ΤΡΙΆΝΤΑ ΔΎΟ

Song: champagne problems - Taylor Swiftg

Η Ζενισέλ πλησίασε την παρέα γρήγορα και διακριτικά. Το γαλάζιο φόρεμά της μπλεκόταν αέρινα στα πόδια της και ερχόταν σε αντίθεση με την κάθε άλλο παρά γαλήνια έκφρασή της. Σταμάτησε δίπλα τους κοιτώντας μόνο τον Νίκολας.

"Νίκολας, θα πρέπει-"

"Ξέρω" την διέκοψε χαμογελώντας μελαγχολικά. "Ευχαριστώ" είπε στην διευθύντρια, η οποία τον χάιδεψε παρηγορητικά στον ώμο και απομακρύνθηκε, και κοίταξε την Άριελ.

Φαινόταν ντροπιασμένος, την κοιτούσε σαν να περίμενε να κάνει ένα τρομαγμένο βήμα πίσω, να φύγει και να τον αφήσει, όπως έκανε άλλες φορές. Είχε συνηθίσει περισσότερο την εικόνα της να απομακρύνεται, παρά να μένει -να επιμένει, να υπομένει, να περιμένει. Και εκπλήσσοντας τον για ακόμα μία φορά σε αυτές τις τελευταίες εβδομάδες, η Άριελ τον πλησίασε και κράτησε το χέρι που έβγαλε από την τσέπη του.

"Θες να έρθω;" τον ρώτησε χωρίς να κοιτάξει αλλού.

Τι είχε συμβεί; Πώς είχε συμβεί; Όποιος αλυσόδεσμος τη βάραινε, είχε σπάσει, ό,τι τη κρατούσε μακριά από συναισθήματα, από ανθρώπους, από εκείνον, εξαϋλώθηκε. Στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε γενναία, χωρίς αποστροφές. Και τώρα ήταν πρόθυμη να βαδίσει δίπλα του προς μία καταστροφή. Δεν άφησε τον εαυτό του να σκεφτεί αν αυτό που θα έβλεπε θα την απομάκρυνε και πάλι.

Της κράτησε καλύτερα το χέρι.

"Μόνο αν το θες" της απάντησε και εκείνη ένευσε καταφατικά χαμογελώντας του απαλά.

Ο Νίκολας στράφηκε στην υπόλοιπη παρέα. Ο Ραφ δεν ήξερε τίποτα, η Ρίτα και ο Λουκ μόνο τα βασικά. Η Άλεξ ήξερε τα περισσότερα από όλους. Όχι τα πάντα -αν και μέχρι τότε θα είχε υποθέσει πώς προκλήθηκε η ουλή στο σαγόνι του.Του χαμογέλασε σφιγμένα. Ο Νίκολας παρατήρησε την Μανόν λίγο πιο πίσω να περιμένει διστακτικά. Της έκανε ένα διακριτικό νόημα να πλησιάσει, χαμογελώντας ευγενικά.

"Δώστε μου πέντε λεπτά και θα επιστρέψουμε" είπε στους άλλους και άρχισε να απομακρύνεται με την Άριελ δίπλα του.

Είδε για πρώτη φορά μετά από μήνες την μαμά του να στέκεται αγέρωχη, με ένα ποτήρι στο χέρι -περίεργη εικόνα, αφού την είχε συνηθίσει να κρατάει μπουκάλι-, και δίπλα ο μπαμπάς του να προσπαθεί να την καθησυχάσει. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ο Νίκολας στραβοκατάπιε, έσφιξε ασυναίσθητα λίγο περισσότερο το χέρι της Άριελ.

Είναι περίεργη ανθρώπινη συνήθεια, το ότι κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Η Άριελ θυμόταν πολύ καθαρά να της κάνει τρομερή εντύπωση, όταν το είδε για πρώτη φορά. Παλάμη σε παλάμη, δάχτυλα που μπλέκονται ή αγκαλιάζουν το χέρι του άλλου, ο σφυγμός του ενός πάνω στον σφυγμό του άλλου. Δεν υπάρχει μη καλλιτεχνικός τρόπος να κρατήσεις το χέρι κάποιου -κάτι ήξερε ο Ροντέν. Είναι μία κίνηση απλή, μα βαθιά, συμβολική του ανθρώπινου ψυχισμού που ψάχνει και χρειάζεται την επαφή με τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Η Άριελ κοίταξε ανήσυχα τον Νίκολας. Ήταν σιωπηλός, ασυνήθιστα σιωπηλός. Περπατούσε σταθερά, με βεβαιότητα, μα μπορούσε να δει την σύγχυση στα μάτια του και μία μεγάλη ερώτηση να σχηματίζεται μέσα τους: τι κάνει εδώ;

"Νίκολας!" αναφώνησε η γυναίκα και η Άριελ τινάχτηκε στην θέση της, πριν την παρατηρήσει πιο προσεκτικά

Έμοιαζε νέα, πολύ νέα για μαμά τριών παιδιών. Το πράσινο φόρεμά της ήταν τόσο εντυπωσιακό, που έκανε εκείνο της Άριελ να μοιάζει λίγο. Ήταν πράγματι πανέμορφη, η μαμά της είχε δίκιο. Το χαμόγελό της ολόλευκο, φωτεινό, σαν ψεύτικο. Είχε τα μάτια του. Το βλέμμα της Άριελ στάθηκε λίγο εκεί. Οι ρυτίδες στις άκρες τους ήταν ολόιδιες με εκείνες του Νίκολας, το μόνο σημάδι που είχε αφήσει ο χρόνος πάνω της προς το παρόν. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος τους.

Ο Νίκολας και η Άριελ σταμάτησαν μπροστά τους.

"Αγάπη μου-" ξεκίνησε να λέει η γυναίκα σε έναν υπερβολικά δυνατό και μελιστάλαχτο τόνο.

Η Άριελ ασυναίσθητα συνοφρυώθηκε, μία δυσάρεστη μυρωδιά έφτασε στην μύτη της από το στόμα της γυναίκας που έγερνε στα τακούνια της.

"Τι κάνετε εδώ;" ρώτησε απότομα ο Νίκολας και εκείνη κατέβασε τα χέρια της βγάζοντας έναν ενοχλημένο ήχο.

