ΤΡΙΆΝΤΑ ΈΝΑ
Song: Αφήνομαι by Κωστής Μαραβέγιας
Το πρώτο τους βήμα μέσα στην αίθουσα το κατάπιε η φασαρία. Η τραπεζαρία που είχαν συνηθίσει να βλέπουν στα γεύματα της ημέρας είχε μεταμορφωθεί. Οι ροτόντες και οι καρέκλες είχαν εξαφανιστεί. Περιμετρικά της αίθουσας υπήρχαν μπουφέδες με ποτά -αλκοολούχα και μη-, σνακ και διάφορα βάζα με λουλούδια.
Η Άριελ άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί ανάμεσα στους συμμαθητές της και τους γονείς τους. Όλοι έμοιαζαν εντελώς διαφορετικοί. Η σχολική στολή τους έδινε έναν χαρακτήρα -πλούσια παιδιά, ιδιωτικό οικοτροφείο, κύρος, ανωτερότητα. Μα τα ρούχα που φορούσαν τώρα, κοστούμια και ακριβά φορέματα, δεν ήταν απλώς εντυπωσιακά, ήταν συμβολικά. Κολλαριστά πουκάμισα, τουαλέτες με ουρές ή πούλιες, γυαλιστερά μαύρα λουστρίνια, όλα φώναζαν ένα πράγμα: οι γονείς μου έχουν λεφτά και, όπως συνήθως συνεπάγεται, δύναμη.
"Γαμώτο!" αναφώνησε η Άλεξ και η Άριελ γύρισε να την κοιτάξει. "Τους είπα να βάλουν την θέση μου από την άλλη πλευρά!" φώναξε και έδειξε προς την πλευρά της ορχήστρας.
Η Ρίτα και η Άριελ κοιτάχτηκαν και κρυφογέλασαν.
"Άλεξ, δεν πιστεύω να είσαι αγχωμένη" ρώτησε με υπονοούμενο η Ρίτα.
"Ποιος; Εγώ; Αγχωμένη; Εγώ που οι δικοί μου με σέρνανε σε ρεσιτάλ από τα έξι μου;" απάντησε με έναν καθόλου πειστικό τρόπο.
Οι δύο φίλες της την κοίταξαν δύσπιστα, ενώ εκείνη απέφευγε το βλέμμα τους με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της. Για κακή του τύχη εκείνη την στιγμή περνούσε από μπροστά τους ο Ζακ, το πρώτο βιολί.
"Εσύ θα την πληρώσεις τώρα" γρύλισε μέσα από τα δόντια της η καστανή κοπέλα και άρχισε να περπατάει εκνευρισμένα, αλλά παραδόξως με χάρη, μέχρι τον καημένο μουσικό.
Τα δύο κορίτσια γέλασαν σιγανά, μέχρι που η Ρίτα σκούντηξε την Άριελ. "Κοίτα!" αναφώνησε και έδειξε προς μία πλευρά της αίθουσας.
Η Άριελ μετέφερε το βλέμμα της εκεί. Μία μικρόσωμη γαλλιδούλα, προχωρούσε με το εντυπωσιακό μαύρο φόρεμά της προς την κατεύθυνση της Άλεξ. Η Μανόν κρατούσε στα χέρια της δύο ποτήρια με μία πολλά υποσχόμενη ποσότητα ποτού. Η Άλεξ ήταν απασχολημένη να φωνάζει στον Ζακ και στην τελική να αλλάζει τις καρέκλες και τα αναλόγια μόνη της και για αυτό δεν την παρατήρησε αρχικά. Πρέπει κάτι να είπε η ξανθιά κοπέλα, γιατί ξαφνικά η Άλεξ άφησε τρομαγμένη μία καρέκλα να πέσει με κρότο στο πάτωμα. Κοίταξε την Μανόν, γέλασε ανακουφισμένη και, αφού μάζεψε την καρέκλα, δέχτηκε το ποτήρι που της προσέφερε.
"Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό..." σχολίασε η Άριελ με ένα πλάγιο χαμόγελο και η Ρίτα την έπιασε αγκαζέ.
"Θα πάει το βουνό στον Μωάμεθ" συμπλήρωσε την φράση της φίλης της και αυτήν την φορά ένευσε προς μία διαφορετική κατεύθυνση.
Τα αγόρια τις κοιτούσαν ήδη. Το ανεπαίσθητο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπα και των τριών προέδιδε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Ραφ έμοιαζε περήφανος. Η Άριελ προσπάθησε να αποτυπώσει στην μνήμη της αυτήν την σπάνια εικόνα -της επιδοκιμασίας, της αποδοχής, της εκτίμησης και, πάνω από όλα, της ειλικρινούς αγάπης που φάνταζε να καθρεφτίζεται στα μάτια του σαν σπίθες. Μια ζεστασιά την έλουσε στην συνειδητοποίηση: την αγαπούσε. Και, πλέον, την αγαπούσε πραγματικά. Είχαν περάσει και παλαιότερα μήνες μαζί στην γη, αλλά τώρα κάτι είχε αλλάξει. Τώρα την έζησε περισσότερο, την άκουσε περισσότερο, άνοιξε τον εαυτό του στον πόνο που αρνιόταν να δει μέσα της. Αυτήν την φορά, ο αρχάγγελος λύγισε.
