ΕΝΝΙΑ

Song: Why God - Austin French

"Η θρησκεία στην λογοτεχνία είναι περίεργο πράγμα..." άρχισε η Ζενισέλ, διασχίζοντας τον διάδρομο δίπλα από το θρανίο της Άριελ.

Η Άριελ έτριβε με δύναμη το μέτωπό της σε μία απελπισμένη προσπάθεια να διώξει τον πονοκέφαλο που την βασάνιζε από το προηγούμενο βράδυ.

Αν ο Ραφ δεν με είχε διακόψει- αυτή η σκέψη την βασάνιζε τόσο έντονα, ώστε ένιωθε τον πονοκέφαλο της να δυναμώνει όταν την έφερνε πίσω στο μυαλό της και κατηγορούσε τον αδερφό της για την αποτυχία του ξορκιού αυτήν την φορά. Όπως και κάθε φορά που την είχε διακόψει. Λες και όταν δεν ήταν εκείνος εκεί για να την σταματήσει, όλα πήγαιναν καλά. Αλλά αυτές ήταν σκέψεις που δεν άντεχε να κάνει.

Τα έκανε όλα σωστά. Θα πετύχαινε. Έπρεπε να πετύχει. Αλλά ο Ραφ δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να χώνει την μύτη του στα θέματά της και να φέρεται σαν να μην έχει κάνει ποτέ του κάτι λάθος.

Η Άριελ δεν επρόκειτο να παραδεχτεί στον εαυτό της την αλήθεια. Ναι, ο Ραφαήλ ήταν κουραστικός με τα κηρύγματα που της επαναλάμβανε, σχεδόν πανομοιότυπα, κάθε φορά που την συναντούσε. Ναι, τα μάτια της είχαν εντοπίσει και παλαιότερα την μικρή αναλαμπή της πέτρας, γεμίζοντας την ανώφελη ελπίδα.

Όμως όπως και να χε, η Άριελ βαθιά μέσα της ήξερε ότι ποτέ δεν θα έπαιρνε αυτό που πραγματικά ήθελε. Μπορούσε να καταλάβει ότι ακόμα και αν το ξόρκι έπιανε και έβγαιναν φτερά στην πλάτη της, δεν θα ήταν τα ίδια φτερά. Δεν θα ήταν τα δικά της φτερά. Εκείνα της τα είχε δώσει ο Πατέρας την ημέρα που είχε αποφασίσει ότι ήταν έτοιμη. Μα αν τώρα αποκτούσε μία απομίμηση εκείνων των φτερών, τι θα πετύχαινε;

Ήταν πλέον, στο μεγαλύτερο μέρος της θνητή. Θνητή. Θνητή.  Αθάνατη θνητή.

"Είναι πολλοί συγγραφείς που έχουν χρησιμοποιήσει τον θεό στον οποίο πιστεύουν ως ένα παράδειγμα προς μίμηση και αντιμετωπίζουν τον δρόμο που υπακούει στους κανόνες του και τον τρόπο ζωής που προτείνει, ως την μόνη επιλογή των ανθρώπων, αν επιθυμούν να σωθούν. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλοι που αμφισβητούν την ύπαρξή της και αρνούνται να υποταχθούν σε μία μορφή εξουσίας που δεν είναι χειροπιαστή" είπε η καθηγήτρια, με την ελαφριά γαλλική προφορά της να προδίδει την καταγωγή της μόνο σε ορισμένα σημεία της ομιλίας της.

"Καταλαβαίνω ότι είναι μία συζήτηση στην οποία οι περισσότεροι από εσάς θα διαφωνείτε, οπότε μπορούμε να θέσουμε ως βάση της συζήτησης ότι, αν υπάρχει Θεός, πρεσβεύει, ανεξαρτήτως του νοήματος που δίνει ο καθένας στην λέξη, την αγάπη;" συνέχισε η Ζενισέλ, με τον ήχο από τα τακούνια της να σταματάει όταν έφτασε δίπλα στην έδρα.

