ΕΦΤΑ
Song: Soap - Melanie Martinez
Μετά από εκείνη την μέρα η Άριελ μπορούσε να πει ένα πράγμα με βεβαιότητα: η βιολογία δεν της άρεσε σε καμία της ζωή, και η εκατοστή ανατομία βατράχου που πραγματοποίησε -ή, μάλλον, σχεδόν πραγματοποίησε-, δεν της άλλαξε σε καμία περίπτωση την γνώμη.
Και τι έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη; Η αντίδραση του Νίκολας. Έκανε το λάθος να κάτσει μαζί του. Ή μάλλον εκείνος έκατσε μαζί της. Το θέμα ήταν ότι κάτσανε μαζί την πιο ακατάλληλη μέρα. Το αγόρι που βρίσκει τα πάντα αστεία και το κορίτσι που βρίσκει τα πάντα θλιβερά. Το αγόρι που βλέπει και το κορίτσι που θα προτιμούσε να είναι αόρατο.
"Έπρεπε να δεις την φάτσα σου, μα τον Θεό, νόμιζα ότι θα λιποθυμούσες πάνω στο τραπέζι!" συνέχισε να περιγράφει ο Νίκολας, με τα δάκρυα από τα γέλια να τρέχουν στο πρόσωπό του.
Το σαγόνι της σφίχτηκε και έπιασε τον εαυτό της να σφίγγει την γροθιά της. Όχι γιατί αυτά που έλεγε ο Νίκολας ήταν ψέματα - κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Αλλά γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Άριελ ήταν οι άλλοι να την κοιτάνε και να βλέπουν ένα κοριτσάκι που φρικάρει στην ανατομία βατράχων. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να τους εξηγήσει ότι σε όλη της την ζωή -και μερικές ακόμα- είχε δει αρκετό αίμα για να μην θέλει να βλέπει άλλο.
"Αλλά το καλύτερο νομίζω ήταν όταν μας είπε να βρούμε με τα δάχτυλα-"
Η Άριελ απηυδισμένη έβγαλε μία αγανακτισμένη κραυγή και τον κοίταξε δολοφονικά, ενώ ο Νίκολας εμφανώς το διασκέδαζε που πλέον είχε κεντρίσει την προσοχή της -ακόμα και με αυτό τον άκρως ενοχλητικό τρόπο. Παρ' όλα αυτά σταμάτησε. Κάτι στο βλέμμα της Άριελ έκανε την καρδιά του να αναπηδάει στο στήθος του. Ένα ανεπαίσθητο ηλεκτρικό ρεύμα που τον έκανε να κρατάει την ανάσα του κάθε φορά που τον κοιτούσε στα μάτια.
Καθόντουσαν όλοι στην αυλή για το μεγάλο διάλειμμα τους, στις δώδεκα. Η Άλεξ είχε απλώσει τα πόδια της και ξάπλωνε με κλειστά μάτια πάνω στα χέρια της, απολαμβάνοντας την σπάνια λιακάδα. Η Άριελ ένιωσε τον ήλιο να ζεσταίνει το πρόσωπό της και τέντωσε τα δάχτυλά της, ώστε να μπλεχτούν με το νωπό, φρεσκοκουρεμένο γρασίδι.
"Να ρωτήσω κάτι αδιάκριτο;" ρώτησε, αποστρέφοντας την προσοχή της από τον Νίκολας.
"Ναι αμέ" απάντησε αμέσως η Άλεξ.
"Τι εννοούσε η Έλι, όταν είπε ότι 'δεν σου βγήκε σε καλό η προηγούμενη φορά';"
Η Άριελ μπόρεσε να νιώσει την θερμοκρασία να πέφτει γύρω της. Ένα σύννεφο μόνο του στον ουρανό, στάθηκε μπροστά από τον ήλιο και εγωιστικά κράτησε πίσω την ζέστη και το φως. Κανένας τους δεν την κοίταξε στα μάτια.
Η Άλεξ το σκέφτηκε πριν να απαντήσει. Έμοιαζε να εξετάζει τις επιλογές της, να ζυγίζει τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να μιλήσει και τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε απλά να κρατήσει το στόμα της κλειστό, να αλλάξει το θέμα, να σχολιάσει μέχρι και εκείνο το σύννεφο που εμφανίστηκε από το πουθενά. Η Άριελ είχε την αίσθηση αν μπορούσε να σηκωθεί και να τρέξει θα το έκανε. Αμέσως μετάνιωσε που ρώτησε.