Και επέτρεψε στον εαυτό της μία μικρή, ανώφελη σκέψη: Λες αν ο Πατέρας περνούσε λίγο καιρό μαζί της, να την καταλάβαινε κι εκείνος;
Τα μάτια του Λουκ δεν εστίασαν στην Άριελ για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Η προσοχή του ήταν εξ αρχής στραμμένη στην πανέμορφη κοπέλα με το ροζ φόρεμα. Και δεν ήταν τα ρούχα, όχι. Ο Λουκ δεν νοιαζόταν για αυτά τα πράγματα, τα επιφανειακά, τα ρηχά, τα ασήμαντα. Ειδικά στην Ρίτα, το πρώτο που πάντα έμοιαζε να τον τραβά ήταν η ενέργειά της, πριν καν την εντοπίσει σε έναν χώρο. Η Άριελ το έβλεπε στον τρόπο που ασυναίσθητα χαμογελούσε ή στεκόταν πιο στητά, όταν η Ρίτα έμπαινε στην τάξη, στην τραπεζαρία ή σε ένα δωμάτιο, ακόμα κι αν είχε την πλάτη του στραμμένη προς την πόρτα.
Και τέλος, η Άριελ άφησε το δικό της βλέμμα να συναντηθεί με εκείνο που επιθυμούσε περισσότερο. Πώς το είχε πει ο Ελύτης; Νίκη όπου έχω νικηθεί.* Όταν κοιτούσε παλιά τον Ραφ, ένιωθε πως με το βλέμμα της έπρεπε πάντα κάτι να ψάξει, κάτι να βρει, κάτι να καταλάβει, να διεκδικήσει, να αποδείξει, να κερδίσει. Μα εδώ; Εδώ ήταν όλα απλωμένα μπροστά της. Ό,τι ζητούσε της το έδινε πριν το ζητήσει. Μία μάχη όπου και οι δύο είναι νικητές και χαμένοι. Η ψυχή του έμοιαζε να κολυμπάει στα μάτια του, εκτεθειμένη στα ξένα μάτια.
Όχι, όχι σε ξένα, στα δικά της. Μόνο στα δικά της.
Το χαμόγελο του Νίκολας ήταν μία διαφορετική, ίσως πιο προσωπική υπόθεση. Ήταν μάρτυρας μίας σχεδόν αλαζονικής σκέψης: είναι δική σου. Όχι με την κτητική, επιθετική έννοια της λέξης. Ο Νίκολας δεν πίστευε σε αυτά - ήθελε να ανήκει στον εαυτό του και ήξερε ότι και όλοι οι υπόλοιποι ανήκαν στον δικό τους. Αλλά όταν έβλεπε το χαμόγελό της, άφηνε τον εαυτό το να είναι εγωιστής. Γιατί εκείνο το χαμόγελο ήταν αποκλειστικά δικό του. Είχε παλέψει για αυτό, το είχε κερδίσει επάξια. Είναι δικό σου, έλεγε και ξαναέλεγε, γιατί δεν το πίστευε. Γιατί μέσα σε όλα όσα είχε δει, όσα είχε ζήσει στα δεκαεφτά χρόνια της ύπαρξής του, δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το άξιζε.
Και οι δύο νικημένοι, μα για τέτοια ήττα, ποιος δεν θα παρέδιδε τα όπλα; Ποιος δεν θα γονάτιζε οικειοθελώς μπροστά στην γκιλοτίνα; Προδοσία και αυτοκαταστροφή, ε; Ποιος προέδιδε ποιον και ποιος κατέστρεφε ποιον; Ο ένας τον άλλον ή εκείνοι τους εαυτούς τους; Ή ίσως κανένας και τίποτα. Ίσως η καταστροφή να μην είχε καμία θέση σε αυτήν την ιστορία.
Ναι, αυτή είναι η καλύτερη απάντηση. Κανένας και τίποτα. Σιωπή. Όπως η ησυχία πριν την καταιγίδα.
Οι πέντε τους άρχισαν να πλησιάζουν μεταξύ τους. Βρέθηκαν στην μέση της πίστας με τα άσπρα, μπλε και κόκκινα φώτα να χρωματίζουν τα πρόσωπά τους.
"Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι είστε πανέμορφες" δήλωσε ο Λουκ και η Ρίτα κοκκίνισε λες και δεν της το είχε ξαναπεί ποτέ κανείς.
"Θα συνεχίσω λέγοντας πως έχει δίκιο" είπε ο Νίκολας και άπλωσε το χέρι του προς την Άριελ.
Εκείνη το έπιασε αντανακλαστικά. Αντανακλαστικά, ποιος να το φανταζόταν; Ο Νίκολας την τράβηξ,ε ώστε η πλάτη της να ακουμπάει στο στέρνο του και το πηγούνι του στην καμπύλη του λαιμού της. Η ανάσα του έκαιγε το δέρμα της.
"Όσο δραματική κι αν ήταν η μέρα που πήρατε τα φορέματα, άξιζε" συμφώνησε μέχρι και ο Ραφ και τα κορίτσια χαμογέλασαν.
"Και εσείς δεν είστε κακοί" σχολίασε δήθεν αδιάφορα η Άριελ και τα αγόρια απάντησαν με ένα ομαδικό επιφώνημα πόνου.
"Εμείς σας πλέξαμε ολόκληρο εγκώμιο για ένα 'δεν είστε κακοί';" ρώτησε προσβεβλημένος ο Λουκ.
"Σκληρή κριτική, τζίντζερ" της ψιθύρισε ο Νίκολας στο αυτί και όσο κι αν ήθελε να γελάσει, απλά ανατρίχιασε.
"Η Άλεξ που είναι;" ρώτησε ο Λουκ και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Ρίτα.
