ΕΙΚΌΣΙ ΕΦΤΆ

Song: All too well - Taylor Swift

"Τι έκανες λέει;" σχεδόν ούρλιαξε η Άλεξ, όταν έκατσαν στο πούλμαν και η Άριελ δίπλα της έσφιξε τα μάτια της.

"Τον φίλησα" επανέλαβε ψιθυριστά η Άριελ, σαν να παραδεχόταν έγκλημα.

Και το χειρότερο; Δεν ένιωθε ίχνος τύψης μέσα της. Αντίθετα, για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθε δυνατή. Επιτέλους πήρε εκείνη μία πρωτοβουλία, έκανε κάτι, αντί να παρακολουθεί άλλους να έρχονται και να φεύγουν από την ζωή της -με εκείνη συνήθως, ως έναν θεατή, έναν τιποτένιο δέκτη, που άφηνε επιφωνήματα έκπληξης, δέους, πόνου μπροστά στην οθόνη.

"Τι φωνάζεις μωρέ Άλεξ πρωινιάτικα; Πού την βρίσκεις την όρεξη;" παραπονέθηκε ο Λουκ και με την Ρίτα κάθισαν στις δύο θέσεις στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου.

Η Άλεξ τον κοίταξε δολοφονικά και εκείνος της χαμογέλασε ειρωνικά, πριν ξαπλώσει στον ώμο της Ρίτα. Φαινόταν εξαντλημένος από την χθεσινή προπόνηση στην ξιφασκία. Μα και η Άριελ ήταν εξίσου κουρασμένη -ζήτημα να είχε κοιμηθεί τέσσερις ώρες. Το κρεβάτι της θα την αναθεμάτιζε, αν είχε στόμα.

Η Ρίτα γύρισε προς την Άλεξ.

"Εσύ είδες τον Ραφ όταν γύρισε χτες το βράδυ; Πρέπει να γύρισε πολύ μετά το κλείσιμο φώτων. Ούτε ο Λάρυ δεν τον πήρε χαμπάρι" σχολίασε η Ρίτα, αγνοώντας τα πικρόχολα σχόλια του Λουκ και της Άλεξ και η Άριελ ετοιμάστηκε να απαντήσει πως όχι, δεν τον είχε δει.

Όμως, την ίδια στιγμή, ο Ραφ ανέβηκε στο πούλμαν, με τον Νίκολας να ακολουθεί και η Άριελ δάγκωσε την γλώσσα της, καρφώνοντας τους άθελα της με το βλέμμα της. Οι φωνές τους ήταν ζωηρές, ευχάριστες, παρόλο που η βλοσυρή έκφραση του Ραφ δεν έδινε ποτέ την εντύπωση χαρούμενο εφήβου. Το πρόσωπο του Νίκολας, από την άλλη, τσαλακωνόταν όμορφα από τα γέλια.

Όλοι είχαν διαφορετικές αντιδράσεις. Η Άλεξ κοίταξε την Άριελ, περιμένοντας μανιωδώς την αντίδρασή της, όμως η κοκκινομάλλα ασυνείδητα παρακολούθησε τον Νίκολας να σταματάει πίσω από τον Ραφ. Ο Λουκ, σαν να ξύπνησε από λήθαργο πετάχτηκε από την θέση του και χαιρέτησε χαμογελαστά τον Ραφ, ο οποίος ανταπέδωσε την αγκαλιά και έτριψε το κεφάλι της Ρίτα. Εκείνη ως απάντηση τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στο χέρι.

"Εσένα για να μείνεις πάνω από μήνα στο σχολείο πρέπει να σε δέσουμε κάπου;" ρώτησε χιουμοριστικά ο Λουκ, καθώς καθόταν ξανά στην θέση του.

"Νομίζω πως είναι η μοναδική λύση" απάντησε ο Ραφ την στιγμή που ο Νίκολας τον προσπερνούσε για να περάσει στην θέση του πίσω από την Άλεξ και την Άριελ.

Ο χρόνος σταμάτησε όταν το βλέμμα της Άριελ συνάντησε το δικό του. Και σε αντίθεση με κάθε άλλη φορά, κανείς δεν το απομάκρυνε. Για εκείνα τα λίγα ελάχιστα δευτερόλεπτα έπεσε ησυχία -σαν εκείνη που σκέπαζε το φιλί τους. Το φιλί τους. Τι περίεργη σκέψη.

Η Άλεξ την σκούντησε βγάζοντας την από τον λήθαργό της. Η Άριελ ταρακουνήθηκε και κόλλησε την πλάτη της στο κάθισμα της. Ο Ραφ κοίταξε για μισό δευτερόλεπτο την Άριελ και εκείνη του έκανε νόημα προς την Άλεξ. Ξέρει, του είπε με το βλέμμα της και εκείνος της χαμογέλασε -όχι ακριβώς απογοητευμένα, περισσότερο σαν να το περίμενε. Κατένευσε σαν να το γνώριζε ήδη, πριν γυρίσει προς τον Νίκολας, τον σπρώξει στην θέση τους και κάτσει δίπλα του.

 Μα ακόμα κι έτσι, με έναν περίεργο τρόπο, το στομάχι της Άριελ σφιγγόταν στην σκέψη ότι καθόταν από πίσω της. Επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο η ανάσα της θόλωνε το τζάμι.

