ΕΙΚΟΣΙΔΎΟ

Song: Dog days are over - Florence + The Machine

Τα παπούτσια τους φορούσαν μερικά κομμάτια από το φρεσκοκομμένο γρασίδι και οι κάλτσες τους είχαν βραχεί λίγο από την απογευματινή υγρασία. Τα κορίτσια περπατούσαν προς την αίθουσα ξιφασκίας στο δεύτερο κτήριο, όταν είδαν τον Ραφ να προχωρά προς το μέρος τους. Η Ρίτα και η Άλεξ τον χαιρέτησαν, όμως την στιγμή που πήγαν να σταματήσουν, η Άριελ τον άρπαξε αγκαζέ και τον απομάκρυνε από κοντά τους.

"Θα σας βρούμε σε λίγο!" τους φώναξε η κοκκινομάλλα, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

"Να ρωτήσω γιατί με τραβολογάς ή δεν θέλω να ξέρω;" ρώτησε ο Ραφ, όταν τον άφησε στις σκάλες του βασικού κτηρίου και στάθηκαν μπροστά από το αριστερό λιοντάρι.

"Η Άλεξ, ξέρει. Ή αν δεν ξέρει, θα μάθει. Δεν ξέρω πώς, αλλά είπε ότι με είδε και αυτό που είδε έγινε όντως και-" ο πανικός στην φωνή της ήταν τόσο έντονος, ώστε πίστευε ότι η καρδιά της θα ακουγόταν, όταν άνοιγε το στόμα της.

"Πάρ' το από την αρχή και πιο αργά" την διέκοψε ήρεμα ο Ραφ και την έβαλε να καθίσει στα σκαλοπάτια.

Η Άριελ πήρε μία βαθιά ανάσα πριν αρχίσει να μιλάει.

"Σήμερα το πρωί, ήμασταν στο δωμάτιο της Άλεξ και μας είπε, σε εμένα και την Ρίτα, για ένα όνειρο που είδε", έμπλεξε νευρικά τα δάχτυλά της πάνω στα πόδια της πριν συνεχίσει. "Είδε εμένα. Πριν από τέσσερις αιώνες περίπου. Όταν είχα... όταν είχα πάει στο Νέφιλιμ, για να μου δώσει το ξόρκι για τα φτερά. Αυτά που μας περιέγραψε, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, είχαν γίνει"

Ο Ραφ δεν είπε κάτι στην παύση που έκανε η Άριελ, περιμένοντας κάποια αντίδραση του.

"Ήξερε, Ραφ. Ήξερε για τον μανδύα που πέταξα στο πάτωμα, ακόμα και για την λάσπη στο φόρεμα μου και θυμόταν ακριβώς τα λόγια που είχα πει στο Νέφιλιμ. Πώς είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Δεν είναι προφητικά όνειρα, εκείνα βλέπουν στο μέλλον. Αυτά ήταν αναμνήσεις μου" ψιθύρισε λες και κάποιος θα τους άκουγε στην άδεια αυλή.

"Δεν είναι δικές σου αναμνήσεις Άριελ" είπε ο Ραφ τρίβοντας κουρασμένος το μέτωπό του.

"Δεν άκουσες τι σου είπα μολ-"

"Είναι αναμνήσεις εκείνου του Νέφιλιμ. Το όνειρο δεν ήταν από την δική σου μεριά, ήταν από την δική του, σωστά;" την διέκοψε και σταύρωσε τα δάχτυλά του πάνω στο μπεζ παντελόνι του, δημιουργώντας μία όμορφη αντίδραση. "Τι ξέρεις για τα Νέφιλιμ;"

"Όχι πολλά, ήταν απαγορευμένο θέμα ανάμεσα στους φύλακες. Ημίαιμοι. Μισοί άγγελοι, μισοί θνητοί. Είμαι σίγουρη ότι ο Μιχαήλ έχει σπείρει αρκετά ανάμεσα στους θνητούς" σχολίασε, θυμούμενη τις ιστορίες που άκουγε στον Παράδεισο.

Οι άνθρωποι είναι όμορφοι, καλοί, σίγουρα όχι όσο κακοί όσο φαίνονται. Αυτό είπε κι ο Προμηθέας και κατέληξε τριάντα χρόνια δεμένος σε ένα βουνό να του τρώνε αετοί το συκώτι.

