ΕΙΚΟΣΙΈΝΑ

Song: You broke me first - Tate McRae

"Είδα ένα περίεργο όνειρο" ανακοίνωσε η Άλεξ.

Τα τρία κορίτσια βρίσκονταν στο δωμάτιο της Άλεξ. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου, δέρνοντας με δύναμη το  παράθυρο, προκαλώντας ένα ελαφρύ σφύριγμα μέσα από κάποια τρύπα. Το δωμάτιο ήταν παρ' όλα αυτά ζεστό.

Θα έπρεπε να δουλεύουν πάνω στην ανάλυση ενός σονέτου του Σαίξπηρ, αντίθετα άκουγαν την Άλεξ να εξασκείται στο τσέλο, ενώ τα αγόρια είχαν προπόνηση ξιφασκίας. Η Άριελ ήταν καθισμένη στο κρεβάτι με την πλάτη στον τοίχο και την Ρίτα ξαπλωμένη ανάσκελα στα πόδια της. Η τελευταία έτριβε με δύναμη έναν λεκέ από στυλό πάνω στο δεξί της γόνατο και η Άριελ έπλεκε αφηρημένα μία πλεξούδα στα ξανθά μαλλιά της, όταν η Άλεξ μίλησε.

"Βλέπεις συνέχεια περίεργα όνειρα" σχολίασε η Άριελ με ένα χαμόγελο και η Άλεξ συμφώνησε κατανεύοντας.

Στήριξε με προσοχή το τσέλο της στην ντουλάπα δίπλα της και έκατσε πιο βολικά στην καρέκλα του γραφείου.

"Το ξέρω, αλλά..."

"Αυτό ήταν ακόμα πιο περίεργο" συμπλήρωσαν ομόφωνα η Άριελ και η Ρίτα και γέλασαν έντονα.

"Μα είστε τόσο ξεκαρδιστικές" είπε ειρωνικά η Άλεξ, χωρίς να κρύψει και το δικό της μικρό χαμόγελο.

"Άντε πες, αφού θα σκάσεις" της είπε η Ρίτα και ανασηκώθηκε για να καθίσει δίπλα στην Άριελ, που σταύρωσε τα πόδια της οκλαδόν.

"Λοιπόν;" ρώτησε η κοκκινομάλλα και η Άλεξ καθάρισε τον λαιμό της, κοιτάζοντάς τες μέσα στα μάτια.

"Λοιπόν, ήμουν λέει σε μία καλύβα. Μέσα στο δάσος"

"Σαν εκείνη από το Brave, με την περίεργη γριά μάγισσα;" ρώτησε η Ρίτα.

"Τέτοιο"

"Καλά ξεκινάει αυτό..." μουρμούρισε η Άριελ κάτω από την ανάσα της.

"Σους! Αλλά, λέει, εγώ ήμουν η μάγισσα. Δεν θυμάμαι πολλά από το σκηνικό, κυρίως ότι ήταν σκοτεινό και είχε πάρα πολλά πράγματα. Το μόνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήταν ένα κουτί με ένα φίδι, πράσινο και απλά ίου" συνέχισε να διηγείται η Άλεξ, παίρνοντας μία γκριμάτσα αηδίας στις τελευταίες λέξεις της.

"Τα φίδια δεν συμβολίζουν τον φόβο;" ρώτησε η Άριελ και ανακάθισε.

"Ναι, αλλά όχι μόνο. Η μαμά λέει ότι τα φίδια συμβολίζουν γενικά το απρόβλεπτο, κάτι μυστικό ή κρυμμένο, ή το υποσυνείδητο. Αφού ήταν μέσα σε ένα κουτί, ίσως συμβολίζει κάτι που το υποσυνείδητο σου γνωρίζει, αλλά εσύ δεν θες ή δεν μπορείς, ή ίσως φοβάσαι, να αποδεχθείς" συμπλήρωσε η Ρίτα και η Άλεξ συνοφρυώθηκε.

"Τέλος πάντων, εμ... Ήταν και η Άριελ εκεί" είπε η Άλεξ.

"Εγώ;" αναφώνησε η κοκκινομάλλα.

"Όχι, η μικρή γοργόνα. Τζίντζερ, σοβαρέψου" απάντησε η Άλεξ σαρκαστικά.

"Συγγνώμη που δεν αντιμετωπίζω με την δέουσα σοβαρότητα τα κουλά όνειρά σου" αντιγύρισε η Άριελ και της έβγαλε την γλώσσα.