Η Ζενισέλ ανέβηκε τελευταία στο λεωφορείο με ένα ασπρόμαυρο ριγέ παντελόνι και ένα κόκκινο ζιβάγκο. Τα γυαλιά της ήταν μεγαλύτερα από το κεφάλι της και την έκαναν να μοιάζει με εκκεντρικό χαρακτήρα ταινίας. Κάποιον που σίγουρα θα υποδυόταν η Helena Bonham Carter. Τίποτα όμως δεν αφαιρούσαν αυτά τα γελιά από τον σεβασμό που απαιτούσε από όλους.

"Λοιπόν- Λίο, χρυσό μου άσε κάτω το ηχείο μέχρι να τελειώσω να μιλάω! Ευχαριστώ. Λοιπόν, όπως ξεκίνησα να λέω, σήμερα θέλω να σας δω στην καλύτερη συμπεριφορά σας. Αν ακούσω για καβγάδες και έκτροπα, θα κάνετε να δείτε κάτι άλλο πέρα από τους τοίχους του σχολείου μέχρι την άνοιξη- Άλλο ένα σχόλιο κύριε Βιτέλο και θα το κάνω μέχρι την αποφοίτηση! Ο Λάρυ και η Ινές θα μείνουν στα σχολικά, ο κύριος Γουόλκερ και ο κύριος Βέγκα στο γωνιακό καφέ, δίπλα στο πάρκινγκ, όπου θα συναντηθούμε στις εννιά. Απαγορεύεται να κυκλοφορείτε μόνοι σας, μόνο σε ομάδες. Άλλοι καθηγητές θα βρίσκονται απλωμένοι στην πόλη-"

"Αφήσατε κανέναν στο σχολείο ή πήραμε και τα βατράχια από το εργαστήριο βιολογίας;" ρώτησε ο Λουκ εμφανώς πιο ξύπνιος τώρα, και ακούστηκε ένα κύμα γέλιου από όλο του πούλμαν.

"Ξεκαρδιστικό, κύριε Χόλαντ. Θα θέλατε μήπως να σας αφήσουμε με τα βατράχια για να μην είναι μόνα τους;" ανταπάντησε η Ζενισέλ και η Άλεξ ρουθούνισε.

Γρήγορα σταμάτησε όταν η Ρίτα, που επίσης γελούσε, της χτύπησε απαλά το μπράτσο. Η Άριελ χαμογελούσε πλατιά μπροστά στην σκηνή αυτή.

"Μία σκέψη έκανα" είπε ζωηρά ο Λουκ και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του -ήξερε ότι η Ζενισέλ τον συμπαθούσε.

Η διευθύντρια στριφογύρισε τα μάτια της και ένωσε τα δάχτυλά της μπροστά στο παντελόνι της.

"Το μεσημέρι που θα μαζευτούμε όλοι στο Taliatela. Τα τηλέφωνά μας τα έχετε, τα κινητά σας -όχι ότι έχω τέτοιες ανησυχίες- δεν θα τα αφήσετε από τα χέρια σας, κι ό,τι κι αν χρειαστείτε μπορείτε να μας πάρετε. Απορίες;" είπε γρήγορα κοιτώντας μέχρι την γαλαρία του λεωφορείου που μετέφερε τους τελειόφοιτους.

Η Έλινορ σήκωσε το χέρι της και, χωρίς να περιμένει να της δώσουν τον λόγο, άρχισε να μιλάει.

"Είναι υποχρεωτικό να 'ρθουμε εκεί στο μεσημεριανό; Άλλες χρονιές-" ξεκίνησε να λέει η κοκκινομάλλα κοπέλα που σήμερα είχε επιλέξει έναν ιδιαίτερα κομψό συνδυασμό ρούχων,

"Άλλες χρονιές, δεσποινίς Γούντχαους, ψάχναμε παιδιά όταν γυρνούσαμε στο σχολείο. Για να μην γίνουμε, λοιπόν, 'Μόνος στο σπίτι 6', θα έρθετε όλοι εκεί, για να κάνουμε μία καταμέτρηση" απάντησε χιουμοριστικά αλλά το ύφος της επέστρεψε γρήγορα στην συνηθισμένη σοβαρότητα του.

"Και από εκεί θα δούμε;" ρώτησε ναζιάρικα η Έιμι δίπλα στην Έλι και η Άριελ με την Άλεξ στριφογύρισαν ασυναίσθητα τα μάτια τους.

Η Ρίτα συνοφρυώθηκε ενοχλημένα, δίπλα στον Λουκ που έπνιξε ένα γελάκι. Η Ζενισέλ μπροστά τους ξεφύσησε κατεβάζοντας τους ώμους της.

"Θα δούμε" απάντησε, με τον τρόπο που οι γονείς απαντάνε στα ενοχλητικά παιδιά τους για να τα ξεφορτωθούν, και η Άριελ μπορούσε να φανταστεί το ικανοποιημένο χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Έλι.

Το πούλμαν ξεκίνησε και μετά από δύο μήνες η Άριελ πέρασε τις πύλες της Ακαδημίας Λίμπερτι. Τα δέντρα φαινόντουσαν λιγότερο απειλητικά από την ημέρα που έφτασε εκεί με τους δικούς της.

"Άσε το δραματικό ατένισμα της φύσης και μίλα!" της φώναξε η Άλεξ βγάζοντας την από την ηρεμία που είχε μόλις προλάβει να απολαύσει.