"Αν δεν θες να απαντήσεις το καταλαβαίνω, δεν ήθελα να σε βάλω σε δύσκολη θέση" βιάστηκε να πει, για να επαναφέρει το ωραίο κλίμα, και όλοι, σαν να εκτελούσαν κάποια χορογραφία, κοίταξαν πρώτα εκείνη και μετά την Άλεξ.
Η Άλεξ στραβοκατάπιε.
"Ε, λοιπόν, τι στο διάολο, όλοι το ξέρουν πια..." είπε περισσότερο στον εαυτό της παρά στην Άριελ και ανακάθισε γυρνώντας προς το μέρος της.
Ο Ραφ έβηξε σχεδόν κωμικά. Από τις προηγούμενες φορές που την είχε επισκεφθεί στον κόσμο των θνητών, η Άριελ είχε παρατηρήσει πως η συνήθεια των θνητών να επικαλούνται τον Λούσιφερ τον έκανε να νιώθει αμήχανα. Απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα της από πάνω του και γύρισε προς την Άλεξ, η οποία καθάρισε τον λαιμό της και άρχισε να μιλάει.
"Η Έλι είναι εδώ περίπου όσο καιρό είμαι και εγώ εδώ, επειδή οι γονείς της συνεχώς ταξιδεύουν και δεν ήθελαν να την αναγκάζουν να αλλάζει σπίτια και σχολεία. Εγώ πιστεύω ότι φταίει ότι δεν θα την άντεχαν", σε αυτό το σημείο σταμάτησε και κάγχασε, "Τέλος πάντων. Ξέρω ότι από πάντα με ψιλοαντιπαθούσε. Κατά πάσα πιθανότητα φταίει ότι εγώ ξέρω ότι οι γονείς μου με έχουν παρατήσει εδώ επειδή δεν ενδιαφέρονται αρκετά, ενώ εκείνη ζει ακόμα το ψέμα της, ότι οι γονείς της την αγαπάνε τόσο πολύ, ώστε κάνανε πέτρα την καρδιά και την αφήσανε στο καλύτερο οικοτροφείο της χώρας" είπε και έκατσε οκλαδόν.
"Στα γενέθλιά μου, πριν δύο χρόνια, άρχισε το δούλεμα. 'Φαντάσου πόσο ανυπόφορη θα ήταν και στο σπίτι ώστε μην την θέλουν οι ίδιοι της οι γονείς'" μιμήθηκε την φωνή της Έλι και, ενώ ο Ραφ γέλασε, η Άριελ διέκρινε τον υπόκωφο πόνο στην φωνή της Άλεξ και παρέμεινε σιωπηλή.
"Συνεχίστηκε για μήνες. Πριν τα περσινά Χριστούγεννα, η γιαγιά μου..." η Άλεξ ξερόβηξε και έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια της, λες και η λέξη που θα έβγαινε σε λίγο από τα χείλη της τής έκαιγε τα σωθικά.
"Πέθανε. Ήταν ξαφνικό, εννοώ, πότε είναι ο θάνατος αναμενόμενος; Πώς ήταν εκείνο που είχε πει ο Λέμονι Σνίκετ, Νίκολας;" γύρισε το κεφάλι της με ένα πικρό χαμόγελο προς το μέρος του αγοριού, ο οποίος κατάλαβε την προσπάθειά της να αποσπάσει την σκέψη της από εκείνη την τρομερή λέξη και επέλεξε να απαντήσει.
"'Είναι περίεργο πράγμα, ο θάνατος ενός αγαπημένου μας. Όλοι ξέρουμε ότι ο χρόνος μας σε αυτόν τον κόσμο είναι περιορισμένος και ότι στο τέλος όλοι μας θα καταλήξουμε κάτω από κάποιο σεντόνι και δεν θα ξυπνήσουμε ποτέ. Κι όμως, είναι πάντα μία έκπληξη όταν συμβαίνει σε κάποιον που ξέρουμε. Είναι σαν να ανεβαίνεις τις σκάλες προς το δωμάτιό σου μέσα στο σκοτάδι και να νομίζεις ότι υπάρχει ένα ακόμα σκαλοπάτι. Το πόδι σου πέφτει κάτω, μέσα από τον αέρα και υπάρχει μία άρρωστη στιγμή σκοτεινής έκπληξης, καθώς προσπαθείς να επαναπροσαρμόσεις τον τρόπο που σκέφτεσαι τα πράγματα'" το είπε απέξω, σαν να το είχε διαβάσει εκατοντάδες φορές ή σαν να το είχε αποστηθίσει για στιγμές ακριβώς όπως κι αυτή.