"Έκλαιγες, επίσης. Έλεγες ότι με έψαχνες και ότι με είχες ανάγκη-"

"Και τελικά δεν ήταν όνειρο, αλλά ερωτική εξομολόγηση" σχολίασε η Άριελ και η Άλεξ την κοπάνησε στο χέρι, όταν άρχισε να χασκογελάει.

"Σταμάτα να με διακόπτεις!" την μάλωσε και καλά, αλλά για ακόμα μία φορά κατάπιε ένα γελάκι. "Έλεγες ότι ταξίδεψες ολόκληρα χιλιόμετρα για να με βρεις και ότι αν δεν σε βοηθούσα η ζωή σου δεν θα χε νόημα, κάτι τέτοια".

Η Άριελ ένιωσε ένα κύμα ανατριχίλας να την διαπερνάει. Το χαμόγελό της μαράθηκε και ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της. Ένα κακό προαίσθημα σκοτείνιασε προς στιγμήν την όρασή της. Δεν είναι δυνατόν σωστά;

"Τι φορούσε; Κρατούσε κάτι; Ίσως να έχει σημασία, αν θυμάσαι κάτι" ρώτησε η Ρίτα και η Άριελ δεν τόλμησε να ανοίξει το στόμα της.

Θυμόταν τι φορούσε την ημέρα που επισκέφτηκε το Νέφιλιμ που της έδωσε το ξόρκι για τα φτερά. Θυμόταν την περίεργη μυρωδιά της καλύβας, την λάσπη γύρω από τα παπούτσια της και στον ποδόγυρο του πράσινου φορέματος της. Θυμόταν το βάρος της μαύρης κάπας της να την καταπλακώνει σε όλη την διαδρομή και την ανακούφιση που ένιωσε πετώντας την στο πάτωμα της καλύβας.

"Θυμάμαι απλά έναν μανδύα και λάσπη στο στο φόρεμα. Μετράει κάπου;"

"Ο μανδύας τι χρώμα ήταν;"

"Μαύρο. Και τον πέταξε κάτω"

Ήταν μαύρος γιατί ήμουν σε κηδεία. Τον πέταξα κάτω. Με τόση δύναμη, ώστε έσκισα λίγο την κουκούλα στην ραφή.

"Η Άριελ είπες ήταν στεναχωρημένη;"

Έκλαιγα με λυγμούς. Είχε μόλις πεθάνει η μικρή μου αδερφή. Οστρακιά. Δεν μπορούσα να την έχω πίσω. Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Ήθελα μόνο τα φτερά μου.

"Ναι"

Η Άριελ παρακολουθούσε σοκαρισμένη την συζήτηση. Τα μάτια της πηγαινοέρχονταν από την μία στην άλλη, σαν να παρακολουθούσε αγώνα τένις.

"Λοιπόν, όχι ότι πρόσεχα την μαμά μου, όταν έλεγε τα δικά της, αλλά στο κεφάλαιο ένας-θεός-ξέρει της παλαβομάρας της, ο μανδύας υποδηλώνει είτε προστασία είτε κάποιο μυστικό. Αφού το είδες πεταμένο κάτω, ίσως σημαίνει ότι θα αποκαλυφθεί κάποιο μυστικό, αφού ήταν μαύρος, μάλλον δεν θα είναι ευχάριστο. Αλλά ο μανδύας ήταν της Άριελ και εκείνη τον έριξε κάτω, σωστά; Και είπες ότι έκλαιγε... άρα, η Άριελ θα αποκαλύψει ένα δυσάρεστο ή περίπλοκο μυστικό που είτε δεν ήξερε η ίδια είτε την πληγώνει... Και η λάσπη -θυμάμαι ότι έβλεπα τα παπούτσια μου γεμάτα λάσπη, όσο ήμουν στο νοσοκομείο και η μαμά δεν παρέλειπε να μου το εξηγεί κάθε φορά- η λάσπη σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε κάποια προβληματική κατάσταση ή ότι κάτι σε τραβάει πίσω. Πάνω στα ρούχα σημαίνει κάτι κακό για την φήμη του ατόμου, αλλά δεν μου κολλάει. Αυτά ξέρω" είπε η Ρίτα σχεδόν με μία ανάσα, χωρίς να πάρει τα μάτια της από την Άλεξ.

Η Άλεξ είχε γείρει μπροστά στην καρέκλα, με τα δάχτυλά της να πιάνουν τα χείλη της, όπως συνήθιζε να κάνει όταν σκεφτόταν έντονα. Κρεμόταν από τα χείλη της Ρίτα και μία σύντομη σιωπή ακολούθησε, καθώς το μυαλό της Άλεξ δούλευε πυρετωδώς.

