ΤΕΣΣΕΡΑ

Song: Before you go - Lewis Capaldi

"Λοιπόν, γιατί είσαι εδώ;" ρώτησε η Άριελ και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στην αχανή έκταση του σχολείου.

Το γρασίδι κάλυπτε μία αρκετά μεγάλη απόσταση μπροστά τους. Πίσω από τα δέντρα της περίφραξης μπορούσε να διακρίνει την θάλασσα. Η κίνηση των κυμάτων φαινόταν ανάμεσα στα κλαδιά, όμως το πού κατέληγαν χανόταν ανάμεσα στα πιο πυκνά φυλλώματα. Μπορούσε να διακρίνει την αρμύρα στον αέρα και οι αναμνήσεις της από μία άλλη ζωή, έφερναν στα αυτιά της τον ήχο των κυμάτων -για μία στιγμή έκλεισε τα μάτια της.

"Με έστειλε ο Πατέρας", ξεκίνησε να λέει με σοβαρό ύφος, κόβοντας ένα χορταράκι από το έδαφος πάνω στο οποίο κάθονταν, "μου ανέθεσε μία αποστολή".

Η Άριελ έσφιξε το σαγόνι της και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος της παρέας που καθόταν αρκετά πιο πέρα, για να μην τους ακούνε. Όλοι γελούσαν δυνατά. Όταν Λουκ έδωσε μία σφαλιάρα στο σβέρκο του Νίκολας και εκείνος γέλασε ακόμα περισσότερο, η Άριελ γύρισε ξανά μπροστά της, νιώθοντας μία περίεργη κλωτσιά στο στομάχι της. 

Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να ρωτήσει τον Ραφ τι είδους αποστολή του είχε ανατεθεί, να δείξει ότι νοιάζεται και ενδιαφέρεται, μα ένα κομμάτι της δεν ήθελε να ακούσει τίποτα παραπάνω για τις υποθέσεις του Παραδείσου. Της αρκούσε που ο Ραφαήλ ήταν ασφαλής και βρισκόταν εκεί μαζί της. Της αρκούσε που δεν τιμωρήθηκε, γιατί η ίδια ήξερε από πρώτο χέρι το κόστος που είχαν οι τιμωρίες του Πατέρα. Της αρκούσε.

Γύρισε να κοιτάξει τον αδερφό της.

"Χαίρομαι που είσαι εδώ Ραφ, αλήθεια. Μου λείπεις" παραδέχτηκε η Άριελ και ακούμπησε το πηγούνι της πάνω στα λυγισμένα γόνατά της.

Του πήρε λίγο να απαντήσει. "Και εμένα μου λείπεις, σε όλους μας" προσέθεσε στο τέλος και ένιωσε την καρδιά της να υποχωρεί μίζερα πιο βαθιά στον θώρακα της σαν πληγωμένο ζώο.

Ησύχασε, ήθελε να της πει. Αλλά φοβόταν ότι αν ησύχαζε, θα σταματούσε.

"Αναρωτιόμουν ποιοι είναι φύλακες τους" ρώτησε τον Ραφ νεύοντας προς την παρέα και άρχισε να στριφογυρίζει και εκείνη ένα χορταράκι ανάμεσα στα δάχτυλά της.

"Λοιπόν, από όσο θυμάμαι, ο Βασαράια έχει την Ρίτα" είπε περιπαικτικά και η Άριελ θυμήθηκε την θετική αύρα που ένιωσε να εκπέμπει η Ρίτα, όταν της συστήθηκε.

Ο Βασαράια ήταν από τους πιο ενθουσιώδεις αδερφούς της.

"Η Λικάβελ έχει την Άλεξ, όπως θα κατάλαβες. Τέτοια γλώσσα έχει μόνο εκείνη πιστεύω"

Η Άριελ προσπάθησε πολύ για να ξεθάψει την τελευταία ανάμνησή της αδερφής της. Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που την αποχαιρετούσαν, όμως τι έκανε; Τι είπε; Ήταν εκεί όταν της αφαίρεσαν τα φτερά ή έλειπε όπως ο Βασαράια; Με πόνο συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν πια.

