ΟΚΤΩ

Song: Love made me do it - Ellise

Πριν καν τελειώσει το μεσημεριανό η Άριελ είχε πει στα παιδιά την καλύτερη δικαιολογία που μπορούσε να σκαρφιστεί: είχε πονοκέφαλο και ήθελε να καθίσει λίγο στο δωμάτιό της, μέχρι να της περάσει. Όλοι την αποχαιρέτησαν στην βάση της σκάλας και εκείνη, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω της, άρχισε να την ανεβαίνει προς το δωμάτιό της. Παρ' όλα αυτά το βλέμμα του Ραφ έκαιγε την πλάτη της, μέχρι να χαθεί από το οπτικό του πεδίο.

Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του σακακιού της και παρακολούθησε την μικρή κόκκινη κορδέλα να χορεύει, καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα. Την έσπρωξε προς τα μέσα και την έκλεισε πίσω της, αγνοώντας το ελαφρύ τρίξιμο των μεντεσέδων. Παράτησε τα βιβλία πάνω στο γραφείο, έβαλε το κλειδί πίσω στην τσέπη της και άνοιξε την ξύλινη ντουλάπα στα δεξιά της.

Στο πιο χαμηλό ράφι της, υπήρχε το σακίδιο της Άριελ και μέσα σε αυτό  χρήματα και μερικά πράγματα που δεν πρόλαβε να ξεπακετάρει: μία φωτογραφία των γονιών της, η βίβλος της, το αγαπημένο της βραχιόλι που της αγόρασε η θεία της για τα δέκατα τρίτα γενέθλια της, μερικά κεριά, μία καρφίτσα, ένας αναπτήρας, μία γυαλιστερή πέτρα και το καφέ δερμάτινο τετράδιο της.

Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει λίγο πιο δυνατά την στιγμή που το άγγιξε. Αυτό το τετράδιο, με το ταλαιπωρημένο εξώφυλλό του και τις κιτρινισμένες σελίδες, ήταν το μόνο αντικείμενο που διατήρησε στους πέντε αιώνες της στην γη. Με την βοήθεια του Ραφ στην αρχή και μετά με την βοήθεια Νεφιλίμ ή κάποιο έκπτωτου που βρισκόταν στον δρόμο της. Στην προηγούμενη ζωή ήταν αρκετά τυχερή ώστε ο νοσοκόμος της να είναι ένας από τους αδερφούς της - πριν γίνει έκπτωτος. Πριν εξοριστεί όπως η ίδια. Μερικές φορές ένιωθε ότι οι έκπτωτοι ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να την καταλάβουν.

Κανένας τους όμως δεν ήξερε τι πραγματικά περιείχε αυτό το τετράδιο. Εκτός από τον Ραφ και ένα κομμάτι της Άριελ έτρεμε μην την καταλάβει τώρα που ήταν εκεί, πολύ πιο κοντά από ότι συνήθως.

Έβγαλε το σακάκι της κρεμώντας το στην καρέκλα του γραφείου και με τα κεριά που υπήρχαν στο σακίδιό της, σχημάτισε έναν κύκλο πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Με την φωτιά του αναπτήρα να καίει τα ακροδάχτυλα της, τα άναψε και κάθισε στο κέντρο του κύκλου τοποθετώντας το τετράδιο στην αγκαλιά της.

Το τελετουργικό ήταν σχεδόν ίδιο με κάθε προηγούμενη φορά. Την στιγμή που εμφανιζόταν το φεγγάρι στον ουρανό -μιας και ήταν φθινόπωρο, εμφανιζόταν πιο νωρίς- η Άριελ έπρεπε να απαγγείλει το ξόρκι που επικαλούταν την αγγελική μαγεία στο αίμα της και να το αφήσει να στάξει από τις παλάμες της σε κάθε ένα από τα κεριά. Έπρεπε να συνεχίσει μέχρι η φεγγαρόπετρα να λάμψει και να της επιστρέψει τα φτερά της, αφού την περνούσε πάνω από τις ουλές στην πλάτη της.