"Νομίζω σταμάτησε να δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στον Ζακ πριν κανένα πεντάλεπτο και τώρα είναι ο Γκάτσμπυ στην Ντέιζι της Μανόν" απάντησε η Άριελ και η Ρίτα τους έδειξε τα δύο κορίτσια που τώρα μιλούσαν χαλαρά στις καρέκλες της ορχήστρας.
"Κακό παράδειγμα για ρομαντική ιστορία" είπε ο Νίκολας, μα δεν του έδωσε σημασία.
Η Άλεξ γέλασε δυνατά και η Μανόν χαμογέλασε πλατιά με κοκκινισμένα μάγουλα από το ποτό.
"Δείχνει χαρούμενη, έτσι δεν είναι;" ρώτησε συγκινημένα η Άριελ χωρίς να πάρει τα μάτια της από την φίλη της και έσφιξε το χέρι του Νίκολας που ήταν τώρα τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της.
"Ναι. Δείχνει όντως χαρούμενη" απάντησε εξίσου απορροφημένος και ευχαριστημένος με την σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά τους.
"Πρέπει να πάω να αλλάξω" είπε η Ρίτα, διακόπτοντας την μικρή σιωπή που επικράτησε στην παρέα. "Εμείς ανοίγουμε την γιορτή".
"Θες βοήθεια με κάτι;" ρώτησε η Άριελ.
"Όχι, όχι" απάντησε χωρίς να την κοιτάξει.
"Θες μήπως να έρθω μαζί σου;" ρώτησε ο Λουκ.
"Δεν χρειάζεται, αλήθεια. Άμα έχω χρόνο, θα σας βρω πριν ξεκινήσουμε, διαφορετικά μετά την παράσταση" απάντησε και, αφού φίλησε τον Λουκ απομακρύνθηκε χαιρετώντας τους άλλους στην κουζίνα που διαμορφώθηκε, ειδικά για την γιορτή, σε καμαρίνια.
Μια όμορφη κιθάρα άρχισε να παίζει στα ηχεία.
"Ραφ χορεύουμε;" ρώτησε χιουμοριστικά σοβαρά ο Λουκ κοιτώντας ακόμα την Ρίτα να απομακρύνεται.
"Πού βρήκαν το ελληνικό τραγούδι;" ρώτησε ο Ραφ αγνοώντας τον Λουκ και κοίταξε προς τα πάνω όταν ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι.
"Τελείωσε το cd με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια του Σινάτρα υποθέτω" απάντησε με ένα μισό χαμόγελο η Άριελ και άκουσε το γέλιο του Νίκολας πάνω στο αυτί της.
Ανατρίχιασε πάλι. Και αμέσως μετά τα χείλη του κινήθηκαν πιο κοντά στο αυτί της. "Χορεύουμε;"
Γύρισε προς το μέρος του, αφηρημένη για μία στιγμή από την φωνή του και το γλυκό τραγούδι που αντηχούσε στην αίθουσα. Ο Νίκολας έτεινε το χέρι του και η Άριελ το έπιασε. Τόσο απλά, άμεσα, εμπιστευτικά. Φοβάσαι; Τώρα πια τίποτα. Ο Λουκ και ο Ραφ γέλασαν με το νέο ζευγάρι και άρχισαν να απομακρύνονται συζητώντας για το πώς οι γονείς τους κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έρχονταν.
Η Άριελ έπιασε τον ώμο του, εκείνος την μέση της. Την τράβηξε πιο κοντά του. Σχεδόν ακούμπησε την μύτη του στην μύτη της. Δεν κρύφτηκε στα μαλλιά της ή στο λαιμό της, όπως άλλοι καβαλιέροι στα ζευγάρια που τους περιτριγύριζαν. Θέλω να σε βλέπω, της έλεγε.
"Ξέρεις τι λέει το τραγούδι;" την ρώτησε ψιθυριστά.
"Δυστυχώς όταν χρειάστηκε να επιλέξω, διάλεξα τα γαλλικά" είπε για αστείο, μα στο βάθος της στιγμής κανείς τους δεν γέλασε.
"Κρίμα," της είπε και αφέθηκε στα μάτια της, "είμαι σίγουρος ότι τραγουδάει κάτι πολύ όμορφο".
Και είχε δίκιο, γιατί η Άριελ καταλάβαινε κάθε λέξη.
Η ατμόσφαιρα ήταν γλυκιά, απαλή, έρεε ανάμεσα στα δάχτυλα των πιασμένων χεριών τους. Η μουσική τους νανούριζε, καθώς η Άριελ ακούμπησε το μέτωπό της στου Νίκολας και με κλειστά μάτια συνέχισαν να κινούνται ήρεμα. Ένιωθαν σαν να μην υπήρχε άλλος στην αίθουσα. Οι θέσεις γύρω τους φάνταζαν κενές, η φασαρία και οι εκατοντάδες άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο γέμιζαν αποπνικτικά την αίθουσα τώρα είχαν εξαϋλωθεί, είχαν βυθιστεί στις σκιές τους. Η υπόστασή τους υποχωρούσε μπροστά στα ενωμένα πρόσωπα των δύο παιδιών.