Η Άριελ δεν πρόλαβε να συγκρατήσει το γέλιο της. Ήταν ασυναίσθητο, μία αντίδραση τόσο αυθόρμητη σε αυτήν την χιλιοειπωμένη πρόταση, που δεν συνειδητοποίησε καν ότι γέλασε, μέχρι που κατάλαβε ότι όλοι είχαν γυρίσει να την κοιτάξουν. Αντανακλαστικά κοίταξε προς τον Ραφ με σφιγμένο σαγόνι. Εκείνος της ανταπέδωσε το κενό βλέμμα.

"Δεν πιστεύετε ότι υπάρχει Θεός, δεσποινίς Έμπεργουϊνγκ;" ρώτησε η Ζενισέλ σταυρώνοντας τα χέρια της πάνω στην μπεζ μπλούζα της, κάνοντας τα μανίκια του πουά πουκαμίσου της να εμφανιστούν κάτω από αυτήν.

"Φυσικά και υπάρχει. Για την ακρίβεια, πιο αληθινός από ότι μπορεί κανείς να φανταστεί" απάντησε διπλωματικά η Άριελ, δαγκώνοντας το χείλος της σε μία προσπάθεια να συγκρατήσει το δηλητήριο που πλημμύριζε το στόμα της.

"Τότε προς τι η αντίδραση;"

"Δεν πιστεύω ότι είναι η προσωποποίηση της αγάπης. Αυτό" απάντησε η κοπέλα ανασηκώνοντας τους ώμους της.

"Και τότε τι πιστεύεις, Άριελ;" η ερώτηση αυτήν την φορά προήλθε από τον Ραφ.

Σιγά μην αντιστέκονταν στο να υπερασπιστεί τον Πατέρα.

"Ότι είναι πολύ πιο ανθρώπινος από όσο θα ήθελε να είναι ή από όσο πιστεύουν οι άνθρωποι ότι είναι. Ότι κάνει λάθη και μπορεί να είναι άδικος και μερικές φορές κάνει τα στραβά μάτια"

"Πού το βασίζεις αυτό;" μίλησε η Ζενισέλ, σε μία αποτυχημένη προσπάθεια να ελέγξει την συζήτηση.

"Στο ότι-" ξεκίνησε η Άριελ, μα δάγκωσε την γλώσσα της πριν κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί.

Όχι από εκείνη, όχι εκείνη την στιγμή, όχι σε εκείνη την αίθουσα.

"Ο Καζαντζάκης είχε πει  ότι 'όσο υπάρχουν παιδιά στον κόσμο που πεθαίνουν από την πείνα Θεός δεν υπάρχει'. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει, απλά δεν κάνει κάτι για αυτό" απάντησε τελικά χωρίς να γυρίσει προς τον Ραφ, μέχρι που εκείνος ξαναπήρε τον λόγο, οπότε αναγκάστηκε.

"Ο Καζαντζάκης πίστευε, Άριελ. Απλά όχι με τον τρόπο που πίστευαν οι υπόλοιποι" προσπάθησε για μία τελευταία φορά η Ζενισέλ να παρέμβει, αλλά δεν ολοκλήρωσε την φράση της.

"Είναι ο τρόπος του να διατηρεί τις ισορροπίες, Άριελ, είναι μία περίεργη δικαιοσύνη, ναι, αλλά είναι ανώτερη από αυτά που καταλαβαίνουμε εμείς οι άνθρωποι" απάντησε ο Ραφ και η Άριελ ασυναίσθητα έσφιξε το σαγόνι της.

Εμείς οι άνθρωποι. Εσείς οι θνητοί.

"Δεν σου είναι αρκετή η πείνα; Θέλεις να μιλήσουμε για πόλεμο; Θες αλλιώς να μιλήσουμε για όλα τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομά του; Για κάθε φωτιά, για όλες τις αδικοχαμένες ψυχές;"

"Τα βλέπεις όλα μαύρα-" προσπάθησε να την καθησυχάσει ο αδερφός της με ένα, προς το παρόν, ήσυχο ύφος.

"Θες να μιλήσουμε για τα πιο κοντινά παιδιά του;" αντιγύρισε η Άριελ και τότε ο Ραφαήλ την κοίταξε προειδοποιητικά.

Μην τολμήσεις. αυτό μπορούσε να διαβάσει η Άριελ στα μάτια του.