Κάθε προηγούμενη φορά έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα, έλεγε ακριβώς τα ίδια λόγια, όμως  πάντα λιποθυμούσε πριν προλάβει η μοβ πέτρα να ενεργοποιηθεί. Αυτό το ξόρκι της το είχε δώσει ένα Νέφιλιμ, μερικά χρόνια αφού έφτασε στην γη. Η Άριελ είχε εξηγήσει στην ημίαιμη πως δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από τα φτερά της και το Νέφιλιμ ήταν ικανοποιημένο με το φωτοστέφανο που πήρε ως πληρωμή.

Η Άριελ σημείωσε το ξόρκι σε αυτό το τετράδιο, μαζί με όσα έπρεπε να θυμάται να κάνει -το δωμάτιο να είναι όσο το δυνατό πιο σκοτεινό, η ίδια να είναι υγιής και νέα, ώστε το αίμα της να είναι φρέσκο- και τα αντικείμενα που έπρεπε να έχει μαζί της. Χάρις στην βοήθεια του Ραφ, ο οποίος την επισκεπτόταν συνήθως στην αρχή της κάθε ζωή της, περνούσε αυτό το τετράδιο, από την μία μετενσάρκωση της στην επόμενη. Όταν, όμως, ο αδερφός της έμαθε τι περιείχε αυτό το βιβλίο και τι έκανε η Άριελ, σταμάτησε να την βοηθάει.

"Είναι μαύρη μαγεία Άριελ. Ό,τι κι αν σου υποσχέθηκε το Νέφιλιμ, τα φτερά σου πρέπει να σου τα επιστρέψει ο Πατέρας, για να γίνει σωστά. Αυτό το ξόρκι μπορεί να σε σκοτώσει, αν το κάνεις λάθος ή αν δεν αντέξεις" της είχε εξηγήσει, μα εκείνη δεν τον άκουσε.

Σπάνια το έκανε από όταν κατέβηκε στην γη.

Με την ψεύτικη υπόσχεση ότι δεν θα το ξαναπροσπαθούσε, ο Ραφ ηρέμησε, αν και δεν την ξαναεπισκέφτηκε για το υπόλοιπο του αιώνα. Και αποδείχτηκε σωστός. Η Άριελ πέθανε δύο φορές εξαιτίας αυτού του ξορκιού, μα συνέχιζε. Γιατί τι σημασία έχει ο θάνατος, όταν ξέρεις ότι έχεις μία ολόκληρη αιωνιότητα μπροστά σου για να πεθαίνεις και να ξαναγεννιέσαι;

Δεν φοβόταν τον θάνατο. Για την ακρίβεια, τον προκαλούσε. Είχε περάσει πέντε ολόκληρους αιώνες να θρηνεί για την χαμένη της ζωή, για το θάνατο του πιο αγαπημένου της προσώπου και για τον χαμό, τον μόνιμο, τον μη αναστρέψιμο χαμό, των θνητών γύρω της. Και όσο έψαχναν οι άνθρωποι την αθανασία, εκείνη θα την χάριζε σε όποιον ήθελε, αλλά δεν μπορούσε.

Γιατί η τιμωρία της δεν ήταν να περάσει την αιωνιότητα στον κόσμο των ανθρώπων, των πλασμάτων, τα οποία στον Παράδεισο θεωρούνταν κατώτερα όντα. Η πραγματική τιμωρία της ήταν η αθανασία σε έναν κόσμο γεμάτο από θάνατο, να είναι αθάνατη ανάμεσα σε θνητούς. Τόσος θάνατος και αθλιότητα και σκληρότητα, στην διάρκεια τόσων αιώνων, θα λύγιζε τον οποιονδήποτε, όμως έναν άγγελο; Ένα πλάσμα φτιαγμένο από φως, πλασμένο ανάμεσα στα δάχτυλα του Δημιουργού των Πάντων, με καθαρή ψυχή και καρδιά γεμάτη καλοσύνη; Θα κατέστρεφε το είναι του, τον λόγο της ύπαρξής του.

Ο Πατέρας την έστειλε στην γη χωρίς τίποτα πέρα από την πίστη της και αυτήν την έχασε μόλις στον πρώτο χρόνο της εκεί.

