ΤΡΙΆΝΤΑ
Song: Fearless - Taylor Swift (Taylor's Version)
Αφιερωμένο στην poliiix
"Ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί το μεταφέρανε για παραμονή Πρωτοχρονιάς", είπε η Ρίτα και στάθηκε στις μύτες των πουέντ της.
Ο Νίκολας σήκωσε το κεφάλι του από τα πόδια της Άριελ και κοίταξε την Ρίτα. Η παρέα ήταν μαζεμένη στην αίθουσα χορού της Ακαδημίας, όπου η Ρίτα έκανε πρόβα την χορογραφία που της ζήτησαν για την γιορτή και η Άλεξ εξάσκηση στο τσέλο. Τα δύο κορίτσια είχαν αποφασίσει να κάνουν από κοινού το νούμερό τους και έτσι όλοι είχαν την ευκαιρία να μαζεύονται στην ήσυχη αίθουσα και να μιλάνε.
"Εντάξει μιλάμε για μία εβδομάδα διαφορά. Σιγά το πράγμα" σχολίασε ο Νίκολας και ξάπλωσε πίσω στα πόδια της Άριελ.
Η κοκκινομάλλα χαμογέλασε συνεχίζοντας να διαβάζει το βιβλίο της, στηρίζοντας το χέρι που το κρατούσε πάνω στο στήθος του Νίκολας. Ο τελευταίος έπιασε το άλλο χέρι της και το τοποθέτησε στα μαλλιά του, όπου ήταν πριν λίγο, για να συνεχίσει να τον χαϊδεύει. Η Άριελ γέλασε.
"Κάνεις σαν κουτάβι"
"Χτες ήσουν εσύ, σήμερα είναι η σειρά μου" απάντησε με ένα παιδικό χαμόγελο και έκλεισε τα μάτια του.
"Έχει δίκιο ο Νίκολας," είπε ο Λουκ σηκώνοντας για μία στιγμή το βλέμμα του από το τετράδιό του, "έχετε και περισσότερο καιρό για πρόβες".
"Ναι, αλλά τα φορέματα απλά κάθονται" απάντησε η Ρίτα παίρνοντας ένα θλιμμένο ύφος και ο Λουκ έλιωσε λίγο στην θέση του.
"Αλλιώς θα σηκώνονταν να χορέψουν;" σχολίασε η Άλεξ και κοίταξε την Ρίτα, καθώς γυρνούσε σελίδα στην παρτιτούρα της.
"Ξεκαρδιστική" "Όπως πάντα"
Βγάλανε η μία την γλώσσα στην άλλη. Η Άριελ και ο Νίκολας γελάσανε από την θέση τους δίπλα σε μία από τις κολώνες της αίθουσας και ο Λουκ έκανε το ίδιο.
Οι τελευταίες εβδομάδες είχαν περάσει ήσυχα. Κανένας καβγάς, κανένα δράμα, κανένα περίεργο όνειρο. Το μόνο αξιοσημείωτο που συνέβη ήταν το απόγευμα που πέρασε η Άριελ κλαίγοντας πάνω από την μωβ φεγγαρόπετρα. Περίεργο; Οπωσδήποτε. Ωστόσο, δεν έκλαιγε για την αναποτελεσματικότητά της, την οποία είχε πλέον συνειδητοποιήσει, όχι. Έκλαιγε γιατί θρηνούσε τις ζωές που έχασε για χάρη της.
Έκλαιγε για τις κοπέλες των οποίων την ζωή είχε στερήσει άσκοπα. Πενθούσε για την πέμπτη ζωή της που έκοψε μόλις στα δεκαέξι της, για την όγδοοη ζωή που έσβησε στα τριάντα έξι της, σαν να μην ήταν η ίδια, σαν να σήκωνε με έναν οξύμωρο τρόπο τις ευθύνες και τις τύψεις που βάραιναν τους ώμους της. Ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει; Κι ο Άτλας, αν είχε την ευκαιρία, το ίδιο θα έκανε με τον κόσμο που κουβαλούσε στην πλάτη του.
Κι έτσι, μετέτρεψε στο μυαλό της την πέτρα αυτή σε μία μορφή τάφου, προς τιμήν τους, προς ανάμνησή τους και την φύλαξε με αγάπη και προσοχή στο συρτάρι της. Μπορεί να μην την ξαναχρησιμοποιούσε ποτέ -μπορεί και ναι- αλλά, όπως για κάθε πιστό, η φεγγαρόπετρα ήταν πλέον για την Άριελ ένα σύμβολο σεβασμού προς όλες τις προηγούμενες ζωές της. Γιατί, ακόμα κι αν δεν έφταιγε η φεγγαρόπετρα, κάθε ζωή της την σπατάλησε άσκοπα.
Χωρίς αγάπη η ζωή δεν έχει γεύση, χρώμα, νόημα. Τώρα το ήξερε. Τώρα το έβλεπε.
"Τουλάχιστον, αυτό δίνει επιτέλους χρόνο στην Άλεξ για να ζητήσει την Μανόν στον χορό" σχολίασε η Άριελ και γύρισε σελίδα στο βιβλίο της.
Μπορούσε να φανταστεί την φίλη της να κοκκινίζει. Όταν γύρισαν από την μονοήμερη, η Άριελ κατάφερε να αποσπάσει μόνο μερικές μπερδεμένες εξηγήσεις, καθώς περίμεναν στην ουρά για το μεσημεριανό.