Ίσως για να σώσει έναν φίλο.
Η Άριελ καταλάβαινε. Ήξερε πια από πόνο κι από θάνατο. Ήταν πιστοί της σύντροφοι για πέντε ολόκληρους αιώνες. Εκείνη την στιγμή, είδε ένα κομμάτι του εαυτού της στην Άλεξ, την θνητή που δεν ήξερε, αλλά ξαφνικά ήθελε να μάθει. Ένα πείραμα, αν θέλετε. Ένα μάθημα ανατομίας.
Είχε περάσει πολλά -πολλά- χρόνια στην γη, βλέποντας τους ανθρώπους ως κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνη. Κι εξάλλου δεν ήταν; Υπήρξαν, όμως, μερικές ζωές, στις οποίες βρήκε άτομα που έμοιαζαν να την καταλαβαίνουν -με τον παράδοξο τρόπο που μόνο οι άνθρωποι καταλαβαίνουν, κι ας μην ξέρουν τίποτα-, στα οποία σκέφτηκε να αποκαλύψει την αλήθεια, απελπισμένη για λίγη κατανόηση και ειλικρίνεια.
Να ανοίξει το στόμα της και να μην καταπίνει τις αλήθειες. Να μπει στο σπίτι της, χωρίς να αφήσει την μισή ζωή της έξω από την πόρτα.
Όλο αυτόν τον καιρό βρισκόταν μόνη της σε έναν ξένο κόσμο που στις χιλιετίες της ύπαρξής της παρακολουθούσε σαν θεατής, σαν αναγνώστης που μελετά ένα κείμενο. Όμως ακόμα κι ένας συγγραφέας, σπάνια έχει νιώσει τον πόνο για τον οποίο γράφει. Ίσως να έχει γδάρει τα ακροδάχτυλα του σε λίγο πένθος, μία ιδέα ερωτικής απογοήτευσης, μερικές σκοτεινές παιδικές αναμνήσεις. Αλλά τις περισσότερες φορές, χαρακτήρες και συγγραφείς προτιμούν να κρατάνε τον πόνο τους για τους εαυτούς τους.
Όταν κατέβηκε στην γη η Άριελ δεν είχε ιδέα από θρήνο. Ούτε από θάνατο από την μεριά που τον βλέπουν οι άνθρωποι. Το πιο κοντινό που είχε γνωρίσει σε πένθος ήταν οι ξεθωριασμένοι της, μα και αυτοί ήταν λίγοι.
Και μετά ήταν ο Λεβάιθαν. Εκείνο το είδος πόνου που δεν θα ξεπερνούσε ποτέ. Η αρχή. Το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου.
"Τελικά οι δικοί μου μού στείλανε μήνυμα ότι δεν θα πήγαινα σπίτι εκείνα τα Χριστούγεννα. Όχι επίσκεψη, όχι κλήση, ένα e-mail τριών σειρών στην Ζενισέλ όπου μου εξηγούσαν ότι το σπίτι θα μου την θύμιζε και εγώ θα την θύμιζα σε εκείνους. Η Έλι", το όνομα βγήκε πικρόχολα από το στόμα της Άλεξ, "με πλησίασε την ίδια μέρα λέγοντας στις φίλες της ότι και μόνο η σκέψη ότι θα με έβλεπε τα Χριστούγεννα σκότωσε την γιαγιά μου. Κάπου εκεί γύρισα, την έφτυσα", γέλασε, "και της ούρλιαξα όσα σκεφτόμουν χρόνια να της πω, αλλά φυσικά εγώ φάνηκα η κακιά. Μπήκα τιμωρία για έναν ολόκληρο μήνα, χωρίς εβδομαδιαία κλήση, χωρίς διάλειμμα, χωρίς τα παιδιά. Το τελευταίο ήταν το μόνο που με πείραξε"
Για λίγο, έπεσε σιωπή. Τα πρόσωπα όλων ήταν σκυφτά με ένα πανομοιότυπο συνοφρύωμα ανάμεσα στα φρύδια τους, που παραδεχόταν ότι ήταν μάρτυρες στην σκηνή και ξαναέφερναν την εικόνα στο κεφάλι τους. Η Άριελ ένιωσε ότι βρισκόταν σε κήπο αγαλμάτων. Στον αέρα μπορούσε να μυρίσει κάτι από κηδεία. Μόνο ο Ραφ έμοιαζε, όχι αδιάφορος, αλλά σίγουρα όχι όσο προβληματισμένος όσο ήταν εκείνη.
