ΕΊΚΟΣΙ ΤΈΣΣΕΡΑ

Song: Green Light - Lorde

"Σε... εμπιστεύομαι απόλυτα" απάντησε η Άριελ στραβοκαταπίνοντας και, όταν κοίταξε το πιάτο της, συνειδητοποίησε ότι δεν πεινούσε πια.

 "Ξέχασα κι εγώ ότι έχω πολύ διάβασμα, Άλεξ μπορείς να πάρεις όλη την πίτσα" είπε μετά από λίγο και σηκώθηκε όρθια.

Ο θόρυβος που έκανε η καρέκλα, όταν σύρθηκε στο πάτωμα, της φάνηκε εκκωφαντικός. Ένιωσε να την λούζει κρύος ιδρώτας, καθώς σχεδόν παραπατούσε προς την έξοδο της τραπεζαρίας. Τα άκρα της ήταν μουδιασμένα, οι σκέψεις της κολυμπούσαν στο μυαλό της σε κατάσταση πανικού.

Ξέρει. Ο αέρας δυσκολευόταν να περάσει στα πνευμόνια της. Πώς της είχε φανεί αυτό καλή ιδέα; Πώς πίστεψε ποτέ ότι θα μπορούσε να το διαχειριστεί;  Κι αν ζητούσε εξηγήσεις; Τι θα της έλεγε; Θα την έβγαζε τρελή; Και πώς θα εξηγούσε όσα είχε δει; Πόσες καινούριες ιστορίες θα σκαρφιζόταν;

Μακάρι να μην είχε πατήσει ποτέ το πόδι σε αυτό το σχολείο. Μόνο προβλήματα της είχε προκαλέσει, τίποτα άλλο. Μόνο προβλήματα. Κι αν αυτά τα προβλήματα ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν; Δεν το ήξερε ακόμη.

"Άριελ περίμενε!" η φωνή της Άλεξ έφτασε στα αυτιά της από πίσω της, κάνοντάς την να περπατήσει ακόμα πιο γρήγορα.

Έξω από την βιβλιοθήκη, η Άλεξ την πρόλαβε και άρπαξε το μπράτσο Άριελ. Χωρίς παραπάνω κουβέντες την τράβηξε μέσα στην άδεια μεγάλη αίθουσα που μύριζε χαρτί, μελάνι και καθαριστικό με άρωμα λεμόνι.

Παρακαλούσε τα πόδια της να την κρατήσουν όρθια.

"Τι με τραβολογάς καλέ; Έχω να διαβάσω" είπε η Άριελ με τα τελευταία ψήγματα ψυχραιμίας που της είχε μείνει κι ένα χαμόγελο που έκανε την Άλεξ μάλλον να συνοφρυωθεί παρά να χαλαρώσει.

Η κοκκινομάλλα προσπάθησε να την προσπεράσει και να πάει προς την έξοδο της βιβλιοθήκης, όμως η Άλεξ με ένα γρήγορο βήμα και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της, την εμπόδισε. Τα μάτια της δεν υποχωρούσαν.

"Ξέρω, Άριελ" της είπε με ήσυχη φωνή και ήρεμο βλέμμα.

"Τι ξέρεις;" ρώτησε κάπως νευρικά και στάθηκε στητή μπροστά της.

"Είσαι άγγελος"

Ήμουν.

"Ευχαριστώ, πολύ γλυκό εκ μέρους, αλλά αλήθεια πρέπει να-" μίλησε γρήγορα, καθώς την προσπερνούσε, αλλά την στιγμή που ακούμπησε το πόμολο οι λέξεις της Άλεξ την έκαναν να κοκαλώσει.

"Όλη μου την ζωή νόμιζα ότι είμαι τρελή" η φωνή της ήταν απροσδόκητα χαμηλή, σπασμένη, κουβαλούσε μερικά μυστικά που δεν είχε ξεστομίσει ποτέ της.

Και, αν μη τι άλλο, η Άριελ αναγνώριζε αυτήν την φωνή σαν δική της.