"Άμα το πω δυνατά, το κάνω αληθινό" της είχε πει η Άλεξ.
"Και τι φοβάσαι;"
"Ότι θα πει όχι;" είχε απαντήσει σαν να ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο και δεν το ξανασυζήτησαν.
Η Άριελ είχε επιλέξει να μην την πιέσει περισσότερο. Αλλά ήταν πλέον κοινό μυστικό μέσα στην παρέα. Κι ήταν σαν να είχαν όλοι συμφωνήσει σιωπηλά ότι ο μόνος τρόπος για να πάρει η θάρρος η απίστευτα ξεροκέφαλη κοπέλα, ήταν το να την πείσμωναν να το κάνει.
"Μα πού στα κομμάτια είναι ο Ραφ;" αναφώνησε η Άλεξ πιάνοντας καλύτερα το δοξάρι της.
Μόλις που πρόλαβε να ακουστεί η πρώτη νότα. Την ίδια στιγμή, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Ραφ. Μία σκιά συνόδευε την δικιά του. Το βλέμμα του βρήκε κατευθείαν της Άριελ και ένα εντελώς άγνωστο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του και φώτισε τα μάτια του. Μία κοπέλα μπήκε στην αίθουσα και στάθηκε ντροπαλά δίπλα του. Η Ρίτα χαμήλωσε στις φτέρνες της, η Άλεξ άφησε το δοξάρι της στο αναλόγιο, ο Νίκολας σηκώθηκε από τα πόδια της Άριελ.
Η Άριελ την κοίταξε περίεργα. Της ήταν άγνωστη, αλλά τα μάτια της -δύο μεγάλα μπλε μάτια- της έβγαζαν κάτι οικείο. Κούνησε το κεφάλι της. Όχι. Η κοπέλα ήταν νέα, και αν ήταν από αυτήν την ζωή της θα την θυμόταν. Και επιπλέον, ήταν σίγουρη ότι ο Ραφ δεν είχε επαφή με κάποιον άλλον άνθρωπο που μπορεί να ήξερε η Άριελ εκτός της Ακαδημίας. Τότε όμως, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Η ανάσα της Άριελ γράπωσε το στήθος της και δεν βγήκε από τα πνευμόνια της.
Δεν ήταν δυνατόν. Πολλά πράγματα ήταν απίθανα, αυτό όμως ήταν αδύνατο. Δεν υπήρχε περίπτωση να της είχε δώσει ο Πατέρας άδεια. Τα μάτια της Άριελ θα έπρεπε να την ξεγελούν. Αποκλείεται. Είχε τόσο καιρό να γίνει κάτι που να την ταράξει και το μυαλό της δημιουργούσε μόνο του σκηνές, σαν από συνήθεια.
Ένα γέλιο ξέφυγε από την κοπέλα που βούρκωσε χωρίς να αφήσει τα μάτια της Άριελ. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
"Από εδώ η Αραμπέλλα*" είπε ο Ραφ, μα η φωνή του έσβησε.
Η Άριελ σηκώθηκε απότομα από το πάτωμα και κρατώντας την ανάσα της προχώρησε προς την κοπέλα. Η άγνωστη έκανε το ίδιο - μα δεν ήταν άγνωστη, η Άριελ κάποτε την γνώριζε καλύτερα και από τον Ραφ, καλύτερα και από τον εαυτό της. Οι δύο κοπέλες αγκαλιάστηκαν με τόση δύναμη που παραλίγο να πέσουν κάτω.
"Αρέλα," μουρμούρισε η Άριελ και την κράτησε πιο σφιχτά. Το όνομα βγήκε περίεργα από το στόμα της, το έλεγε τόσο σπάνια που τώρα της φαινόταν απίθανο ότι στεκόταν απέναντί της. "Μα πώς- Πώς σε άφησε;"
"Μου έλειψες τόσο μα τόσο πολύ, Αριήλ" δακρυσμένες απομακρύνθηκαν και κράτησαν τα χέρια η μία της άλλης.
"Εδώ με λένε Άριελ- Δεν έχει σημασία. Πώς ήρθες εδώ; Πώς σε άφησε;" ρώτησε και χάιδεψε τα μαλλιά της αδερφής της.
Της είχε λείψει τόσο πολύ. Η φωνή της, τα μάτια της, οι κινήσεις της, ο τρόπους που προέφερε το όνομά της, όλα της θύμιζαν τον καιρό της στον Παράδεισο -μία εποχή στην οποία η γη έμοιαζε μακρινή, οι άνθρωποι ήταν απλά οι "θνητοί" που πρόσεχαν, ο Λεβάιθαν ζωντανός και η Άριελ το λιοντάρι του Θεού, με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού και την καρδιά του λιονταριού. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα αυτά.
Είχε να την δει πέντε αιώνες. Και σε αντίθεση με την ίδια, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Το βλέμμα που της έδωσε σε απάντηση έκανε το στομάχι της Άριελ να σφιχτεί.
"Πρέπει να σου μιλήσω" της είπε πριν γυρίσει προς τα υπόλοιπα παιδιά, για να συστηθεί.