Και σχεδόν απάντησε δυνατά, δες με.

"Άριελ-" η φωνή του Ραφ ακούστηκε σαν χαμηλό γρύλισμα.

Ο θηρευτής που προειδοποιεί το θήραμα. Η μυρωδιά του μπαρουτιού πριν τον πυροβολισμό.

"Για τους έκπτωτους που εξορίστηκαν επειδή αρνήθηκαν να επιλέξουν; Για τους δαίμονες που ικετεύουν για μια δεύτερη ευκαιρία; Αλλά μάλλον όταν μιλάει για συγχώρεση είναι απλά για να κάνει τους ανθρώπους να φιλάνε τα εικονίσματα του"

"Μίλα με περισσότερο σεβασμό!" η φωνή του αδερφού της ακούστηκε επιβλητική, αυστηρή, σχεδόν τρομακτική, αλλά η Άριελ τον ήξερε αρκετά καλά, για να μην τον αφήσει να την εκφοβίσει.

"Ας τον κερδίσει!" φώναξε απότομα πίσω και ένα μεγάλο κύμα σιωπής κάλυψε την τάξη, σαν βαριά κουβέρτα.

Τον κοίταξε στα μάτια, όπως τον κοιτούσε πάντα. Δεν φοβήθηκε ποτέ της τον Ραφ και δεν θα ξεκινούσε τώρα. Εκείνος μπορεί να έβλεπε μία θνητή, αλλά η Άριελ ήξερε τον αδερφό της καλύτερα από ότι ήθελε εκείνος να παραδεχτεί.

Ξεχνάς, ότι ξέρω την αλήθεια του. Ξέρω τα μυστικά και τις συνήθειες του. Ξέρω πότε βλέπει και πότε γυρνάει από την άλλη. Σε ποιες καταστροφές δεν μπορεί ή επιλέγει να μην επέμβει. Γιατί μόνο οι θνητοί, -οι πραγματικοί, γνήσιοι, καθαρόαιμοι θνητοί- τον βλέπουν ως κάτι το εξ ορισμού καλό.

Για μένα, όμως, είναι ο Πατέρας μου. Κι έχω δει το σκοτάδι και την ντροπή του.

Ξέρω πράγματα που συζητούσαμε μόνο μεταξύ μας, στην ασφάλεια του ψιθύρου και των ήσυχων προσευχών, γιατί άμα τα άκουγε -Εκείνος, ο Πατέρας, το Αιώνιο φως- εξοργιζόταν, κατέστρεφε, επέτρεπε στον εαυτό του -γιατί ο Θεός δεν λογοδοτεί σε κανέναν- να μεθύσει με τις ψυχές των αθώων θυμάτων της οργής και των λαθών του.

Κι ας μην ήταν εκεί, η Άριελ ήξερε ότι τα αδέρφια της έκλαψαν πολύ για τους πολέμους των θνητών. Ήξερε ότι οι περισσότεροι δεν είχαν γνωρίσει άλλον πόνο τόσο έντονο, όσο εκείνος που έκαιγε τα φτερά τους, καθώς τραβούσαν παιδιά πάνω από συρματοπλέγματα, μέσα από καμινάδες, από άμορφες σωρούς και χέρια πλασμάτων που μπήγανε τα νύχια τους στις καθαρές ψυχές τους. Μπορούσε να τα νιώσει στις βροχές τότε, τα δάκρυα των αδελφών της. Μπορούσε να ακούσει στις βροντές τις καρδιές τους που ράγιζαν.

Και μπορούσε σε κάθε τόπο να δει την σκιά της γυρισμένης πλάτης του Πατέρα. Την σκιά που αγνοούσε όσο ήταν ακόμη πάνω.

Ο Ραφ στραβοκατάπιε. Όχι επειδή ένιωσε τα λόγια του να χάνουν την αξία τους -ήταν τόσο αφοσιωμένος στην πίστη και την αγάπη του, ώστε μέσα από τις παρωπίδες που φορούσε δεν πίστευε ότι υπήρχε οποιαδήποτε άλλη σωστή άποψη πέρα από την δική του, δηλαδή εκείνη του Πατέρα. Αλλά περισσότερο επειδή η αδερφή του, η κάποτε αδερφή του, υποστήριζε τώρα τα πιο εξωφρενικά πράγματα και έλεγε πράγματα που στον Παράδεισο θεωρούνταν τόσο αποτρόπαιες, ώστε δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει απαγόρευση εναντίον τους.