Παιδιών. Η Άριελ θα γελούσε. Ο Νίκολας ήταν πράγματι παιδί, δεκαεφτά χρονών, δεν είχε ζήσει ακόμα πολλά πράγματα. Η Άριελ είχε ζήσει υπερβολικά πολλά, περισσότερα από όσα θα ήθελε. Μα εκείνη την στιγμή, είχε ξανά, μετά από αιώνες, την περίεργη αίσθηση ότι δοκίμαζε κάτι για πρώτη φορά. Αφέθηκε στα χέρια του, αφέθηκε στα χέρια που γενναία της έτεινε από την μέρα της γνωριμίας τους, δείχνοντάς της ότι δεν κρατούσε τίποτα: ούτε μαχαίρι ούτε ψεύτικα ροδοπέταλα. Μόνο κάτι ανθρώπινες αυλακιές.
"Θέλω να σου πω κάτι" είπε η Άριελ πριν το σκεφτεί πολύ.
Ο Νίκολας σήκωσε λίγο πρόσωπό του για να την κοιτάει καλύτερα.
"Τι;"
"Τότε, στην βιβλιοθήκη, είπες..." τον κοίταξε "...κάτι. Και ποτέ δεν απάντησα"
"Α" αναφώνησε σαν να θυμήθηκε ξαφνικά την σκηνή. Χαμογέλασε. Ήξερε πού το πήγαινε. "Σαν κάτι να θυμάμαι, για συνέχισε"
"Ήθελα-"
"Άριελ!" μία γυναικεία φωνή την διέκοψε.
Η Άριελ απομακρύνθηκε και κοίταξε έκπληκτη προς την κατεύθυνση της φωνής.
"Μαμά;" ρώτησε σοκαρισμένη και το βλέμμα της μετακινήθηκε στο ψηλό άνδρα δίπλα στην μαμά της. "Μπαμπά!".
Απομακρύνθηκε από τον Νίκολας και ενθουσιασμένη έριξε τα χέρια της γύρω από τους γονείς της. Οι δυο τους την αγκάλιασαν πρόθυμα πίσω.
"Μα-" γύρισε στον μπαμπά της "είπες ότι δεν θα προλαβαίνατε!" τον κοιτούσε έκπληκτη.
"Ένα αθώο ψεματάκι" απάντησε και της έκλεισε το μάτι με ένα πλατύ χαμόγελο που έμοιαζε πολύ στο δικό της.
Η μαμά της έδειχνε πανέμορφη μέσα σε ένα σκούρο μωβ φόρεμα, σε αυστηρή αλλά ντελικάτη γραμμή που χυνόταν στο πάτωμα, χωρίς υπερβολές στο μήκος. Ο ένας της ώμος ήταν ακάλυπτος και το ύφασμα συγκεντρωνόταν σε μία βάτα στον άλλον της ώμο. Τα κόκκινα μαλλιά της, εκείνα που τυχαία κληροδότησε στην κόρη της, ήταν πιασμένα σε έναν ψηλό κότσο. Έμοιαζε νέα, έμοιαζε στην Άριελ. Έμοιαζε στο παιδί της, όπως κάθε μαμά θα έπρεπε να μοιάζει.
"Από εδώ ο Νίκολας" βιάστηκε να πει η Άριελ και έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει ο Νίκολας ένα δίπλα της.
Το αγόρι με τα μελί μάτια και τις καστανές μπούκλες έτεινε χαμογελώντας ευγενικά το χέρι του στους γονείς της. Είδε την μαμά της να παρατηρεί τις ρυτίδες στις άκρες των ματιών του. Στο μυαλό της τις συνέκρινε με εκείνες του συζύγου της, μόνο που οι δικές του είχαν μόνιμα πια εγκατασταθεί στο πρόσωπό του.
"Νίκολας Φλέιμς, χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Έχω ακούσει πολύ καλά πράγματα για εσάς" συστήθηκε και έσφιξε το χέρι και των δύο.
"Είμαι σίγουρος" τον πείραξε ο Άντριου και ήπιε μία γουλιά από την σαμπάνια του.
Ο Νίκολας γέλασε και κοίταξε την Άριελ.
"Υπόσχομαι, κύριε" της έκλεισε διακριτικά το μάτι και κράτησε το χέρι της.
Η μαμά της στραβοκατάπιε την γουλιά της και κοίταξε στιγμιαία την Άριελ με γουρλωμένα μάτια. Το βλέμμα του συζύγου της μετακινήθηκε κρυφά σοκαρισμένο στα χέρια τους. Ώστε τα είχαν και δεν τους είχε πει τίποτα;
"Φλέιμς είπες;" ρώτησε η Λίζι, αλλάζοντας το θέμα της συζήτησης και κοίταξε πονηρά την κόρη της.
"Μάλιστα, κυρία" απάντησε σε έναν ευχάριστο τόνο και κατένευσε.
"Νομίζω γνώρισα τον πατέρα σου και τις αδερφές σου σε ένα γκαλά πέρσι"
"Δεν αποκλείεται. Τους αρέσουν τέτοιου είδους εκδηλώσεις" απάντησε και η Άριελ πρόσεξε πώς απέφυγε για μία στιγμή το βλέμμα της μητέρας της.
"Τα πιο χαριτωμένα κοριτσάκια που έχω δει"
"Είναι πράγματι"
"Τους βλέπεις συχνά;"
"Όχι, όχι όσο συχνά θα ήθελα"
"Και η μητέρα σου;"
"Μαμά, για το όνομα. Σε λίγο θα τον ρωτήσεις πόσα στρέμματα γης έχει και αν έχει ποινικό μητρώο;" την διέκοψε η Άριελ, αλλά ο Νίκολας έσπευσε να την καθησυχάσει.