Ο άνδρας -η Άριελ υπέθεσε, από το σχήμα του προσώπου του και τον τρόπο που κοιτούσε το αγόρι δίπλα της, ότι ήταν ο πατέρας του Νίκολας- χαμογέλασε διστακτικά. Φαινόταν γλυκός, σίγουρα πιο ήρεμος από την σύζυγό του. Κράτησε τα χέρια του στις τσέπες του, αποφεύγοντας τις εντυπωσιακές συναισθηματικές εκδηλώσεις.

"Έχουμε μισό χρόνο να σε δούμε. Σκεφτήκαμε να περάσουμε να τα πούμε λίγο" απάντησε ήρεμα και ο Νίκολας χαλάρωσε ελάχιστα, η ώμοι του χαμήλωσαν.

"Τι κάνουν οι μικρές;" τους ρώτησε χαμογελώντας.

Ο πατέρας του φάνηκε να χαίρεται που δεν ήταν τόσο αμυντικός και άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, μα δεν πρόλαβε.

"Τώρα νοιάζεσαι;" ο τόνος της μαμάς του ήταν δηκτικός, η έκφρασή του ξανασκλήρυνε. "Δεν παίρνεις ούτε ένα τηλέφωνο, και τώρα νοιάζεσαι;"

"Παίρνω τηλέφωνο εκείνες, όχι εσένα. Δεν είναι ότι ξέρεις τι γίνεται στο σπίτι σου για να ξέρεις και πότε παίρνω τηλέφωνο" της απάντησε κοιτώντας την μόνο πλαγίως και εκείνη κάγχασε.

"Νίκολας, σε παρακαλώ. Εμείς ήρθαμε εδώ για εσένα-" προσπάθησε ο μπαμπάς του να τον καθησυχάσει και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του γιου του, μα ήταν μάταιο.

"Εσύ ήρθες εδώ για εμένα. Η μαμά ήρθε εδώ για να δώσει σόου" είπε ειρωνικά και το πρόσωπο της γυναίκας συσπάστηκε από την οργή.

Για μία στιγμή, για μία απειροελάχιστη στιγμή, το χέρι της τινάχτηκε προς την κατεύθυνσή του. Ο Νίκολας ούτε που βλεφάρισε. Αντανακλαστικά, τράβηξε την Άριελ ένα βήμα πίσω του. Η Άριελ δεν ήξερε αν έπρεπε να πει κάτι ή να επέμβει. Επέλεξε να μείνει σιωπηλή.

Η μαμά του κατέβασε μία μεγάλη γουλιά από το ποτήρι της. Τα συναισθήματα της άλλαζαν με φρενήρη ρυθμό -από χαρά σε δυσαρέσκεια, σε οργή, σε ηρεμία και πάλι σε οργή.

"Δεν έπρεπε να την φέρεις εδώ" γύρισε και είπε στον πατέρα του, που για μία ακόμα φορά απέτυχε να απαντήσει.

"Μην μιλάς σαν να μην είμαι εδώ!"

"Δεν είσαι εδώ" κοίταξε το χέρι της που έτρεμε, το πώς με το ζόρι στεκόταν όρθια, την απαίσια μυρωδιά του αλκοόλ που εξέπεμπε. "Δεν θα θυμάσαι καν ότι ήρθες αύριο"

"Άκου να σου πω σκατόπαιδο-" έκανε ένα απότομο βήμα προς το μέρος του, τέντωσε το δάχτυλό της προς την κατεύθυνσή του.

Τώρα βλεφάρισε. Η Άριελ πήρε μία κοφτή ανάσα. Η ουλή, Χριστέ μου, η ουλή, σκέφτηκε και τα μάτια της γούρλωσαν. Την φοβάται, έτσι δεν είναι; Άπλωσε το χέρι της τόσο άνετα προς το μέρος του, τόσο φυσικά. Κανείς δεν σηκώνει έτσι το χέρι του για να χαϊδέψει κάποιον, σωστά; Τι κι αν το ποτό κάνει χειρότερα πράγματα από το να την ζαλίζει; Η Άριελ ένιωσε ένα κύμα έκπληξης και θυμού να την σκεπάζει.

Σαν να παρατήρησε μόλις ότι υπήρχε και άλλο άτομο δίπλα στον Νίκολας, η μαμά του στάθηκε πιο στητά, κράτησε το ποτήρι της πιο κομψά, την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα βλέμμα που έκανε την Άριελ να κοκκινίσει νιώθοντας ξαφνικά τρομερά αμήχανα. Η ίδια δεν το ήξερε, αλλά οι γονείς της παρακολουθούσαν σιωπηλά την σκηνή από ένα πιο μακρινό σημείο της αίθουσας.

"Ποιό είναι το τσουλάκι;" η ερώτηση βγήκε αλαζονικά από το στόμα της, το υπεροπτικό της βλέμμα την κάρφωσε σαν βέλος.

Η Άριελ δάγκωσε την γλώσσα της. Ο άγγελος αυτής της γυναίκας είχε από καιρό χάσει το παιχνίδι.

"Μην την πιάνεις στο στόμα σου" γρύλισε ο Νίκολας, πασχίζοντας να μην ακουστεί η φωνή του περισσότερο από όσο χρειαζόταν.

"Ω," αναφώνησε η μητέρα του σε συνειδητοποίηση, "σωστά. Ξέχασα ότι είσαι ο ιππότης με την λευκή πανοπλία κι εγώ το τέρας. Αυτό το κόμπλεξ του ήρωα θα είναι η καταστροφή σου, πάντα το έλεγα. Πρέπει να σώζεις τους πάντες, να φτιάχνεις τα πάντα. Έχεις μία τάση προς τα προβληματικά πλάσματα, έτσι δεν είναι;" το τελευταίο το είπε κοιτώντας την Άριελ και εκείνη χρειάστηκε κάθε στάλα υπομονής που διέθετε για να μην της πει όσα σκεφτόταν.

"Δυστυχώς, με γέννησε ένα" απάντησε προκλητικά -ίσως και για να πάρει την προσοχή από την Άριελ πάλι πάνω του, εκείνος την είχε συνηθίσει- και η μαμά του έσφιξε το σαγόνι της τόσο πολύ που έτριξαν τα δόντια της.

"Τι είπες;" ρώτησε εκείνη ψιθυριστά, απειλητικά.