"Άκουγα φωνές. Όταν ξάπλωνα στο έδαφος, άκουγα ψιθύρους. Στον ύπνο μου έβλεπα περίεργους ανθρώπους που έλαμπαν" περιέγραψε τρομαγμένα, αλλά συνέχισε να κοιτάει προς την αντίθετη από την Άριελ κατεύθυνση.

Ωστόσο, η Άριελ γύρισε προσεκτικά προς το μέρος της. Κοίταξε γύρω της και επιβεβαίωσε ότι ήταν μόνες στο δωμάτιο. Πώς θα έβρισκε το κουράγιο να φύγει; Τίποτα δεν την εμπόδιζε εκείνη την στιγμή και παρ' όλα αυτά, τα πόδια τη παρέμειναν στην θέση τους.

Τα Νέφιλιμ είναι συνδεδεμένα με την φύση, με τη γη , έτσι είχε πει ο Ραφ. Ήταν όντως Νέφιλιμ, κατά πάσα πιθανότητα γνώριζε τον πατέρα της.

"Φοβόμουν. Κανείς άλλος δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσα, οπότε σταμάτησα να μιλάω για αυτά. Πέρασαν χρόνια, συνήθισα τις φωνές και τα όνειρα. Και μετά ήρθε ο Ραφ" έκανε μία παύση και γύρισε επιτέλους προς την κοκκινομάλλα που κάρφωσε ανυποχώρητη τα μάτια της στην Άλεξ, "κι εσύ".

"Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς" είπε απλά η Άριελ, αλλά δεν έπεισε ούτε τον ίδιο της τον εαυτό.

Ήταν ανέκαθεν κακή στα ψέματα. Και οι κακοί ψεύτες γίνονται ακόμα χειρότεροι, όταν δεν θέλουν να λένε ψέματα.

"Άριελ" οι ώμοι της Άλεξ έπεσαν, ένα κουρασμένο, παρατημένο βλέμμα πήρε την θέση του στο πρόσωπό της κάνοντάς την να φαίνεται χρόνια, ίσως αιώνες μεγαλύτερη. "Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Το μόνο που ζητάω είναι η αλήθεια, να ξέρω ότι δεν είμαι τρελή".

Η Άριελ δεν απάντησε απλά στραβοκατάπιε. Την άφησε να συνεχίσει, αν και δεν έπρεπε, αν και ο Ραφ στην θέση της, κατά πάσα πιθανότητα, θα την διέκοπτε, θα την κοιτούσε τρομαγμένος, μπερδεμένος σαν να μιλάει άλλη γλώσσα. Σαν να είναι τρελή. Αλλά η Άριελ δεν μπόρεσε να πείσει τον εαυτό της να κάνει κάτι τέτοιο.

"Τα μάτια σου. Τα δικά σου και του Ραφ, έχουν κάτι χρυσό μέσα τους, αλλά όταν το είπα στον Λουκ με κοίταξε περίεργα και γέλασε. Είτε είσαι ερωτευμένη είτε έχεις αχρωματοψία, είπε. Οι άλλοι δεν το βλέπουν, μόνο εγώ, οπότε για ακόμα μία φορά το αγνόησα"  σταύρωσε τα δάχτυλά της μπροστά στην φούστα της στολής της.

"Οι ουλές στην πλάτη σου," έδειξε προς το μέρος της με τα δύο χέρια της, "την ημέρα στην φωτιά, όταν μας τις έδειξες, το χέρι που πλησίασα να τις αγγίξω, σχεδόν κάηκε. Και μετά είπες εκείνη την ιστορία που μου φάνηκε περίεργα οικεία. Σαν να την ήξερα, σαν να την είχα ξαναδιαβάσει κάπου" είπε και έκανε ένα βήμα προς την Άριελ.

Εκείνη δεν κουνήθηκε. Το βλέμμα της, όμως, άλλαξε -το είδε και στην αντίδραση της Άλεξ. Ένιωσε να ζωγραφίζεται πάνω στο πρόσωπό της η κούρασή, ο πόνος, η ηλικία της. Οι φακίδες της πήραν το σχήμα της πτώσης της, οι ουλές στην πλάτη της μετατράπηκαν σε απύθμενα κενά. Και τα μάτια της; Κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί την αλήθεια που έκρυβαν. Την αλήθεια που για πρώτη φορά άκουγε από ξένο στόμα.