"Διαφωνώ" ανακοίνωσε η Άριελ και τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν πάνω της.
"Το σκαλοπάτι, το ανύπαρκτο σκαλοπάτι δεν είναι ο θάνατος του αγαπημένου μας που μας εκπλήσσει. Είναι το ίδιο το άτομο. Είναι ένα σκαλοπάτι που κάποτε υπήρχε και ξέραμε ότι υπήρχε σε εκείνο το σημείο, γιατί έχουμε ανέβει την σκάλα εκατοντάδες φορές και έχουμε εμπιστευτεί και πατήσει εκείνο το σκαλοπάτι άλλες τόσες. Και μετά εξαφανίστηκε. Και μέχρι να συνειδητοποιήσουμε και να αποδεχτούμε τον θάνατο εκείνου που αγαπούσαμε, θα τον ξεχνάμε. Το μυαλό έχει την τάση να διαγράφει τις δυσάρεστες αναμνήσεις"
"Δεν αλλάζει αυτό" είπε η Άλεξ, προσπαθώντας να κρύψει το ράγισμα στην φωνή της.
"Όχι. Αλλά νομίζω, ότι το μόνο που έχουμε να θυμόμαστε ότι ακόμα και τα αναπόφευκτα τέλη δεν πονάνε για πάντα" εξήγησε η Άριελ και ένιωσε την ατμόσφαιρα να αλλάζει.
Όχι να θερμαίνεται ή να κρυώνει, όπως πριν. Αυτή την φορά, η Άριελ δεν θα την καταλάβαινε, αν δεν είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της στον να την παρατηρεί. Αλλά ένιωσε τον τρόπο με τον οποίο όλοι την κοίταξαν διαφορετικά, λες και τα λόγια της έκανα τον αέρα γύρω τους πάλι ελαφρύ και αναπνεύσιμο, λες και όλοι ένιωσαν αυτό που περιέγραφε τουλάχιστον μία φορά στην ζωή τους.
Ήλπιζε ότι το μικρό χαμόγελο κατανόησης που χάρισε στην Άλεξ δεν θα πρόδιδε ότι εκείνη το είχε νιώσει περισσότερες φορές από όσες μπορούσε να μετρήσει.
[...]
Έμεναν δύο τελευταίες ώρες μαθήματος μέχρι το μεσημεριανό. Η Άριελ δεν μπορούσε να θυμηθεί αν της είχε πει η Άλεξ τι μάθημα είχαν τώρα και η καστανή κοπέλα είχε σφετεριστεί το πρόγραμμά της, οπότε δεν μπορούσε να το δει μόνη της, αλλά δεν έκανε κάποια προσπάθεια να το πάρει πίσω. Θα μάθαινε εξάλλου σύντομα.
"Θα σου αρέσει νομίζω το μάθημα της λογοτεχνίας" είπε ο Νίκολας πλησιάζοντας την και λύγισε τα γόνατά του δίπλα στο θρανίο της.
Σωστά, λογοτεχνία. Κάτι μέσα της ηρέμησε στην συνειδητοποίηση. Να κάτι που μπορώ να κάνω καλά.
"Περισσότερο από την βιολογία;" ρώτησε η Άριελ, που δεν ήταν θυμωμένη μαζί του πια, και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Νίκολας, εμφανίζοντας τις ρυτίδες στις άκρες των ματιών του.
Η Άριελ ασυναίσθητα χαμογέλασε.
"Πιστεύω πως ναι. Εννοώ, δεν σε ξέρω τόσο καλά, αλλά ο τρόπος που μίλησες πριν δείχνει άτομο που του αρέσει να διαβάζει" απάντησε ο Νίκολας.
"Η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, σωστά;" είπε η Άριελ και παρακολούθησε την αντίδραση του, καθώς ένα σύντομο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του και το βλέμμα του χάθηκε για μία στιγμή στο κενό, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.
"Κάπου το έχω ακούσει αυτό. Είναι Έλληνας, έτσι;" ρώτησε συνοφρυωμένος.
"Ναι" απάντησε η Άριελ, σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά από το στήθος της και τον περίμενε να μαντέψει.