Η Άριελ κοίταξε τον Ραφ πληγωμένα. Η χαρά στο στήθος της κάπως ξεφούσκωσε. Ο Πατέρας είχε στείλει την Αρέλα, όπως ο Λούσιφερ την ψευδαίσθηση του Λεβάιθαν. Χρησιμοποίησαν αυτό που ήξερε ο καθένας να χρησιμοποιεί καλύτερα: ο ένας έστειλε εκπρόσωπό του επί της γης και ο άλλος χειραγώγησε επιθυμίες και μυστικά -ποιός ήταν ποιος;
Η Άριελ παρακολούθησε βουβά την Αρέλα να συστήνεται στην παρέα της με το γλυκό ύφος και την χάρη που της φαίνονταν τόσο γνωστά και, παρ' όλα αυτά, μακρινά και θολά, σαν όνειρο που ξεχνάς όταν ξυπνάς. Είδε την Άλεξ να της σφίγγει το χέρι, τον Νίκολας και τον Λουκ να την πειράζουν για τον Ραφ, την Ρίτα να την πλησιάζει ντροπαλά και να την αγκαλιάζει.
Η Αρέλα κοίταξε μία στιγμή τον Ραφ και μετά την Ρίτα, σαν να έπαιρνε την έγκρισή του για κάτι.
"Έχουμε γνωριστεί ποτέ;" ρώτησε, προσπαθώντας να φανεί φυσική, φυσιολογική, σαν να ήξερε τόσο κόσμο που μπορεί να γνώριζε ήδη την Ρίτα ή κάποια που της έμοιαζε.
Η Άριελ ρόλαρε τα μάτια της κοιτώντας τον Ραφ και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του παραιτημένος.
Η Ρίτα την κοίταξε συνοφρυωμένη. "Δεν νομίζω" απάντησε διστακτικά και η Αρέλα χαμογέλασε.
"Συγγνώμη, τότε. Λάθος μου"
Μία αμήχανη σιωπή ακολούθησε. Ο Νίκολας έστρεψε το βλέμμα του στην Άριελ και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του.
"Λοιπόν," άρχισε με ένα χαλαρό ύφος, "από πού γνωρίζεστε;".
Η Αρέλα άνοιξε το στόμα της όμως ο Ραφ μίλησε πριν προλάβει να πει κάτι.
"Ήμασταν παρέα και οι τρεις παλιά"
Η Άλεξ κοίταξε την Άριελ.
"Πολύ παλιά" είπε η τελευταία και οι δύο κοπέλες έπνιξαν ένα γελάκι, κερδίζοντας ένα βλέμμα από την Αρέλα.
"Πώς κι από εδώ;" ρώτησε η Άλεξ και η Αρέλα στράφηκε προς το μέρος της.
"Οι γονείς μου, σκέφτονται να με στείλουν εδώ του χρόνου και έκαναν συμφωνία με την διευθύντρια να περάσω μερικές εβδομάδες εδώ, για να δω αν μου αρέσει"
Προβαρισμένα λόγια. Η Άριελ δαγκώθηκε. Οι γονείς της.
"Του χρόνου; Δεν είσαι τελειόφοιτη όπως ο Ραφ και η Άριελ;"
"Έχασα μία χρονιά, ταξίδευα με τους δικούς μου"
"Τι τέλειο! Πού;" αναφώνησε η Ρίτα, καθώς έβγαζε τις πουέντ της και έτριβε τα πονεμένα δάχτυλά της.
"Στην... Σουηδία. Ο Πατέρας μου διευθύνει μία εταιρεία και άνοιξε ένα παράρτημα εκεί, οπότε..."
"Α, Σουηδία" είπε ο Λουκ με ένα δήθεν ονειροπόλο ύφος, "πατρίδα της ΙΚΕΑ"
"Σοβαρά;" ρώτησε ο Νίκολας και γέλασε. "Αυτό ήταν το πρώτο σχόλιο που έχεις να κάνεις για την Σουηδία;"
Η παρέα γέλασε και η Άριελ πλησίασε τον Νίκολας.
"Μεταξύ μας, και που ξέρει ότι η ΙΚΕΑ είναι σουηδική εμένα εντύπωση μου κάνει" σχολίασε η κοκκινομάλλα και ο Λουκ άνοιξε το στόμα του δήθεν έκπληκτος και προσβεβλημένος.
"Φίλοι να σου πετύχουν" είπε αποδοκιμαστικά.
Η Ρίτα σηκώθηκε όρθια και αγκάλιασε το χέρι του, πριν στραφεί προς την Αρέλα.
"Αν μας αντέξεις για εφτά μέρες, είσαι ήρωας"
"Εγώ ήρθα φέτος και σας έχω αντέξει μήνες!" είπε η Άριελ και ο Νίκολας της κράτησε το χέρι.
Όταν έμπλεξε τα δάχτυλά τους χαμογελώντας, είδε το βλέμμα της Αρέλα να προσγειώνεται σοκαρισμένο στο σημείο.
"Εσύ είσαι αποδεδειγμένη μαζοχίστρια, ας μην τα ξαναλέμε" είπε ο Νίκολας και κέρδισε μία γροθιά στον ώμο.