Ο μπαμπάς του έκανε ένα βήμα μπροστά. "Τέσσα, σε παρακαλώ. Νίκολας...". Κανείς δεν τον άκουσε.

Ο Νίκολας την πλησίασε τόσο, ώστε το πρόσωπό του να είναι ακριβώς μπροστά στα δικό της. "Τι άκουσες;" απάντησε.

Ήταν περίεργο θέαμα. Τα ολόιδια μάτια τους κοιτιόντουσαν μεταξύ τους. Ήταν σαν κάποιος να είχε βάλει έναν καθρέφτη μπροστά στον Νίκολας και κοιτούσε με μίσος την αντανάκλασή του. Μα τα μάτια ήταν ίδια μόνο στο φαίνεσθαι. Αν ήξερες αρκετά καλά το ένα ζευγάρι, το άλλο φαινόταν εντελώς διαφορετικό. Το ένα καφέ κρατούσε καλοσύνη, υπομονή, προφύλασσε την τέχνη του και την αγάπη που είχε να δώσει. Το άλλο καφέ έμοιαζε κενό, μονίμως θυμωμένο με κάτι, ένα απύθμενο πηγάδι, άδειο, στο οποίο ακούγεται συνέχεια ο κενός αντίλαλος της περηφάνιας της. Η γυναίκα ρουθούνισε.

"Τουλάχιστον εμένα με ήθελαν οι γονείς μου"

"Και σταμάτησαν να σου μιλάνε στα δεκαέξι σου. Τρομερή αγάπη" της ανταπάντησε σαν να είχε ακούσει αυτήν την ατάκα χιλιάδες φορές, σαν να την είχε απαντήσει άλλες τόσες στο παρελθόν, σαν να την είχε συνηθίσει.

Η Άριελ ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος της. Γύρισε και πάλι να τον κοιτάξει. Εκείνον δεν τον ήθελαν; Ο Νίκολας τώρα έσφιγγε το χέρι της περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Το έσφιξε κι εκείνη -είμαι εδώ.

"Νίκολας!" αναφώνησε ο πατέρας του.

"Και μάντεψε ποιος φταίει για αυτό" είπε η μητέρα του.

Ο Νίκολας φάνηκε να κλονίστηκε. Βλεφάρισε, έσφιξε το σαγόνι του, τα μάτια του γυάλισαν απότομα. Ο θυμός του έδινε την θέση του σε κάτι άλλο -πόνο. Δύο λιοντάρια που δάγκωναν το ένα το άλλο μέχρι να δουν ποιο θα πονέσει περισσότερο. Η μαμά του απομακρύνθηκε από μπροστά του με ένα θριαμβευτικό, νικητήριο χαμόγελο.

Τι απαίσιο χαμόγελο, σκέφτηκε η Άριελ και συνοφρυώθηκε. Έσταζε δηλητήριο. Είχε μπροστά της το παιδί της και δεν του είχε πει ούτε μία καλή κουβέντα, μετά από τους μήνες που είχε να ακούσει νέα του. Ποιος γονιός είναι τόσο ευτυχισμένος πληγώνοντας το παιδί του, κάνοντας το όσο μίζερο όσο είναι και ο ίδιος;

"Εσείς" της απάντησε η Άριελ αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, θέλοντας απλώς να δείξει στον Νίκολας ότι δεν στεκόταν πίσω του, αλλά δίπλα του.

Η Τερέσσα γύρισε να την κοιτάξει, το ίδιο και ο Νίκολας, αλλά η Άριελ εστιάστηκε στο πρόσωπο της μητέρας του, αναγνώριζε το βλέμμα της. Είχε ζήσει κι άλλες ζωές -πολλές άλλες ζωές, με πολλούς επηρμένους ανθρώπους που νόμιζαν ότι ο Θεός τους έπλασε καλύτερους και ανώτερους από άλλους. Μα η υπεροχή είναι όρος ανθρώπινος. Η Άριελ μπορούσε να κατηγορήσει τον Πατέρα της για πολλά πράγματα -αλλά αυτό τουλάχιστον δεν ήταν δικό του λάθος.

"Συγγνώμη;"

"Αν εσείς δεν μιλάτε πια με τους γονείς σας, δεν φταίει κανείς άλλος πέρα από εσάς" απάντησε με νεύρο τραβώντας μερικά βλέμματα από τριγύρω.

"Άκου να δεις-"

"Σκατόπαιδο; Τσουλάκι; Ή μήπως ξέμεινες από κοσμητικά επίθετα;" επενέβη ο Νίκολας και η κυρία Φλέιμς έκλεισε το στόμα της. "Φύγετε. Η εκδήλωση είναι για παιδιά και γονείς, και τουλάχιστον ο ένας από εσάς έχασε τον τίτλο καιρό πριν".

Ίσως από την ένταση ή ίσως από το βάρος της στιγμής, ένιωσε κάτι να πλακώνει το στήθος του. Είδε την Άριελ πριν να χαιρετάει τους γονείς της -χαμόγελα και αγκαλιές και λέξεις αγάπης. Και η αιώνια απορία του έκανε τα μάτια του να τσούζουν: εγώ τι κάνω τόσο λάθος, για να μην το αξίζω αυτό;

Ο μπαμπάς του τον κοίταξε όχι πληγωμένος, ούτε απογοητευμένος ή θυμωμένος. Τα μάτια του ζητούσαν σιωπηλά συγγνώμη. Συγγνώμη που την έφερα, που την άφησα να πιει, που την αφήνω να πιει και την άφηνα να πιει, που είμαι τόσο αδύναμος να κάνω αυτό που πρέπει, που δεν προστάτευσα εσένα όταν έπρεπε, που δεν ήμουν ο πατέρας που έπρεπε. Συγγνώμη που δεν σου είπα ότι σε αγαπάω πριν νομίσεις ότι δεν το κάνω.

"Στο είπα ότι δεν θα το εκτιμούσε. Αχάριστος, όπως πάντα" έφτυσε τις λέξεις η μητέρα του.

Κατέβασε το υπόλοιπο ποτό της με μία ανάσα, ενώ ο Νίκολας κατέβασε το βλέμμα του στο πάτωμα. Ο μπαμπάς του άπλωσε γλυκά το χέρι του προς το μέρος του, για να του πιάσει τον ώμο, να τον καθησυχάσει ή ίσως να του χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά κάτι τον σταμάτησε -πάντα κάτι σταματούσε αυτόν τον άνθρωπο από το να αγαπάει τον γιο του.