"Δώσε μου μισό, θα τον θυμηθώ. Είχε πάρει νόμπελ, θυμάμαι να διαβάζω την ομιλία του"
"Σωστός και πάλι"
Ο Νίκολας χαμογέλασε. Όχι αυτάρεσκα, αλλά περισσότερο έκπληκτος, λες και είχε καιρό να ακούσει κάποιον να τον αποκαλεί έτσι.
"Και είχε το όνομα ενός ήρωα... Να δεις πώς τον λέγανε..." χτύπησε τα δάχτυλά του μεταξύ τους.
"Οδυσσέας" συμπλήρωσε την σκέψη του η Άριελ και χαμογέλασε.
"Ναι! Μπράβο! Ελύτης, σωστά; 'Το μονόγραμμα', θα πενθώ -με ακούς- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο" είπε σε έναν σοβαρό τόνο, αλλά οι λέξεις βγήκαν τόσο γλυκά από το στόμα του, που η Άριελ ένιωσε ένα κύμα ανατριχίλας να απλώνεται στην ραχοκοκκαλιά της, ανάμεσα στις ουλές της πλάτης της.
"Σου αρέσει να μαθαίνεις απέξω αποσπάσματα, ε;"
"Έχει πλάκα. Εδικά όταν έχω δικαιολογία να τα χρησιμοποιήσω κάπου" απάντησε και η Άριελ κατάλαβε από τον τόνο του ότι εννοούσε την σκηνή στο διάλειμμα με την Άλεξ.
"Να φανταστώ τα κορίτσια το λατρεύουν και λιποθυμούν, όταν παραθέτεις από μνήμης σονέτα, ε;" οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της ασυναίσθητα, σαν ένα αστείο, αλλά ακούγοντας τον εαυτό της να της ξεστομίζει τις μετάνιωσε.
Του έδωσε πάτημα, τον έβαλε καταλάθος σε σκέψεις, ίσως και να νόμιζε ότι τον ψάρευε για το αν έχει κοπέλα. Το βλέμμα του καρφώθηκε εξεταστικά στο δικό της, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει την έκφρασή της και να καταλάβει πώς έπρεπε να απαντήσει.
Αυτές οι κινήσεις διήρκεσαν μόλις μερικά ελάχιστα δευτερόλεπτα, αλλά στην Άριελ φάνηκαν αιώνες. Στραβοκατάπιε διακριτικά.
"Όχι όσο πιστεύεις" απάντησε χαμογελώντας με έναν καλοσυνάτο τρόπο, σαν να είχε καταλάβει την δύσκολη θέση στην οποία έβαλε τον εαυτό της και την γλίτωνε βάζοντας τον εαυτό του σε αυτήν.
Παρατήρησε τα μάγουλά του, καθώς βάφονταν με ένα διακριτικό ροζ χρώμα.
"Ώστε έχεις διαβάσει Ελύτη;" ρώτησε για να αλλάξει συζήτηση, με την ίδια κομψότητα που ένας ελέφαντας θα διέσχιζε την αυλή απέξω.
"Γιατί εκπλήσσεσαι τόσο;" απάντησε με μία άλλη ερώτηση και ο παιχνιδιάρικος τόνος στην φωνή του επανήλθε.
"Ξέρω γω, σε είχα περισσότερο για τον τύπο που θα ήταν αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου και θα έβαζε υποψηφιότητα για βασιλιάς του χορού" απάντησε ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στην γροθιά της.
"Και δεν μπορώ να είμαι αυτά και να διαβάζω;" γέλασε και ανασήκωσε το ένα φρύδι του.
"Δεν είπα αυτό. Στερεοτυπικά δεν κολλάνε, υποθέτω"
"Δεν σε είχα για άτομο που θα βασιζόταν σε στερεότυπα για να βγάλει συμπεράσματα για ένα άτομο"
"Δεν είμαι" υπερασπίστηκε τον εαυτό της, μιλώντας απότομα.
"Μα αυτό δεν είπες μόλις;"
"Απλά προσπαθώ να καταλάβω ποιος είσαι" απάντησε ειλικρινά, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα δικά του.
"Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ρωτήσεις"
Η Άριελ δεν ήξερε πως να απαντήσει οπότε πίεσε τα χείλη της μεταξύ του και απλά έμεινε να τον κοιτάει, καθώς σηκωνόταν όρθιος, χωρίς να μπορέσει να κρύψει ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη του και επέστρεψε στην θέση του την ίδια στιγμή που η Ζενισέλ μπήκε μέσα στην τάξη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top