"Γιατί σου μιλάω ακόμα;"
"Γιατί φιλάω ωραία" της είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
"Ναι, ίου, λοιπόν, νεόνυμφο ζευγαράκι και οι υπόλοιποι", άρχισε η Άλεξ παίρνοντας μία θεατρινίστικη αηδιασμένη έκφραση και έκλεισε την θήκη του τσέλου της. "Βαράμε διάλυση και τα ξαναλέμε στο βραδινό".
Όλοι κατένευσαν και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Η Άλεξ περπατούσε δίπλα στον Νίκολας που κρατούσε ακόμα το χέρι της Άριελ. Η Αρέλα και ο Ραφ ψιθύριζαν κάτι λίγα βήματα μπροστά και η κοκκινομάλλα πάσχιζε να τους ακούσει, χωρίς επιτυχία. Ο Λουκ άνοιξε την πόρτα για την Ρίτα και, αφού πέρασαν και την αίθουσα ξιφασκίας, βγήκαν στο προαύλιο, όπου είχε ήδη σκοτεινιάσει.
"Άριή- ελ μπορώ να σου πω λίγο;" είπε η Αρέλα και η Άριελ, αφού κοίταξε τον Νίκολας του άφησε το χέρι.
"Θα τα πούμε αργότερα παιδιά" είπε και αφού την χαιρέτησαν οι υπόλοιποι, έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο του Νίκολας, που αδυνατούσε να κρύψει το χαμόγελό του.
Ήταν βδομάδες θαυμάτων για τους δυο τους. Η Άριελ ήταν μαγκωμένη στην αρχή, διστακτική. Έκλεβε τυχαία αγγίγματα και μικρά φιλιά, ήθελε να είναι δίπλα του, αλλά δεν ήξερε πώς. Το συναίσθημα ήταν καινούριο για εκείνη, η εκδήλωσή του σχεδόν εντελώς άγνωστη -δεν θυμόταν ακριβώς τις στιγμές της με τον Λεβάιθαν.
Οι προσωπικές τους αναμνήσεις της έρχονταν βουβές, θολές, σχεδόν ξεχασμένες. Ήταν λες και, όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί πώς ένιωθε όταν την κοιτούσε ή πώς ήταν να αγγίζει ένας δαίμονας έναν άγγελο, δεν μπορούσε πια. Κάθε στιγμή του χανόταν και την θέση του έπαιρνε το αγόρι με τις μπούκλες και το μεγάλο χαμόγελο.
Εκείνος την ξεκλείδωσε. Όταν του άφηνε το χέρι, νομίζοντας ότι το κρατούσε υπερβολικά πολλή ώρα, το ξαναέπιανε και έμπλεκε τα δάχτυλά τους. Όταν μιλούσαν και απομάκρυνε το πρόσωπό της, επειδή αισθανόταν διαρκώς μία έντονη επιθυμία να τον φιλήσει, εκείνος έπιανε ευλαβικά το πρόσωπό της και ξαναέφερνε κοντά του τον άγγελο που αναπόφευκτα είχε ερωτευτεί. Την έκρυβε σε γωνίες της βιβλιοθήκης, στον τομέα της φιλοσοφίας ή της κλασσικής αγγλικής λογοτεχνίας, και στις σκιές των μεγαλύτερων ερώτων της ιστορίας, προσπαθούσε με μικρούς τρόπους να της δείξει τον δικό του.
Την άγγιζε με τέτοια προσοχή και απαλότητα, ώστε η Άριελ το συνήθισε. Το επιζητούσε, πλέον χωρίς φόβο -τον αγαπούσε χωρίς φόβο. Τον κοιτούσε στα μάτια, περνούσε τα δάχτυλά της μέσα από της μπούκλες του, ρωτούσε σιωπηλά την ουλή στο σαγόνι του πώς βρέθηκε εκεί. Και όταν τον φιλούσε, άκουγε την ψυχή της να χειροκροτεί.
Η Άριελ στράφηκε στην Αρέλα που είχε σταματήσει μερικά βήματα πίσω.
"Σε έστειλε εκείνος εδώ, σωστά;"
Οι ώμοι της Αρέλα χαμήλωσαν, την κοίταξε απολογητικά.
"Με άφησε να έρθω, επειδή του υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσω να σε πείσω να μας επιλέξεις" η Άριελ κάγχασε. "Δεν θα έπρεπε καν να είναι επιλογή, Αριήλ. Δεν μπορώ να καταλάβω-"
"Ακριβώς. Δεν μπορείς να καταλάβεις". Αν πριν δεν είχε λόγο να μείνει στην γη, τώρα είχε. "Μπορούμε σε παρακαλώ απλά να πάμε μέσα;".
"Εξήγησε μου τότε," είπε με μελιστάλαχτο ύφος η Αρέλα αγνοώντας την πρότασή της.
"Έλα μέσα να τους γνωρίσεις, να δεις την ζωή που φτιάχνω για τον εαυτό μου και τότε ίσως καταλάβεις"
"Σε είδα να κρατάς το χέρι του θνητού, να τον φιλάς," είπε η Αρέλα και η Άριελ δεν μπόρεσε να καταλάβει τον απαξιωτικό τόνο στην φωνή της. "Πέρασες όλα αυτά για τον Λεβάιθαν, για να τα παρατήσεις για έναν θνητό;"
Η Άριελ βλεφάρισε στα λόγια της, ένιωσε τις λέξεις να την τσούζουν. Κάθε αμφιβολία και ανασφάλειά της σκοτείνιασε για μία στιγμή του μυαλό της. Κούνησε το κεφάλι της διαλύοντας τις σκιές. Όχι, σκέφτηκε με βεβαιότητα. Έκανα την σωστή επιλογή. Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι η λάθος επιλογή.