"Πάμε, Τέσσα" της είπε και, κοιτώντας για μία τελευταία φορά τον Νίκολας, έκανε μεταβολή και βγήκε από την αίθουσα.

Η γυναίκα του γύρισε κι εκείνη για να φύγει ικανοποιημένη που για ακόμα μία φορά άφηνε το παιδί της πληγωμένο. Μα το ξανασκέφτηκε. Έκανε δύο γρήγορα βήματα προς το μέρος του. Πλησιάσει το αυτί του, ώστε μόνο εκείνος να ακούσει αυτό που θα του έλεγε. Η Άριελ δεν άκουσε τίποτα, μα δεν χρειαζόταν.

Η εκθαμβωτική γυναίκα φόρεσε το πιο λαμπερό χαμόγελό της και άφησε το ποτήρι της να πέσει στα πόδια της. Τα μικρά θρύψαλα σκορπίστηκαν παντού. Χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε και ακολούθησε τον σύζυγό της έξω από το σχολείο. Έφυγε και, λες και η παρουσία της ήταν κάποιου είδους μαγνητικό πεδίο που τον συγκρατούσε, ο Νίκολας διαλύθηκε σε ακόμα μικρότερα κομμάτια από εκείνα στα πόδια του.

Για εκείνον όλα γίνονταν σε αργή κίνηση. Η Άριελ αναφώνησε και έκανε ένα βήμα πίσω όταν έσπασε το ποτήρι. Η Τερέσσα εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι τώρα τους κοιτούσαν, τους σχολίαζαν και δημιουργήθηκε φασαρία μέχρι να φτάσουν κάποιοι υπεύθυνοι για να καθαρίσουν τα γυαλιά. Αλλά εκείνος ένιωσε ότι πέρασε χρόνια όρθιος σε εκείνη την θέση.

Δεν ήταν τόσο αυτό που του είπε, όσο η δική του σκέψη. Η αναθεματισμένη σκέψη που από μικρό παιδάκι εμφανιζόταν σε κάθε επίθεση και προσβολή της μητέρας του. Η σκέψη που τον στοίχειωνε πέντε χρόνια στην Ακαδημία Λίμπερτι και άλλα δώδεκα στο σπίτι του. Η σκέψη που κρυβόταν στην σκιά του, πάντα πίσω του και εμφανιζόταν μόνο όταν εμφανιζόταν κι εκείνη, που τον γκρέμιζε: έχει δίκιο.

"Κι αν νομίσεις έστω και για μία στιγμή ότι μπορεί ποτέ κάποιος να σε αγαπήσει, να θυμάσαι, γλυκέ μου, ότι ούτε η ίδια σου η μάνα δεν μπόρεσε"

Άφησε το χέρι της Άριελ -τότε μόνο κατάλαβε ότι τα δικά του έτρεμαν. Με μεγάλες δρασκελιές ακολούθησε τα βήματα των γονιών του. Αγνόησε την φωνή της Άριελ που ερχόταν πνιγμένη κάπου από πίσω του, δεν αναγνώρισε το όνομά του στα χείλη της. Προσπέρασε την Ζενισέλ, δεν άκουσε καν την Άλεξ. Βγήκε από την αίθουσα, η διπλή πόρτα έκλεισε πίσω του και σταμάτησε εκεί. Τους είδε να στρίβουν προς την κύρια έξοδο, μα δεν βγήκε για να τους ακολουθήσει. Μάλλον για να επιβεβαιώσει ότι έφευγαν όντως.

"Άριελ! Είσαι καλά; Πού πήγε; Τι του είπε;" η Άλεξ έφτασε δίπλα της τρέχοντας και την βομβάρδισε με ερωτήσεις.

"Δεν ξέρω" απάντησε και στις τρεις ερωτήσεις με την μία.

Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από την κλειστή πόρτα. Πού πήγε; Πήγε να τους βρει;

"Τι έγινε;" ρώτησε η Ρίτα εξίσου ανήσυχη.

Η Άριελ άρχισε να συνέρχεται. Είδε γύρω της τον Λουκ που κρατούσε το χέρι της Ρίτα. Η Άλεξ στεκόταν δίπλα της, με την Μανόν να την κοιτάει προβληματισμένη ένα βήμα πιο πίσω. Ο Ραφ στάθηκε στα αριστερά της Άριελ, σιωπηλός, μα και μόνο η παρουσία του προέδιδε στην Άριελ την σύγχυσή του.

"Ήταν... απαίσιο. Ο μπαμπάς του είπε ότι- Αλλά εκείνη δεν... Θεέ μου, εκείνη ήταν τόσο... τόσο..." ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Ο Φλέιμς είναι περισσότερα από όσα δείχνει. Αυτή η απαίσια συνάντηση έβαλε το τελευταίο κομμάτι στο παζλ. Το στήθος της Άριελ σφίχτηκε στην συνειδητοποίηση που τώρα καθαρά σχηματιζόταν μπροστά στα μάτια της.

"Πρέπει να πάω να τον βρω!" είπε ξαφνικά και ξανακοίταξε την πόρτα.

Κράτησε το φόρεμά της για να μην εμποδίσει τα τακούνια της, καθώς έτρεχε σχεδόν προς τα έξω. Δεν περίμενε κανέναν τους. Εκείνη την στιγμή, την ενδιέφερε μόνο το αγόρι που στεκόταν διαλυμένο έξω από την πόρτα.

"Ναι, φυσικά, πάμε" απάντησε ο Ραφ, ενώ η Άριελ ήδη απομακρυνόταν, αλλά η Άλεξ έβαλε ένα χέρι μπροστά του.

Όχι, του έκανε νόημα. Οι υπόλοιποι την κοίταξαν εξίσου μπερδεμένοι.

"Πρέπει να πάμε, Άλεξ. Μας χρειάζεται" της είπε και κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια της.

Το μαύρο του Θεού του, συνάντησε το πράσινο του δικού της. Ο Ραφ σώπασε με την επιθυμία να πάει έξω να βράζει στο στήθος του.

Ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος. Η Άριελ δεν ήταν η μόνη που άλλαζε.