Η Άριελ γύρισε απότομα προς το μέρος της και με γουρλωμένα τα μάτια της έκανε νόημα προς τα πίσω της. Η Άλεξ την κοίταξε συνοφρυωμένη.

"Αν σε ακούσει να φωνάζεις, θα σε σκοτώσω" της έκανε νόημα με τα χείλη και η Άλεξ φάνηκε ακόμα πιο μπερδεμένη από πριν.

"Αν με ακούσει ποιος;" ρώτησε φωναχτά, σαν ηλικιωμένη με προβλήματα ακοής και η Άριελ χτύπησε το μέτωπό της πέφτοντας πίσω στην καρέκλα της.

"Τζίντζερ, αντιλαμβάνομαι την σύγχυσή σου, αλλά μήπως θα μπορούσες να πέφτεις με λιγότερη δύναμη προς τα πίσω; Έχουμε και δύο μέτρα πόδια να χωρέσουμε εδώ πίσω" σχολίασε χιουμοριστικά ο Νίκολας βάζοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στην θέση της και το παράθυρο.

Η Άριελ γέλασε καλύπτοντας το πρόσωπό της με το χέρι της.

"Κάτσε ρε, δύο μέτρα. Που είμαι 1.65 και όταν φοράω τακούνια δεν με περνάς ούτε με τα χέρια σε ανάταση" είπε η Άλεξ και η Ρίτα γέλασε δυνατά, τρομάζοντας τον Λουκ που είχε μόλις αποκοιμηθεί.

Τινάχτηκε όρθιος με μισόκλειστα μάτια και την κοίταξε ενοχλημένος, καθώς η Ρίτα προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο της. Δεν μπόρεσε να αποφύγει το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του ακούγοντάς την να γελάει. Σαν χαρούμενο κουτάβι, επέστρεψε στον ώμο της.

Ο Νίκολας έκανε πίσω και έφερε το πρόσωπό του ανάμεσα στις θέσεις των δύο κοριτσιών.

"Χαραμίζεσαι εδώ. Κωμικός πρέπει να γίνεις" είπε ειρωνικά και η Άλεξ τον κοίταξε υπεροπτικά πάνω από τον ώμο της.

"Τα λέω ωραία" παραδέχτηκε και τίναξε τον γιακά του πολύχρωμου μπουφάν της.

Ο Νίκολας στριφογύρισε τα μάτια του και γύρισε προς την Άριελ, που συνειδητοποίησε ότι γελούσε μόνο όταν ένιωσε το χαμόγελό της να σβήνει από την απόσταση του προσώπου του.

"Είναι απαράδεκτη, δεν είναι;" την ρώτησε μα η φωνή του είχε χάσει τον παιχνιδιάρικο τόνο της.

"Οπωσδήποτε" απάντησε το ίδιο απορροφημένη.

"Νιώθω σχεδόν αμήχανα. Μπορείτε να απομακρυνθείτε πριν το κάνουμε εδώ μπουρδ-"

"Άλεξ!" φώναξε η Ρίτα κάνοντας τον Λουκ να τιναχτεί και πάλι από τον ύπνο του.

"Γαμώτο σήμερα δεν θα βρω ησυχία..." ψιθύρισε και ξάπλωσε πάνω στο παράθυρό δίπλα του.

Η Άριελ και ο Νίκολας επέστρεψαν ταυτόχρονα στις θέσεις τους. Τα μάγουλά της Άριελ κοκκίνισαν σχεδόν όσο τα μαλλιά της. Η Άλεξ ξεφύσησε αγανακτισμένα.

"Όλοι οι θεούσοι και οι πουριτανοί εδώ μαζευτήκαμε;" ψιθύρισε ενοχλημένα κάτω από την ανάσα της, αλλά την στιγμή που ξεστόμισε τις λέξεις στράφηκε στην Άριελ, η οποία γούρλωσε τα μάτια της.

Ο Ραφ ξερόβηξε δυνατά με νόημα και η Άλεξ ντροπιασμένα έτριψε το μέτωπό της. Η Άριελ γέλασε διακριτικά.

"Δεν το εννο-" πήγε να εξηγήσει ψιθυριστά στην Άριελ, αλλά η κοκκινομάλλα της έκανε νόημα πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί.

"Όσο για το άλλο," είπε με νόημα στην φίλη της, "θα τα πούμε όταν φτάσουμε".

[...]

"Πού ακριβώς πάμε;" ρώτησε η Άριελ δίπλα στην Ρίτα που την κρατούσε αγκαζέ.

Όλη η παρέα περπατούσε στο κέντρο της πλατείας προς μία κατεύθυνση άγνωστη για την Άριελ. Ήταν όλοι τους μία πολύχρωμη μάζα -αφού τους είχε επιτραπεί να φορέσουν δικά τους ρούχα και όχι τις στολές- που ξεχώριζε στο μουντό, από τον καιρό και τα πετρόχτιστα κτήρια και δρομάκια, τοπίο. Το πολύχρωμο μπουφάν της Άλεξ, το κόκκινο δερμάτινο της Άριελ, το μπλε παλτό του Λουκ και το ροζ της Ρίτα, το άσπρο σακάκι του Ραφ και το καρό του Νίκολας δημιουργούσαν ένα  εντυπωσιακό παζλ. Έμοιαζαν με κολεγιόπαιδα που έψαχναν για τουρισμό στην μικρή παραθαλάσσια πόλη. Σε αντίθεση με τους συμμαθητές τους που μύριζαν από μακριά χρήματα και φάνταζαν να περιμένουν το κότερο του μπαμπά τους να τους πάρει από εκεί, χώνονταν στα σοκάκια, ψάχνοντας για κάθε σπιθαμή που δεν είχαν βρει σε προηγούμενες επισκέψεις.