Ίδιοι αετοί, διαφορετικό συκώτι. Ίδιοι δαίμονες, ίδιο παρελθόν, ίδιο πένθος, ίδιος πόνος, αλλά διαφορετικό συκώτι. Σαν κάτι να της θύμιζε.

 "Μπορούν επίσης να επικοινωνούν με έναν περίεργο τρόπο μεταξύ τους. Οι άγγελοι, οι καθαρόαιμοι, είμαστε υπεύθυνοι για τον επουράνιο κόσμο, παρεμβαίνοντας μόνο στον επίγειο. Τα Νέφιλιμ, ως θνητοί με αγγελικό, παρ' όλα αυτά, αίμα, ανέλαβαν τον επίγειο κόσμο. Είναι... συνδεδεμένα με την φύση, με την γη και, όταν πεθαίνουν, αφήνουν μερικά κομμάτια τους πίσω για τους επόμενους της φυλής τους. Από ό,τι φαίνεται η κολλητή σου είναι Νέφιλιμ" είπε ο Ραφ και την κοίταξε στα μάτια.

"Δεν γίνεται, θα το είχαμε καταλάβει" η φωνή της σκόνταψε στην γλώσσα της, καθώς έλεγε τις λέξεις.

"Είναι ή αυτό, ή μία τρομερή σύμπτωση. Οι έκπτωτοι δεν έχουν τέτοια δύναμη και εφόσον ήσουν μόνη σε εκείνη την καλύβα κι όντως το Νέφιλιμ που γνώρισες ήταν Νέφιλιμ κι όχι Έκπτωτος, τότε αυτή είναι η μόνη λύση που μένει" προέφερε τις λέξεις με τρομερή ψυχραιμία, με το ζόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του, λες και δεν ήξερε την Άλεξ, λες και ήταν μία αδιάφορη θνητή σε μία ακόμα ιστορία που θα λεγόταν στον Παράδεισο.

"Απλά, Ραφ..."

Ακουγόταν σαν να παρακαλούσε για κάτι. Μα για τι; Να μην είναι αλήθεια; Να είναι όλα ένα μεγάλο ανόητο παιχνίδι του σύμπαντος; Εξάλλου, της είχαν συμβεί πολύ πιο παράλογα πράγματα στο παρελθόν. Κι όμως, υπήρχε ένα κομμάτι της, που ήθελε να είναι αλήθεια. Ήταν μικρό, σχεδόν ασήμαντο, αλλά εκείνο το κομμάτι της ένιωθε μία ανακούφιση μπροστά στην πιθανότητα.

"Είσαι διατεθειμένη να το ρισκάρεις;"

Η Άριελ συνοφρυώθηκε.

"Όχι. Όχι... Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι θυμάται;"

"Τι;" ρώτησε και την κοίταξε μπερδεμένος.

"Θυμάται την μέρα της επίθεσης. Τα ξόρκια σου δεν πιάνουν στα Νέφιλιμ"

Σιωπή. Τα μάτια του Ραφ γούρλωσαν, η ανάσα του σκάλωσε στον λαιμό του. Στις πολλές χιλιετίες της ύπαρξης του, δεν είχε κάνει ποτέ λάθος. Ήταν ένα εντελώς καινούριο αίσθημα, σαν μία σφαίρα που χτύπησε την πλάτη του, ανάμεσα στα φτερά του. Τα αισθάνθηκε να κουνιούνται ταραγμένα μέσα στις ωμοπλάτες του.

"Σκατά", δεν τον είχε ακούσει ποτέ να βρίζει. "Πώς δεν το κατάλαβα; Δεν μου είπαν τίποτα, από πάνω και νόμιζα ότι... Δεν ήξερα και δεν το έψαξα περαιτέρω, δεν υπέθεσα ότι ο Πατέρας θα μπορούσε να κάνει μία τέτοια παράλειψη" μιλούσε γρήγορα, μέσα από τα δόντια του, ο θυμός διαγραφόταν εύκολα σε κάθε λέξη του.

Μία σύντομη σιωπή ακολούθησε και ο αέρας φύσηξε τα μαλλιά της Άριελ μακριά από το πρόσωπό της.

"Τι θα κάνω;" ρώτησε ψιθυρίζοντας σχεδόν και ο Ραφ την κοίταξε με ένα βλέμμα μετάνοιας που σπάνια έβλεπε.