"Θα σου εξηγήσω εγώ" του είπε η Άλεξ και ο Ραφ κοίταξε μία τελευταία φορά την αδερφή του να ανοίγει την πόρτα που θα την οδηγούσε στο αγόρι που αγαπούσε.

Η λέξη στις σκέψεις του τον έκανε να χαμογελάσει. Τον αγαπούσε. Στράφηκε στην Άλεξ.

"Εντάξει".

Η Άριελ κατέβασε το πόμολο με ορμή, αλλά έσπρωξε την πόρτα διστακτικά. Δεν ήξερε τι θα έβρισκε στην άλλη πλευρά. Δεν άκουγε τίποτα, η μυρωδιά του αλκοόλ είχε εξαφανιστεί. Με μία πιο γενναία κίνηση, άνοιξε λίγο περισσότερο την πόρτα και πέρασε στην άλλη πλευρά.

Τον κοίταξε. Καθόταν σε έναν από τους πάγκους με τα μεγάλα μπορντό μαξιλάρια κατά μήκος του τοίχου, με το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και τους αγκώνες του ακουμπισμένους στα γόνατά του. Η Άριελ ένιωσε και πάλι να πονάει μπροστά στην εικόνα που αντίκριζε. Δεν την είχε αντιληφθεί, μέχρι που έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Τότε μόνο σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Δάγκωσε τα χείλη της. Το αγόρι της, το χαμογελαστό αγόρι της με το αστείο στα χείλη και τις ρυτίδες χαμόγελου στα μάτια, την κοιτούσε τώρα με κόκκινα μάτια και παλάμες που γυάλιζαν από τα δάκρυα που σκούπιζαν.

Καθάρισε τα μάτια του και κοίταξε μπροστά του.

"Δεν χρειάζεται να είσαι εδώ" η φωνή του της ράγισε την καρδιά.

"Νίκολας..." έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του.

"Είμαι καλά"

"Ξέρω ότι-"

"Πάνε μέσα, έρχομαι σε λίγο"

Σηκώθηκε όρθιος, την πλησίασε. Απέφυγε το βλέμμα της. Τώρα δάκρυσε και η Άριελ. Έτσι είναι να αγαπάς; Να πονάς με τον πόνο του άλλου;

"Πήγαινε να πεις στην Άλεξ ότι όλα είναι καλά γιατί είμαι σίγουρος ότι έχει φρικάρει". Την έσπρωξε από την μέση μέχρι την πόρτα. Μουρμούριζε γρήγορα, σχεδόν κάτω από την ανάσα του. "Και στην Ζενισέλ ότι- Χριστέ μου, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη και στην Ζενισέλ. Δεν ήξερα ότι θα ερχόταν, ποτέ δεν έρχεται-"

"Να ζητήσεις συγγνώμη; Εσύ για τι να ζητήσεις συγγνώμη;" ρώτησε σαστισμένη, μα δεν της απάντησε.

"Και οι γονείς σου. Δεν μπορώ να φανταστώ τι σκέφτονται για εμένα αυτήν την στιγμή... Ίσως να μιλήσω και σε αυτούς-"

"Νίκολας!" του φώναξε και επιτέλους σταμάτησε.

Μπήκε μπροστά του. Εκείνος κοιτούσε το πάτωμα. Είχε σκουπίσει τα μάτια του, μα τα μάγουλά του παρέμεναν βρεγμένα. Η Άριελ έφερε απαλά τα χέρια της στο πρόσωπό του. Έκλεισε απότομα τα μάτια του. Χάιδεψε τα ζυγωματικά του, πέρασε τα δάχτυλά της από τις ρυτίδες που αγαπούσε, ακούμπησε την ουλή στο σαγόνι του, ελπίζοντας ότι κάπως θα την εξαφάνιζε, θα ανακούφιζε τον πόνο του, θα έπαιρνε κάθε κακή ανάμνηση και θα την έκανε δικιά της.

"Δεν πάω πουθενά" του είπε και προσπάθησε να τον κάνει να την κοιτάξει.

"Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν είναι τίπο-" προσπάθησε να ακουστεί θυμωμένος, αλλά απέτυχε.

"Κοίτα με" του είπε γλυκά.

Κοίτα την, ψιθύρισε μια φωνή μέσα του.

"Έλα Φλέιμς, η Ρίτα έκανε μαγικά με το μέικ απ, μην απαξιείς έτσι το έργο της" προσπάθησε να αστειευτεί, μα και η δική της φωνή ράγιζε.

Ο Νίκολας έκανε μία θλιβερή προσπάθεια να γελάσει. Έγειρε το πρόσωπό του στο χέρι της, άφησε τον εαυτό του να προσποιηθεί ότι έπαιρνε λίγη από την αγάπη που στερήθηκε. Και τελικά, άνοιξε τα μάτια του για το κορίτσι που αγαπούσε. Του χαμογέλασε. Και εκείνος λύγισε. Το πρόσωπό του ράγισε. Την τράβηξε στην αγκαλιά του, έσφιξε τα χέρια του γύρω της, έκρυψε τις ουλές που φαίνονταν στην πλάτη της κι εκείνη τον αγκάλιασε πίσω.

Άφησε ελεύθερο έναν λυγμό και όλα τα δάκρυα που δεν άντεχε άλλο να κρατάει, όχι μπροστά της.

"Συγγνώμη. Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη..." έλεγε ξανά και ξανά μέσα από τους λυγμούς του.

Η Άριελ τον έσφιξε κι άλλο. Λες κι αν τον κρατούσε αρκετά σφιχτά, τα κομμάτια του θα ξαναενώνονταν. Να το τελευταίο κομμάτι της αινιγματικής φράσης της Άλεξ: Ο Φλέιμς είναι περισσότερα κομμάτια από όσα δείχνει. Ένα παζλ που ο ίδιος πάλευε να φτιάξει, μέχρι που εμφανιζόταν το προσωπικό του τέρας και το διέλυε σαν πύργο από τραπουλόχαρτα.

"Δεν έχεις να απολογηθείς για τίποτα. Με ακούς; Για τίποτα. Δεν έκανες τίποτα λάθος" του ψιθύρισε στο αυτί.

