φυσικά, ο Λούσιφερ δεν χρειάστηκε παρά πάνω από μερικά λεπτά από όταν είδε τον Νίκολας, για να συνειδητοποιήσει το αιώνιο λάθος του Παραδείσου:  η υποτίμηση του ρόλου που παίζουν οι θνητοί στις υποθέσεις του.

"Ήμασταν ανόητοι που ξοδέψαμε τόσο χρόνο σε εσένα, όταν η απάντηση ήταν μπροστά στα μούτρα μας -όσων ξέραμε τουλάχιστον ότι ο Λεβάιθαν είναι ζωντανός"

Η σιωπή που απλώθηκε την έπνιξε για ακόμα μία φορά, το βάρος της συνειδητοποίησης, της υπόστασης που έπαιρναν τα λόγια του Λούσιφερ, ασήκωτο στους ώμους της.

"Ξέρεις;" ρώτησε ο Πατέρας, αν κι ακούστηκε περισσότερο σαν κατάφαση, λες κι αυτό ήταν το θέμα. Λες και το πιο σημαντικό ήταν αν η Άριελ θα αποκάλυπτε ένα ακόμα ψέμα του, όχι ότι όλη η προφητεία, που τόσο πιστά προσπαθούσαν να λύσουν, ξαφνικά άλλαξε νόημα.

Η συζήτηση πλέον ήταν ανάμεσα στην Άριελ και τον Λούσιφερ.

"Δεν θα σε αφήσω να τον πειράξεις, το ξέρεις, έτσι;" ρώτησε η Άριελ και ο τόνος που πήρε ήταν τρομακτικός, απειλητικός, σκληρός όσο ένας πόλεμος.

"Δεν νομίζω να έχεις επιλογή" αυτήν την φορά απάντησε ο Πατέρας και ο φόβος φώλιασε στην καρδιά της.

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής πέρασαν. Ο Λούσιφερ εξαφανίστηκε ξαφνικά από μπροστά τους. Η Άριελ πήρε μία κοφτή ανάσα. Ο Νίκολας είχε δώσει την απάντησή του.

"Όχι" απάντησε, μα κοίταξε κάτω, είδε δύο αγγέλους που δεν αναγνώριζε να τραβάν έναν αναίσθητο, ήδη πληγωμένο Νίκολας, σέρνοντάς τον σε μία γωνία του κτιρίου.

Έκανε να πάει προς το μέρος του, αλλά δύο άλλοι άγγελοι την σταμάτησαν. Μανιασμένα προσπάθησε να τους διώξει από πάνω της. Κούνησε τα φτερά της, τους χτύπησε, έμπηξε τα νύχια της στα μπράτσα τους, μα τίποτα δεν λειτουργούσε. Γιατί ήταν αναίσθητος; Τι του είχαν κάνει;

"Άστον να φύγει!" ούρλιαξε, οι λέξεις έσκισαν τις φωνητικές χορδές της. "Σας έδωσε την απάντησή του! Τελείωσε! Άστον και πάρε εμένα! Θα κάνω ό,τι θες! Ορκίζομαι!"

"Δεν έχει σημασία αυτό, Άριελ. Δεν καταλαβαίνεις;" της απάντησε και ακούστηκε και ο ίδιος διστακτικός με όσα έκανε.

"Είναι απλά ένα αγόρι" είπε και άκουσε την καρδιά της να ραγίζει.

"Όχι. Είναι η λύση της προφητείας. Το τέλος του πολέμου. Και, όπως καταλαβαίνεις, για να λήξει όλο αυτό," έδειξε τους πληγωμένους αγγέλους και δαίμονες, "θα πρέπει να θυσιάσει την ζωή του"

Η ανάσα της χάθηκε κάπου ανάμεσα στα πνευμόνια και το στόμα της. Θα τον σκότωναν. Θα τον σκότωνε.

"Όχι! Σε παρακαλώ, όχι! Σίγουρα υπάρχει κι άλλη λύση!" ικέτευσε, έκλαψε, φώναξε, μα το μεγάλο κεφάλι αυτού του κόσμου είναι αγύριστο.

"Έδωσε ήδη την απάντησή του. Όπως βλέπεις έχει αρχίσει το τέλος". Οι δαίμονες γύρω τους επέστρεφαν ένας ένας στην Κόλαση. "Το μόνο που μένει είναι το αγόρι να πεθάνει και μετά να ξαναγεννηθεί"

"Αρκετά!" ένα άγριο θηρίο βγήκε από μέσα της.