"Προς το παρόν τίποτα. Αν φύγεις αμέσως μετά από αυτό που έγινε το πρωί, θα της φανεί ύποπτο. Κι αν όντως θυμάται, απλά θα επιβεβαιώσει τις υποψίες της"

"Την θυμάμαι την ημέρα της επίθεσης. Θυμάμαι να με κοιτάει σαν τα είχε καταλάβει όλα, όσο μιλούσα με εσένα. Τους είχα πει την ιστορία στην φωτιά, του Λεβάιθαν και την δική μου. Έχει περάσει όμως τόσος καιρός και, εκτός από μερικά περίεργα βλέμματα δεν μου έχει δείξει ότι θυμάται κάτι" είπε η Άριελ και σκούπισε τις ιδρωμένες παλάμες της στην φούστα της στολής της.

"Εφόσον, κανείς άλλος δεν θυμάται κάτι, μπορεί να νομίζει ότι ήταν ένα ακόμη περίεργο όνειρο. Οι θνητοί λατρεύουν να δίνουν σημασία στα πάντα, να θεωρούν ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα συμβολικά, γιατί απλούστατα δεν ξέρουν τίποτα.  Από την μία, πιστεύω ότι δεν πρέπει να κινήσεις υποψίες, ίσως να απομακρυνθείς λίγο, αλλά από την άλλη, πρέπει να μάθουμε αν ξέρει και τι ξέρει, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι σε περίπτωση που σου ζητήσει εξηγήσεις"

"Την εμπιστεύομαι. Ίσως δεν είναι τόσο κακό να ξέρει. Μπορεί να μου κάνει καλό και ένα άλλο άτομο με το οποίο μπορώ να είμαι ειλικρινής πέρα από εσένα" είπε κοιτώντας τα χέρια της, γιατί ήξερε ακριβώς την έκφραση που είχε  πάρει -την είχε δει πολλές φορές.

Απορία. Απογοήτευση. Αποδοκιμασία.

"Είναι θνητή Άριελ. Ακόμα κι αν είναι Νέφιλιμ, δεν μεγάλωσε με τις δικές μας αρχές και αξίες. Δεν ξέρεις αν θα σεβαστεί το μυστικό σου. Δεν ξέρεις πώς θα σε αντιμετωπίσει. Τόσους αιώνες κατάφερες να περάσεις απαρατήρητη και τώρα, ξαφνικά, θες να πεις την αλήθεια σε μία τυχαία θνητή;" την ρώτησε με την φωνή του να υψώνεται σταδιακά, σαν να προσπαθούσε να της αποδείξει την ανωτερότητά του, την σοφία του, το αλάθητο του.

"Δεν είπα ότι θα πάω να τα παραδεχτώ όλα. Λέω απλά ότι, αν έχει καταλάβει κάτι, δεν νομίζω να είναι τραγικό. Το να κρατάς κρυφό ένα μυστικό μπορεί να είναι πιο εύκολο αν το μοιράζεσαι με κάποιον"

"Αν το μοιράζεσαι με κάποιον δεν είναι μυστικό. Άριελ, πρέπει να είσαι προσεκτική. Δεν είναι κάτι που μπορείς να γυρνάς και να λες στον καθένα. Θες να καταλήξεις σε κάποιο ίδρυμα; Ή να σε ψάχνουν σε κάθε ζωή σου;"

Στριφογύρισε τα μάτια της.

"Για μία τελευταία φορά: Δεν είμαι παιδάκι δεκαεφτά χρονών. Μετράω μόλις δύο λιγότερες χιλιετίες από εσένα, μην υποτιμάς την ωριμότητα ή την αντίληψή μου" είπε σε σοβαρό τόνο και σηκώθηκε όρθια.