Έμειναν έτσι για αρκετή ώρα. Στην μία πλευρά της ψηλής ξύλινης πόρτας πολλά παιδιά και οι γονείς τους μετρούσαν αντίστροφα για το νέο έτος και στην άλλη πλευρά ένα έφηβο αγόρι χωρίς παιδική ηλικία έκλαιγε στην αγκαλιά ενός αγγέλου χωρίς φτερά.

"3... 2... 1... Καλή χρονιά!" ακούστηκαν συγχρονισμένες εκατοντάδες φωνές, πνιγμένες εξαιτίας της πόρτας.

Ο Νίκολας γέλασε με έναν παράδοξο τρόπο. "Σωστά," μουρμούρισε. "Καλή χρονιά, τζίντζερ".

Η Άριελ χαμογέλασε και βγήκε από την αγκαλιά του για να κοιτάξει το πρόσωπό του. Έμοιαζε με ξαφνικά με τον εαυτό του, τον χαρούμενο εαυτό του με το παιχνιδιάρικο ύφος και τα ανόητα αστεία. Αυτοί οι ηθοποιοί και οι μάσκες τους.

"Καλή χρονιά, Νίκολας" του απάντησε και του χαμογέλασε.

"Λες να χρειαζόμαστε γκι ή..." την ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου και η Άριελ γέλασε.

Έπιασε το πέτο του σακακιού του και τον φίλησε. Αγνόησε την αλμυρή γεύση από τα δάκρυα στα χείλη του, επέλεξε να ξεχάσει το πώς ένα λεπτό πριν έκλαιγε στο ώμο της, αφού αυτό φαινόταν να θέλει κι εκείνος. Απομακρύνθηκε ελάχιστα από το πρόσωπό του και άφησε ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπό της, σαν εκείνο το ασυναίσθητο που φόρεσε εκείνος.

"Θέλεις να μιλήσεις;" τον ρώτησε και το χαμόγελό του έσβησε λίγο.

"Θα προτιμούσα να επιστρέψουμε στην τελευταία δραστηριότητα" της απάντησε και έσκυψε προς το μέρος της, για να την ξαναφιλήσει.

Η Άριελ τον άφησε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και ο Νίκολας τα δικά του γύρω από την μέση της. Αφέθηκαν και οι δύο για λίγο στην ανακουφιστική επίδραση του φιλιού, στην κάψα που έκαιγε το στήθος τους και τους έκανε να πλησιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Τα χέρια τους παραστρατούσαν πιο εύκολα, μερικές ανάσες τραβούσαν και ακαθόριστους ήχους μέσα από τον λαιμό τους.

Αλλά ακόμα κι αυτό κάποια στιγμή θα τελείωνε. Τα πόδια της Άριελ είχαν χαλαρώσει, γιατί εμπιστεύονταν τα χέρια του Νίκολας να την κρατήσουν όρθια, όπως είχαν ξανακάνει αρκετές φορές - δεν την άφηνε ποτέ να πέσει. Το κόμπλεξ του ήρωα.

Οι λέξεις, που είχε  πει η μητέρα του Νίκολας, εμφανίστηκαν απρόθυμα στο μυαλό της Άριελ. Η δυσφορία που της έφερε η ανάμνηση της σκηνής την έκανε να απομακρυνθεί. Ο Νίκολας έκανε να ξαναπλησιάσει, μα η Άριελ έσκυψε το κεφάλι της. Ήταν πράγματι ένα ακόμα προβληματικό άτομο στην ζωή του; Κι αν ήταν απλώς ένα ακόμα βάρος που ένιωθε υποχρεωμένος να κουβαλήσει; Ο Νίκολας ήταν άνθρωπος που ήθελε να κάνει τους γύρω του χαρούμενους, ακόμα και σε βάρος του εαυτού του. Τι κι αν ήταν απλά αυτή η επιθυμία του που τον τραβούσε προς την Άριελ;

"Τι έγινε;" την ρώτησε με φωνή βραχνή.

"Θέλω να μιλήσουμε"

Την κοίταξε προβληματισμένος.

"Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Είναι το "τα λόγια της μέγαιρας με επηρέασαν και έχω αμφιβολίες για την αξία μου" βλέμμα" της είπε.

"Δεν είναι αστείο, Νίκολας"

"Κι όμως, Άριελ," τόνισε περίεργα το όνομά της, "είναι. Αφήνεις μία γυναίκα που δεν σε ξέρει καν, να σε επηρεάσει"

"Ναι, αλλά τι κι αν έχει δίκιο;"

Ο Νίκολας προσπάθησε να μην δείξει πώς αυτήν την ερώτηση την ένιωσε σαν κλωτσιά στο στομάχι.

"Δεν έχει"

"Και πού το ξέρεις;"

"Γιατί ξέρω εσένα. Σε αυτό βασίζομαι, στο ότι σε ξέρω"

"Τι κι αν βλέπεις μόνο αυτά που θες; Τι κι αν είμαι πράγματι ένα ακόμα άτομο να σώσεις; Τι κι αν τίποτα από αυτά δεν είναι αληθινό και απλά νιώθεις μία αδικαιολόγητη ευθύνη απέναντί μου;" τον ρώτησε και η φωνή της ανέβηκε απότομα σε ένταση και ταχύτητα.

"Τι; Όχι! Δεν ισχύει τίποτα από αυτά!"

"Μα-"

"Αν έχει δίκιο για σένα, θα έχει και για εμένα" της είπε και έκοψε απότομα την φόρα της. "Αν μέσα σε πέντε λεπτά κατάφερε να καταλάβει πράγματα που μετά από τρεις μήνες αγωνιώδους προσπάθειας ακόμα προσπαθώ να καταλάβω για σένα, τότε θα έχει δίκιο και για μένα που με ξέρει από πάντα. Το πιστεύεις αυτό;"

"Όχι, φυσικά!"

"Τότε ορίστε η απάντησή σου" είπε ψυχρά και της γύρισε την πλάτη.

Συγχυσμένος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και κάθισε στον πάγκο που καθόταν και πριν.