"Την επόμενη μέρα, πριν προλάβω να ρωτήσω το οτιδήποτε, σε βρήκαμε στο δωμάτιό σου, λιπόθυμη, μες στα αίματα και αμέσως μετά, έγινε εκείνο το τρελό βράδυ.  Ήταν αληθινό, το ένιωσα αληθινό, είχα μία πληγή στην γάμπα μου, που ήταν ακόμα εκεί όταν ξύπνησα. Αλλά κανείς άλλος δεν το θυμόταν. Και κάπου εκεί σταμάτησα να τα αγνοώ όλα" είπε και πήρε μία ανάσα, ενθαρρυμένη από την αντίδραση της Άριελ.

"Άρχισα και πάλι να βλέπω όνειρα, όπως αυτό που σας περιέγραψα σήμερα, και ήσουν μέρος μερικών από αυτά. Κρατούσα σημειώσεις, στην αρχή ήταν διαφορετικά, μα μετά επαναλαμβάνονταν. Όχι τα ίδια ακριβώς, ήταν σαν να ήταν το ίδιο όνειρο, απλά διαφορετικές σκηνές. Σαν... να ήταν τρεις κατηγορίες. Και το πρόσωπό σου ήταν διαφορετικό, αλλά ήξερα ότι ήσουν εσύ- είχες τα ίδια μαλλιά, τα ίδια μάτια. Σε είδα σε έναν πλούσιο χορό να κρύβεσαι πίσω από κολώνες, να χάνεσαι σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων που ούρλιαζαν κάτι στα γαλλικά και μετά, σε ένα δωμάτιο να στέκεσαι μπροστά σε έναν πίνακα που σου έμοιαζε" εξήγησε και έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος της Άριελ που είχε πλέον βουρκώσει.

"Ήσουν εσύ όντως; Είναι κάτι τέτοιο δυνατό;" αυτή η ερώτηση ήταν απλή και η απάντηση επίσης, αλλά η Άριελ έπρεπε να δαγκώσει την γλώσσα της για να μην απαντήσει.

Ήταν. Ήταν εκείνη.

Ο γείτονάς της, ο τρελός καλλιτέχνης που υποσχόταν ότι θα γίνει ο μεγαλύτερος ζωγράφος της Ολλανδίας, στην Χρυσή Εποχή, της είχε ζητήσει πολλάκις να ποζάρει για εκείνον. Και ακόμα κι όταν εκείνη αρνιόταν, ο νεαρός Άλμπερτ έκλεβε και ζωγράφιζε στιγμιότυπα της ζωής της μέχρι να συμπληρώσουν και οι δύο τις  εννέα δεκαετίες της ζωής τους. Οι πίνακές του χάθηκαν σε μία φωτιά, που έβαλε ο Ραφ -δεν έπρεπε να αφήνει πίσω της εικόνες και φωτογραφίες.  Η Άριελ είχε δει μερικούς από αυτούς, μέρες που εκείνος έλειπε. Πάντα πίστευε ότι την έκανε πιο όμορφη από όσο ήταν στην αλήθεια.

Η Άριελ έμπαινε κρυφά στους πλούσιους χορούς, όταν ήταν υπηρέτρια της βασιλικής οικογένειας της Δανίας -ο ξάδελφος του βασιλιά την παρακαλούσε να τον γλιτώσει από την βαρεμάρα των εκδηλώσεων. Την τραβολογούσε στα κρυμμένα δωμάτια, με πιάτα γεμάτα φαγητό. Δεν πρόλαβε να δει πολλά σε εκείνη την ζωή -το ξόρκι την σκότωσε μόλις στα δεκαέξι της- αλλά τα γαλάζια μάτια του αγοριού δεν θα έφευγαν ποτέ από το μυαλό της.