Τι γινόταν; Η Αρέλα δεν ήταν ποτέ έτσι. Η Αρέλα ήταν γλυκιά, ήρεμη. Αγαπούσε τους θνητούς της, παρά τα ελαττώματά τους. Γιατί τώρα μιλούσε με τόση αποστροφή για τον έναν θνητό που η Άριελ είχε ανάγκη να συμπαθήσει η αδερφή της; Μα τι συζητάνε πια στον Παράδεισο;
"Πρόσεχε πώς μιλάς για τον Νίκολας" είπε αμυντικά η Άριελ και η Αρέλα στραβοκατάπιε και έστρεψε το βλέμμα της για μία στιγμή αλλού.
Η αδερφή της την άφηνε, πάλι. Πρώτα ήταν ο δαίμονας, τώρα ο θνητός. Η Αρέλα, κι ας μην είχε ποτέ την ευκαιρία να της το πει, είχε πληγωθεί από την επιλογή της Άριελ -κάθε επιλογή της. Να βάλει τον Λεβάιθαν πάνω από τον νόμο που όλοι οι άλλοι τηρούσαν, να επιτρέψει στον εαυτό της να παρασυρθεί και να τον παραβιάσει. Και τώρα έβαζε τον θνητό πάνω από την συγχώρεση του Πατέρα;
"Έχεις ιδέα τι πέρασα τους τελευταίους πέντε αιώνες;" ρώτησε η Άριελ παλεύοντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της.
"Ο Ραφ φρόντιζε να μας ενημερώνει για το δράμα σου" απάντησε ψυχρά. "Για το γεγονός ότι προτιμάς τον εγωισμό σου αντί να ζητήσεις μία απλή 'συγγνώμη' και να επιστρέψεις σε εμάς, στην οικογένειά σου!".
"Δεν θέλω να επιστρέψω! "
"Γιατί;" ύψωσε τον τόνο της φωνής της απελπισμένα, "Είμαι σίγουρη ότι θα σε συγχωρέσει και όλα θα επιστρέψουν στο κανονικό!".
Η ατμόσφαιρα ανάμεσα στην άγγελο και την πρώην άγγελο ήταν ηλεκτρισμένη, οι ισορροπίες λεπτές. Αν κάποια έλεγε κάτι λάθος, το σκοινί θα έσπαγε. Η Αρέλα έκανε μία κίνηση να πιάσει τα χέρια της αδερφής της.
"Δεν θέλω την συγχώρεσή του" είπε σκληρά και της γύρισε την πλάτη, νιώθοντας τα μάτια της να τσούζουν προειδοποιητικά.
Τα χέρια της Αρέλα έπεσαν άκαμπτα δίπλα στον κορμό της. Τα σκούρα μαλλιά της μπήκαν για μία στιγμή στο πρόσωπό της.
"Μα τι λες;" η Αρέλα σχεδόν φώναξε από την έκπληξή της.
Η αδερφή της, που είχε περάσει μισή χιλιετία ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν ήθελε να επιστρέψει στον Παράδεισο; Να επιστρέψει κοντά της; Ο Πατέρας της προσέφερε την καλοσύνη του, την συγχώρεσή του, το έλεός του, έπαιρνε πίσω μία τιμωρία που θα έπρεπε να διαρκέσει για πάντα, και εκείνη έλεγε όχι; Οι θνητοί την τρέλαναν.
"Αυτό που ακούς. Κι αν ο μόνος λόγος που είσαι εδώ είναι να με πείσεις να έρθω μαζί σου, μπορείς να φύγεις από τώρα. Είναι τζάμπα κόπος" της είπε η Άριελ σκληρά.
"Μα Άριελ σε παρακαλώ-"
"Όχι εγώ σε παρακαλώ! Μην με μπλέκεις σε αυτό!"
"Μα είσαι εξ ορισμού μπλεγμένη! Η προφητεία-"
"Ξέρω την προφητεία, εντάξει; Και το θεωρώ μία απλή δικαιολογία. Όλοι περιμένετε να πω ένα όνομα, λες και αυτό θα αλλάξει κάτι, λες και από την στιγμή που θα το πω δεν θα ξαναγίνει πόλεμος. Βλακείες! Στην επόμενη αφορμή που θα βρουν, πάλι τα ίδια θα γίνονται! Δεν το θέλω αυτό! Ο Πατέρας δεν θέλει να με συγχωρέσει, θέλει να με δωροδοκήσει για να επιλέξω την μεριά του"
"Πώς τολμάς;" είπε η Αρέλα εντελώς προσβεβλημένη και κοίταξε την Άριελ με βουρκωμένο βλέμμα.
"Πώς τολμάω; Σκέψου, Αρέλα! Γιατί τόσο καιρό δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για τον τιμωρημένο άγγελο και ξαφνικά όλοι στέλνουν δαίμονες και αγγέλους και όνειρα και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο;"
"Γιατί ο Πατέρας θεώρησε πως τώρα έφτασε η ώρα που πρέπει να-" προσπάθησε να της εξηγήσει, ήρεμα, υπάκουα, πιστή στην πίστη της.