"Άλεξ ηρέμησε, είσαι έτοιμη να πέσεις από την καρέκλα" σχολίασε ειρωνικά η Άριελ στραβοκαταπίνοντας έντονα.

Άλλαξε συζήτηση. Τώρα.

Αγνόησε το πόσο απίθανο ήταν να κάνουν την σύνδεση και το πόσο περίεργη θα φαινόταν αν απαξιούσε την συζήτηση, αφού συνήθως τρελαινόταν να ακούει την Ρίτα να εξηγεί τα όνειρα της Άλεξ. Επικεντρώθηκε σε μία σκέψη που φαινόταν ξεκάθαρα στο μυαλό της: πώς γινόταν η Άλεξ να είχε δει στον ύπνο της μία ανάμνηση της Άριελ πριν τέσσερις αιώνες;

"Έλα τώρα Άριελ, πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι το πιο ενδιαφέρον όνειρο που έχει δει η Άλεξ. Ίσως να σημαίνει κάτι" υπερασπίστηκε η Ρίτα.

"Ή ίσως να παράφαγε βαριά εκείνο το βράδυ" ανταπάντησε λίγο πιο απότομα από όσο σκόπευε η Άριελ.

Το βλέμμα της καρφώθηκε βίαια σε εκείνο της Ρίτα, κάνοντάς την να σαστίσει. Τα μάτια της τρεμόπαιζαν, καθώς πηγαινοέρχονταν σε εκείνα της Άριελ, που έδειχναν ότι θα πετούσαν φωτιές από λεπτό σε λεπτό.

"Τι σε έπιασε; Συνήθως σου αρέσουν αυτές οι συζητήσεις" είπε η Άλεξ με έναν τόνο περίεργο -έντυσε περίτεχνα την καχυποψία της με παράπονο.

"Απλά νομίζω ότι υπεραναλύετε κάτι που δεν χρειάζεται, αυτό είναι όλο. Έχουμε και πιο σημαντικά πράγματα να συζητήσουμε" απάντησε η Άριελ και απέστρεψε το βλέμμα της από την Ρίτα, παρακολουθώντας τον αντίχειρά της να τρίβει το νύχι του άλλου.

"Όπως το γεγονός ότι αποφεύγεις σαν τρελή τον Νίκολας τις τελευταίες εβδομάδες μήπως;" αντιγύρισε απότομα η Άλεξ, εκνευρισμένη από την στάση της Άριελ και ανασήκωσε το ένα φρύδι της.

Καμία από τις δύο δεν θα κοιτούσε αλλού. Τα βλέμματά τους πετούσαν σπίθες.

"Εννοούσα το σονέτο του Σαίξπηρ. Η Ζενισέλ το θέλει για αύριο και δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ θέλω έναν καλό βαθμό" είπε πιο ήρεμα η Άριελ.

Η Άλεξ πετάρισε τα βλέφαρά της και χαλάρωσε την στάση της. Δεν κοίταξε αλλού, αλλά και μόνο το κύρτωμα της πλάτης της έδειξε στην Άριελ ότι ζητούσε συγγνώμη. Η τελευταία της χάρισε ένα μικρό χαμόγελο και σηκώθηκε να πάρει τα βιβλία της από το γραφείο, δίνοντάς στον εαυτό της τον χρόνο για μερικές ανάσες όσο τους είχε γυρισμένη την πλάτη.

Πρέπει να μιλήσω στον Ραφ. σκέφτηκε ξαφνικά. Εκείνος θα ξέρει τι γίνεται.

"Πάντως Άριελ δεν θα έκανε κακό να μας έλεγες όντως τι γίνεται με τον Νίκολας. Δηλαδή, κανένας μα δεν καταλαβαίνει τι έχει γίνει και εκείνος, μπορεί να μην στο λέει, αλλά ενοχλείται πολύ από αυτήν την κατάσταση. Μπορούμε ίσως να βοηθήσουμε κάπως;" είπε η Ρίτα όταν κάθισαν όλες πίσω στις θέσεις τους με τα τετράδια τους αγκαλιά.

Ναι, φυσικά. Λοιπόν, τεχνικά αρνούμαι να παραδεχθώ οποιοδήποτε συναίσθημα για εκείνον, επειδή έχω ακόμα συναισθήματα για το εδώ και πέντε αιώνες νεκρό μου αγόρι και νιώθω τύψεις που πέθανε για μένα και εγώ τον προδίδω. Αυτά, πάνω κάτω. Λέτε να χει απάντηση στα κουΐζ του Glamour*;

"Δεν... τον αποφεύγω" προσπάθησε να πει η Άριελ αλλά το ψέμα της ήταν τόσο προφανές που μέχρι και η ίδια θα την κοιτούσε απαξιωτικά αν μπορούσε.