"Αρχικά," ξεκίνησε ο Λουκ, "πάμε σε ένα από τα καλύτερα καφέ της πόλης".

Η Άριελ στράφηκε μπερδεμένη στο Ραφ που στεκόταν δίπλα της -ο οποίος παρεμπιπτόντως απέφευγε επιδεικτικά τα βλέμματα της Άλεξ, που προφανώς ήθελε να τον απομονώσει κάποια στιγμή για να ζητήσει απαντήσεις. Ο Ραφ ήταν υπομονετικός -απλά μερικές φορές φαινόταν το αντίθετο.

"Μην κοιτάς εμένα," απάντησε σηκώνοντας αμυντικά τα χέρια του, "κι εγώ πρώτη φορά έρχομαι".

"Είναι ένα μικρό καφέ, στο οποίο δεν τολμάνε να πατήσουν πόδι οι υπόλοιπες βδέλλες του τμήματος" είπε η Άλεξ πληκτρολογώντας κάτι στο κινητό της.

"Δεν είναι τόσο κακές! Η Μανόν φαίνεται γλυκιά τουλάχιστον" υπερασπίστηκε η Ρίτα κλείνοντας καλύτερα το παλτό της.

"Ναι, εντάξει, η Μανόν είναι μία χαρά..." απάντησε η Άλεξ ξαφνικά τρομερά αφοσιωμένη στο κινητό της με τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρά.

Η Άριελ και ο Νίκολας φαίνεται να ήταν οι μόνοι που το πρόσεξαν. Ο Νίκολας χαμογέλασε διακριτικά κοιτώντας την αντίδραση της Άριελ, η οποία συγκρατήθηκε να μην αναφωνήσει ενθουσιασμένη. Τόσα πράγματα έβγαζαν ξαφνικά νόημα. Ανταλλάξανε ένα βλέμμα αλληλοκατανόησης, με το οποίο ο Νίκολας επιβεβαίωσε τις υποψίες της Άριελ και εκείνη του μετέδωσε ένα μέρος από τον ενθουσιασμό της.

"Κοίτα και η Τζόσι δεν είναι τόσο κακιά-" άρχισε να λέει ο Λουκ, μα το ύφος του πρόδιδε ακριβώς την αντίδραση που έβγαλε από την Ρίτα.

"Άσε εσύ, έτρεξες να υπερασπιστείς το φαν κλαμπ σου. Αν ενδιαφέρεσαι να υιοθετήσεις κουτάβι καλή είναι" ανταπάντησε και σήκωσε το πηγούνι της ψηλά με έναν τρόπο που ήταν τόσο ξένος για εκείνη που φαινόταν σχεδόν κωμικός.

Η Άριελ ξέχασε για μία στιγμή την αποκάλυψη που έκανε η Άλεξ άθελά της μπροστά τους και στράφηκε σοκαρισμένη στην Ρίτα.

"Είναι αυτό το πρώτο κακό πράμα που έχεις πει ποτέ στην ζωή σου για τον οποιοδήποτε;" ρώτησε η Άριελ κρατώντας ακόμα αγκαζέ την Ρίτα.

"Πφ, τι; Όχι!" απάντησε εκείνη σαν να ήταν κάτι το προφανές.

"Και για μία ακόμα φορά θα επανέλθουμε στην φορά που αποκάλεσες τις μασχάλες του Λάρυ γοητευ-" άρχισε να λέει ο Νίκολας βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του.

"Δεν είπα γοητευτικές!" αναφώνησε η Ρίτα, δήθεν προσβεβλημένη, όμως φαινόταν από την έκφρασή της ότι και η ίδια γνώριζε την αλήθεια.

"Το είπες" απάντησε όλη η παρέα ομόφωνα και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια στην μέση του άδειου δρόμου.

"Και μην ζηλεύεις" την πείραξε ο Λουκ και πιάνοντας την από τους ώμους την απομάκρυνε από την Άριελ που σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.

"Μόνη, αδελφούλα;" της ψιθύρισε ο Ραφ που άρχισε να περπατάει δίπλα της, χωρίς να την κοιτάξει.

Ο αγέρωχος αρχάγγελος κοιτούσε μπροστά του λες και έψαχνε να βρει στην άκρη του ορίζοντα τις πύλες του Παραδείσου που πριν από μερικές ώρες είχε περάσει.

"Μπα δεν θα το λεγα" απάντησε σε ένα ιδιαίτερα παιχνιδιάρικο τόνο που προς στιγμήν εξέπληξε τον Ραφ.

"Ορεξούλες σήμερα; Έγινε κάτι όσο έλειπα;" ρώτησε με ενδιαφέρον και  Άριελ κοίταξε στιγμιαία τον Νίκολας πριν επιστρέψει το βλέμμα της στο έδαφος.

"Όχι. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Για την ακρί-"

"Θυμάσαι ότι είσαι απαίσια στα ψέματα, σωστά;"

"Εγώ δεν-"

"Και ότι ξέρω το τικ σου με τα νύχια, σωστά;" επέμεινε ο Ραφ και η Άριελ κατέβασε τα χέρια της, κρύβοντας τα μέσα στις τσέπες της.