Αν τέτοιον πόλεμο θέλεις, τέτοιον πόλεμο θα έχεις. Η οργή -ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, τι ειρωνεία- της έδωσε δύναμη. Τα νύχια της μπήκαν ακόμα πιο βαθιά στα δέρματα των αδερφών της. Φώναξαν από τον πόνο. Η Άριελ πήρε το σπαθί που ήταν δεμένο στην μέση του ενός.

Μία ορδή αγγέλων της επιτέθηκαν. Δεν μπορούσαν να την αφήσουν να εμποδίσει την λήξη του πολέμου. Όχι όταν ήταν τόσο κοντά στην νίκη.

Δεν υπολόγιζε τίποτα. Τυφλωμένη δεν αναγνώριζε κανέναν, μόνο το αγόρι που ήδη αργοπέθαινε πάνω στο γρασίδι. Το ξίφος έγινε θηρίου στα εξασκημένα χέρια της. Μύριζε πληγωμένη σάρκα, αίμα αγγέλων. Τα μαλλιά της δεν ήταν κόκκινα πια. Άκουγε τις κραυγές όσων έφταναν δίπλα της. Ήταν εύκολο, το πιο εύκολο πράγμα που έκανε ποτέ. Έμπηγε το ξίφος όπου μπορούσε: σε μπράτσα, σε θώρακες, σε πόδια και λαιμούς. Λες και ήταν από πάντα μία φονική μηχανή.

Η ατμόσφαιρα γέμισε θάνατο. Μόνο άγγελος μπορεί να σκοτώσει άγγελο. Πόσες ψυχές είχε άραγε στα χέρια της; Θα έπαιρνε κι άλλες, όσες μπορούσε, όσες χρειαζόταν. Και ακόμα κι αν ο ίδιος ο Λούσιφερ την ικέτευε να σταματήσει, θα συνέχιζε. Μέχρι να επιβεβαιώσει ότι θα ήταν καλά, ότι θα ήταν ασφαλής.

Το ξίφος έπεσε από τα χέρια της, καρφώθηκε στο έδαφος δίπλα σε πληγωμένους και νεκρούς αθανάτους. Συνέχισε να παλεύει με νύχια και με δόντια, με τα φτερά της να μάχονται στο πλευρό της, λερωμένα με αίμα.

"Άριελ σταμάτα! Συγγνώμη!"

Η κοκκινομάλλα σταμάτησε απότομα. Η ορμή των φτερών της κόπασε, η οργή στην καρδιά της καταλάγιασε. Τα σαγόνι της χαλάρωσε, η κραυγή που ετοιμαζόταν να βγάλει βυθίστηκε ξανά μέσα της. Ξαφνικά, έπεσε σιωπή. Γαλήνη, όμορφη γαλήνη. Μία αίσθηση γνώριμη -από μία σκηνή σε μία βιβλιοθήκη, πίσω από μία κλειστή πόρτα.

Δεν ήξερε τι είχε δει ο Πατέρας και αναθεώρησε. Δεν ήξερε ότι  η εικόνα της -ο διαλυμένος άγγελος που ήταν έτοιμος να θυσιάσει κάθε στάλα αθωότητας στα πόδια της αγάπης της- έκανε μέχρι και τον ίδιο τον Θεό να αλλάξει γνώμη. Άφησε την σκληρότητα του στην άκρη -τέτοια κόλπα έπιαναν μόνο σε θνητούς.

Ο άγγελος με τα πύρινα μαλλιά, τα σμαραγδένια μάτια, την λιονταρίσια καρδιά, η λέαινα του Θεού, η επαναστάτης, η αθάνατη θνητή, πέρασε τα δακρυσμένα μάτια της από το ματωμένο πρόσωπο του Νίκολας, για να σταματήσει στην μορφή του Πατέρα. Η πλάση είχε ησυχάσει και μόνο οι δυο τους έμοιαζαν να υπάρχουν.

Συγγνώμη.

Πολυπόθητη λέξη. Από τότε που βγήκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο, λένε πολλοί. Μα αυτό ισχύει για τους αυθάδεις θνητούς που ξεστομίζουν την λέξη άχαρα, την χρησιμοποιούν ακατάσχετα, την καταχράζονται. Μα η συγγνώμη του Πατέρα, ήταν σπάνια.

Για εκείνον ήταν μία λέξη βαριά, πολύ βαριά -όπως θα έπρεπε να είναι- και γι' αυτό ακριβώς δεν την έλεγε σχεδόν ποτέ. Σχεδόν.

Ο Πατέρας μπορεί να μην πει την αλήθεια αλλά δεν μπορεί να πει ψέματα.

Έτσι, όταν η Άριελ άκουσε την λέξη, ήξερε ότι ήταν ειλικρινής. Και σαν παιδάκι που δεν θέλει τίποτα περισσότερο από το επιδοκιμαστικό βλέμμα της μαμάς του, χαμογέλασε.