Πώς τολμούσε να της μιλά έτσι; Λες και ήταν καμία άσχετη, κάποια ηλίθια που θα έκανε τα πάντα για λίγη προσοχή; Την ήξερε από πάντα -ούτε στον Παράδεισο ήταν έτσι. Αντιδρούσε σε μερικά πράγματα ναι, αλλά με προσοχή, με πρότερη σκέψη, χωρίς να θέτει κανέναν και τίποτα σε κίνδυνο. Και τώρα που είχε τόσα να χάσει αν μαθαινόταν η αλήθεια, της φερόταν να σαν το επιδίωκε;

Άρχισε να προχωράει προς την αίθουσα ξιφασκίας. Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα φαινόντουσαν πέντε ζευγάρια, με άσπρες στολές και κράνη να παλεύουν με ζήλο. Ήξερε να χρησιμοποιεί το ξίφος. Όχι γιατί οι γονείς αυτής της ζωής την είχαν στείλει σε κάποια ακριβή σχολή. Μάλλον επειδή, γύρω στα 1650, είχε ζητήσει από τον μεγάλο αδερφό της και τον υπηρέτη του, να της διδάσκουν όσα ήξεραν. Και περνούσαν ώρες στον πίσω κήπο του παλατιού, όπου κανείς δεν θα τους έβλεπε να πολεμάνε με ξύλινα και αργότερα πραγματικά σπαθιά. Η γνώση της αυτή αξιοποιήθηκε πολλές φορές στο μέλλον.

Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην μεγάλη αίθουσα την καλωσόρισε η μυρωδιά του ιδρώτα και ο μεταλλικός ήχος των σπαθιών που χτυπούσαν ή σύρονταν το ένα πάνω στο άλλο. Ήταν μία μουσική που της ήταν οικεία.

"Ça suffit pour aujourd'hui, mesdames et messieurs*" φώναξε ο Γάλλος εκπαιδευτής, κλείνοντας τα μηχανήματα που μετρούσαν την βαθμολογία.

Όλοι άρχισαν να προχωρούν προς τα αποδυτήρια και η μεταλλική φασαρία αντικαταστάθηκε από του βουητό των συνομιλιών των μαθητών: γέλια, μικροκαβγάδες, διαφωνίες και συγχαρητήρια. Κόκκινα πρόσωπα που γυάλιζαν από τον ιδρώτα και την φλόγα της νιότης. Ξαφνικά ένιωσε γριά, παμπάλαιη, αρχαία, ένα απολίθωμα που θα έπρεπε να είχε εκλείψει από την γη καιρό πριν -και ίσως να ήταν έτσι.

Η Άριελ προχώρησε αγνοώντας τους εφήβους προς την Άλεξ και την Ρίτα που καθόντουσαν στα παγκάκια των παρατηρητών. Γονάτισε στο ύψος τους με ένα μικρό χαμόγελο.

"Συγγνώμη για αυτό. Απλά έμαθα ότι ο Ραφ είπε στους γονείς μου για κάτι που συνέβη πριν έρθω εδώ και έπρεπε να τον βαρέσω, αλλιώς θα έσκαγα" τους είπε ανασηκώνοντας τα φρύδια της και η Ρίτα γέλασε.

Η Άλεξ άφησε το βλέμμα της να χαθεί για μία στιγμή, με ένα τυπικό χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό της. Η Άριελ δεν μπορούσε να μην την παρατηρήσει.

Σκέφτεται κάτι άλλο; Ή μήπως ξέρει ότι λέω ψέματα; Αν ήξερε όμως, δεν θα μου είχε πει κάτι ένα μήνα τώρα;

"Θα το σκεφτούμε και ίσως σε συγχωρέσουμε. Αλλά μου χρωστάς την πίτσα σου σήμερα" απάντησε τελικά, με το φρύδι της υψωμένο και το γνωστό παιχνιδιάρικο ύφος της.

Η Άριελ άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά ένα γνωστό σφύριγμα και μία λεπίδα πέρασε δίπλα από το αυτί της και, πριν μπορέσει να το ελέγξει, στριφογύρισε στο ένα γόνατό της και στάθηκε όρθια.

"Ουόου, συγγνώμη ξεχάστηκα και τέντωσα το χέρι μου. Αυτό ήταν γρήγορο" αναφώνησε ο Νίκολας, χαμήλωσε το σπαθί του και έβγαλε το κράνος του, κουνώντας το κεφάλι του για να ξεκολλήσουν οι μπούκλες από το ιδρωμένο μέτωπό του. "Ξέρεις ξιφασκία;"

"Κάτι ψιλά" απάντησε η Άριελ, καρφώνοντας τον με το βλέμμα της.