Δεν είναι για μένα αυτό, σκέφτηκε η Άριελ αφήνοντας πίσω την υστερία. Δεν ήμουν εγώ ο στόχος της, αλλά ο Νίκολας. Το άτομο που προσπαθούσε να πληγώσει ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά της. Κόμπλεξ το ήρωα. Μα τι ηλίθιο. Ας βαφτίσει την αλαζονεία της αυτοεκτίμηση και την αγένεια της ειλικρίνεια, μα στην καλοσύνη του Νίκολας δεν μπορούσε να δώσει άλλο όνομα, όσο κι αν το ήθελε. Προσπάθησε να κάνει το παιδί της το ίδιο μίζερο με εκείνη και τώρα που βλέπει ότι απέτυχε, αρνείται να το αποδεχτεί.

"Θα μου πεις μία ιστορία;" τον ρώτησε αιφνιδιάζοντας τον.

Σήκωσε το βλέμμα του προς το δικό της, προσπάθησε να ανασυνταχθεί να είναι πάλι ο εαυτός του -ο σωστός εαυτός του, ο μισός, ο πιο φωτεινός.

"Τι ιστορία;"

Η Άριελ έκατσε δίπλα του και του χαμογέλασε γλυκά.

"Μια ιστορία για ένα αγόρι και ένα τέρας με πράσινο φόρεμα"

Γέλασε. "Δεν είμαι καλός στις ιστορίες, όχι όσο εσύ"

"Τότε πες μου την αλήθεια" του ζήτησε απλά, χωρίς να το απαιτεί, να του το επιβάλλει, να τον πιέζει.

"Κι αν σε τρομάξει η ιστορία;"

"Δεν θα πάω πουθενά"

"Σε προειδοποιώ, δεν είναι ευχάριστη"

"Δεν θέλω να ξέρω μόνο τα ευχάριστα"

Και με αυτήν την πρόταση, άνοιξε το στόμα του και της μίλησε για τα πάντα.

"Η μαμά μου ήταν μόλις δεκαεφτά, όταν με έκανε. Και από ξεκινάνε βασικά όλα. Της στέρησα το μέλλον της. Ήταν ανήλικη και οι γονείς της εντελώς θρησκευόμενοι, οπότε δεν θα συμφωνούσαν ποτέ σε έκτρωση. Τους ικέτευσε, τους είπε ότι ήθελε να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει, να κάνει καριέρα, τους είπε ότι ένα παιδί απείχε σίγουρα μία ακόμα δεκαετία από τα σχέδιά της. Δεν άλλαξαν γνώμη. Την ανάγκασαν να με κρατήσει, να παντρευτεί τον μπαμπά μου και να μείνει μαζί του. Τελείωσε το λύκειο, αλλά δεν πήγε ποτέ πανεπιστήμιο"

"Μα μπορούσε αργότερα, σωστά;"

"Για την μαμά μου, από την στιγμή που πήγε στραβά το αρχικό σχέδιο, εξαφανίστηκε εντελώς το σχέδιο. Όταν με έκανε, οι δικοί της τής έδωσαν πολλά λεφτά και μετά εξαφανίστηκαν από την ζωή της. Δεν μπορούσαν να αντέξουν το βάρος της αποτυχίας της, είπαν. Ο κόσμος θα λέει τα χειρότερα, είπαν. Την παράτησαν οι γονείς της, παντρεύτηκε τουλάχιστον μισή δεκαετία πριν από ό,τι υπολόγιζε, δεν θα σπούδαζε, δεν θα δούλευε. Οπότε όταν γεννήθηκα, το πιο εύκολο ήταν να κατηγορήσει εμένα.

"Μέχρι να γίνω τριών, προσπάθησε, μου είπε ο μπαμπάς. Προσπάθησε να με αγαπήσει, να με μεγαλώσει, αλλά απλά δεν μπορούσε". Ανασήκωσε τους ώμους του, σαν να μην είχε σημασία, σαν να μιλούσε για την ζωή κάποιου άλλου. "Με μισούσε -και με μισεί- γιατί είμαι η ζωντανή υπενθύμιση ότι δεν έκανε ποτέ αυτά που ήθελε. Άρχισε να πίνει. Και από τότε που μπορώ να την θυμηθώ, πιο συχνά την έβλεπα μεθυσμένη παρά νηφάλια. Μου φαινόταν περίεργο που η δασκάλα δεν μύριζε αλκοόλ ή που οι άλλες μαμάδες δεν παραπατούσαν και δεν φώναζαν. Και μετά από λίγο καιρό κατάλαβα.

"Εξάλλου, δεν έπινε απλά και ξεραινόταν στον καναπέ. Δεν θα ήταν ενδιαφέρουσα η ιστορία έτσι. Ήμουν πέντε, την πρώτη φορά που," γέλασε.

Η Άριελ πόνεσε στο άκουσμα αυτού του γέλιου.

"...που, ας πούμε, σήκωσε το χέρι της. Ο μπαμπάς έλειπε στην δουλειά, όπως πάντα, και η νταντά είχε σχολάσει. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα, τα κομμάτια εν πάση περιπτώσει που έκαναν εντύπωση σε ένα πεντάχρονο. Η ανάμνηση ξεκινάει πάντα με εκείνη να μουγκρίζει και να παραπατάει στον διάδρομο. Σωριάζεται στον καναπέ και πάω να την πλησιάσω. Με σπρώχνει, πέφτω στο πάτωμα και, όπως υποθέτω θα έκανε κάθε παιδάκι, άρχισα να κλαίω. Δεν ανέχτηκε πάνω από τρία δευτερόλεπτα. Ήταν η τελευταία φορά που έκλαψα μπροστά της"

Η Άριελ παρατήρησε τις κλειδώσεις των δαχτύλων του να γίνονται άσπρες από το πόσο έσφιγγε τα χέρια του. Ακούμπησε το δικό της πάνω τους. Την κοίταξε πριν συνεχίσει.

"Δεν ήταν εύκολο να κρύβομαι. Έψαχνε όλα τα ντουλάπια της κουζίνας, είχε κλειδιά για το δωμάτιό μου και για το μπάνιο. Φυσικά, στο δικό της δωμάτιο δεν τόλμησα ποτέ να κρυφτώ, φοβόμουν ότι έκρυβε παγίδες εκεί μέσα. Ευτυχώς, μετά έμαθα το κόλπο με το να αφήνεις το κλειδί στην πόρτα, αυτό βοήθησε αρκετά" χαμογέλασε πικρά, γιατί δεν είχε κουράγιο για κάτι άλλο, κάτι περισσότερο.