Στην επόμενη ζωή, ο Σαρλ και η Κολέτ την είχαν παρασύρει στην Επανάσταση. Το πλήθος ήταν τεράστιο, οι άνθρωποι ήταν εξοργισμένοι, ούρλιαζαν και έκλαιγαν και έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον. Η Άριελ είχε σκαρφαλώσει μαζί με τους συνεργάτες της από τα ορυχεία σε έναν φανοστάτη και κοιτούσαν την λαοθάλασσα να κατευθύνεται προς την ελευθερία με την γαλλική σημαία να τους σκεπάζει σαν κουβέρτα, σαν κοινό σύνθημα ελπίδας για κάτι καλύτερο.

 Τα Νέφιλιμ, όταν πεθαίνουν, αφήνουν μερικά κομμάτια τους πίσω για τους επόμενους της φυλής τους. Ίσως κάποια Νέφιλιμ την είχαν εντοπίσει. Ίσως τις δικές τους αναμνήσεις έβλεπε η Άλεξ.

"Είναι αλήθεια" τόσο απλά.

Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της απαλά, μαζί με μία ανάσα ανακούφισης και το χαμόγελο της ειλικρίνειας που με δυσκολία αναγνώριζε πια. Η Άλεξ κράτησε την ανάσα της. Τα μάτια τους γούρλωσαν, ένιωσε τον λαιμό της να ξεραίνεται. Είχε δίκιο;

"Δηλαδή... δηλαδή όντως εσύ... είσαι..." τραύλισε η Άλεξ, για πρώτη φορά στην ζωή της.

"Ήμουν," την διόρθωσε, "άγγελος. Ναι".

Μία εκτεταμένη σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Τα δύο κορίτσια ήταν πλέον στην αντίστροφη κατάσταση από όταν μπήκαν μέσα. Η αναστάτωση της Άριελ ζωγραφιζόταν πλέον στα μάτια της Άλεξ, ενώ η αρχική βεβαιότητα και σταθερότητα της δεύτερης έδινε στην Άριελ μία αριστοκρατική σχεδόν όψη.

"Πόσων... χρονών είσαι;" η Άριελ μέσα στην ανακούφισή της, που μίλησε αντί να τρέξει και να αρχίσει να το ουρλιάζει στους διαδρόμους, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γέλιο.

Η Άλεξ έμοιαζε να θέλει να υποκλιθεί. Η πρώην άγγελος ένιωθε σχεδόν αμήχανα. Αυτό έχει να ρωτήσει;

"Αυτή είναι η πρώτη σου απορία; Μόλις έμαθες ότι δεν είμαι άνθρωπος, μόλις συνειδητοποίησες ότι έχω μιλήσει με τον ίδιο τον Θεό, και η πρώτη σου ερώτηση είναι η ηλικία μου;" ρώτησε με έκπληκτο ύφος και ένα μικρό χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς έναν από τους μεγάλους δερμάτινους καναπέδες.

Όπως βούλιαξε στον καναπέ, ένιωσε το βάρος να σηκώνεται από τις πλάτες της. Δηλαδή δεν χρειαζόταν πια να λέει ψέματα; Έστω σε ένα άτομο; Ένας περίεργος ενθουσιασμός απλώθηκε μέσα της, δροσίζοντας το στήθος, κάνοντας λίγο πιο εύκολη την αναπνοή της. Έστω λίγο πιο εύκολη. Έστω ένα άτομο.

"Ναι, βασικά... Στο όνειρο που σας είπα σήμερα, μιλούσες τα παλιά αγγλικά, τύπου Σαίξπηρ, οπότε... Αναρωτιέμαι πόσο καιρό είσαι εδώ" απάντησε σταθερά η Άλεξ και την ακολούθησε.

Κάθισαν η μία απέναντι από την άλλη. Η καρδιά της Άριελ χτυπούσε δυνατά, αλλά σταθερά, μέσα στο στήθος της. Το άγχος έσφιγγε απαλά το στομάχι της.

"Είμαι σχεδόν οκτώ χιλιετιών" απάντησε μην πιστεύοντας τα αυτιά της -ούτε το στόμα της που όντως έλεγε αυτές τις λέξεις.

Η Άλεξ γούρλωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τα μάτια της και στραβοκατάπιε. Πόσο;

"Πόσο;" αναφώνησε τσιριχτά.