"Ποιόν δουλεύεις ακριβώς; Την τελευταία φορά που τον πετύχαμε έκανες επιτόπου μεταβολή και έτρεξες" είπε η Άλεξ με αποδοκιμαστικό ύφος.

"Ξέχασα την τσάντα μου στην τάξη!" υποστήριξε τον εαυτό της, αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ.

"Κρατούσες την τσάντα σου!" αναφώνησε αγανακτισμένη η Ρίτα υψώνοντας τα χέρια της και η Άριελ έσφιξε τα μάτια της, σαν παιδί που το κατσαδιάζει η μαμά του.

"Είναι... περίπλοκο"

"Είναι;"

"Σου αρέσει;" ρώτησε αυτήν την φορά η Άλεξ.

Αυτή φαινόταν να είναι η ερώτηση της χρονιάς. Της άρεζε; Κι αν ναι, τι της άρεζε ακριβώς; Μήπως απλά ήταν τόσο στερημένη συναισθηματικά, που πειθανάγκαζε υποσυνείδητα τον εαυτό της να της αρέσει; Και ο Λεβάιθαν;

Αυτή ήταν η ερώτηση της χιλιετίας.

"Δεν ξέρω" απάντησε με πλήρη ειλικρίνεια και δεν τόλμησε να αντικρίσει καμία από τις δυο τους.

Κάτι στην φωνή της ήταν τόσο ραγισμένο, χώρεσε τόσο πολύ πόνο και σύγχυση σε δύο λέξεις, ώστε η Ρίτα και η Άλεξ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα και αποφάσισαν να αφήσουν για τώρα το θέμα να περάσει.

"Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές δεν θα δεχθώ" ξεκίνησε να διαβάζει η Ρίτα το Σονέτο νούμερο 116 του Σαίξπηρ και η Άριελ αντί να ηρεμήσει ένιωσε να πνίγεται ακόμα περισσότερο.

"Δεν είναι η αγάπη αυτή που αλλάζει με της τύχης τα γυρίσματα
Και με το κάθε σκούντημα πέφτει και χάνεται.
Όχι, είναι σημάδι προαιώνιο
Που ακλόνητο τις τρικυμίες αντικρίζει"

Της φαινόταν αδιανόητο το τι κατάφερε να χωρέσει εκείνη την ημέρα σε εκείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο. Την ιστορία της ζωής της, έτσι της φαινόταν. Η στιγμή που πήρε το ξόρκι από το Νέφιλιμ, το λασπωμένο της φόρεμα, η μαύρη κάπα που της είχε δώσει η μητέρα εκείνης της ζωής της -Άγκνες, έτσι την λέγανε. Μία γυναίκα ντουλάπα, με σκληρό πρόσωπο, ακόμα σκληρότερους τρόπους, μα με τρομερά μεγάλη και καλοσυνάτη καρδιά. Ήταν μάλιστα η ζωή στην οποία γνώρισε τον Γουίλιαμ. Κι όχι μόνο εκείνον.

"Του καραβιού που πλανιέται το άστρο
Η αξία του είναι άγνωστη, αν και το ύψος του μπορεί να υπολογιστεί.
Δεν είναι η αγάπη παιχνίδι του καιρού
που κυλάει με το κυρτό του το δρεπάνι,
Δεν είναι τριανταφυλλένια μάγουλα και χείλια"

Ακούγοντας τον τρόπο με τον οποίο διάβαζε η Ρίτα απορροφημένη το ποίημα, δεν μπορούσε να μην σκεφτεί το βράδυ στο υπόγειο με τον Φλέιμς. Η μόνη απόδειξη για εκείνο το βράδυ ήταν η ίδια και οι δικές της αναμνήσεις. Δεν ήταν κάτι. Δεν έγινε καν κάτι σημαντικό. Μα πότε θα μπορούσε να βγάλει την φωνή του Νίκολας από το κεφάλι της;

Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

Γιατί της ήταν τόσο δύσκολο να μείνει μακριά σε αυτήν την ζωή;

"Η αγάπη η αληθινή δεν αλλάζει με τις σύντομες ώρες και βδομάδες,
Φτάνει μακριά μέχρι την άκρη της συντέλειας"

Θυμόταν τον εαυτό της να στέκεται μπροστά στον Γουΐλ, καθώς απήγγειλε αυτό το ποίημα -ένα προσχέδιό του.