"Ίσως να..." ξεκίνησε να λέει μα δάγκωσε την γλώσσα της.

Πώς λες κάτι τέτοιο; Από πού ξεκινάς, πώς το περιγράφεις για να το πεις σωστά; Για να τον κάνεις να καταλάβει;

"Να;" την πίεσε ο Ραφ.

Η πηγή της φωνής του ακουγόταν τραχιά βαθιά -τα ίδια τα έγκατα της γης.

Η Άριελ ξεφύσησε πριν δώσει την ίδια απάντηση που έδωσε και στην Άλεξ εκείνο το πρωί στο σχολικό.

"Εννοείς ότι εκείνος σε-" πήγε να διορθώσει ο Ραφ, αλλά η Άριελ έσφιξε τα μάτια της και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

"Κάνεις πλάκα;" την ρώτησε και η Άριελ δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να την συγχαρεί ή να την σκοτώσει.

Την κράτησε λίγα βήματα πίσω από τους άλλους, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς και γύρισε σοκαρισμένος προς το μέρος της. Η έκφρασή του ήταν κάτι το καινούριο και για τους δυό τους -το πρόσωπό του δεν τσαλακωνόταν. Σχεδόν ποτέ. Και τώρα η Άριελ έβλεπε πρωτόγνωρες ρυτίδες να σχηματίζονται ανάμεσα στα φρύδια του.

"Δεν ήταν κάτι το σημαντικό" προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό της.

Ήταν σημαντικό. Πολύ σημαντικό. Στιγμή που θα αποδεικνυόταν ορόσημο της παρουσίας της στην γη. Και για την ίδια; Τι πιο σημαντικό από το φιλί που συμβολίζει μία καινούρια αρχή; Ακόμα κι αν εκείνη για τώρα δεν το έβλεπε.

"Πέντε αιώνες προσπαθώ να σε πείσω να προχωρήσεις, για να το κάνει αυτό ένα Νέφιλιμ σε πέντε... μέρες;" δεν φώναζε, ποτέ δεν φώναζε, αλλά έμοιαζε να το θέλει πολύ.

Ξαφνιάζοντας την Άριελ, όμως, τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την έσφιξε πάνω του με ένα πλατύ χαμόγελο. Η Άριελ ένιωσε να ανακουφίζεται, ένα βάρος σηκώθηκε από την πλάτη της, και με ένα σιωπηλό γδούπο έπεσε πίσω της.

"Ο Πατέρας θα είναι περήφανος για σένα" είπε και το εννοούσε σαν κοπλιμέντο, όμως η Άριελ έπαψε να νιώθει άνετα και χαμογέλασε σφιγμένα.

Η περηφάνια του Πατέρα ήταν κάποτε το μεγαλύτερο δώρα για έναν άγγελο. Μα μετά την ιστορία τους, η Άριελ την έβλεπε ως κάτι που ίσως θα έπρεπε να αποφεύγει. Η αγάπη όμως την οδηγούσε κοντά του, κοντά στην πηγή της ύπαρξής της, στην πρώτη της αγάπη.

"Αποφάσισες κάτι για την προφητεία;" την ρώτησε ο Ραφ και το προηγούμενο ευχάριστο κλίμα εξαϋλώθηκε στην ατμόσφαιρα.

"Όχι" απάντησε κάπως απότομα και σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.

Είχε περάσει μία τρομερή εβδομάδα. Ήθελε να του τα πει όλα, ήθελα να του δείξει πώς ένιωθε, να του εξηγήσει τι σκεφτόταν, να του περιγράψει όσα φοβόταν κι όσα ήθελε. Σαν μικρό παιδί που τρέχει ενθουσιασμένο να εξηγήσει την ζωγραφιά του στους γονείς του. Μα έπρεπε πλέον να το αποδεχτεί: τα ανθρώπινα συναισθήματα ήταν για τον Ραφ δημιουργήματα του Πατέρα, όχι κάτι προσιτό για τον ίδιο -πόσο μάλλον κατανοητό.

"Μου ζήτησες χρόνο και χώρο και στον έχω δώσει-"

"Κι εσύ μου είπες ότι δεν πρέπει να απαντήσω σε εσένα" του αντιγύρισε με νεύρο. "Όταν θα έρθει η ώρα -και δεν νομίζω κανείς από τους δύο τους να ντρέπεται- ας έρθουν να το ακούσουν κι αυτοί. Δεν θα αποτελέσω μέρος ενός πολέμου που δεν με αφορά"

"Δεν σε αφορά; Αυτός ο πόλεμος, Άριελ, αφορά τους πάντες" είπε με ένταση στην φωνή του και η Άριελ θα ορκιζόταν ότι είδε την πλάτη του κάτω από το παλτό του να ανασηκώνεται.

"Αρχίζω επιτέλους μία ζωή" άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί επίτηδες προς τον Νίκολας που πείραζε την εμφανώς εκνευρισμένη Άλεξ, η οποία έσκυβε με ζήλο πάνω από το κινητό της και προς τον Λουκ και την Ρίτα που χαμογελούσαν γλυκά ο ένας στον άλλον. "Χτίζω επιτέλους κάτι δικό μου, μακριά από Εκείνον και μακριά από την προηγούμενη ζωή μου. Δεν θα τους επιτρέψω να το καταστρέψουν, όχι πάλι".