"Δεν πειράζει, τζίντζερ" γύρισε πάλι προς την κατεύθυνση της κυρίας Έμπεργουϊνγκ. "Η μητέρα μου δεν διασκεδάζει τις μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο πατέρας μου, και λόγω της δουλειάς του, τις έχει ανάγκη. Νομίζω ότι περισσότερο οι αδερφές μου τον σέρνουν σε αυτές, για να έχουν δικαιολογία να βάλουν κάποιο φανταχτερό φόρεμα με γκλίτερ".
Οι γονείς της Άριελ γέλασαν με το τελευταίο σχόλιο. Ο κύριος Έμπεργουϊνγκ ένευσε ικανοποιημένος προς την Άριελ, ρίχνοντας ένα διακριτικό, επιδοκιμαστικό βλέμμα στον νεαρό Φλέιμς.
"Νίκολας, χαρήκαμε πολύ για την γνωριμία. Θα μπορούσαμε όμως να στην κλέψουμε για λίγο;" ρώτησε ο Άντριου και ο Νίκολας κατένευσε χαμογελαστά.
"Φυσικά!" στράφηκε στην Άριελ. "Θα σου κρατήσω θέση για όταν βγουν τα κορίτσια. Έχουμε και μία κουβέντα να συνεχίσουμε" της είπε και χάιδεψε τον ώμο της.
Με μία κίνηση, τον φίλησε.
"Ευχαριστώ. Εξάλλου, έχουμε μία συζήτηση να συνεχίσουμε" είπε και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, καθώς εκείνος απομακρυνόταν.
"Δεν το πιστεύω ότι δεν μας είπες ότι τα φτιάξατε!" την επέπληξε ψιθυριστά η μαμά της και η Άριελ ανασήκωσε αθώα τους ώμους της.
"Το ξέχασα" της χαμογέλασε και η μαμά της χαλάρωσε λίγο.
"Φρόντισε να μην ξεχνάς κάθε σημαντικό νέο στις κλήσεις μας. Είναι που είναι περιορισμένες". Η Άριελ κατένευσε.
"Πολύ αξιόλογος νεαρός" σχολίασε ο κύριος Έμπεργουϊνγκ παρακολουθώντας τον να πηγαίνει προς τον Λουκ και τον Ραφ.
"Πράγματι. Πάντως, η οικογένειά του έχει τα θεματάκια της" είπε η Λίζι και η Άριελ την κοίταξε παραξενεμένη.
"Τι εννοείς;"
"Η μητέρα του δεν εμφανίζεται πουθενά. Έχει εμφανιστεί σε μετρημένες εκδηλώσεις από αυτές στις οποίες παρευρισκόμαστε, εγώ και οι άλλες κυρίες, αλλά σύντομα εξαφανίζεται. Πανέμορφη γυναίκα, αλλά από τις ελάχιστες φορές που την έχω δει, κάτι φαίνεται ότι δεν πάει καλά μαζί της"
"Μαμά!"
"Σου έχει μιλήσει καθόλου για εκείνη;"
Η Άριελ ξαφνικά ένιωσε τρομερά αμήχανα, γιατί δεν είχε απαντήσει. Όχι, για την ακρίβεια ποτέ. Γενικά μιλούσε ελάχιστα για την οικογένεια του. Μερικές φορές της είχε πει για τις αδερφές του, αλλά τίποτα περισσότερο από τα τυπικά. Η Άριελ ποτέ δεν τον πίεσε, ούτε τον ρώτησε για κάτι περισσότερο, κυρίως επειδή είχε καταλάβει ότι δεν τα πήγαιναν πολύ καλά. Δεν χρησιμοποιούσε το τηλεφώνημά του συχνά και ποτέ για περισσότερο από πέντε λεπτά. Εξάλλου, σκεφτόταν η Άριελ, τον άφησαν εδώ μέσα για πολλά χρόνια. Δεν της φαινόταν παράλογο να μην ένιωθε πλέον άνετα μαζί τους.
"Όχι, η αλήθεια είναι πως όχι. Αλλά θα έχει τους λόγους του" απάντησε προσεκτικά, με το βλέμμα της στο πάτωμα.
"Φαίνεται καλό παιδί, Άριελ. Όμως πάντα να προσέχεις αυτούς που κρύβουν πράγματα" την προειδοποίησε και ο μπαμπάς της δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει.
Αυτή η προειδοποίηση ήταν σχεδόν αστεία. Θα ήταν άδικο η Άριελ να κρίνει ανθρώπους βάσει αυτών που της έκρυβαν, δεν θα ήταν; Αν απαιτούσε ειλικρίνεια για το παρελθόν κάποιου, θα ήταν υποχρεωμένη να ανταποδώσει και θα βρισκόταν στο αιώνιο δίλημμά της, ποιο παρελθόν θα έπρεπε να αφηγηθεί; Και όταν πρέπει να διαλέξεις, δεν παύει να είναι ειλικρινής η απάντηση;
"Εσείς πώς είστε;" άλλαξε το θέμα της συζήτησης και κοίταξε τον μπαμπά της, σε μία προσπάθεια να βρει καταφύγιο.
"Ξέρεις τώρα. Τα ίδια και τα ίδια. Αν και τελικά ο Γκόρντον αποδείχτηκε πολύ πιο ικανός από ότι περίμενα. Σκέφτομαι μάλιστα να φέρουμε και μερικούς φοιτητές για να κάνουν την πρακτική τους φέτος το καλοκαίρι. Πέρσι, λόγω του χαμού," την κοίταξε με νόημα, "δεν μπορέσαμε, αλλά νομίζω ότι πλέον είμαστε αρκετά καλά για αυτό".