Είχε ανάγκη να πιστεύει σε κάτι, ακόμα κι αν αυτό ήταν ένα ξόρκι. Είχε ανάγκη να ελπίζει ότι θα έπαιρνε πίσω το μόνο πολύτιμο πράγμα που μπορούσε να πάρει πίσω. Ο Λεβάιθαν δεν θα γυρνούσε και αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια στον εαυτό της, όμως τα φτερά της ήλπιζε ότι θα μπορούσε να τα ανακτήσει. Ήλπιζε. Ακόμα κι αν έπρεπε να το κάνει με έναν τρόπο που πολλοί θεωρούσαν λάθος κι επικίνδυνο.

Κοίταξε διστακτικά το μισό φεγγάρι που φαινόταν αχνά στον φωτεινό γαλάζιο ουρανό έξω από το παράθυρό της.

"Δεν είναι πανσέληνος, αλλά ακόμα κι έτσι..." μουρμούρισε στον εαυτό της και βολεύτηκε καλύτερα ανάμεσα στα κεριά, τρυπώντας το κέντρο από τις παλάμες της με την καρφίτσα.

Άρχισε να ψιθυρίζει το ξόρκι και με κλειστά μάτια δεν παρατήρησε τις φλόγες των κεριών να μεγαλώνουν. Ποτέ δεν τις έβλεπε.

Τυφλά πλέον, ξέροντας ακριβώς τα σημεία -προηγήθηκαν εξάλλου πέντε αιώνες εξάσκησης- έσφιξε τις γροθιές της και ένιωσε το αίμα να στάζει από τις άκρες τους και να τσιτσιρίζει πέφτοντας στις φλόγες. Ο πόνος στο κεφάλι της ξεκίνησε, όπως πάντα, σαν ψίθυρος, σαν μικρό σφύριγμα. Πριν φτάσει στα κεριά πίσω από την πλάτη της, της ξέφυγε μία κραυγή πόνου που την έκανε να σφίξει ακόμα δυνατότερα τις γροθιές της. Οι ουλές στην πλάτη της, οι αποδείξεις της αγγελικής της ύπαρξης, που οι γονείς της είχαν ονομάσει "σημάδια εκ γενετής", καθησυχάζοντας τους εαυτούς τους, έκαιγαν τόσο πολύ, ώστε η Άριελ για μία στιγμή φοβήθηκε μήπως είχε πιάσει φωτιά το πουκάμισό της.

Μα είχε πλέον συνηθίσει το πόνο. Ήξερε που θα χτυπήσει.

"Άριελ!" η φωνή του Ραφ έξω από την πόρτα της, έφτασε στα αυτιά της θολή, πνιγμένη.

Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν, μα η έλλειψη απάντησης από την μεριά της Άριελ ήταν αρκετή για να φυτέψει την καχυποψία στο μυαλό του Ραφ.

"Άριελ με ακούς; Ήρθα να δω πώς είσαι" η ανησυχία χρωμάτιζε τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του.

Πάλι, όμως, η Άριελ δεν απάντησε, χαμένη υπερβολικά βαθιά στην συγκέντρωση που απαιτούσε το ξόρκι. Η πέτρα που βρισκόταν λίγα εκατοστά μπροστά της άναψε για ένα δευτερόλεπτο και μετά έσβησε όπως τα κεριά γύρω της.

"Άριελ αν δεν απαντήσεις σε μισό δευτερόλεπτο, θα ανοίξω την πόρτα!"

Κλείδωσα την πόρτα; σκέφτηκε, όταν η φωνή του έφτασε στα αυτιά της και ζαλισμένη άνοιξε τα μάτια της.

Όλο το δωμάτιο στριφογύριζε, η όρασή της ήταν τόσο θολή που δεν έβλεπε παρά χρώματα να μπερδεύονται. Άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, μα η επιστροφή στην πραγματικότητα έγινε τόσο ξαφνικά και τόσο απότομα, ώστε σωριάστηκε εξαντλημένη στο πάτωμα.

Συνειδητοποίησε ότι τελικά δεν κλείδωσε, μόνο όταν η πόρτα άνοιξε με ένα έντονο τρίξιμο. Ο Ραφ μπήκε στο δωμάτιο και η σκιά του την κάλυψε ολόκληρη. Ένιωσε να κρυώνει.

"Τι στο όνομα του κάνεις και δεν απα-"

Η Άριελ δεν ήταν σε θέση να του δώσει μία αρκετά ικανοποιητική και καθησυχαστική απάντηση. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς την εικόνα που μόλις αντίκρισε. Είχε μία ανόητη παρόρμηση να γελάσει. Τι θα σκεφτόταν πάλι για εκείνη; Η πόρτα έκλεισε πάλι με δύναμη.