Μέχρι και ο ήλιος που έδυε ήταν με το μέρος του. Το φως έπεφτε στα σωστά σημεία του προσώπου του, δημιουργώντας σκιές από τα ζυγωματικά του, κάνοντας τον ιδρώτα να γυαλίζει, δείχνοντας τα μάτια του μελί, χρυσαφένια. Για αυτό τον απέφευγε τον τελευταίο μήνα. Από την επίθεση και μετά, το σύμπαν φαινόταν να συνωμοτεί υπέρ του.

Ήταν πολλά μικρά πράγματα. Το φως πάνω στο πρόσωπό του στο πρωινό. Η φωνή του όταν διάβαζε ένα ποίημα στην τάξη της Ζενισέλ. Ο τρόπος που τα μακριά δάχτυλά του υψώνονταν στο μάθημα του Γουόλκερ. Η ελάχιστη τριβή του μπράτσου του με το δικό της στην βιολογία. Το χαμόγελο που χάριζε στους μικρούς μαθητές που τον χαιρετούσαν σε κάθε στροφή. Το ότι γονάτιζε χωρίς δεύτερη σκέψη μπροστά στο δωδεκάχρονο κοριτσάκι που έπεσε πάνω του, για να την βοηθήσει, για να την καθησυχάσει λέγοντάς της ότι μοιάζει με μία από τις μικρές του αδερφές. Το ότι δεν μιλούσε ποτέ για την οικογένειά του, αλλά το πρόσωπό του σκοτείνιαζε, όταν τον ρωτούσαν για τους γονείς του. Ο παιδικός σχεδόν ενθουσιασμός, του όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο με τα αγόρια ή όταν είχαν πίτσα για βραδινό. Η ρυτίδα που εμφανιζόταν στο μέτωπό του, όταν προβληματιζόταν με κάτι.

Για τους άλλους, η Άριελ φαινόταν αδιάφορη προς τον Νίκολας, όμως, για την ίδια, ενδιαφερόταν υπερβολικά. Στο μυαλό της είχε ζωγραφίσει κάθε σπιθαμή του προσώπου του, τοποθετούσε το πορτραίτο του δίπλα στις άλλες αναμνήσεις της.

Την κοίταξε έκπληκτος για μία στιγμή. Πρώτον, για την απάντησή της. Δεύτερον, επειδή για πρώτη φορά μετά από καιρό δεν έτρεξε μακριά του μόλις της απηύθυνε τον λόγο. Το στόμα του έγειρε σε ένα πονηρό και πολλά υποσχόμενο μειδίαμα.

"Monsieur, μπορώ να ζητήσω έναν τελευταίο αγώνα;" φώναξε προς τον καθηγητή και εκείνος τον κοίταξε προειδοποιητικά.

"Περίμενε, εγώ δεν-" πήγε να διαφωνήσει η Άριελ, μα ήξερε ότι η φωνή της χάθηκε κάπου ανάμεσα στην αποφασιστικότητα του και στο δικό του πείσμα.

"Νικολά, το μάθημα τελείωσε" του απάντησε αυστηρά, μα ο Νίκολας ήξερε την αδυναμία που του είχε.

"Μην ανησυχείτε, θα τελειώσει σύντομα" του απάντησε και περίμενε ακριβώς την αντίδραση που προκάλεσε.

"Μην είσαι τόσο σίγουρος για αυτό" μουρμούρισε κάτω από την ανάσα της και έπιασε ένα από τα ξίφη στις θήκες κατά μήκος του τοίχου.

"Εντάξει, αλλά θα συμμαζέψεις εσύ τα τελευταία. Μην προδώσεις την εμπιστοσύνη μου" είπε ο καθηγητής και βγήκε από το κτήριο.

Η Άριελ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Νίκολας της έτεινε το χέρι του, δίνοντας της ένα κράνος. Εκείνη κάγχασε και σε απάντηση στριφογύρισε το ξίφος στο χέρι της. Ο Νίκολας χαμογέλασε έκπληκτος, ιντριγκαρισμένος. Άφησε το κράνος που θα της έδινε και το δικό του στο έδαφος.

"Τζίντζερ, κάνε με περήφανη!" φώναξε η Άλεξ από τα παγκάκια.