"Όχι, Αρέλα. Με θυμήθηκαν τώρα, γιατί τώρα τους συμφέρει να με θυμηθούν" είπε η Άριελ και άρχισε να απομακρύνεται προς το κτήριο.
"Θέλεις να κερδίσει ο Λούσιφερ;" ρώτησε η Αρέλα με έναν απότομο τόνο και έκανε την Άριελ να σταματήσει. "Γιατί αυτό θα γίνει η Άριελ, αν δεν επιλέξεις. Σε αυτόν τον πόλεμο παίζει μία μεριά τίμια και μία μεριά που κλέβει. Και όταν αψηφάς τους κανόνες του Πατέρα, ακόμα και με πονηρά μέσα, κερδίζεις. Αυτό θες; Θες να κερδίσει; Και στο εν τω μεταξύ, να πεθαίνουν τα αδέρφια σου;".
"Αρκετά!" αναφώνησε η Άριελ και κοίταξε γύρω της την άδεια αυλή.
"Έχουν δίκιο λοιπόν οι υπόλοιποι, οι φήμες είναι σωστές" είπε η Αρέλα και για πρώτη φορά στην ζωή της, κοίταξε την Άριελ με απογοήτευση, απαξίωση, με κάτι εντελώς διαφορετικό από τον θαυμασμό που κάποτε ένιωθε για την θαρραλέα αδελφή της.
"Ποιές φήμες;" ρώτησε η Άριελ, χωρίς να παρατηρήσει τα δάκρυα που πλέον κυλούσαν στα μάγουλά της.
"Δεν είσαι πια τίποτα περισσότερο από μία θνητή" είπε η Αρέλα και την ίδια στιγμή, με έναν παφλασμό τα φτερά της απλώθηκαν πίσω από την πλάτη της.
Χωρίς να προλάβει να πει τίποτα η Άριελ, η αδερφή της βρέθηκε στον αέρα και χάθηκε στον ουρανό, χωρίς να αφήσει καμία απόδειξη ότι βρισκόταν πριν μαζί της. Η Άριελ έκπληκτη στην θέα των φτερών της και με την πληγή που άνοιξε η συζήτηση να στάζει φρέσκο αίμα, έκανε μεταβολή και άρχισε να κατευθύνεται προς το σχολείο.
Την στιγμή που κοίταξε την πόρτα, είδε τον Ραφ με σταυρωμένα χέρια να στέκεται στην πόρτα. Η Άριελ άφησε να της ξεφύγει ένας λυγμός και έτρεξε προς τον αδερφό της. Ανέβηκε τα σκαλιά και έπεσε στην αγκαλιά του.
"Να ξες, οι άλλοι δεν την θυμούνται, είναι σαν να μην έγινε ποτέ η συνάντηση" της είπε παρηγορητικά και χάιδεψε τα μαλλιά της ξεφυσώντας. "Ήμουν σίγουρος ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Αρέλα ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα υπομονετική -σε αυτό μοιάζετε".
"Τι εννοείς;" τον ρώτησε με ραγισμένη φωνή.
"Ξέρεις τι υπομονή χρειάζεται να προσπαθεί κανείς να σε πείσει για το οτιδήποτε; Πέντε αιώνες κατεβαίνω στην γη και δεν έχω καταφέρει να σε πείσω να επιστρέψεις" της είπε και ένα χαμόγελο που δεν μπορούσε να δει η Άριελ εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
"Ήταν αυτό απόπειρα να με ειρωνευτείς;" είπε η κοκκινομάλλα και ρούφηξε την μύτη της γελώντας.
"Έχω περάσει υπερβολικά πολύ καιρό μαζί σου" της είπε και την έσφιξε λίγο περισσότερο.
Η Άριελ απομακρύνθηκε λίγο από κοντά του.
"Μας περιμένουν μέσα;"
"Ναι"
"Και είπες δεν θυμούνται τίποτα;"
"Τίποτα. Ε, λοιπόν, εκτός από την Άλεξ"
Η Άριελ χαμογέλασε και κοίταξε την είσοδο της Ακαδημίας.
"Πάμε;" τον ρώτησε και ο Ραφ χαμογέλασε για ακόμα μία φορά τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
"Πάμε" της απάντησε και μπήκαν μέσα στο κτήριο.
[...]
"Πρέπει να πάω στα κορίτσια, με περιμένουν για τα φορέματα" μουρμούρισε η Άριελ πάνω στα χείλη του Νίκολας, αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να πτοείται.
Τα χέρι της ξεκουράζονταν γύρω από τον λαιμό του, η πλάτη της ακουμπούσε στον τοίχο, τα δάχτυλά του κρατούσαν την μέση της.
"Πόσην ώρα μπορεί να χρειαστείς για να βάλεις ένα φόρεμα και δυο παπούτσια;" την ρώτησε και έκρυψε το πρόσωπό του στον λαιμό της.
Η Άριελ γέλασε, ελαφρώς ζαλισμένη, με τα μάτια της κλειστά. Ο ήλιος που έδυε έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα της βιβλιοθήκης, χτυπούσε τα βλέφαρά της και ζέσταινε το πρόσωπό της. Ήξερε ότι τα μάγουλά της ήταν κοκκινισμένα, ότι τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και τα ρούχα της τσαλακωμένα, αλλά ο χρόνος δεν υπήρχε σε εκείνη την κρυφή γωνία της βιβλιοθήκης και αυτό την έκανε να νιώθει χαρούμενη, ήρεμη.