"Αν είναι πλάνη αυτό και μου αποδειχτεί, ούτε τίποτα έχω γράψει στην ζωή
Ούτε άνθρωπος έχει ποτέ αγαπήσει"

Και θυμόταν τα δάχτυλα που ήταν τυλιγμένα γύρω από τα δικά της, σφίγγοντας την λίγο περισσότερο κάθε φορά που ο ποιητής μπροστά τους ξεστόμιζε την λέξη αγάπη, λες και αυτή η λέξη είχε δημιουργηθεί μόνο για εκείνους τους δύο.

[...]

"Είναι υπέροχο Γουΐλ, είμαι σίγουρη ότι και η Άνν θα το λατρέψει" είπε η Άριελ χαμογελώντας γλυκά και τράβηξε μακριά το χέρι της από εκείνο του Έντουαρντ.

Ανατρίχιασε στο πόσο τσουχτερό της φαινόταν το κρύο, όταν απομακρύνθηκε.

"Μπα, δεν είναι ακόμα έτοιμο. Έχω ακόμα πολλά να βάλλω σε αυτό το σονέτο. Έχω να τελειώσω ούτως ή άλλως ένα πιο σημαντικό έργο αυτήν την στιγμή" είπε ο άνδρας, μπερδεύοντας τα σκούρα μαλλιά του με τα δάχτυλά του, που έμοιαζαν ταλαιπωρημένα και βουτηγμένα στο μελάνι.

Το βλέμμα του ταξίδευε πάνω στο χαρτί, θαύμαζε τις λέξεις, τα μάτια του καταβρόχθιζαν το ποίημα, λες και δεν το είχε γράψει ο ίδιος, λες και δεν το είχε ξαναδεί ποτέ του. Κάποιος άλλος το έγραψε μέσω εκείνου -έτσι έλεγε μερικές φορές. Η μούσα του τού έπιανε τα χέρια και τα καθοδηγούσε, κι εκείνος στεκόταν απλός θεατής της δημιουργίας του.

"Ακόμα δεν μας έχεις πει τίποτα για αυτό" παραπονέθηκε ο Έντουαρντ με το στραβό χαμόγελό του να φωτίζει το πρόσωπό του, καθώς κοιτούσε την Άριελ να κινείται στο δωμάτιο σιωπηλή.

Σταύρωσε το ένα χέρι του πάνω στα πλευρά του και στα δάχτυλά του άλλου άρχισε να στριφογυρίζει μία από τις πένες του Γουΐλ, κλείνοντας το μάτι στην Άριελ που γύρισε για μία στιγμή να τον κοιτάξει.

"Αγαπημένε μου φίλε Έντι," άρχισε να λέει ο Γουιΐλ κατεβαίνοντας με ένα άλμα από τα βάθρο του, "θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθεις. Σκοπεύω να πρωταγωνιστείς, με την Άριελ" συμπλήρωσε δήθεν αδιάφορα και έβαλε λίγο ρούμι στο υπερβολικά άδειο ποτήρι του.

Η Άριελ στάθηκε απότομα πιο στητά, σαν το κύμα ανατριχίλας που την διαπέρασε να ίσιωσε την πλάτη της. Μερικές στιγμές σιωπής ακολούθησαν και το βλέμμα της Άριελ πέρασε από το πονηρό του Έντουαρντ, στο χαρούμενο του Γουΐλ.

"Θα με αφήσεις να παίξω;" ρώτησε σοκαρισμένη με τα μάτια της ορθάνοιχτα να κοιτάνε τον Γουΐλ σαν μικρό παιδί.

"Εσύ με ενέπνευσες για αυτό το έργο, σπίθα, σου χρωστάω τουλάχιστον αυτό, σωστά;" της απάντησε και η Άριελ συγκρατήθηκε να μην τσιρίξει.

Το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό της έκανε τα μάγουλά της να πονάνε. Το φόρεμά της θρόισε ευχάριστα καθώς έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της.

"Δεν το πιστεύω! Νόμιζα  ότι ήταν παράνομο ή κάτι!" φώναξε και ο Γουΐλ ανασήκωσε τους ώμους του.

"Και πότε στάθηκε αυτό εμπόδιο στο να πω μία ιστορία όπως πρέπει;"

"Ανυπομονώ να ακούσω αυτήν την ιστορία" είπε ο Έντουαρντ.

Του ήταν αδύνατο να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Η σοφίτα του Σαίξπηρ ήταν ενίοτε αποπνικτική, αλλά εκείνη ήταν μία ανάσα μέσα στην σκόνη και την μυρωδιά του μελανιού και της μούχλας.

"Θα σας αρέσει είμαι σίγουρος. Σας ταιριάζει γάντι" απάντησε αδειάζοντας το ποτήρι με μία γουλιά.