"Ο Λουκ έχει τον Αζαλάια. Τον είχα ακούσει και πάνω να μιλάει για τον Λουκ λες και διηγείται παραμύθι. Δεν έχει αλλάξει από τότε που έφυγες"

Γελάσανε. Στην μνήμη της Άριελ ήρθε η εικόνα του Αζαλάια να συγκεντρώνει εκείνη και τους άλλους κοντά του και να μιλάει για τους θνητούς του με μεγαλειώδη λόγια. Περιέγραφε περιπέτειες και κατορθώματα που τις περισσότερες φορές δεν είχαν συμβεί ποτέ, αλλά ήταν ο ενθουσιασμός του, καθώς μιλούσε, και η παιδικότητα στον τρόπο που περιέγραφε μία εικόνα που κανείς δεν τολμούσε να τον σταματήσει. Ήταν ο πρώτος ανάμεσά τους που πήρε τα φτερά του.

"Και ο Νίκολας νομίζω έχει την Αναουήλ. Είναι ο πρώτος της άνθρωπος τον τελευταίο αιώνα. Σου είχα πει για τον..."

"Ναι, μου είχες πει. Για τον ξεθωριασμένο της" απάντησε ανατριχιάζοντας και ο Ραφ κατένευσε διστακτικά.

Οι περισσότεροι ανάμεσά τους είχαν αναλάβει τουλάχιστον έναν τέτοιον άνθρωπο. Τους ονόμαζαν ξεθωριασμένους.

"Ο Πατέρας θεώρησε ότι είναι και πάλι έτοιμη να αναλάβει θνητό"

"Η Αρέλα τι κάνει;" τον ρώτησε κόβοντας εκεί την συζήτηση και χαμογέλασε.

"Είναι καλά, καλύτερα δηλαδή. Όταν έμαθε ότι θα κατέβαινα, με ικέτευσε αν σε πετύχαινα πουθενά να σου έλεγα ότι της λείπεις τρομερά, ότι ελπίζει να μην την έχεις ξεχάσει και ότι προσεύχεται κάθε μέρα για σένα" είπε μιμούμενος την φωνή της και στο τέλος γέλασε.

Η Άριελ γέλασε κι εκείνη, αγνοώντας τον κόμπο που σχηματίστηκε στον λαιμό της. Μπορούσε να φανταστεί την αδερφή της -την καλύτερή της φίλη- να φωνάζει στον Ραφ, λέγοντας πολλές φορές τα ίδια και τα ίδια, μην τυχόν και ο Ραφ ξεχάσει να κάνει αυτά που του είπε. Δεν είχε καμία σημασία που εκείνος ήταν αρχάγγελος και η ίδια τίποτα περισσότερο από μία απλή φύλακας.

Αυτό ήταν κάτι που οι άγγελοι είχαν διαφορετικό από τους θνητούς και η Άριελ έμαθε να το εκτιμάει πολύ αργότερα. Γεννήθηκαν όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα, μεγάλωναν μαζί και, ανεξάρτητα από την εξουσία που κατείχαν αργότερα ή από το πότε αποκτούσαν τα φτερά τους, φέρονταν πάντα ο ένας στον άλλον σαν οικογένεια -με μόνη εξαίρεση τα Σεραφείμ, που εμφανίζονταν μόνο στον Πατέρα.

Μερικές στιγμές σιωπής ακολούθησαν και η Άριελ στραβοκατάπιε στην σκέψη ότι ο Ραφ κατά πάσα πιθανότητα αναλογιζόταν πώς να θέσει την απορία που είχε από την ώρα του μεσημεριανού.

"Άριελ..." ξεκίνησε και εκείνη πήρε μία βαθιά ανάσα.

"Πώς είσαι; Ξέρεις... Σχετικά με εκείνον;" ρώτησε τελικά και η Άριελ εξέπνευσε κλείνοντας τα μάτια της.

"Μπορείς πλέον να λες το όνομά του. Αιώνες τώρα δεν με πειράζει, πρέπει να το συνηθίσεις κι εσύ" σχολίασε, προσπαθώντας να κάνει πλάκα, να αποφύγει την ερώτηση.

Κι ας ήξερε ότι ήταν άσκοπο. Όσο κι αν δεν της άρεζε, ο Ραφ πάντα έπαιρνε απαντήσεις στις ερωτήσεις του. Το μήλο δεν θα έπεφτε μακριά από την μηλιά -αν και ο Πατέρας πάντα μισούσε τα μήλα.

"Εντάξει. Πώς είσαι όσον αφορά τον Λεβάιθαν;" αναδιατύπωσε την ερώτησή του και όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, στο άκουσμα του ονόματος η Άριελ ένιωσε να πνίγεται.