"Έχεις γνωρίσει ποτέ την Ρίτα και το γκλίτερ της; Φαίνεται γλυκιά, αλλά ένα πινελάκι σκιών την κάνει Γκεστάπο*" είπε και ο Νίκολας απομακρύνθηκε και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της.
"Έχε χάρη που δεν θέλω να υποστείς την οργή της" της απάντησε και γελάσανε.
"Ναι, ναι. Πάλι καλά που μου δίνεις και άδεια" είπε η Άριελ και τον έσπρωξε μαλακά προς τα πίσω, στρώνοντας τα μαλλιά της και τα ρούχα της.
"Θες να σε περιμένω έξω από την αίθουσα, ή θα κάνετε θεαματική είσοδο;" ρώτησε χιουμοριστικά και έβαλε μία τούφα, που έμοιαζε χρυσή κάτω από τον ήλιο, πίσω από το αυτί της.
"Εγώ ξέρεις τι θα επέλεγα, αλλά νομίζω τα κορίτσια θα επιλέξουν το β" του απάντησε και άρχισαν να προχωράνε μαζί προς την έξοδο της βιβλιοθήκης.
Όταν βγήκαν, ο Νίκολας της έπιασε το χέρι.
"Άρα θα βρεθούμε κατευθείαν στην αίθουσα"
"Ξέρω, ξέρω. Αναρωτιέσαι πώς θα ζήσεις μέχρι τότε χωρίς εμένα" είπε δήθεν αλαζονικά και ο Νίκολας χαμογέλασε.
"Θα επιβιώσω"
Η Άριελ προσποιήθηκε την προσβεβλημένη.
"Ώστε έτσι, ε;" τον ρώτησε και ο Νίκολας, με το ένα φρύδι ανασηκωμένο και τα χέρια του πλέον στις τσέπες του, άρχισε να απομακρύνεται.
"Υποθέτω θα μάθουμε" είπε και η Άριελ έμεινε να τον κοιτάει με μισόκλειστα μάτια.
"Τικ τοκ, Έμπεργουϊνγκ," είπε και γύρισε προς το μέρος της, συνεχίζοντας να προχωρά ανάποδα, "αν δεν βιαστείς θα χορέψω με την Έλι"
Η Άριελ κάγχασε.
"Εκείνη την ρώτησες αν θέλει;" του φώναξε και τον είδε να κουνάει το κεφάλι του πριν γυρίσει προς την άλλη και αρχίσει να κατευθύνεται προς τους κοιτώνες.
Επέλεξε να ξεχάσει το περιστατικό με την Αρέλα. Δεν έπρεπε να περιμένει κάτι παραπάνω. Η αδερφή της ίσως να μην έμοιαζε με τον Ραφ σε πολλά πράγματα, αλλά έμοιαζε στην τυφλή πίστη της στον Πατέρα -ίσως κάποτε και η Άριελ να ήταν έτσι. Αν πήρε στον Ραφ τόσους αιώνες να την αποδεχτεί, έστω εν μέρει, υπήρχε περίπτωση η Αρέλα να το κάνει σε ένα απόγευμα;
Και εξάλλου δεν την είχε κατηγορήσει, όταν είχε αποκαλύψει στον Πατέρα την σχέση της με τον Λεβάιθαν, θα το έκανε τώρα;
"Δεν νομίζω να πρέπει να της το πεις" είπε ο Λεβάιθαν και την κοίταξε μέσα στα μάτια.
Η Άριελ μάζεψε ασυναίσθητα τα φτερά της πιο κοντά στο σώμα της.
"Μα γιατί;" τον ρώτησε συνοφρυωμένη. "Δεν με εμπιστεύεσαι;"
"Εσένα ναι. Εκείνη όχι ιδιαίτερα"
"Λεβάιθαν, είναι η αδερφή μου. Ποτέ δεν θα-"
"Πόσο σίγουρη μπορείς να είσαι;" την έκοψε απότομα και τα κόκκινα μάτια του έστραψαν.
Όταν είδε το προβληματισμένο ύφος της ξεφύσησε και έπιασε γλυκά το χέρι της. Το παγωμένο δέρμα του ήρθε σε αντίθεση με το ζεστό δικό της, αλλά δεν το νιώσανε -οι άγγελοι και οι δαίμονες δεν νιώθουν θερμοκρασίες.