"Χαίρομαι πολύ που πάνε όλα καλά"
"Και εσύ φαίνεσαι καλύτερα, αγάπη μου" είπε η μαμά της με ένα ειλικρινά περήφανο ύφος και η Άριελ χαμογέλασε.
"Ε, λοιπόν" ξεκίνησε και ένευσε προς τα τρία αγόρια λίγα μέτρα πίσω της, "καλές παρέες".
"Τι κάνεις με τις αιτήσεις σου;"
Οι αιτήσεις, σωστά. Τις είχε ξεχάσει εντελώς. Η κυρία Ζενισέλ τις είχε αναφέρει μερικές φορές στην τάξη, αλλά η Άριελ πάντα είχε κάτι να την απασχολεί. Ακόμα είχε, αλλά υπήρχε αρκετός χώρος κάτω από το χαλάκι.
"Μας βοηθάει η διευθύντρια. Δεν ήρθε ακόμα η σειρά μου να μιλήσω μαζί της, αυτό είναι όλο"
"Να την πιέσεις. Δεν θα περιμένεις και όποτε σε φωνάξει. Πλησίασε την όποτε την βρεις και πες της ότι θα ήθελες να το επισπεύσετε. Φτου, τις προάλλες της μιλούσα. Αν μου είχες πει τότε κάτι, θα μπορούσα να-"
"Μαμά, μην ανησυχείς" είπε η Άριελ και της χαμογέλασε καθησυχαστικά, "θα το αναλάβω εγώ. Και άμα την δεις σήμερα ή της μιλήσεις άλλη μέρα, σε παρακαλώ μην το αναφέρεις. Είναι ένα θέμα που πρέπει να διευθετήσω μόνη μου, εντάξει;"
Σιωπηλά η μητέρα της κατένευσε. Αυτή είναι η κόρη μου, σκέφτηκε από μέσα της και επέτρεψε στον εαυτό της ένα χαμόγελο.
"Η Άλεξ τι κάνει; Ο Λουκ, η Ρίτα;"
Τα φώτα έσβησαν.
"Μια χαρά". Ένας προβολέας άναψε, φωτίζοντας την πλευρά της ορχήστρας. "Για την ακρίβεια, έχουν ετοιμάσει κάτι, οπότε πρέπει να πάω με τα παιδιά. Ελπίζω να περάσετε όμορφα!" τους χαιρέτησε με ένα χαμόγελο και κρατώντας το φόρεμά της περπάτησε προς την πλάτη του Λουκ, η μόνη ένδειξη της παρέας που φαινόταν από εκεί που στεκόταν.
"Έλα, ξεκινάνε" της είπε ο Λουκ και σαν περήφανος γονιός κοίταξε τον χώρο, όπου σε λίγο θα εμφανιζόταν η Ρίτα.
Τα μέλη της ορχήστρας πήραν τις θέσεις τους. Η Άλεξ ξεχώριζε με το μπλε φόρεμά της να λάμπει κάτω από τον προβολέα. Το πρόσωπό της πήρε την απόλυτα σοβαρή και συγκεντρωμένη έκφραση που έπαιρνε μόνο όταν έπαιζε την μουσική της και σήκωσε το δοξάρι της. Οι μαθητές άρχισαν να παίζουν το "requiem for a dream" και η Άριελ γύρισε το κεφάλι της προς την είσοδο των καμαρινιών.
Η Ρίτα έκανε το πρώτο βήμα της στον χώρο ακριβώς πάνω στον ρυθμό που όρισε η ορχήστρα. Το σώμα της δεν έμοιαζε να ανήκει πλέον στην ίδια. Τα μάτια της ακολουθούσαν τις κινήσεις της, μα το σώμα της έπαιρνε πρωτοβουλίες. Τα άκρα της λύγιζαν σαν να ήταν φτιαγμένα από χαρτί, ο κότσος της με τις δήθεν ατίθασες μπούκλες, παρέμενε στην θέση του αψεγάδιαστος.
Η Άριελ κοιτούσε συχνά και την Άλεξ. Τον τρόπο που κουνούσε σπασμωδικά το δοξάρι πάνω στις χορδές. Την μικρή φλέβα που φαινόταν στον κρόταφο της, τα περίεργα σχέδια που έφτιαχναν οι ρυτίδες του συνοφρυώματος της στο μέτωπό της, τον ιδρώτα που έκανε τον λαιμό της να γυαλίζει. Διάβαζε πίσω από τις νότες, έβλεπε την ιστορία πίσω από τις απότομες αλλαγές, γέμιζε τα πνευμόνια της με την ένταση του τραγουδιού.
Η Άριελ γύρισε να κοιτάξει τον Νίκολας. Πόσος καιρός να πέρασε άραγε από την τελευταία φορά που βρέθηκε σε σκηνή; Σαν να κατάλαβε ότι τον κοιτούσε γύρισε και εκείνος προς το μέρος της.
"Σου λείπει;" τον ρώτησε ασυναίσθητα.
"Ποιό;"
"Το να παίζεις. Σε σκηνή, εννοώ"
"Ναι" απάντησε γρήγορα. "Πάει ένας χρόνος βέβαια, αλλά μου φαίνεται αιώνας. Μετά από όσα βλέπεις σήμερα," έδειξε την Ρίτα και την Άλεξ, "πιστεύεις ότι θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν χωρίς αυτό, έστω κι ως χόμπι;"
Η Άριελ ένευσε αρνητικά.
"Ούτε εγώ. Όπως υποθέτω, ούτε εσύ".