"Οκτώ-"

"Όχι άκουσα, απλά... απλά είναι πολύ... πολύ"

"Θες να νιώσω γριά ή κάτι;" η Άριελ γέλασε εν μέρει αληθινά εν μέρει αμήχανα.

"Απλά είσαι... Δηλαδή φαίνεσαι, τόσο νέα"

"Είμαι στην γη από το 1517"

"Όου" η Άλεξ έστρεψε το βλέμμα της στο πάτωμα.

"Άλεξ..." άρχισε η Άριελ με σοβαρή φωνή, "Πρέπει να μου ορκιστείς ότι δεν θα πεις τίποτα πουθενά. Σε κανέναν. Ούτε στους γονείς σου, ούτε στα παιδιά"

"Ορκίζομαι" είπε κατηγορηματικά και κούνησε το κεφάλι της έντονα.

"Ειδικά στα παιδιά. Κανείς δεν πρέπει να ξέρει. Σε εμπιστεύομαι με κάτι που δεν έχω ξαναπεί, ποτέ. Σε κανέναν. Μην με κάνεις να μετανιώσω. Τώρα σε παρακαλώ εγώ" την κοίταξε έντονα στα μάτια και η Άλεξ ανταπέδωσε το βλέμμα.

"Δεν πρόκειται, μην ανησυχείς. Είμαι τάφος. Moco, rien, nada. Αλλά..."

Ωχ.

"Αλλά τι;" ρώτησε επιφυλακτικά η Άριελ.

"Έχω τις ερωτήσεις του πούσ-"

"Ναι, το έπιασα," γέλασε διακόπτοντας την, "ρώτα ό,τι θες"

Αυτό μπορούσε να το κάνει.

"Το όνειρο, το όνειρο από σήμερα το απόγευμα, ήταν αλήθεια;"

"Ναι. Συνέβη στην δεύτερη ζωή μου-"

"Δεύτερη ζωή; Άρα αυτό που έλεγες στο παραμύθι ήταν αλήθεια;"

"Η τιμωρία μου ήταν να ζω και να πεθαίνω ως θνητή. Αθάνατοι στην γη είναι μόνο οι έκπτωτοι"

"Οι έκπτωτοι υπάρχουν;" η Άλεξ ένιωσε περίεργη την φράση στο στόμα της.

"Γιατί νομίζεις ότι ξέρετε τα περισσότερα για αυτούς; Κάποιος ή κάποιοι από αυτούς μίλησαν, αποκάλυψαν πράγματα"

"Εσύ ξέρεις έκπτωτους;"

"Γνώρισα μερικούς. Είναι γενικά καλοί στο να κρύβονται, αλλά κάποιοι με έψαξαν. Κάπως κυκλοφόρησαν ιστορίες για τον τιμωρημένο άγγελο που πήγε κόντρα στον Πατέρα. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο -πριν ρωτήσεις, ναι ανάμεσα στον Πατέρα και τον Λούσιφερ-, κανείς που παρέμεινε στην πλευρά του Πατέρα δεν τολμούσε να του αντιταθεί. Εγώ δεν τον φοβόμουν -με αποκαλούσε λιοντάρι του"

"Όταν λες Πατέρα, εννοείς τον Θεό, έτσι; Γιατί φαίνεται αρκετά κουλό που αποκαλείς, ξέρεις, τον ίδιο τον Θεό -που παρεμπιπτόντως γουάου υπάρχει όντως- πατέρα"

"Ναι, το ξέρω. Οι έκπτωτοι δεν τον λένε έτσι πια, αλλά εκείνοι δεν είχαν τόσο χρόνο μαζί του όσο εγώ. Υποθέτω ξεσυνήθισαν" η Άριελ ανασήκωσε τους ώμους της, νιώθοντας ένα τσίμπημα στο στήθος της.

"Πότε έγιναν όλα αυτά;" ρώτησε η Άλεξ και ακούμπησε το κεφάλι της στις γροθιές της, σαν μικρό παιδί που άκουγε παραμύθι.