Δεν ήξερε γιατί ακριβώς. Ίσως ήταν η αποδοκιμασία που πάντα χρωμάτιζε την φωνή του αδερφού της, όταν μιλούσε για εκείνον. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι είχε δεκαετίες να ακούσει το όνομά του έξω από τις σκέψεις της. Ή ίσως να ήταν οι αναμνήσεις που όρμησαν βίαια στο κεφάλι της, βγαίνοντας από τις σκοτεινές γωνίες στις οποίες πάλευε να τις κρατήσει κρυμμένες, σαν σκιές πεινασμένες για λίγη τρικυμία.

Λεβάιθαν.

Είχαν περάσει πεντακόσια τρία χρόνια από όταν ο Πατέρας την έστειλε κάτω. Πεντακόσια τρία χρόνια από όταν έχασε την θέση της στον Παράδεισο, την μαγεία της, τα φτερά της, κάθε αγαπημένο της πρόσωπο και εκείνον. Τον έρωτα της ζωής της, όπως συνήθιζαν να λένε οι θνητοί. Για την ακρίβεια, πρώτη φορά το είχε ακούσει από μία κοπέλα στην δεύτερη ζωή της, όταν ερχόταν σε κάθε της παράσταση για να παρακολουθεί τον συμπρωταγωνιστή της Άριελ -"είναι ο έρωτας της ζωής μου. Όταν τα λέει στην Ιουλιέτα, νιώθω πως τα λέει σε εμένα". Όταν η Άριελ άρχισε να υποδέχεται την τιμωρία της, την πλέον ανθρώπινη υπόστασή της, άρχισε να μαθαίνει και να υιοθετεί ανθρώπινες συνήθειες. Ξεκίνησε από αυτές τις λέξεις.

"Καλύτερα" απάντησε, αλλά η φωνή της ανήκε σε άλλη.

"Σε εμένα μιλάς. Τα ψέματα δεν πιάνουν" την έκοψε αμέσως και η Άριελ ένιωσε την καρδιά της να αναπηδά από την αιχμηρότητα της φωνής του.

"Πώς θες να απαντήσω, Ραφ; Πες μου τι θες να ακούσεις και θα χαρώ πολύ να σου το πω" μετάνιωσε λίγο την στιγμή που ξεστόμισε τις λέξεις, όταν η πίκρα τους έφτασε στην άκρη της γλώσσας της. "Είμαι καλύτερα από ότι ήμουν, όταν πρωτοέφτασα εδώ. Όμως ξέρουμε και οι δύο ότι ποτέ δεν θα σου πω ότι είμαι απολύτως καλά και θα είμαι ειλικρινής, οπότε συμβιβάσου, όπως κάνω κι εγώ"

"Ρωτάω απλά γιατί μου φάνηκες διαφορετική σήμερα. Έκανες αστεία και γελούσες και σχεδόν... σχεδόν φλέρταρες με τον θνητό" της είπες με μία αποκρουστική για την Άριελ ελπίδα, να κρυφοκοιτάζει σαν παιδάκι πίσω από τις λέξεις του.

"Όταν έχεις δει τα πράγματα που έχω δει εγώ ή όταν έχεις ζήσει όλα όσα έχω ζήσει εγώ, Ραφ, μετά από ένα σημείο συνειδητοποιείς ότι ο μόνος τρόπος για να κάνεις την ζωή σου ανεκτή, είναι να μην την κάνεις περισσότερο μίζερη από όσο είναι ήδη. Ναι, δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα, ναι, η καρδιά μου ματώνει και μόνο στην σκέψη του ποια ήμουν κάποτε και πόσα έχω χάσει από τότε και ναι, φυσικά και τον αγαπώ ακόμη. Αλλά αν αφήσω τον εαυτό μου να πνίγεται από όλο αυτό το σκοτάδι που με ακολουθεί κατά πόδας πέντε αιώνες τώρα και δεν κρατηθώ από τίποτα, αν δεν προσποιηθώ έστω ότι αυτό που ζω είναι κάτι καλό, αυτή η αιωνιότητα θα κρατήσει ακόμα περισσότερο" του απάντησε κάνοντάς τον να στραβοκαταπιεί στο άκουσμα του πόνου που έντυνε την φωνή της.

Οι λέξεις της έπεφταν σαν μαχαίρια στο φρεσκοκουρεμμένο  γρασίδι και έδειξαν στον Ραφαήλ ότι τα χαμόγελα και τα γέλια που πριν λίγο μοίραζε απλόχερα στην τραπεζαρία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από προσπάθειες επιβίωσης. Μικρά ψήγματα ελαφρότητας που συντελούσαν στην διατήρηση της ψυχής της και θύμιζαν τα πούπουλα που κάποτε αποτελούσαν το μεγαλείο των φτερών της.