"Αγάπη μου," ξεκίνησε να της λέει και η Άριελ έλιωσε στο άκουσμα της λέξης, "αν είσαι σίγουρη ότι δεν θα μιλήσει, εντάξει. Αλλά τρέμω για το τι θα γίνει αν το μάθουν ο Πατέρας κι ο Λούσιφερ και, ως έναν βαθμό, ξέρω ήδη. Εγώ έκανα την επιλογή μου, ο Λούσιφερ δεν θα δείξει έλεος. Κι όμως, για κάποιον λόγο τον Πατέρα τον φοβάμαι περισσότερο"
"Μην τον φοβάσαι. Ο νόμος είναι νόμος, αλλά αν ο Πατέρας ξέρει να αναγνωρίζει κάτι είναι η αγάπη"
"Και νομίζεις ότι θα σε συγχωρέσει τόσο εύκολα που τον παράκουσες;"
"Το ξέρω ότι θα το κάνει. Εσύ δεν το πιστεύεις;"
Ο Λεβάιθαν έστρεψε αλλού το κεφάλι του, στραβοκατάπιε. Ήθελε να την πιστέψει. Ήθελε να έχει άδικο, κι εκείνη δίκιο. Αλλά ήταν αλήθεια ότι όταν έχεις δει την κόλαση, παύεις να είσαι άγγελος. Και αυτό συνεπαγόταν ότι έχασε μεγάλο μέρος της πίστης του στον Πατέρα.
Ξεφύσησε και γύρισε προς το μέρος της. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στην φωτιά των μαλλιών της και ήξερε ότι ήταν τελειωμένος.
"Σε αγαπώ. Τίποτα δεν το αλλάζει αυτό" της είπε και την κοίταξε ειλικρινά στα μάτια.
Το κόκκινο της κόλασης, της φωτιάς, συνάντησε το μπλε του Παράδεισο, του ουρανού. Και, όπως κάθε φορά, η αντίθεση γεννούσε ομοιότητα -μία ομοιότητα που κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον να ακυρώσει. Τα δύο άκρα αντίθετα ήταν τελικά τόσο διαφορετικά; Ή όσο απομακρύνεσαι από κάτι τόσο πιο πολύ το πλησιάζεις;
"Όπως ο ήλιος το φεγγάρι και ο ουρανός την θάλασσα;" τον ρώτησε και εκείνος χαμογέλασε.
"Όπως ο Πατέρας τις προσευχές και ο Λούσιφερ τις κατάρες" απάντησε και την φίλησε.
Όταν μπήκε στο δωμάτιο της Άλεξ, οι δυο τους φορούσαν ήδη τα φορέματά τους, ενώ το δικό της κρεμόταν από την ντουλάπα. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και άρχισε να βγάζει την στολή της.
"Χίλια συγγνώμη που άργησα. Τελείωνα μία εργασία-" είπε βιαστικά ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό της.
"Πάνω στην ανθρώπινη ανατομία;" ρώτησε ειρωνικά η Άλεξ, βάζοντας μάσκαρα μπροστά από τον μικρό καθρέφτη στο γραφείο της και η Άριελ κοκκίνισε, χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή της.
"Όταν φορέσεις το φόρεμα θα σου κάνω τα μαλλιά και η Άλεξ το μακιγιάζ" είπε η Ρίτα σε ενθουσιασμένο τόνο, βάφοντας το δεξί της βλέφαρο με μία έντονη ροζ σκιά.
"Είστε πανέμορφες" σχολίασε η Άριελ και ξεκρέμασε το φόρεμά της.
"Αω ευχαριστούμε. Καλή προσπάθεια να αποσπάσεις την προσοχή μας από την αργοπορία σου" είπε η Άλεξ και η Άριελ γέλασε.
"Με βοηθάς να του κουμπώσω;" ζήτησε από την Άλεξ και εκείνη της χαμογέλασε γλυκά για μία στιγμή, πριν κλείσει την μάσκαρα, την αφήσει στο γραφείο και την πλησιάσει.
Η Άριελ γύρισε από την άλλη και ένιωσε το ύφασμα να κολλάει πάνω της καθώς η Άλεξ έκλεινε το φερμουάρ.
"Έτοιμη" είπε σαν περήφανη μαμά και έβαλε τα χέρια της στην μέση της που τονιζόταν από το μπλε φόρεμα της. "Τώρα κάτσε στην καρέκλα να σου κάνω τα μαλλιά".
Η επόμενη ώρα πέρασε ευχάριστα, με την βαβούρα από τα γέλια και τις κουβέντες των κοριτσιών να γεμίζουν την ατμόσφαιρα, σαν ήχος από κυψέλη. Δεν είχε σημασία τι βρισκόταν έξω από την πόρτα του μικρού δωματίου, ούτε το τι θα ακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Το μόνο που είχε σημασία -όσο μικρό κι αν φαινόταν- ήταν το αν η Άλεξ κρατούσε σωστά την βούρτσα ή αν η Ρίτα έβαζε υπερβολικό ρουζ ή αν η Άριελ έπρεπε να κρατήσει το μάτι της σταθερό για να μπει σωστά το μολύβι.
Ο κόσμος μπορεί να τελειώνει και να μην το παρατηρούμε καν όταν οι κολλητοί μας είναι μπροστά -η παρουσία τους έχει αυτήν καταπραϋντική, καθησυχαστική ιδιότητα. Κρατάνε μόνο την σωστή φασαρία. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή, ο κόσμος πιο ήσυχος, η ζωή πιο εύκολη.
*Το Αρέλα που χρησιμοποιείται στο βιβλίο είναι παρατσούκλι του Αραμπέλλα (Arabella), που σημαίνει "yielding to prayer", δηλαδή "υποταγή στην προσευχή".
** Γκεστάπο (Gestapo συντομογραφία του Geheime Staatspolizei, «μυστική κρατική αστυνομία») λεγόταν η κρατική μυστική αστυνομία της ναζιστικής Γερμανίας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top