"Μα τον Πατέρα, Άριελ!"

Ο Ραφ έσπρωξε τα κεριά στην άκρη, φροντίζοντας να σβήσει πρώτα τα δύο που είχαν μείνει αναμμένα. Τα σκουρόχρωμα δάχτυλά του ήρθαν σε αντίθεση με το χλωμό δέρμα της αδερφής του, όταν σήκωσε το σώμα της στην αγκαλιά του.

Έκανε κρύο. Έκανε τόσο κρύο. Τα δάχτυλά της ήταν μουδιασμένα, το σαγόνι της έτρεμε. Η μοβ πέτρα αλαζονικά παρέμεινε στην μέση του πατώματος.

"Πάλι Άριελ; Μου είχες υποσχεθεί! Για το όνομα του-"

"Αν τον αναφέρεις άλλη μία φορά, λες και είσαι θείτσα που σταυροκοπιέται μπροστά από κάθε εκκλησάκι που πάρει το μάτι της, θα λιποθυμήσω πιο σύντομα από ότι περιμένεις" μουρμούρισε ξεψυχισμένα εκείνη και προσπάθησε να ανασηκωθεί.

"Να σε πάω στην νοσηλεύτρια" ανακοίνωσε περισσότερο στον εαυτό του, αγνοώντας εντελώς το σχόλιό της, και στάθηκε όρθιος, σηκώνοντάς την στα χέρια του σαν να μην ζύγιζε τίποτα.

"Πάνε με μία βόλτα" απάντησε ζαλισμένα, σαν μεθυσμένη, πάνω στον ώμο του, σφίγγοντας περισσότερο την πλάτη του, νιώθοντας τις βαθιές γραμμές στις ωμοπλάτες του, τις γραμμές που μόνο εκείνη μπορούσε να βρει, γιατί μόνο εκείνη τις έψαχνε.

Τις ουλές από τις οποίες, με μόνο μία σκέψη του, θα μπορούσαν να βγουν τα μεγαλοπρεπή φτερά του, με τα λίγα χρυσά πούπουλα που υποδήλωναν ότι ήταν αρχάγγελος.

"Βόλτα;", για μία στιγμή δεν συνειδητοποίησε τι εννοούσε, "Ω. Άριελ, όχι, δεν γίνεται, έχει τόσο κόσμο-"

"Σε παρακαλώ, σε ικετεύω", η φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος, όμως η ένταση που έκρυβε έκανε τις τρίχες στον λαιμό του Ραφ να ανασηκωθούν, "Ξέρεις ότι δεν θα έκανα ποτέ τίποτα που θα σε έβαζε σε κίνδυνο. Δεν σου το έχω ζητήσει εδώ και δύο αιώνες, μα τώρα είσαι εδώ και δεν βιάζεσαι να φύγεις και ο Πατέρας δεν σε παρακολουθεί συνέχεια. Δεν μπορείς για μία φορά να σπάσεις τους κανόνες για μένα;" τον ρώτησε και ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν.

Το ξόρκι την έκανε αδύναμη. Την έκανε ευαίσθητη, πιο εύθραυστη από ότι συνήθως. Μισούσε τον εαυτό της εκείνη την στιγμή, γιατί ήξερε ότι πίεζε τον Ραφ να διαλέξει ανάμεσα στην καλοσύνη της καρδιάς του -την αγάπη του προς εκείνη- και στην αφοσίωσή του στους κανόνες του παραδείσου. Και τα δύο ήταν αναπόσπαστα μέρη της φύσης του. Ήξερε, επίσης, ότι φαινόταν αξιοθρήνητη. Μπορούσε να νιώσει την μεταλλική γεύση του αίματος στην άκρη των χειλιών της, οπότε είχε μία ιδέα για την εικόνα που παρουσίαζε εκείνη την στιγμή, όμως δεν πήρε πίσω τις λέξεις της.

Ελπίδα. Ακόμα κι αν δεν ήταν τα δικά της φτερά, ακόμα κι αν ο χρόνος της στον ουρανό ήταν δανεικός.