Ο Ραφ την κοιτούσε απογοητευμένος. Δεν μπορούσε να αγνοήσει το σφίξιμο στο στήθος της. Η περηφάνια της και δη η ανάγκη της να κάνει τους γύρω της περήφανους, πληγωνόταν όταν της έδινε αυτό το βλέμμα. Μα τι άλλο μπορούσε να κάνει; Τι άλλο μπορούσε να του πει για να του εξηγήσει; Τα χε ήδη πει όλα. Τα χε δείξει ήδη όλα. Όλα τα χαρτιά της ήταν όλα απλωμένα στο τραπέζι. Κι αν ο Ραφ δεν έβλεπε το αίμα στα χέρια της από την προσπάθεια να κρατηθεί από κάτι που πλέον δεν υπήρχε, πώς θα καταλάβαινε την ανάγκη της να το αφήσει;

"Τζίντζερ, έλα λίγο!" φώναξε η Άλεξ και η Άριελ είδε και τους τέσσερις τους μαζεμένους σε ένα σημείο.

Χωρίς να πει άλλη λέξη στον Ραφ, άρχισε να περπατάει προς το μέρος τους.

"Τι έγινε;" ρώτησε και στάθηκε δίπλα στην Άλεξ.

"Αναρωτιόμασταν," ξεκίνησε η Άλεξ.

"Ο Λουκ και η Ρίτα θέλουν να πάνε στο καφέ, αλλά με την Άλεξ σκεφτήκαμε μήπως θες να σε πάμε σε ένα βιβλιοπωλείο που έχει εδώ κοντά" συμπλήρωσε ο Νίκολας και την κοίταξε περιμένοντας μία απάντηση.

"Δεν μπορούμε να κάνουμε και τα δύο; Είναι νωρίς ακόμα"

"Ναι αλλά τώρα είναι η φάση που θα πάνε όλοι στο καφέ και θα έχει ησυχία στην πόλη. Κι είναι ωραίος μέρος να το γυρίσεις με ησυχία. Και ο βιβλιοπώλης είναι πολύ καλός άνθρωπος, αν δεν έχει άλλο κόσμο μπορούμε και να σου τον γνωρίσουμε" της εξήγησε και εκείνη το σκέφτηκε για μία στιγμή.

Πόσο καλή ιδέα θα ήταν να μείνουν οι τρεις τους; Ειδικά όταν ήξερε την τάση της Άλεξ να την σπρώχνει απροετοίμαστη στο στόμα του λύκου;

"Ραφ, εσύ τι θες;" γύρισε και τον ρώτησε, κρύβοντας τον φρέσκο εκνευρισμό της, και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.

"Αφού ερχόμαστε πρώτη φορά ας το γυρίσουμε το μέρος" απάντησε με το πιο χαλαρό -το πιο αταίριαστο για εκείνον- ύφος του και στάθηκε δίπλα στην τριάδα.

"Εμείς θα πάμε και θα σας κρατήσουμε θέσεις" είπε η Ρίτα και πιάνοντας τον Λουκ από το χέρι άρχισαν να περπατάνε προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν μέχρι τότε.

Ο Λουκ γέλασε με την ανυπομονησία της και έκανε ένα νεύμα στην παρέα καθώς απομακρύνονταν.

"Ωραία," είπε η Άλεξ κοιτώντας την Άριελ, "ας προχωρήσουμε".

Το βιβλιοπωλείο δεν ήταν μακριά. Ήταν κρυμμένο, σχεδόν, σε μία γωνία το δρόμου που διέσχισαν. Ένα μικρό μέρος με ζεστά χρώματα. Η ξύλινη πινακίδα με τα όμορφα σχέδια και τα καλλιγραφικά γράμματα έγραφε 'Carpe Diem'*.

"Ενδιαφέρουσα ονομασία για μαγαζί" σχολίασε η Άριελ την στιγμή που ένα κακό προαίσθημα φώλιασε στο στήθος της.

Τι της θύμιζε αυτό το όνομα;

"Είναι πολύ όμορφο μέρος," άρχισε να λέει ο Νίκολας όταν φτάσανε μπροστά στην είσοδο και άνοιξε την πόρτα για τους υπόλοιπους τρεις. "Ο ιδιοκτήτης έχει καταγωγή από Γερμανία. Οι γονείς του στον Δεύτερο Παγκόσμιο λειτουργούσαν κρυφά ένα βιβλιοπωλείο στην γειτονιά τους, παρά την απαγόρευση. Ακόμα και βιβλία Εβραίων".

Nutze den Tag.*

Μπήκαν μέσα και ο Νίκολας προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο μαγαζί.

Η Άριελ ένιωσε να χλομιάζει. Όχι. Όχι, όχι, όχι. Δεν ήταν δυνατόν. Τα μάτια της άρχισαν να τσούζουν επικίνδυνα πολύ. Γύρισε και κοίταξε την Άλεξ. Η φίλη της άργησε να καταλάβει το νόημα πίσω από το τρομαγμένο βλέμμα της. Άργησε υπερβολικά πολύ.

"Άριελ, νομίζω πρέπει να-" η Άλεξ δεν πρόλαβε καν να ολοκληρώσει την πρότασή της.

"Νίκλαους!" ακούστηκε μία ανδρική φωνή, ενός άνδρα μεγάλου, ίσως πάνω από εξήντα ετών.