Άκουγε τις φωνές της στο κεφάλι του.Εσύ! Εσύ φταις για όλα, εσύ! Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που έμεινα έγκυος! Αν μπορούσα να σε σκοτώσω, θα το έκανα. Αλλά αυτά δεν τα έλεγε δυνατά.

"Και μετά ήρθαν οι αδερφές μου. Εγώ ήμουν εφτά. Μετά από τέσσερα χρόνια που κατέβαζε το ένα μπουκάλι μετά το άλλο, σταμάτησε. Για έναν ολόκληρο χρόνο, για την ακρίβεια. Νομίζω ότι ήθελε να το κάνει σωστά την δεύτερη φορά. Όταν τα δίδυμα, η Όντρεϊ και η Κάθριν, έφτασαν στο σπίτι, όλοι ήταν ξαφνικά τρομερά ευτυχισμένοι. Όλοι ήθελαν να τα πάνε καλύτερα. Η μαμά δεν έπινε, ο μπαμπάς ερχόταν στο σπίτι πιο νωρίς και για σχεδόν μισό χρόνο η μαμά με κοιτούσε στα μάτια.

"Νόμιζα ότι όλα θα έφτιαχναν. Οι μικρές έκαναν την οικογένεια μας πραγματική οικογένεια και δεν ήθελα τίποτα παραπάνω. Αλλά φυσικά ούτε αυτό κράτησε" το μικρό χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του, καθώς μιλούσε για τις αδερφές του, χάθηκε σε μία σφιγμένη έκφραση. "Η μαμά ξανάρχισε να πίνει. Έχασε μια συνέντευξη για δουλειά και σκέφτηκε ότι, ένα ποτήρι δεν θα πειράξει. Και το ένα οδήγησε σε πολλά άλλα. Οπότε έφτασε η ώρα να τα πάω εγώ καλύτερα. Κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι μεθυσμένη, έπαιρνα τις μικρές και κλειδωνόμασταν στο δωμάτιο μου και τις απασχολούσα. Όπως μπορούσα: παιχνίδια, βιβλία, μουσική"

Το πρόσωπό του φωτίστηκε, καθώς μιλούσε για τις αδερφές του. Η Άριελ το είχε παρατηρήσει και άλλες φορές, όταν αναφερόταν στην Όντρεϊ και την Κάθριν, δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει. Και τώρα έβλεπε γιατί: οι αδερφές του ήταν η πρώτη πραγματική οικογένεια που είχε μέσα στην οικογένειά του. Το πρώτο πράγμα που έκανε σωστά. Τις προστάτευε από την μαμά τους, από κάθε εικόνα και λέξη που δεν ταιριάζει σε αναμνήσεις μικρού παιδιού, και τις διασκέδαζε στην απουσία του μπαμπά τους.

"Δημιουργούσαμε κόσμους σε εκείνο το δωμάτιο. Βασίλεια ολόκληρα και έπαιζα όποιον ρόλο μου ζητούσαν, μέχρι τα γέλια τους να καλύπτουν τις φωνές της μαμάς" άνοιξε την παλάμη του και έμπλεξε τα δάχτυλά τους. "Και μετά, στα δώδεκα μου, με έστειλαν εδώ. Η μαμά νόμιζε ότι αυτό θα άλλαζε τα πράγματα. Και, πράγματι, άλλαξαν, έστω λίγο. Μιλάω με τις μικρές κάθε εβδομάδα από τότε. Ξέρουν πότε να πηγαίνουν στο δωμάτιο και πώς να κλειδώνουν, αν και σε εκείνες η μαμά ποτέ δεν έκανε κάτι. Είναι καλά, είναι ασφαλείς και, ακόμα κι αν είμαι μακριά, αυτό έχει σημασία για εμένα" τελείωσε την εξιστόρηση και, σαν να έφυγε ένα ακόμα μικρό βάρος από πάνω του, γύρισε να την κοιτάξει.

Η Άριελ σήκωσε το ελεύθερο χέρι της και ακούμπησε την ουλή που είχε δει το βράδυ της φωτιάς.

"Και αυτό;" ρώτησε ψιθυριστά.

"Αυτό, νομίζω, ήταν ένα σπασμένο μπουκάλι τζιν"

Μέχρι να το πει αυτό, η Άριελ δεν είχε καταλάβει ότι ήταν και πάλι βουρκωμένη.

"Δεν είναι δίκαιο"

"Η ζωή το συνηθίζει"

"Ναι, αλλά υποτίθεται ότι-"

"Δεν έχει σημασία, τζίντζερ. Δεν πειράζει. Τελείωσε, ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Εγώ είμαι ο άνθρωπος που είμαι, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Σε μερικούς μήνες γίνομαι δεκαοκτώ και δεν θα τους χρωστάω τίποτα. Ο μόνος λόγος που δεν έχω ήδη ξεκόψει είναι γιατί θέλω να έχω επαφή με τις αδερφές μου και, φυσικά, γιατί πληρώνουν τα δίδακτρα"

Σώπασαν.

"Ακόμα σου χρωστάω κάτι" του είπε και χαμογέλασε. "Δεν ξέρω αν είναι νωρίς ακόμα, αλλά δεν νομίζω να υπάρχει σωστή ή λάθος στιγμή για να πει κανείς κάτι τέτοιο. Οπότε..." έπιασε με τα δυο χέρια της και τα δύο χέρια του.

Τον έβλεπε να αφήνει και πάλι το σκοτάδι πίσω του, τον έβλεπε να γίνεται ο Νίκολας που ήξερε. Πλάγιο χαμόγελο, μία λογοτεχνική αναφορά να ετοιμάζεται κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού του. Μα πλέον θα έβλεπε πάντα στα μάτια του εκείνο το μικρό σκοτεινό σημείο, που δεν άφηνε κανέναν να δει. Και πώς μπορούσε να μην τον αγαπήσει λίγο περισσότερο για αυτό;

"Εγώ..."

"Εσύ..."

Τον σκούντηξε παιχνιδιάρικα.

"Σε α-"

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της. Η πόρτα άνοιξε απότομα, μα δεν ακούστηκε τίποτα -τίποτα πέρα από τον εκκωφαντικό ήχο του συναγερμού πυρκαγιάς που είχε ενεργοποιηθεί και τον όχλο που ετοιμαζόταν να βγει τρέχοντας από την αίθουσα του χορού.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top