Το κουδούνι χτύπησε και ο ήχος του εισέβαλε στο κεφάλι της Άριελ. Χωρίς να ρίξει δεύτερο βλέμμα στην παρέα και μαζεύοντας βιαστικά τα πράγματα της, έτρεξε έξω από την αίθουσα, έξω από το κτίριο. Αγνόησε τις σταγόνες βροχής που έπεφταν με δύναμη στο πρόσωπο της -ο Πατέρας φαίνεται ότι άκουσε τον μικρό διαπληκτισμό τους.

"Μα τον Θεό Άριελ, έλα μέσα τώρα!" η διαταγή του Ραφ την έκανε μόνο να στυλώσει πιο αποφασιστικά τα πόδια της στο υγρό έδαφος.

Τα βήματα του Ραφ έφτασαν πίσω της, με ήχο σαν εκείνο φτερών που χτυπάνε μεταξύ τους.

"Έλα μέσα και σταμάτα να φέρεσαι σαν-"

"Σαν μωρό; Σαν θνητή;"

"Σταμάτα να με διακόπτεις!" η απόκοσμη εξοργισμένη φωνή του, έκανε την Άριελ να πισωπατήσει.

"Αν θες να ξέρεις, ναι, πιστεύω ότι όλες αυτές οι ανόητες σκηνές που προκαλείς σε αυτήν και σε κάθε προηγούμενη ζωή σου δεν είναι παρά μια φτηνή απομίμηση ανθρώπινου καπρίτσιου!" η λέξη βγήκε από τα χείλη του σαν να είχε μόλις φτύσει κάτι φρικτό.

Αηδιαστικό. Αποκρουστικό.

"Ξέχασες τις αξίες σου, Άριελ! Τις αρχές σου! Ξέχασες να αγαπάς και να σαι ανιδιοτελής! Ξέχασες να συγχωρείς! Ο Πατέρας σου υποσχέθηκε- Σου υποσχέθηκε ότι θα σε συγχωρούσε αν εσύ πρώτη παραδεχόσουν το λάθος σου, θα σε άφηνε να επιστρέψεις μαζί μας, αλλά επέλεξες αυτούς τους... τους θνητούς!"

"Να με συγχωρέσει; Εκείνος να με συγχωρέσει; Ραφαήλ παρατήρησες ποτέ τι συνέβη; Σταμάτησες μισό λεπτό σου ποτέ να σκεφτείς ότι ο Πατέρας μπορεί να είχε άδικο; Να θυμηθείς τι πέρασα εγώ, που έχασα τα πάντα και όχι ο Πατέρας που δεν έχασε τίποτα;" αντιγύρισε κρατώντας την φωνή της σταθερή, παρόλο που ένιωσε την ανάσα της να σταματάει στο πίσω μέρος του λαιμού της.

Γιατί δεν μπορούσε να την αγαπήσει όπως αγαπούσε τον Πατέρα;

"Κάνεις λάθος. Έχασε εσένα"

"Και δεν φαίνεται να το καίγεται καρφί. Ούτε όταν εξόρισε εμένα, ούτε όταν σκότωσαν τον Λεβάιθαν"

"Σταμάτα να τα κάνεις όλα τόσο μεγάλο θέμα! Ο Λεβάιθαν είναι νεκρός, ναι" η Άριελ δεν θα παραδεχόταν ποτέ το μαχαίρι που ένιωσε να τρυπά τα σωθικά της, στο άκουσμα αυτών των λέξεων, "Αλλά ξέρατε τους κανόνες, τους ξέρατε, και παρ' όλα αυτά, επιλέξατε να τους παρακούσετε! Έχασες τα φτερά σου, αλλά αν αφήσεις το καλό να επιστρέψει στην καρδιά σου, τον Πατέρα και την αγάπη του, τότε μπορείς να έρθεις πίσω! Μαζί μου! Να είσαι πάλι μία από εμάς!"