Εξήντα έξι, σκέφτηκε η Άριελ. Θυμόταν την ηλικία του. Θυμόταν την φωνή του.

"Έφερα και φίλους αυτήν την φορά" είπε ο Νίκολας αγκαλιάζοντας τον άνδρα που μόλις άρχισε να φαίνεται πίσω από τις σειρές με τις βιβλιοθήκες.

Η Άριελ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Η Άλεξ προσπάθησε να την τραβήξει από το χέρι μα τα πόδια της ήταν βιδωμένα στο έδαφος. Τίποτα δεν θα μπορούσε να την κουνήσει από εκεί.

"Την Άλεξ την ξέρετε" είπε ο Νίκολας.

"Γεια σας" απάντησε η Άλεξ σφιγμένα, μα η Άριελ δεν την άκουσε.

Το πρόσωπο του άνδρα στράφηκε στην Άριελ και τότε ο χρόνος σταμάτησε. Η έκφραση του διαλύθηκε, τα χαρακτηριστικά του ράγισαν πάνω στο πρόσωπό του. Δεν ήταν δυνατόν, σκέφτηκαν ταυτόχρονα η -φαινομενικά- δεκαεφτάχρονη κοπέλα και ο εξηντάρης άνδρας.

"Από εδώ ο Ράφαελ  και η-"

"Στέλλα!" η Άριελ διέκοψε απότομα τον Νίκολας και χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον βιβλιοπώλη έτεινε το χέρι της για χειραψία.

"Μπρούνο Στράους" απάντησε και της έσφιξε το χέρι.

Της είχε λείψει. Δεν ήξερε αν ήταν λάθος ή όχι, αλλά της είχε λείψει τρομερά. Ήταν ο κολλητός της προηγούμενης ζωής της -το σχεδόν κάτι παραπάνω της προηγούμενη ζωής της. Ο μόνος που έμεινε κοντά της μέχρι το τέλος. Και το τέλος της προηγούμενης ζωής της απαιτούσε υπομονή και αφοσίωση, που μόνο εκείνος φάνηκε να έχει. Μέχρι να εκπνεύσει, της κρατούσε το χέρι, φιλούσε το μέτωπό της, χωρίς να απαιτεί τίποτα παραπάνω και χωρίς να αηδιάζει στην θέα των συμπτωμάτων του καρκίνου.

Ο Μπρούνο είχε αυτό το βιβλιοπωλείο από πριν ακόμη τον γνωρίσει -σε ένα μικρό δρομάκι της πόλης Έσλιγκεν κρυβόταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, ένας θησαυρός του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ένα σημείο ανθρωπιάς που τα τερατουργήματα του δεν μπόρεσαν να αγγίξουν.

"Μα τι λες;" ρώτησε ο Νίκολας και η Άριελ τον κοίταξε ξαφνικά, σαν να την έβγαλε από τον λήθαργό της.

Κοίταξε μία τον Νίκολας και μία τον Μπρούνο και έκανε νόημα στην Άλεξ να πιάσει τον πρώτο. Η φίλη της αυτήν την φορά κατάλαβε εγκαίρως και πιάνοντας από το μπράτσο του τον Νίκολας τον οδήγησε βαθύτερα μέσα στο μαγαζί.

Ο Μπρούνο δεν είχε σταματήσει να κοιτάει την Άριελ, ούτε είχε αφήσει το χέρι της. Τι περίεργο θέαμα που θα πρέπει να ήταν. Ο βουρκωμένος άνδρας εξέταζε το πρόσωπό της με τέτοια προσήλωση που δεν είχε παρατηρήσει πόσο έσφιγγε το χέρι της, μέχρι που η Άριελ το απομάκρυνε.

"Με συγχωρείς, δεσποινίς μου, μου θυμίζεις απλώς πάρα πολύ μία παλιά φίλη" της είπε σκουπίζοντας βιαστικά τα δάκρυα του.

Η Άριελ δάγκωσε τα χείλη της. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Δεν τον άλλαζαν τα γκρίζα μαλλιά ή οι ρυτίδες, ούτε η βαθύτερη φωνή. Αυτά δεν είχαν σημασία. Τόσα χρόνια μετά, παρέμενε πιστός στο μαγαζί του, στο έργο που πίστευε ότι επιτελούσε.

"Θα δεις Άριελ! Μία μέρα αυτό το βιβλιοπωλείο θα αλλάξει τον κόσμο!" της έλεγε παθιασμένος κάνοντας την εκατοστή επιδιόρθωση του παλιού κτηρίου για εκείνη την εβδομάδα.

"Μην ανησυχείτε," είπε βήχοντας για να κρύψει την ραγισμένη φωνή της, "καταλαβαίνω".

"Η ομοιότητα είναι εκπληκτική. Αν δεν ήξερα ότι δεν είχε κάνει παιδιά πριν... Θα έλεγα ότι είσαι κόρη της" σχολίασε με ειλικρινή απορία και έκπληξη να ποτίζουν την φωνή του.

"Πώς την έλεγαν;" ρώτησε πριν μπορέσει να σταματήσει τον εαυτό της.

"Άριελ," απάντησε ο Μπρούνο. "Άριελ Λέβιν**"

Για μία στιγμή η Άριελ έκλεισε τα μάτια της ακούγοντας με ευχαρίστηση το όνομά της να βγαίνει όμορφα από το στόμα του -όπως κάθε φορά που κάποιος που σε αγαπάει λέει το όνομά σου. Είναι ένα μοναδικό είδος οικειότητας: ξέρω το όνομά σου και το λέω για να ακούσεις πώς το ακούω εγώ στο μυαλό μου όταν σε σκέφτομαι.