"Δεν ξέρω πώς να τα τοποθετήσω στους ανθρώπινους χρόνους. Την δική μου ηλικία την προσδιορίζω μόνο επειδή ξέρω ότι ο πρώτος που θνητός ήταν μία κοπέλα των Βίνκα, γύρω στην έκτη χιλιετία προ Χριστού. Αλλά υπήρχα και πριν από αυτό, μερικές δεκαετίες, ίσως και αιώνες μέχρι να αποκτήσω τα φτερά μου. Δεν ξέρω. Ο χρόνος στον Παράδεισο δεν λειτουργεί, όπως στην γη"

Η Άλεξ για ακόμα μία φορά κράτησε την ανάσα της. Ένιωθε σαν να μιλούσε σε ένα από τα θαύματα του κόσμου. Η Άριελ, η καινούρια μαθήτρια, η λιγομίλητη φίλη της, που λάτρευε την λογοτεχνία και απεχθανόταν την βιολογία, ήταν αρχαία. Ήταν δημιούργημα του ίδιου του Θεού. Για το όνομα -του είχε μιλήσει.

"Μου έλεγες για την δεύτερη ζωή σου λοιπόν..." η φωνή της ήταν πλέον ψιθυριστή, γεμάτη δέος, θαυμασμό και μία περίεργη αίσθηση σεβασμού.

Ο τιμωρημένος άγγελος. Το λιοντάρι του Θεού. Ο άγγελος που αγάπησε έναν δαίμονα.

"Ναι. Με έλεγαν Άριελ Πέρσιβαλ και ζούσα στο Λονδίνο, από το 1578 μέχρι το 1630"

"Την ίδια εποχή με τον Σαίξπηρ;"

"Ποιος νομίζεις του έδωσε την ιδέα και τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;"

"Γαμησ-" πήγε να πει σοκαρισμένη, αλλά η Άριελ την διέκοψε γελώντας.

"Ναι, ακριβώς" γέλασε ακόμα μία φορά. "Τότε ήμουν ακόμα πολύ καινούρια στην γη. Πριν ήμουν άγγελος, όσους θνητούς κι αν είχα αναλάβει, δεν ήξερα από ανθρώπινες δυσκολίες. Δεν είχα νιώσει ποτέ μου πόνο, ψυχικό ή σωματικό. Δεν είχα κλάψει για παραπάνω από μερικές ώρες, δεν είχα πεινάσει ή αρρωστήσει ποτέ στην ζωή μου. Δεν ήξερα τι είναι το πένθος"

"Και μετά μου ήρθαν όλα μαζί: ο θάνατος του Λεβάιθαν, η τιμωρία μου, η θνητή ζωή, τα απομεινάρια του Μεσαίωνα. Μου έλειπε η οικογένειά μου, ο Παράδεισος, η δουλειά μου, τα φτερά μου. Δεν θυμάμαι καν την πρώτη μου ζωή. Την πέρασα ως ερημίτης, ο μόνος λόγος για τον οποίο έβγαινα από το σπίτι μου ήταν για να πάρω φαγητό ή να ζητιανέψω. Ίσως να μιλήσω σε μερικούς γείτονες. Δεν θυμάμαι καν σε ποια χώρα ήμουν. Και στην δεύτερη ζωή, βρήκα κάτι για να νοιάζομαι, ίσως από πείσμα και μόνο"

"Την οικογένεια μου. Είχα πολλά μικρότερα αδέρφια, γύρω στα έξι. Τα λάτρευα όλα τους. Σε αυτό ήμουν καλή, στο να φροντίζω άλλους.  Ήταν η αρχή της Αναγέννησης, παντού υπήρχαν άνθρωποι που λιμοκτονούσαν, αλλά οι μισοί από αυτούς θα δίνανε και την ψυχή τους για ένα μικρό κομμάτι τέχνης. Γνώρισα το θέατρο. Άρχισα να διαβάζω. Ντύθηκα αγόρι και ξέκλεψα μερικές ώρες, ενώ ο Γουΐλ σκηνοθετούσε κάποιο έργο που θα ανέβαινε για πρώτη φορά -νομίζω ήταν ο 'Ερρίκος Στ''. Φυσικά, με κατάλαβε, αλλά-"

"Νίκολας!" αναφώνησε η Άλεξ, κάνοντας την Άριελ να σταματήσει να μιλάει. "Πώς κι από εδώ;"

Ο Νίκολας είχε μόλις ανοίξει την πόρτα της βιβλιοθήκης -την προδοτικά ήσυχη πόρτα της βιβλιοθήκης- και κοίταξε έκπληκτος τις δύο κοπέλες.