"Δεν έχασα απλά τα φτερά μου. Ραφ. Δεν εξαφανίστηκαν" αναφώνησε η Άριελ εξοργισμένη και τότε ο Ραφ ένωσε μπερδεμένος τα φρύδια του.

"Τι εννο-"

Είχε ξεχάσει ότι από την ντροπή της δεν του είχε μιλήσει ποτέ για εκείνη την στιγμή. Την τελευταία της στο Παράδεισο. Τον εξωφρενικό πόνο που της τσάκισε τα κόκαλα και την ψυχή, καθώς γονάτιζε για τελευταία φορά μπροστά στον Πατέρα.

"Δεν χτύπησε τα δάχτυλά του και απλά εξαφανίστηκαν. Μου τα ξερίζωσε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι η συγχώρεση και η αγάπη για τις οποίες μιλάς υπάρχουν μόνο στα κηρύγματα του. Ήμουν παιδί του. Τον ικέτευσα για έλεος. Τον ικέτευσα να κάνει ό,τι ήθελε με εμένα, αλλά να αφήσει τον Λεβάιθαν να επιστρέψει στον Παράδεισο και ξέρεις τι είπε; Ότι δεν τον ενδιαφέρει τι θα συνέβαινε στον δαίμονα και ότι ο Λούσιφερ είχε αναλάβει την τιμωρία του" έφτυνε τις λέξεις, πονώντας και μόνο που επανέφερε τις εικόνες στο κεφάλι της.

Είχε ξεχάσει μερικά πράγματα από τον Παράδεισο. Το σχήμα των σύννεφων, το χρώμα των ματιών της Αρέλα, τα λουλούδια που χρησιμοποιούσαν για να στολίσουν την αίθουσα για την τελετή ωριμότητας των αγγέλων. Όμως η φωνή του Πατέρα κουδούνιζε ακόμα στο κεφάλι της. Το κενό, αδιάφορο βλέμμα του. Η απογοήτευση του.

"Και μετά; Σαν να μην ήμουν τίποτα περισσότερο από ένα ενοχλητικό έντομο, τράβηξε τα φτερά μου έξω από την πλάτη μου και με έριξε από τον Παράδεισο πριν προλάβω να πω αντίο. Ενώ ακόμα αιμορραγούσα. Το μόνο που με κρατούσε ζωντανή τους πρώτους μήνες στην γη, ήταν η ελπίδα μου ότι ο Λεβάιθαν θα κατέβαινε μαζί μου, αλλά εσύ ο ίδιος ήρθες και μου είπες ότι τον σκοτώσανε. Μήπως το ξέχασες κι αυτό; Μήπως ξέχασες ότι ο πόνος είναι το μόνο που μας χωρίζει από τους θνητούς; Μήπως ξέχασες τον πόνο που με είδες να ζω εκείνη την ημέρα και τους επόμενους αιώνες; Ή μήπως νομίζεις ακόμα ότι είμαι μια αντιδραστική κόρη που ζητάει την προσοχή του μπαμπάκα;" τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της αναμειγνύονταν με την βροχή που τώρα είχε γίνει πιο ορμητική.

Μην συγχίζεσαι, Πατέρα, η συζήτηση αυτή τελείωσε.

"Τον αγαπούσα. Με όλη μου την ψυχή, με όλο μου το είναι. Και όταν τόλμησα να αγαπήσω κάποιον άλλο όσο αυτόν με τιμώρησε. Αυτός που πρεσβεύει την αγάπη, όπως το έθεσε η Ζενισέλ, τιμώρησε ένα παιδί του επειδή αγάπησε κάποιον άλλο. Τώρα ποιος φέρεται σαν θνητός;" ρώτησε και πριν προλάβει να απαντήσει, η Άριελ κατευθύνθηκε προς το στεγνό εσωτερικό του κτηρίου, χωρίς να κοιτάξει ξανά προς το μέρος του Ραφ.

Ακούγοντας για μία ακόμα φορά τις πύλες του Παραδείσου να κλείνουν πίσω από την πλάτη της.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top