"Τέλος πάντων, συγγνώμη για αυτό, προφανώς δεν είσαι αυτή," έκανε μία παύση σαν να περίμενε να τον διαψεύσει, "οπότε πες μου, πώς μπορώ να σε βοηθήσω;"

"Δεν ψάχνω κάτι συγκεκριμένο, μου είπανε όμως ότι έχει μεγάλη ιστορία το βιβλιοπωλείο σας" είπε και κοιτώντας το πρόσωπό του, σταύρωσε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της.

Έτσι δεν θα τα έβλεπε που έτρεμαν.

Ήταν ζωντανός. Φυσικά και ήταν, εξάλλου εκείνη πέθανε νέα -μόλις στα σαράντα εφτά της. Ποτέ δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό. Ήταν το ένα καλό του να γεννιέται κάθε φορά σε διαφορετική χώρα: δεν χρειαζόταν να αντικρίσει ξανά τα άτομα που άφηνε πίσω της. Αλλά να που τώρα συνέβαινε. Τον Μπρούνο τον είχε γνωρίσει στα φοιτητικά της χρόνια, όταν επισκεπτόταν το καφέ απέναντι από το βιβλιοπωλείο του. Συνήθως περνούσε από εκεί, έπαιρνε ένα βιβλίο και καθόταν στο καφέ για να το διαβάσει.

Δεν είχαν ανταλλάξει παραπάνω από μερικές τυπικές κουβέντες -εκτός αν κάποιος συμπεριλάβει σε αυτές τα βλέμματα πάνω από το ταμείο, ανάμεσα στα ράφια, από την τζαμαρία του βιλιοπωλείου προς την τζαμαρία του καφέ. Μέχρι που μία μέρα μάζεψε όλο του το θάρρος και στάθηκε μπροστά από το τραπέζι της.

Με μία γρήγορη, ντροπαλή κίνηση ακούμπησε πάνω του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και μία συλλογή από ποιήματα του Μποντλέρ. Η Άριελ είχε χαμογελάσει.

"Ο Μποντλέρ είναι στενάχωρος" του είχε πει.

"Ναι, αλλά στην μελαγχολία του κρύβει μία ασύγκριτη ομορφιά" της είχε απαντήσει και εκείνη δεν μπόρεσε να αντισταθεί.

Ίσως τελικά είχε παραστρατήσει πολλές φορές στις προηγούμενες ζωές της. Ίσως να ήταν λάθος της κάθε φορά που γελούσε με τα αστεία του Νόα, ή μοιραζόταν το ψωμί της με τον Σαρλ, ή καλημέριζε τον Άλμπερτ από την αυλή της. Ίσως το λάθος της με τον Μπρούνο να ήταν που τράβηξε την καρέκλα δίπλα της για να καθίσει.

Μα ποιό λάθος είναι τόσο λάθος όταν σε κάνει χαρούμενο;

"Έλα από εδώ" της είπε και κούνησε το χέρι του προς το μέρος της.

Άρχισε να προχωράει πιο βαθιά στο φωτεινό μαγαζί. Οι κινήσεις το έδειχναν πόσο καλά ήξερε το μέρος, πόσες φορές είχε περπατήσει στις σκοτεινές γωνίες του. Κάποια βιβλία ήταν καλυμμένα με σκόνη και κάποια άλλα γυάλιζαν κάτω από το φως του ήλιου που έμπαινε από τα παράθυρα.

"Έχετε οικογένεια;" τον ρώτησε όσο πιο ανεπιτήδευτα μπορούσε.

"Όχι, όχι. Το μαγαζί μου είναι το παιδί μου" της απάντησε με καμία μετάνοια να είναι ορατή στην φωνή του. "Κι εξάλλου το μόνο άτομο με το οποίο ήθελα να κάνω οικογένεια, η γυναίκα με την οποία σε μπέρδεψα, δεν ζει πια"

Με αυτήν την πρότασή του, η Άριελ ένιωσε να αποκτά θάρρος.

"Θα πρέπει να την αγαπούσατε πολύ"

"Πάρα πολύ" απάντησε με πάθος -το πάθος που επιτρέπει στην φωνή του ένας περίπου χήρος.

Η Άριελ ένιωσε την καρδιά της να βυθίζεται στο στήθος της ακούγοντας τις λέξεις. Δεν της το είχε πει ποτέ. Δεν τον είχε αφήσει να το πει, κι ας το έδειχνε με κάθε μέρα που την επισκεπτόταν, με κάθε γράμμα που της έστελνε, με κάθε βράδυ που περνούσε στο νοσοκομείο.

Ο Μπρούνο σταμάτησε μπροστά σε μερικά γεμάτα ράφια και με δάχτυλα έμπειρα έπιασε ένα βιβλίο από τα υψηλότερα.

Ίσως να το έπιασε κατά λάθος. Μπορεί να ήθελε να πιάσει το διπλανό του. Μπορεί ακόμα και να μπέρδεψε εντελώς το ράφι.

Μα το βιβλίο που έδωσε στην Άριελ ήταν μία ποιητική συλλογή του Μποντλέρ.



*Άδραξε την μέρα.
**Löwin ( = Λέαινα, στα γερμανικά)



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top