"Τώρα άρχισες να με αγχώνεις"

"Μετά από τόσο καιρό δεν εμπιστεύεσαι την κρίση μου;"

"Περισσότερο από την δική μου, Γουΐλ. Όμως, σε παρακαλώ, πες μας έστω το είδος. Η Άριελ έχει σκάψει το πάτωμα περπατώντας τόσην ώρα πάνω κάτω" σχολίασε και για μία ακόμα φορά ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

Η Άριελ τον κοίταξε δολοφονικά, σταματώντας ταυτόχρονα να περπατάει και να δαγκώνει νευρικά το νύχι της. Της την έδινε όταν είχε δίκιο. Για κακή της τύχη, ήταν ακόμη πολύ καινούρια στην ανθρώπινη πραγματικότητα -συγκριτικά με την ηλικία της- και αυτό συνέβαινε συχνά.

"Τραγωδία είναι. Καταδικασμένοι εραστές, μίσος ανάμεσα σε δύο οικογένειες και, πάνω από όλα, μεγάλος έρωτας. Θα είναι από τα καλύτερά μου" ανακοίνωσε και ενθουσιασμένος ξαναγέμισε το ποτήρι του.

Η Άριελ κράτησε την ανάσα της.

"Όταν είπες ότι σε ενέπνευσα..." άρχισε να λέει σφίγγοντας το φόρεμα στον κόρφο της.

"Η ιστορία σου αξίζει να ακουστεί" συμπλήρωσε ο Γουΐλ και γύρισε να την κοιτάξει χαμογελαστός.

Γέμισε άλλα δύο ποτήρια.

"Εγώ δεν..." είπε η Άριελ κάνοντας ένα βήμα πίσω, όμως την κοίταξε προειδοποιητικά.

Έτεινε το χέρι του με το ποτήρι ρούμι προς το μέρος της και την κοίταξε έντονα στα μάτια.

"Έλα τώρα, σπίθα, θα χαλάσεις χατίρι στον σκηνοθέτη σου;" την ρώτησε κουνώντας δελεαστικά το ποτήρι μπροστά της.

Δεν της άρεσε το αλκοόλ. Αλλά οι λέξεις του Σαίξπηρ και το βλέμμα του Έντουαρντ έβρισκαν πάντα τον στόχο της και με μία θαρραλέα -απερίσκεπτη, ίσως- κίνηση άρπαξε το ποτήρι.

"Στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα μου!" σήκωσε το ποτήρι σε πρόποση ο Σαίξπηρ και πλησιάζοντας τον, ο Έντουαρντ και η Άριελ τον μιμήθηκαν.

"Στον Ρωμαίο" της ψιθύρισε κοιτώντας την βαθιά στα μάτια.

Ένιωσε την καρδιά της να σκιρτά. Θα είναι μόνο μία απλή παράσταση. Δεν θα σημαίνει τίποτα. Απομακρύνσου. Μην τολμήσεις. Δεν το θες αυτό. Και ο Λεβάιθαν;

"Και την Ιουλιέτα" συμπλήρωσε η κοκκινομάλλα και άφησε το βλέμμα του Έντουαρντ για να πιει.

Ήταν άμαθη, δεν έπινε συχνά, την ζάλιζε και μόνο η μυρωδιά του. Έτσι, όταν η Άριελ κατέβασε μονοκοπανιά και τα δύο ποτήρια που της γέμισε γελώντας ο Γουΐλ, το κεφάλι της στριφογύριζε σαν ανεμοδούρα σε τυφώνα.

"Εγώ... Να πηγαίνω. Έχω μία τελευταία αγγαρεία στα καμαρί- Στα καμαρίνια κάτω" μουρμούρισε ζαλισμένη με την καρδιά της να χτυπάει ήρεμα.

Ήταν επικίνδυνη εκεί πάνω. Ένιωθε να ζεσταίνεται και η γλώσσα της ήταν τώρα ανεξέλεγκτη. Δεν θα μπορούσε να το ρισκάρει.

Ο Γουΐλ την χαιρέτησε και αγνοώντας το ανήσυχο βλέμμα του Έντουαρντ άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.

"Νομίζω παραήπιε. Δεν θα έπρεπε να είναι μόνη εκεί κάτω" είπε στον Σαίξπηρ, με το άγχος να διαγράφεται αναπόφευκτα στον τόνο του και το σφιγμένο σαγόνι του.

"Και τι το λες σε εμένα; Εγώ είμαι παντρεμένος" του απάντησε με φωνή πνιγμένη σε υπονοούμενα και ο Έντουαρντ κατένευσε, κοπάνησε σχεδόν το ποτήρι στο τραπέζι και έτρεξε πίσω της.