Ξανακοίταξαν μπροστά τους. Τα μικρά πράγματα, τα καθημερινά πάθη, που κάθε άλλο μικρά και καθημερινά είναι. Αυτά κάνουν την ανθρώπινη ύπαρξη σημαντική, ουσιώδη, αξιομνημόνευτη. Πάθος, τέχνη, ομορφιά. Τα πιο απλά και πιο περίπλοκα πράγμα του κόσμου.
"Θα κάνω αίτηση στην Δραματική Σχολή" της ανακοίνωσε χαλαρά.
Οι γονείς του θα τον επέπλητταν, θα του έλεγαν ότι δεν σκέφτεται το μέλλον του, ότι θα πεινάσει, ότι οι οι περισσότεροι ηθοποιοί τρώνε από τα χέρια των γονιών τους. Οι φίλοι του μπορεί και να τον κοιτούσαν με δυσπιστία, οι πιο κοντινοί θα του χαμογελούσαν. Η Άριελ του έπιασε το χέρι.
"Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις. Εκεί ανήκεις" και εδώ, συμπλήρωσε στο μυαλό της κοιτώντας τα χέρια τους, μα αυτό ακόμα δυσκολευόταν να το πει δυνατά.
Η Ρίτα κοκάλωσε σε μία τσαλακωμένη πόζα, ενώ η Άλεξ ακολουθώντας το πρώτο βιολί έσυρε για μία τελευταία φορά το δοξάρι της στις χορδές του τσέλο. Οι προβολείς έσβησαν, τα φώτα άναψαν. Το κοινό ξέσπασε σε χειροκρότημα και επευφημίες. Οι καλλιτέχνες υποκλίθηκαν λαχανιασμένοι, γεμάτοι ένταση, ιδρωμένοι, νιώθοντας στην καρδιά τους που σφυροκοπούσε την επιβεβαίωση που νιώθει κανείς όταν κάνει αυτό που αγαπάει.
Οι δύο κοπέλες έτρεξαν στην παρέα. Η Ρίτα αγκάλιασε ταυτόχρονα το Λουκ και το Ραφ, η Άλεξ την Άριελ και τον Νίκολας και μετά αντίστροφα.
"Ήσασταν καταπληκτικές!"
"Πραγματικά καταπληκτικές"
"Αυτή η τουτού μπορεί να σηκώσει τα ποτήρια μας;"
"Λουκ!" αναφώνησε ταυτόχρονα η υπόλοιπη παρέα και μετά ξέσπασαν σε γέλια.
"Πάμε να αλλάξω και να συμμαζέψει η Άλεξ το μεγάλο βιολί της και επιστρέφουμε" είπε η Ρίτα και, αφού έκανε μεταβολή, κέρδισε μία αγκωνιά από την Άλεξ, γιατί ήξερε πόσο μισούσε να λένε το τσέλο της μεγάλο βιολί.
"Εσύ ακόμα να μας δείξεις κάποια ζωγραφιά σου" παρατήρησε η Άριελ και κοίταξε τον Λουκ.
Ανασήκωσε τους ώμους του.
"Δεν είναι ακόμα η ώρα. Όπως λέει και ο σοφός λαός, ο Μονέ πρώτα μεγάλωσε τους κήπους του και μετά τους ζωγράφισε**".
"Ανυπομονώ τότε. Και φρόντισε να σου πάρει λίγο λιγότερο από όσο πήρε σε εκείνον για να τους ζωγραφίσει" του είπε περιπαικτικά με ένα πλάγιο χαμόγελο.
"Δεν δίνω υποσχέσεις που μπορεί να μην κρατήσω" της απάντησε στο ίδιο ύφος.
"Μου υποσχέθηκες έναν χορό, όμως" επενέβη δήθεν μουτρωμένα ο Ραφ και ο Νίκολας γέλασε.
"Ξέρουμε και οι δύο ότι είμαι απόλυτα ικανός να σε βάλω να αναπαραστήσουμε την σκηνή από το dirty dancing εδώ και τώρα. Μην προκαλείς την τύχη σου".
"Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς, Πάτρικ Σουέζι" ανταπάντησε ο Ραφ και η Άριελ χαμογέλασε πλατιά.
Δεν τον θυμόταν να ξανατραβάει έτσι μία πλάκα.
"Την πάτησες" είπε ο Λουκ και άρχισαν να κυνηγάνε ο ένας τον άλλον μέσα στην αίθουσα.
"Να κάτι που δεν περίμενα να δω" σχολίασε ο Νίκολας κοιτώντας τους.
"Δύο 18χρονα σχεδόν γομάρια να κυνηγάνε ο ένας τον άλλον σαν 5χρονα;"
"Εννοούσα τον Λουκ με όξφορντς και παπιγιόν, αλλά, ναι, δεν έχεις άδικο" της απάντησε και η Άριελ γέλασε χτυπώντας τον απαλά στο μπράτσο.
"Όλα καλά με τους γονείς σου;" την ρώτησε και, αφού έπιασε τα χέρια της, την γύρισε ώστε να κοιτάνε ο ένας τον άλλον.