Οι δύο έφηβοι πήρανε θέσεις και τέντωσαν τα χέρια τους. Οι μύτες των ξιφών τους ενώθηκαν και αυτόματα στάθηκαν πιο στητοί, νιώθοντας τον ηλεκτρισμό της στιγμής να διαπερνά τα σώματά τους. Προκλητικά ο Νίκολας έσυρε την λεπίδα, πάνω σε εκείνη της Άριελ. 

"Θα δείξω έλεος" της είπε με ένα αυτάρεσκο μειδίαμα και άρχισαν να περπατούν κυκλικά, ο ένας απέναντι από τον άλλο.

"Δεν χρειάζεται" απάντησε η Άριελ και επιτέθηκε πρώτη.

Με μία γρήγορη κίνηση, ο Νίκολας παραμέρισε και το ξίφος πέρασε ξυστά μπροστά από τον ώμο του. Γέλασε με δύναμη και η Άριελ ανατρίχιασε.

Τι ευχάριστος ήχος. Ίσως αυτός να ήταν ο ήχος που έπαιζε η λύρα του Ορφέα.

"Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα;"

"Έτσι έχω ακούσει" απάντησε η κοκκινομάλλα με ένα πονηρό μειδίαμα.

Γέλασε πάλι και η μάχη άρχισε να ζωντανεύει. Οι μεταλλικές κλαγγές γέμιζαν την άδεια αίθουσα και η ηχώ έδινε την αίσθηση ότι εκεί μέσα πάλευε ολόκληρος στρατός. Τα πόδια τους πατούσαν σταθερά πάνω στο καθαρό ξύλινο δάπεδο. Τα μαλλιά της Άριελ πετούσαν μπροστά στο πρόσωπό της, κάνοντας την να μοιάζει με φιγούρα που φλέγεται. Η στολή δεν την εμπόδιζε. Είχε συνηθίσει να φοράει μάλλον φούστες παρά παντελόνια και ήξερε πώς να φέρεται και να κινείται μέσα σε αυτές. Οι επιθέσεις της έμοιαζαν μάλλον χορευτικές απέναντι στις αέρινες και ακριβείς του Νίκολας. Ωστόσο, δεν την πέτυχε.

"Κάτι ψιλά είπες;" την ρώτησε μετά από πέντε λεπτά, όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, λαχανιασμένοι ανάμεσα από τα ενωμένα ξίφη.

"Και να φανταστείς έχω σκουριάσει" απάντησε και απομακρύνθηκε, για να ξαναρχίσουν.

Της επιτέθηκε απότομα. Την αιφνιδίασε. Με μία κίνηση και μία κοφτή ανάσα, πέτυχε τον καρπό της και η Άριελ ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, ώστε άνοιξε το χέρι της και άφησε το σπαθί να πέσει στο έδαφος. Δεν πρόλαβε να κάνει πολλά, έσκυψε να το πιάσει, όμως ο Νίκολας ήταν ήδη μπροστά της τείνοντας την στρογγυλή άκρη του σπαθιού, που πλέον χάιδευε τον λαιμό της. Το βλέμμα του κάρφωνε το σημείο που ακουμπούσε το ξίφος, .

Κανείς δεν μιλούσε. Το μόνο που ακουγόταν τα επόμενα δευτερόλεπτα ήταν οι γρήγορες ανάσες των δυο τους. Η Άριελ είχε γείρει το κεφάλι της και ο Νίκολας την κοιτούσε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Τα ίσια της μαλλιά ήταν μπερδεμένα, ζωντανά, πύρινες τούφες που έκαιγαν τους ώμους της. Το βλέμμα της ζωντανό, η στάση της δεν ήταν σφιγμένη και διστακτική, όπως συνήθως. Ευχήθηκε να την έβλεπε συχνότερα έτσι, αυτήν την πλευρά του εαυτού της που τόσο σπάνια άφηνε να φανεί. Ακουμπούσε το ξίφος στον σφυγμό της και ευχήθηκε το χέρι του να βρισκόταν στο σημείο.

Η σιωπή παρέμενε και με μία αργή κίνηση έσυρε το ξίφος στον λαιμό της και την κλείδα της και το τράβηξε δίπλα του. Η Άριελ ανατρίχιασε και το στόμα της ξεράθηκε, καθώς ο Νίκολας άρχισε να απομακρύνεται προς τα αποδυτήρια, αφήνοντάς το βλέμμα της και την ίδια ηττημένη μέσα στην αίθουσα. Αισθανόταν έκπληκτη, ντροπιασμένη, μόνη. Και για έναν ανεξήγητο λόγο, ενθουσιασμένη.