Ο Σαίξπηρ μειδίασε, καθώς ξαναγέμισε το ποτήρι του και επέστρεψε στην πένα του.

"Άριελ περίμενε!" φώναξε ο Έντουαρντ προλαβαίνοντας την να σέρνεται κατά μήκος του στενού διαδρόμου προς τα καμαρίνια.

"Τι πάλι;" αναφώνησε παραπονιάρικα σαν μικρό παιδί.

"Δεν είσαι σε κατάσταση να φύγεις μόνη σου"

"Είμαι μία χαρά"

"Δεν το βλέπω"

"Δεν φταίω εγώ για αυτό"

Μία στιγμή σιωπής ακολούθησε. Ο Έντουαρντ χαμογέλασε μέσα από τις λαχανιασμένες ανάσες του.

"Και σταμάτα το αυτό" του είπε η Άριελ και στριφογύρισε τα μάτια της.

"Ποιο;" την ρώτησε σιγανά με την φωνή του μόλις να βγαίνει από το στόμα του, προκλητικά.

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η Άριελ δεν κουνήθηκε, δεν φάνηκε καν να το παρατηρεί. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το κεφάλι της ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω της.

Ήταν ανησυχητικά μόνοι. Και οι δύο ήξεραν ότι κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, η Άριελ θα έτρεχε έξω από το θέατρο, για να αποφύγει αυτήν την κατάσταση. Μα τώρα δεν το έκανε.

"Αυτό με το ηλίθιο στραβό χαμόγελο" απάντησε κουνώντας αφηρημένα το δάχτυλό της προς το μέρος του.

"Μα γιατί;"

Η φωνή του χάιδευε τα αυτιά της απαλά, έφτανε στον σφυγμό στον λαιμό της και τον έκανε να σφυροκοπάει. Μέσα στην ζάλη της, θα ορκιζόταν ότι ήταν το χέρι του που την άγγιζε. Μα ήταν μακριά της. Της φαινόταν χιλιόμετρα μακριά, κι ας ήταν μόλις δύο μέτρα.

Ο Έντουαρντ έκανε ένα ακόμα βήμα. Στεκόταν τώρα μπροστά της στον στενό διάδρομο.

"Είναι ενοχλητικό" άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.

Δεν αναπήδησε. Δεν τινάχτηκε ούτε γλίστρησε μακριά του, όπως συνήθιζε. Απλά τον κοίταξε. Έδωσε, για μία φορά στον εαυτό της, την ευκαιρία να τον παρατηρήσει καλύτερα. Δεν έσκυψε το κεφάλι της. Παρακολούθησε το λακκάκι στο μάγουλό του, το πρασινογάλαζο χρώμα των ματιών του, την ελαφρώς στραβή μύτη του -της είχε πει ότι την είχε σπάσει παίζοντας μικρός μέσα στο θέατρο. Είδε τον αφοπλιστικό, προκλητικό τρόπο που την κοιτούσε.

"Θέλω να σου πω κάτι" της είπε σοβαρά και το στραβό χαμόγελο του έσβησε.

Η Άριελ στάθηκε λίγο καλύτερα στα πόδια της. Δεν έπρεπε να είχε πει το δεύτερο ποτήρι. Ούτε το πρώτο. Και πάνω από όλα, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί μόνη. Αυτό ήταν επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο.

"Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή" είπε και απέστρεψε το βλέμμα της από πάνω του.

"Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη, αλλά ξέρω ότι νηφάλια δεν με αφήνεις καν να πλησιάσω, πόσο μάλλον να... αρθρώσω πάνω από πέντε λέξεις"

Ο Έντουαρντ εξέλαβε την σιωπή της ως ενθάρρυνση να συνεχίσει.

"Άριελ, ξέρω ότι γνωριζόμαστε εδώ και λίγους μήνες, αλλά ήθελα να σου πω..."

"Ότι σέβεσαι πολύ την δουλειά μου;" τον διέκοψε.

"Όχι. Βασικά-"

"Ότι πρέπει να καθαρίζω καλύτερα την σκηνή;"

"Τι; Δεν με νοιά-"

"Τότε μάλλον για την ανικανότητα μου να-"

"Σε αγαπώ"

Το είπε τόσο γρήγορα που αναρωτήθηκε αν το είπε όντως. Το βλέμμα της Άριελ το επιβεβαίωσε.

"Τι;" η ανάσα της κρατήθηκε από τον λαιμό της με τόση δύναμη, ώστε ένιωσε να πνίγεται. "Έντι, εγώ-" άρχισε να λέει, μα ήταν η σειρά του να την διακόψει.