Ίσως δεν έπρεπε. Ίσως έπρεπε να συνεχίσει να καταστρέφει, ίσως ακόμα και να τον ρίξει, να δώσει στον Λούσιφερ την εξουσία που τόσο ποθούσε. Χρειαζόταν μόνο να ψιθυρίσει στον Νίκολας τις λέξεις. Της είπε ψέματα για τόσα και τόσα πράγματα, δεν απέτρεψε κάποιες τις χειρότερες κτηνωδίες και τις καταστροφές που έπλητταν τους θνητούς, ενώ θα μπορούσε. Ίσως θα έπρεπε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια από την τόσο ανθρώπινη έκφραση που καθιστά την συγγνώμη εχθρό του φιλότιμου.

Αλλά δεν το έκανε.

"Συγγνώμη για όλα. Για τα φτερά σου, για την τιμωρία σου, για τον Λεβάιθαν, για τον Νίκολας" της είπε ξανά και μέσα στην απόλυτη σιωπή, η φωνή του αντήχησε παντού.

Άπλωσε το χέρι του και άπλωσε το χέρι της. Όταν ακούμπησε ο ένας τον άλλον, της χαμογέλασε πίσω. Η Άριελ ένιωσε να καίγεται ελαφριά στο άγγιγμα και το χαμόγελό του. Ο πόλεμος τελείωσε πριν προλάβει να ξεκινήσει.

"Άφησε το να τελειώσει εδώ. Και θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις, παιδί μου. Μην αφήσεις τον κόσμο να χαθεί έτσι" την παρακάλεσε.

"Δεν μπορείς να τον πληγώσεις" είπε και τον κοίταξε στα μάτια.

"Πες μου τους όρους σου"

"Η προφητεία μιλάει για αναγέννηση, σωστά;" κοίταξε γύρω της, κάποιον που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τα λόγια της. "Αν απλά τον σκοτώσεις, μπορεί να μην πιάσει η προφητεία"

"Έχει δίκιο!" η φωνή του Ραφ ήταν τόσο οικεία που την έκανε να δακρύσει. "Έχουμε ξανακάνει λάθος, Πατέρα. Ας μην το διακινδυνεύσουμε".

Στάθηκε δίπλα της, όπως δεν είχε σταθεί ποτέ, όπως δεν τόλμησε να σταθεί την ημέρα της τιμωρίας της. Της κράτησε το χέρι, όπως έπρεπε να το κρατούσε πέντε αιώνες τώρα.

"Άφησε τον ελεύθερο" είπε παρακλητικά η Άριελ, κενή μέσα της. "Δώσε και στους δύο μία δεύτερη ευκαιρία"

"Κι εσύ;" την ρώτησε με την αγάπη που φυλούσε μόνο για τα παιδιά του.

"Ξέρεις τι πρέπει να γίνει. Δεν μπορώ πια να γυρίσω στον Παράδεισο. Μόνο άσε με να πω αντίο"

Εκείνος κατένευσε, η σιωπηλή συμφωνία, γνωστή μόνο στους δυο τους, έτοιμη να κλείσει. Η Άριελ άρχισε να πετάει προς την κατεύθυνση του Νίκολας.

Προσγειώθηκε δίπλα του, δίπλα στο αγόρι που επέλεξε. Δίπλα στο αγόρι για το οποίο ελευθερώθηκε και ύστερα θυσιάστηκε. Αυτό είναι αγάπη: να σκίζεσαι και να ακουμπάς το κεφάλι σου στην βάση της γκιλοτίνας, αν σημαίνει ότι ο άλλος θα ναι ασφαλής. Και ταυτόχρονα, αγάπη είναι η ανάσταση, η αναγέννηση, η αποτροπή του ίδιου του θανάτου. Εκείνη η ουσία της ύπαρξής μας που μας καθιστά αθάνατους, πολέμιους της λήθης.

"Χέυ" της είπε απαλά, χαμογελαστά, σαν να ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Νίκολας με κάποιον οξύμωρο τρόπο, πάντα ήξερε τι θα συμβεί. "Δεν ήξερα ότι γράφαμε διαγώνισμα στα θρησκευτικά, αλλά ελπίζω να έκανα καλά όταν είπα στα φτερωτά ανθρωπάκια ότι διαλέγω τον Θεό".

Η Άριελ παραλίγο να γελάσει.

"Λυπάμαι τόσο μα τόσο πολύ. Δεν πρόλαβα να σου μιλήσω, να σου εξηγήσω, να σου πω την αλήθεια για ό,τι έχει γίνει. Και τώρα, εξαιτίας μου, θα πε-" ο πρώτος λυγμός της την διέκοψε.