"Ναι, μια χαρά. Απλά πρέπει να δω τι θα κάνω με τις αιτήσεις μου"
"Έχεις σκεφτεί επιλογές;"
Έλεγα να μην πάω καν πανεπιστήμιο σε αυτήν την ζωή και να το παίξω ερημίτης, επειδή στην προηγούμενη το χόρτασα αρκετά και επίσης ξέρω ότι δεν θέλω να συνεχίσω την περιουσία των δικών μου, γιατί δεν θα κάνω οικογένεια. Και κάπου εκεί σταμάτησε τις σκέψεις της. Μετά από όλα όσα είχαν αλλάξει πια, πόσο αλήθεια ήταν αυτό;
"Όχι, η αλήθεια είναι πως όχι ακόμα. Ίσως κάτι στο πεδίο της λογοτεχνίας, αλλά θα πρέπει να το συζητήσω με τους γονείς μου πρώτα"
"Άμα θελήσεις βοήθεια, μπορείς να μου πεις" της είπε και την κοίταξε στα μάτια για επιβεβαίωση.
Τον κοίταξε πίσω. "Το ξέρω". Στραβοκατάπιε. "Για αυτό που λέγαμε..."
"Ναι" την παρότρυνε ο Νίκολας χαμογελώντας πονηρά.
Πήγε να την τραβήξει πίσω στην πίστα, για έναν ακόμη χορό, αλλά κάτι τον διέκοψε. Ένας δυνατός θόρυβος, μία βαβούρα που ερχόταν από την είσοδο της αίθουσας.
"'Ο,τι γουστάρω θα κάνω. Σας χρυσοπλρώνουμε για να στείλουμε εδώ το παιδί μας. Νομίζω ότι ο προϋπολογισμός μπορεί να σηκώσει ένα ακόμα μπουκάλι τζιν!" ακούστηκε μία γυναικεία φωνή πίσω από την πόρτα να φωνάζει.
Ο Νίκολας κοκάλωσε. Έχασε το χρώμα του, σταμάτησε να αναπνέει. Στην αίθουσα απλώθηκε ησυχία, σαν όλοι να προσπαθούσαν να ακούσουν τι γινόταν στην άλλη πλευρά της πόρτας. Η Άριελ γύρισε προς την είσοδο με τον Νίκολας μπροστά της, ακόμα γυρισμένο προς το μέρος της.
"Να πας στον διάολο, κι εσύ και η ηρεμία σου!" ξανακούστηκε η γυναίκα.
"Τερέσσα ηρέμησε, σε παρακαλώ! Έχει τόσο-" μία ανδρική φωνή την έκοψε και λογικά μετά χαμήλωσε τον τόνο του, γιατί δεν ακούστηκε κάτι παραπάνω.
"Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, σας παρακαλώ, γυρίστε όλοι στο πάρτι. Τα σνακ του μπουφέ θα ανανεωθούν λίαν συντόμως!" ανακοίνωσε η Ζενισέλ από το μικρόφωνο της, σε μία προσπάθεια να αποστρέψει την προσοχή των καλεσμένων από ό,τι στα κομμάτια γινόταν πίσω από εκείνη την πόρτα.
Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία, αφού οι περισσότεροι, μη θέλοντας να δώσουν την εντύπωση των κουτσομπόληδων, γύρισαν στις παρέες και τα παιδιά τους. Η Άλεξ με την Ρίτα έτρεξαν έξω από την κουζίνα προς την Άριελ και τον Νίκολας. Η Άριελ είδε και τον Λουκ να πλησιάζει εξίσου αλαφιασμένος με τα κορίτσια, ενώ ο Ραφ προχωρούσε αμήχανος δίπλα του.
"Νίκολας!" φώναξε η Άλεξ λίγο πριν φτάσει δίπλα τους, αλλά η φωνή της επικαλύφτηκε από το άνοιγμα της πόρτας και της γυναίκας που μπήκε μέσα φωνάζοντας το ίδιο όνομα.
Η Άριελ αντανακλαστικά έσφιξε το χέρι του. Το ότι ακούστηκε το όνομά του, όμως, δεν φαινόταν να προκαλεί στον Νίκολας κάποια περιέργεια. Κοιτούσε πεισματικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και αν αγνοούσε την φασαρία, αν προσποιούνταν ότι δεν υπήρχε, θα εξαφανιζόταν. Τον είδε να στραβοκαταπίνει, να παίρνει μία σοβαρή, λευκή έκφραση που δεν του ταίριαζε καθόλου. Έγλειψε τα χείλη του νευρικά. Ήταν μία μάσκα που δεν τον είχε δει να ξαναφοράει.
Ένας καλός ηθοποιός έχει πάντα τις μάσκες του κοντά του.
"Θες να κάνουμε κάτι;" ρώτησε η Άλεξ και για μία στιγμή κοίταξε την Άριελ ανήσυχα.
"Όχι" κανένα συναίσθημα, ούτε χαρά ούτε θυμός ούτε σύγχυση.
Κενό. Αυτό δεν ήταν μάσκα. Αυτό ήταν ένας λευκός καμβάς. Ή ένας μαύρος, ίσως να μην φαινόταν η διαφορά.
"Τι γίνεται;" ρώτησε η Άριελ κοιτώντας έναν έναν τους φίλους της, που, σαν συνεννοημένοι απέφευγαν το βλέμμα της ίδιας και ταυτόχρονα την γυναίκα στην πόρτα.
Ο Νίκολας έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του και ξεφύσησε σαν να πονούσε σωματικά. Η Άριελ ένιωσε ένα κακό προαίσθημα να δένει κόμπο το στομάχι της. Έκλεισε τα μάτια του πριν μιλήσει.
"Αυτοί," η Άριελ κοίταξε προς την πηγή της φασαρίας, "είναι οι δικοί μου γονείς".
*Από "Το Μονόγραμμα", του Οδυσσέα Ελύτη.
**Original: "Art takes time- Monet grew his gardens before painting them", by Atticus Poetry.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top