"Δεν χρειάζεται να πεις κάτι. Ούτε να ρωτήσεις γιατί, επειδή ειλικρινά δεν ξέρω. Είναι τα πάντα πάνω σου και ταυτόχρονα τίποτα. Δεν είμαι ο Γουΐλ, δεν είμαι συγγραφέας ή ποιητής, δεν σκαμπάζω πολλά από λέξεις και μεγάλα λόγια. Αλλά είμαι ηθοποιός και ξέρω να ερμηνεύω αυτά που άλλοι απλά λένε, ξέρω από πράξεις, "

"Κι από ψέματα" ψιθύρισε η κοκκινομάλλα σχεδόν βουρκωμένη, όταν ο Έντουαρντ έκανε το τελευταίο βήμα προς το μέρος της.

Τώρα τα πόδια του μπλέκονταν στο πράσινο φόρεμά της και το πρόσωπό του βρισκόταν πιο κοντά στο δικό της, από όσο είχε βρεθεί ποτέ κανείς τον τελευταίο αιώνα.

"Αυτό δεν είναι ψέμα. Θα με συνέφερε να είναι. Με αγνοείς, με αποφεύγεις, είσαι ψυχρή και απόμακρη τις περισσότερες φορές. Δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά σαν ηλίθιος τα ξεχνάω όλα όταν γελάς ή μου μιλάς ή τις ελάχιστες φορές που με αφήνεις κοντά σου. Και θαυμάζω τον τρόπο που εξηγείς τους στίχους του Γουΐλ και σε έχω δει να τους μαθαίνεις απέξω και να τους φωνάζεις πάνω στην σκηνή, όταν οι υπόλοιποι έχουν φύγει. Έτσι, έχουν τα πράγματα. Ο ήλιος λάμπει, ο ουρανός είναι μπλε κι εγώ σ' αγαπώ"

Οι λέξεις αντηχούσαν στο κεφάλι της. Σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ. Πόσο καιρό είχε να ακούσει αυτές τις λέξεις; Ένιωσε ένα βάρος να σηκώνεται από το στήθος της. Ο αέρας περνούσε πιο εύκολα στα πνευμόνια της. Η καρδιά της ράγιζε τον θώρακά της, απειλούσε να πεταχτεί έξω από το στήθος της, μέσα στα χέρια του.

"Δεν ξέρεις τίποτα για μένα" ψιθύρισε σε μία τελευταία προσπάθεια να τον απομακρύνει.

"Ξέρω αρκετά ώστε θέλω να μάθω περισσότερα"

Δεν ήταν αρκετά δυνατή εκείνη την στιγμή. Τα χέρια της είχαν παγώσει στα πλευρά της, τα μάτια της την πρόδωσαν περνώντας μία στιγμή πάνω από τα χείλη του. Ήταν πολύ κοντά. Επικίνδυνα κοντά.

Διώξ' τον.

"Άσε με να σε γνωρίσω" της ψιθύρισε και χάιδεψε με τον δείκτη του το ζυγωματικό της και η Άριελ δεν είχε τίποτα άλλο να πει ή να κάνει.

Αφέθηκε στα χέρια του, όπως ένα μικρό παιδί κοιμάται στην αγκαλιά της μαμάς του. Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της απαλά, σαν να περίμενε να τον διώξει την στιγμή που θα τολμούσε να κάνει την κίνηση. Μα δεν το έκανε.

Αντίθετα, ξέχασε τα πάντα. Άφησε τον εαυτό της να ξεχάσει ποια ήταν, τι ήξερε, τι θα έπρεπε να θέλει και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Μπέρδεψε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, τον άφησε να τυλίξει τα δικά του γύρω από την μέση της. Τον έσφιξε μέχρι το στήθος της να ενωθεί με το δικό του. Κι ο Έντουαρντ την φίλησε πίσω με πάθος, ξέροντας ότι ίσως να ήταν η τελευταία φορά.

Την επόμενη μέρα θα μαστίγωνε τον εαυτό της, θα κατηγορούσε εκείνον για τα πάντα -την εκμεταλλεύτηκε ενώ ήταν μεθυσμένη, την ξεμονάχιασε-, θα έλεγε στο εαυτό της ψέματα ότι δεν ένιωθε τίποτα, ότι ήταν μία στιγμή αδυναμίας.

Μα, για εκείνη την στιγμή, τον αγαπούσε κι εκείνη.



*Διάσημο περιοδικό στην Αγγλία, που περιλαμβάνει θέματα που αφορούν την ενδυματολογία, τον καλλωπισμό, την πολιτική κ.λπ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top