"Σε παρακαλώ μην κλαις, όχι για μένα. Πόσες φορές να σου πω ότι αυτά τα μάτια δεν πρέπει να κλαίνε;" Θυμόταν.

Όσες φορές μπορείς, όσες προλαβαίνεις. Όσες θα είμαι εδώ να σε ακούσω. Το έχεις πει τόσες, τι είναι άλλη μία;

"Μα θα-" η λέξη παραήταν σκληρή για να την ξεστομίσει. Το κενό κάλυψε ένας ακόμα λυγμός.

"Άκουσέ με, ο θάνατος δεν είναι απολύτως τίποτα. Δεν μετράει" χάιδεψε το πρόσωπό του μία τελευταία φορά. Την κοίταξε και προσπάθησε να αποτυπώσει τα στοιχεία του προσώπου της -να είχε κάτι όμορφο να θυμάται σε εκείνο το κρύο και σκοτεινό μετά. "Τίποτα δεν θα αλλάξει. Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ. Και όσο με θυμάσαι εσύ, ξέρω ότι θα ζω και θα υπάρχω" δεν θα της έλεγε ποτέ πόσο πολύ φοβόταν εκείνη την στιγμή. "Μην με αφήσεις να καταλάβω πένθος, ούτε θλίψη ούτε τίποτα τέτοιο. Δεν θέλω να ξέρω ότι θα σου λείπω, γιατί θα μου αρκεί ότι θα μου λείπεις εσύ" της είπε και όταν είδε εκείνο το θραύσμα χαμόγελου στο πρόσωπό της από τις ρομαντικές αμπελοφιλοσοφίες που σκαρφιζόταν, ήξερε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. "Να μου φιλήσεις τις αδερφές μου. Και να θυμάσαι ότι σ' αγαπώ"

"Κι εγώ. Πιο πολύ από ό,τι πρόλαβα να δείξω". Δεν άφησε να ειπωθεί κάτι παραπάνω. Τον φίλησε. Φίλησε τον Νίκολας και τα χείλη του ανήκαν σε όλους τους - τον Έντουαρντ, τον Φρανς, τον Άλμπερτ, εκείνον τον πρίγκιπα που δεν θυμόταν το όνομά του, τον Σαρλ, τον Ορφέα, τον Νόα, τον Μπρούνο. Η πίκρα του τέλους μπλεκόταν με την αλμυρή γεύση των δακρύων της, μα δεν θα απομακρυνόταν. Το ένιωσε όταν πήρε την τελευταία ανάσα του, ένα φτερούγισμα σπουργιτιού πάνω στα χείλη της. Τότε μόνο έκανε λίγο πίσω και είδε ό,τι είχε απομείνει από τον Νίκολας να τον εγκαταλείπει στην μέση της αυλής του σχολείου.

Εις το επανιδείν.

Θα επέστρεφε. Δεν έπρεπε ποτέ να ζήσει αυτήν την ζωή ούτως ή άλλως. Στην καινούρια δεν θα υπήρχε το τέρας με το μπουκάλι στο χέρι, ούτε εκείνη η σκιά πίσω της, που θα έπρεπε να της κατεβάζει το χέρι, όταν το σήκωνε.

Θα επέστρεφε. Αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε από το να σπάσει εκείνη την στιγμή. Δεν εμπόδισε το παράπονο να τρυπώσει μέσα της και να σχηματίσει το μεγαλύτερο και πιο χιλιοειπωμένο ρητορικό ερώτημα: γιατί σε εμένα;

Η μόνη παρηγοριά της ήταν ότι αυτήν την φορά, δεν έτρεξε μακριά από εκείνον, μακριά από όσα ένιωθε. Παρά μόνο θυσίασε την αγάπη της για τον ανώτερο σκοπό που ανέκαθεν υπηρετούσε η ύπαρξή της.

Προσπάθησε να σταματήσει το κάτω χείλος της από το να τρέμει. Σήκωσε το βλέμμα της στον Πατέρα. Εκείνος την κοίταξε και ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, κατένευσε. Δεν χρειάστηκε παραπάνω από έναν χτύπο της καρδιά της, για να αλλάξει ο δημιουργός τον κόσμο του.

Μία ζωή  θα συνέχιζε την πορεία της. Μία άλλη πήγε πίσω στο κουτί της αφετηρίας. Και μία τρίτη θα επέστρεφε στην αρχική της υπόσταση.

Και, όπως κάθε συγγραφέας, ελπίζω αυτή να ήταν η σωστή απόφαση.

*Ελένη, Γιώργος Σεφέρης.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top