ΕΠΊΛΟΓΟΣ
Song: funeral - Phoebe Bridgers
10 χρόνια μετά
"Σου έχω πει πόσο σε αγαπώ;" ρώτησα την Άλεξ, καθώς μου έδινε τον καφέ.
Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου του δημοτικού σχολείου του Μπάμπτον ήταν ακόμα άδειος. Οι παιδικές ζωγραφιές που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους, μαζί με τις πολύχρωμες γιρλάντες και τα πανό που καλωσόριζαν τα παιδιά στην νέα σχολική χρονιά, έδιναν την αίσθηση γιορτής στο κατά τα άλλα παλιό κτήριο. Μα ανέκαθεν τα παλιά τα εκτιμούσα κάπως περισσότερο.
"Ναι, αλλά μία ακόμα φορά ποτέ δεν βλάπτει" απάντησε χαμογελαστή και γέλασα. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.
Ήπια μία γουλιά και άφησα την γνωστή γεύση να ζεστάνει το μέσα μου.
"Ώστε πρώτη μέρα σχολείου, ε; Ξέρεις ποτέ δεν σε έκανα εικόνα ως δασκάλα" μου παραδέχτηκε και την κοίταξα με το ένα φρύδι σηκωμένο.
"Πολύ ενθαρρυντική κουβέντα την πρώτη μου μέρα σε αυτό το σχολείο" της είπα και γελάσαμε πριν το βλέμμα της χαθεί για λίγο στα πλακάκια.
"Ο Λέβι ήρθε καθόλου αυτόν τον μήνα;" με ρώτησε και ήπιε και εκείνη μία γουλιά από τον καφέ της.
"Μπα, εκείνος κι ο Ραφ έχουν δουλειά να κάνουν με τα Νεφιλίμ που ανακάλυψες στην Νότια Αμερική. Θα έρθουν μάλλον κάπου κοντά στα Χριστούγεννα"
"Κατάλαβα" είπε και θα αναγνώριζα την έκφραση που πήρε καλύτερα από το πρόσωπό μου. "Είχες οποιοδήποτε νέο για... ξέρεις ποιόν;"
Όχι, όχι δεν είχα. Το να εντοπίσεις την ψυχή κάποιου αθάνατου ή ημίαιμου ήταν ήδη αρκετά δύσκολο. Το να βρεις όμως την ψυχή ενός θνητού αγοριού, ανάμεσα στα εκατομμύρια δεκάχρονα που υπάρχουν στον πλανήτη, ήταν αδύνατο ακόμα και για τον καλύτερο αρχάγγελο.
"Όχι. Και δεν νομίζω να έχω. Ελπίζω απλά να είναι χαρούμενος όπου είναι και να μεγαλώσει σε μία σωστή οικογένεια αυτήν την φορά" της είπα τις λέξεις που είχα πει ήδη εκατοντάδες φορές, αλλά επέμεινε να ρωτάει γιατί ήξερε πολύ καλά και η ίδια ότι κι εγώ το σκεφτόμουν.
Ο Λεβάιθαν ήταν ξανά άγγελος. Ο Νίκολας ξανά παιδί, μίας άλλης οικογένειας, μίας άλλης ζωής. Κι εγώ εκείνο που έπρεπε να είμαι εξ' αρχής: μία πραγματική θνητή. Μία παρουσία με ημερομηνία λήξης. Δεν είναι ότι ανυπομονούσα να έρθει η τελευταία μέρα -απλά κάτι στην αναμονή έκανε την διαδρομή μέχρι εκεί καλύτερη.
"Ξέρεις μερικές φορές σκέφτομαι ότι όσα πέρασε τον έκαναν αυτό που ήταν. Μερικές φορές μου λείπει και μερικές άλλες μου λείπει αυτό που ήταν, το είδος του ανθρώπου που ήταν. Δεν ξέρω αν ακούγεται κακό, αλλά του άξιζαν τα καλύτερα γιατί είχε περάσει τα χειρότερα" μου είπε σκεπτική, την στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι.
"Ξέρω τι εννοείς". Δεν μπορούσα να πω ότι δεν μου έλειπαν τα πάντα σε αυτόν χωρίς να ακουστώ μελοδραματική ή χωρίς να κλάψω, οπότε το κράτησα για τον εαυτό μου. "Ελπίζω μόνο να πήρα την σωστή απόφαση"
Παιδιά άρχισαν να τρέχουν προς τις αίθουσες τους. Μερικά κρατούσαν το χέρι του μπαμπά τους, άλλα την φούστα της μαμάς τους και άλλα προσπερνούσαν μόνα τους τούς συμμαθητές τους.
"Δεν είχες επιλογή. Ήταν αυτό που όριζε η προφητεία ούτως ή άλλως" μου υπενθύμισε και κατένευσα, αν και μερικές φορές το αμφισβητούσα ακόμα κι εγώ.
"Ο Λουκ και η Ρίτα;" ρώτησα, γιατί πήγαινε καιρός από την τελευταία φορά που τους είχα δει.
"Καλά, μία χαρά. Τις προάλλες τους είδα, λόγω δουλειάς. Ψάχνουν να αγοράσουν σπίτι στο Λονδίνο, για να χωράει τα δίδυμα" μου είπε και γελάσαμε.