Κάποτε.

"Και εν πάση περιπτώσει, κοντεύω να φτάσω την όγδοη χιλιετία της ύπαρξής μου. Ο νεαρός Φλέιμς μου πέφτει λίγο μικρός, δεν νομίζεις;" ρώτησε γελώντας και έριξε μία φευγαλέα ματιά προς το μέρος του.

"Δεν ξέρω" η προσπάθεια της να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα δεν έπιασε. "Ο Νικ είναι καλό παιδί, ίσως-"

"Όχι. Ξέρεις ότι δεν μπορώ, ότι του το υποσχέθηκα. Ότι του το χρωστάω. Έδωσε την ζωή του για εμένα, δεν πρόκειται να τον προδώσω έτσι" υποστήριξε απόλυτη και ασυναίσθητα βύθισε τα νύχια της στην παλάμη του χεριού της.

"Άριελ πιστεύω ότι ο Λεβάιθαν θα ήθελε να σε δει ευτυχισμένη. Έχουν περάσει τόσοι αιώνες, αρκετά αυτομαστιγώθηκες για ό,τι του συνέβη. Πόσον καιρό-"

"Δεν είναι θέμα χρόνου Ραφ. Είναι θέμα αφοσίωσης. Στα πεντακόσια χρόνια μου στον κόσμο των ανθρώπων, τον έβλεπα παντού. Λες και κομματάκια της ψυχής του μοιράστηκαν σε θνητούς και με κυνηγάνε όπου κι αν πάω. Πρίγκιπες όταν γεννιόμουν υπηρέτρια, σταβλίτες όταν γεννιόμουν με βασιλικό αίμα, στρατιώτες όταν δούλευα ως νοσοκόμα. Γείτονες και συνεργάτες και ιδιοκτήτες του αγαπημένου μου καφέ. Και πιστεύω, πιστεύω, ότι όλο αυτό, όλα αυτά τα σημάδια έχουν τοποθετηθεί στην γη, για να μου θυμίζουν τι του συνέβη και πώς θα έπρεπε εγώ να του το ανταποδώσω"

"Πεθαίνοντας κι εσύ;"

"Δεν πεθαίνω Ραφ" κάγχασε και κάθισε καλύτερα στο γρασίδι.

"Ούτε ζεις όμως. Δεν άφησες ποτέ σου τον εαυτό σου να νιώσει κάτι για κάποιον. Δεν έκανες ούτε μία φορά οικογένεια. Σε έχω δει να το σκας από προξενιά, να προφασίζεσαι στειρότητα, να επιλέγεις να μένεις ανύπαντρη και 'ανεξάρτητη', μόνη για πέντε αιώνες. Και με πονάει, αδερφή μου, να σε βλέπω έτσι. Θέλω να σε δω, έστω σε μία ζωή, να προσπαθείς"

"Η συζήτηση τελειώνει εδώ" αναφώνησε με δάκρυα στα μάτια και σκουπίζοντας τα βιαστικά, σηκώθηκε όρθια και άρχισε να κατευθύνεται προς την παρέα.

Ήθελε να τρέξει μακριά από αυτήν την συζήτηση. Είχε να την δει μισό αιώνα και το πρώτο πράγμα που είχε να της πει ήταν ένα ακόμα κήρυγμα; Δεν ήθελε τις συμβουλές του. Σιχάθηκε τις συμβουλές του. Ο Ραφαήλ ποτέ δεν θα καταλάβαινε τι ένιωθε εκείνη -κανείς δεν θα το καταλάβαινε. Η μόνη αφοσίωση που είχε γνωρίσει ποτέ του ήταν εκείνη προς το Πατέρα. Αλλά η αγάπη που είναι μονόπλευρη είναι μόνο κατά το ήμισυ αγάπη.

Πρώτη την παρατήρησε η Άλεξ που την φώναξε πάλι "τζίντζερ" και άφησε λίγο χώρο δίπλα της, για να καθίσει. Ο Ραφ κάθισε ανάμεσα στον Λουκ που ψιθύριζε κάτι στην Ρίτα και στον Νίκολας που είχε ξαπλώσει, γυρισμένος προς το μέρος τους.

Το βλέμμα του κλειδώθηκε για λίγο με της Άριελ και δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ανάσα της από το να σκαλώσει στον λαιμό της.

Να το, σκέφτηκε. Να το πάλι το κομματάκι της ψυχής του.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top