"Τους έχω ήδη σπάσει για σένα" η φωνή του Ραφ ήταν ψυχρή, απότομη, εκείνη η φωνή την οποία η Άριελ θυμόταν να ακούει μόνο όταν κάποιος από τους ανώτερους του βρισκόταν τριγύρω, ποτέ όμως με εκείνη - τουλάχιστον πριν φύγει από τον Παράδεισο.

Δεν ξαναμίλησε. Κατέβασε τα πόδια της από το χέρι του, ακουμπώντας τα στο έδαφος. Ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν και ένα κύμα ναυτίας να την κατακλύζει ολόκληρη, όμως έδειξε αρκετά αδύναμη σε μία μέρα.

"Μπορείς να φύγεις" του είπε σκουπίζοντας την μύτη της με την ανάστροφη της παλάμης της.

"Δεν νομίζεις ότι πρέπει να μιλήσουμε για ό,τι έγινε μόλις; Έστω να σε πάω στην νοσοκόμα;"

"Θα έχεις κάθε ευκαιρία να με μαλώσεις και να μου πεις πόσο απογοητευμένος είσαι κάποια άλλη στιγμή. Δεν έχεις να δώσεις αναφορά στον Πατέρα ή κάτι; Είμαι σίγουρη ότι θα περιμένει με ανυπομονησία να του δώσεις έναν ακόμα λόγο να είναι απογοητευμένος" απάντησε η Άριελ με την ειρωνεία να στάζει από την γλώσσα της, σπρώχνοντας τον έξω από το δωμάτιό της και κοπάνησε την πόρτα.

"Ο Πατέρας δεν είναι απογοητευμένος Άριελ. Εγώ είμαι. Μου υποσχέθηκες!"

Αυτήν την φορά, έβγαλε με βιαστικές κινήσεις και τρεμάμενα χέρια το κλειδί από το σακάκι της και κλείδωσε πριν ο Ραφ προλάβει να ξαναμπεί μέσα. Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να σταματήσει να της χτυπάει την πόρτα και να την παρακαλεί να τον αφήσει να μπει. Η Άριελ άφησε τα πόδια της να λυγίσουν και με την πλάτη της στην πόρτα, σύρθηκε μέχρι το πάτωμα, αφήνοντας μερικά δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια της.

Της είχε λείψει τρομερά ο Ραφαήλ. Της έλειψε ο Ραφαήλ που της έδινε συμβουλές όταν είχε κάποιο πρόβλημα με τον θνητό της, που την καθησύχαζε κάθε φορά που προσέθετε έναν ξεθωριασμένο στο ιστορικό της και έφερνε μηνύματα από τις αδερφές της τις πρώτες μέρες της στην γη. Ο Ραφαήλ που με την πρώτη ευκαιρία την υπερασπιζόταν μπροστά στους άλλους αρχαγγέλους ή τον Πατέρα, όταν έκανε κάποιο λάθος. Όμως επιτέλους έπρεπε να παραδεχτεί στον εαυτό της ότι της έλειπε ο Ραφαήλ που ήξερε ως άγγελος, που την αντιμετώπιζε ως ίση του και όχι ως τον τιμωρημένο και εξόριστο άγγελο.

Από τότε που την έδιωξαν, ένιωθε μπροστά του μικρή, σαν παιδί που κλαίει και φωνάζει κάθε φορά που το μαλώνουν οι γονείς του. Σαν το κουτάβι που βάζει την ουρά ανάμεσα στα πόδια του, όταν κάνει λάθος.

Μα αυτό ήταν για τον Ραφ. Τίποτα παραπάνω από μία προσωποποίηση της παρακμής ενός αγγέλου προς την ανθρώπινη φύση. Κάτι το αναλώσιμο, το ανώριμο, το εν γένει εγωιστικό. Και τα φτερά της, αν μπορούσε να τα ανακτήσει ποτέ, θα ήταν αυτά που θα της έδιναν πίσω, έστω λίγη από την δύναμη που είχε κάποτε. Λίγο από τον εαυτό της που δεν μπορούσε να βρει πουθενά.

Μάζεψε τα κεριά και τα άλλα αντικείμενα κρύβοντας τα στο σακίδιό της μέσα στην ντουλάπα. Μέχρι την επόμενη φορά. υποσχέθηκε σε αυτά και στον εαυτό της. Μέχρι να πετύχει.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top