Όπως είχε νιώσει πριν από αρκετό καιρό σε ένα κήπο στην πίσω μεριά ενός παλατιού.

[...]

"Αυτό... Δεν... Είναι... Δίκαιο" μουρμούρισε η Άριελ λαχανιασμένη και ξάπλωσε με την πλάτη της πάνω στο γρασίδι.

"Μόλις ξεκινήσαμε, δεσποινίς. Οι στρατιώτες δεν τα παρατάνε τόσο γρήγορα στο πεδίο" την σκούντησε στα πλευρά με το ξίφος του περιπαικτικά και εκείνη απλά συνοφρυώθηκε.

"Σου θυμίζω, καλέ μου Φρανσουά, ότι με περνάς πέντε χρόνια και ότι αυτά τα επιπλέον χρόνια τα αφιέρωσες στην ξιφασκία και το να κάνεις δουλειές. Το πιο σκληρό πράγμα που χρειάστηκε να κάνουν αυτά τα χέρια", σήκωσε τις αλαβάστρινες παλάμες της, που δεν είχαν ούτε ίχνος ρυτίδων ή κάλων, "πέρα από την ξιφασκία, είναι να κεντήσουν".

Τα δικά του χέρια ήταν μεγάλα, γεμάτα ουλές και σημάδια κακουχίας. Αποδείξεις επιπλήξεων του μάγειρα και εξάσκησης με τον πατέρα του.

"Μου ζητήσατε να σας κάνω μαθήματα, εγώ απλά ακολουθώ διαταγές, μυλαίδη" της είπε χαμογελαστά και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.

Μία σύντομη ησυχία ακολούθησε στην οποία η Άριελ κοίταξε το χέρι του και αποφεύγοντας το βλέμμα του, σηκώθηκε όρθια μόνη της.

"Αντιλαμβάνεστε δεσποινίς ότι ρισκάρω να χάσω την δουλειά μου κάνοντας αυτά τα μαθήματα. Δεν νομίζω ο δούκας και η δούκισσα να ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι, αν μάθαιναν ότι η κόρη τους μαθαίνει ξιφασκία με τον σταβλίτη. Το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε είναι να ακούτε τις υποδείξεις μου" της είπε και απότομα ο τόνος και το ύφος του άλλαξαν.

Θυμήθηκε την θέση του, την τάξη του. Ποιος ήταν και ποια ήταν. Πόσο ανάγκη είχε την δουλειά από όταν πέθανε ο πατέρας του και ότι αυτά τα μαθήματα ήταν μάλλον ένα απλό καπρίτσιο της αριστοκράτισσας ντεμπουτάντ.

"Είσαι φίλος του αδερφού μου" τον υπερασπίστηκε αυθόρμητα, όπως τον υπερασπιζόταν μέσα της.

"Είμαι βοηθός του αδερφού σας. Αυτό δεν με κάνει αντάξια παρέα για την κόρη τους, πόσο μάλλον ικανό να της διδάξω το οτιδήποτε. Εκτός αν ενδιαφέρεστε να μάθετε πώς να γυαλίζετε πανοπλίες, να καθαρίζετε άλογα και να ακονίζετε ξίφη" της είπε κάπως ειρωνικά και έσκυψε να μαζέψει το ξίφος της από το γρασίδι.

"Ακόμα κι αν το μάθουν, μπορείς να το αρνηθείς. Δεν θα πω τίποτα"

"Ναι, γιατί έτσι λειτουργεί..." απάντησε και γέλασε πικρά κοιτώντας τα χέρια του.

"Τι εννοείς;"  ήταν μόλις η τρίτη της ζωή, ο σαρκασμός ήταν από τις έννοιες που ακόμα πάλευε να κατανοήσει.

"Δεσποινίς, είμαι κατώτερός σας. Αρκετά κατώτερός σας. Δεν επιτρέπεται ούτε να σας μιλάω ή να σας κοιτάω πόσο μάλλον να-" δάγκωσε την γλώσσα του.

Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και αμέσως τα τράβηξε πίσω. Η Άριελ δεν μπόρεσε να παρατηρήσει το κοκκίνισμα που απλώθηκε στα μάγουλά του και τις κορυφές των αυτιών του. Δεν θα της έλεγε ποτέ τις λέξεις που κρέμονταν στην άκρη της γλώσσας του.

"Να;" τον ρώτησε, προτρέποντάς τον να συνεχίσει -αν ήξερε τι ήθελε να πει, δεν θα το έκανε ποτέ.

Τα χέρια της σταυρώθηκαν στο πίσω μέρος του φορέματος της. Ο τόνος της, παρά τα χρόνια και τις εμπειρίες της ήταν αθώος, σχεδόν παιδικός.

Ο Φρανς την κοιτούσε παραξενεμένος. Δεν ήξερε τι θα έπρεπε να της πει. Δεν ήξερε καν αν του ζητούσε να πει ή αν περίμενε κάτι από αυτόν.  Κούνησε το κεφάλι του

"Να σας διδάσκω ξιφασκία. Δεν είμαι καν ειδικός. Ξέρω ό,τι μου είχε μάθει ο πατέρας μου"

"Ο πατέρα σου όμως ήταν προπονητής, σωστά;"

"Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Δεν... Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα να συνεχίσουμε. Ίσως θα πρέπει να ζητήσετε από τον αδερφό σας να συνεχίσει"

"Μα ο αδερφός μου το ανέθεσε σε εσένα. Σε εμπιστεύομαι" απάντησε και ασυναίσθητα του έπιασε τα χέρια, δίνοντας έμφαση στα λόγια της.

"Δεν είναι τόσο απλό δεσποινίς" απάντησε και τράβηξε μακριά της τα χέρια και το βλέμμα του.

Ένιωσε άσχημα, προδομένη. Τι κάνεις; Είναι ο Φρανς. Η σκιά που κρύβεται πίσω από τις κολώνες στο παλάτι, ο κολλητός του μεγάλου σου αδερφού, το άτομο που ήταν πάντα κάπως μαζί σου, όταν μάλωνες με την μαμά σου για ένα φόρεμα που δεν ήθελες να βάλεις, για έναν χορό στον οποίο δεν ήθελες να παρευρεθείς. Και καθόταν κρυφά μαζί σου όταν ήσουν τιμωρημένη στην κάμαρά σου, που σου έπαιζε μουσική. Ο χαμηλών τόνων, ντροπαλός Φρανς, που μεταμορφωνόταν όταν δεν τον επιτηρούσε κάποιος ανώτερος. Ίσως να μην ξεχώριζε για τους άλλους, αλλά για εκείνη πάντα φαινόταν.

Και ο Λεβάιθαν;

"Τι δεν είναι;"

"Δεν είναι- Δεν μου είναι εύκολο να το κάνω αυτό κάθε μέρα. Να είμαι εδώ, μαζί σας και να νιώθω ότι δεν είμαι τίποτα, ότι δεν θα γίνω ποτέ. Ούτε ταξικά ούτε... για εσάς"  απάντησε με την φωνή του να τρέμει, καθώς άφηνε τελικά τις λέξεις ελεύθερες.

"Εννοείς ότι..."

Αν έπεφτε καρφίτσα, θα ακουγόταν. Κράτησε την ανάσα της και έψαξε με μανία την απάντηση στα σκούρα μάτια του. Το μόνο που έβλεπε ήταν η αντανάκλαση της.

"Ξέρω τι θα πείτε"

Γιατί το υπέθεταν όλοι αυτό για εκείνη;

"Φρανς, εγώ-" άρχισε να λέει η Άριελ, όμως γρήγορα την διέκοψε.

"Σε παρακαλώ Άριελ, μην με ρεζιλεύεις περισσότερο από όσο έχω ρεζιλέψει ήδη τον εαυτό μου. Δεν περιμένω τίποτα παραπάνω. Αλλά πρέπει να το κάνω για τον εαυτό μου. Δεν θα επιβιώσω άλλες ανώφελες ελπίδες" της είπε και κάνοντας μία στροφή πήρε τα ξίφη στα χέρια του και απομακρύνθηκε, χωρίς άλλη κουβέντα, αφήνοντας την Άριελ μόνη, σοκαρισμένη.

Έπρεπε να χε πάρει το χέρι του, όταν της το προσέφερε.


*"Αρκετά για σήμερα, κυρίες και κύριοι"


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top