Η Ρίτα δεν θυμόταν πολλά από εκείνη την χρονιά, ο Λουκ επέλεξε να μην θυμάται, γιατί ο θάνατος του κολλητού του ήταν κάτι υπερβολικά βαρύ ακόμα και για εκείνον. Η παρέα έσπασε, όταν οι γονείς της Ρίτα την πήραν από το σχολείο μετά την πυρκαγιά και το ατύχημά της, που εκείνη δεν θυμόταν, και ο Λουκ έφυγε επίσης για να είναι κοντά της μετά την απώλεια μερικής μνήμης λόγω μετατραυματικού σοκ. Οι γιατροί είχαν πάντα πομπώδεις λέξεις για να κρύψουν ό,τι υπερφυσικό τους ξεπερνά.
Τους βλέπαμε μία φορά τον χρόνο περίπου, μερικές φορές δύο. Την Ρίτα ουσιαστικά δεν την ήξερα και ο Λουκ δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ήξερα ότι έβλεπε κάπου μέσα του τον Νίκολας. Δεν τον αδικούσα. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούσα να κρατήσω επαφή με τις αδερφές του. Υπήρχε κάτι σπαρακτικό στον τρόπο που η καρδιά μου πέτρωνε στο στήθος μου κάθε φορά που με κοιτούσαν ή έλεγαν το όνομά μου.
Η τάξη μου γέμισε και χαιρέτησα την Άλεξ με την υπόσχεση μίας βραδινής εξόδου μέσα στην εβδομάδα.
Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
"Καλημέρα σε όλους! Καλή χρονιά! Είμαι η κυρία Άριελ και μαζί θα κάνουμε το μάθημα της γλώσσας!" ανακοίνωσα με την πιο χαρούμενη έκφραση που μπορούσα να πάρω και κοίταξα τα δέκα παιδάκια της πέμπτης δημοτικού να με κοιτάνε με μεγάλα μάτια και κοκκινισμένα μάγουλα από τις συζητήσεις και τα γέλια που διέκοψα. "Μπορείτε να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε και να μου μιλήσετε για ό,τι θέλετε, αφού πρώτα μου λέτε και το όνομά σας για να σας μαθαίνω σιγά σιγά"
Ένα κοριτσάκι με καστανές κοτσίδες σήκωσε το χέρι της και ένευσα προς το μέρος της δίνοντάς της τον λόγο. "Με λένε Λύντια και ήθελα απλά να πω ότι μου αρέσει πολύ το φόρεμά σας" είπε με ένα πλατύ χαμόγελο και της χαμογέλασα πίσω.
"Ευχαριστώ πολύ! Και εμένα μ' αρέσουν τα κοτσιδάκια σου!" απάντησα και της έκλεισα το μάτι.
Ένα άλλο κοριτσάκι σήκωσε το χέρι του. "Είμαι η Μπεθ και ήθελα να ρωτήσω αν πειράζει να πάρουμε μωβ τετράδιο για την έκθεση".
"Μπορείτε να αγοράσετε όποιο τετράδιο θέλετε, αρκεί να έχει ετικέτα που να λέει ότι είναι για την γλώσσα" της απάντησα και κατέβασε το χέρι της χαμογελώντας.
Τέλος, είδα ένα μικρό αγόρι με μπουκλωτό κεφάλι να σηκώνει διστακτικά το χέρι του. Τον κοίταξα και του έκανα νόημα να μιλήσει.
"Ήθελα να ρωτήσω αν θα κάνουμε καθόλου λογοτεχνικά βιβλία φέτος στο μάθημα" είπε αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσω, αλλά αρκετά σιγά για να το σχολιάσουν μερικά παιδιά.
"Φυσικά. Έχεις κάποιο συγκεκριμένο κατά νου;"
"Η αδερφή μου μου διάβασε το 'Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια' το καλοκαίρι" απάντησε και του χαμογέλασα πλατιά.
"Θα το σκεφτώ και ίσως το δουλέψουμε" απάντησε και οι παλάμες μου ίδρωσαν ασυναίσθητα, καθώς έψαχνα την κατάσταση της τάξης. "Για πες μου πώς σε λένε;"
"Νίκολας κυρία"
Άτιμο πράγμα η μοίρα. Τα δύο άκρα της κλωστής από την οποία κρέμεται η ζωή μας μπορούν να απομακρυνθούν όσο θέλουν - μπορεί όλο το κουβάρι να απλωθεί σε χιλιόμετρα, μπορεί η κλωστή να ξεφτίσει, μπορεί οι μοίρες να χρησιμοποιήσουν το τελεσίδικο ψαλίδι τους. Αλλά αν τα άκρα είναι να βρεθούν, θα βρεθούν, θα συναντηθούν, ακόμα και αν ο ίδιος ο Θεός βάλει το χεράκι του. Και έτσι, όταν τα μάτια της θνητής Άριελ στα τριάντα της συνάντησαν εκείνα ενός μικρού αγοριού που αγάπησε όσο τίποτα, οι άκρες δέθηκαν σε κόμπο και η κλωστή έγινε κύκλος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top