"Ήρθα να αφήσω ένα βιβλίο και να πάρω ένα άλλο, για εκείνη την εργασία που σας έλεγα" απάντησε με ήρεμη φωνή και έκρυψε διακριτικά πίσω από την πλάτη του το λεπτό βιβλίο.

Η Άριελ δάγκωσε την γλώσσα της. Προσπάθησε να δει τι βιβλίο κρατούσε, ίσως από καθαρή περιέργεια -ίσως επειδή αποκτούσε μία διαφορετική αξία, αφού το κρατούσε στα χέρια του.

"Έλα να μας πεις, τι ξέρεις για τον Σαίξπηρ;" ρώτησε η Άλεξ με παιχνιδιάρικο ύφος και κέρδισε ένα σκούντημα στον ώμο από την Άριελ.

"Τον Σαίξπηρ;" ρώτησε και ακούμπησε με γρήγορες κινήσεις το βιβλίο σε ένα τυχαίο ράφι.

 "Ναι, ναι" απάντησε ζωηρά η Άλεξ.

Ο Νίκολας κοίταξε προς στιγμήν την Άριελ. Θυμόταν την συζήτησή τους στην βιβλιοθήκη

Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη. Η Άλεξ φαινόταν να είναι η μόνη που είχε την διάθεση να μιλήσει, εκστασιασμένη από την συζήτηση που προηγήθηκε -και επρόκειτο να συνεχισθεί- με την Άριελ. Η Άριελ, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει παρακολουθούσε με προσοχή τις κινήσεις του Νίκολας, σαν να περίμενε να βγάλει ένα πιστόλι και να την πυροβολούσε σε εκείνο του σημείο. Ο τελευταίος κρατούσε το βλέμμα του στην Άλεξ, καθώς προχωρούσε προς το μέρος τους, κλέβοντας μόνο μερικές ματιές προς την Άριελ, για να επιβεβαιώσει ίσως στον εαυτό του ότι ακόμα τον κοιτούσε.

"Τι θέλεις να μάθεις;" ρώτησε με ένα χαμόγελο, στην προσπάθειά του να ελαφρύνει το κλίμα και οι ρυτίδες στα μάτια του τσαλάκωναν όμορφα το πρόσωπό του.

"Θα είμαι ικανοποιημένη αν απλά απαγγείλεις κάνα δυο από τα αγαπημένα σου κομμάτια" απάντησε η Άλεξ και έριξε ένα βλέμμα στην Άριελ πριν μαζέψει τα πόδια της πάνω στον καναπέ και ακουμπήσει το μάγουλό της στην γροθιά της.

Ο Νίκολας γέλασε. Η Άριελ για μία στιγμή κοίταξε προς το μέρος του βιβλίου, αποφεύγοντας το γαργάλισμα στα ακροδάχτυλα της, στην θέα του προσώπου του -της δυσδιάκριτης ουλής στο σαγόνι του. Θυμόταν καθαρά, παρά την θολούρα της βραδιάς της Φωτιάς, την αλλαγή στην έκφραση του, όταν τον ρώτησε πώς είχε γίνει.

Είναι περισσότερα από όσα δείχνει. Τι έκρυβαν οι ζάρες στα μάτια του; Η ουλή στο σαγόνι του; Τα σταθερά λεπτά χέρια του; Το λεπτό  βιβλίο που καθόταν στο ράφι;

"Χαμηλές απαιτήσεις. Προκάλεσε με έστω λίγο" ζήτησε σμίγοντας θεατρικά τα φρύδια του και γονάτισε μπροστά της.

"Μαζόχα κι έτσι;"

"Τώρα το έμαθες και εκπλήσσεσαι;"

"Άσε τις προκλήσεις. Έχεις ρεπό σήμερα"

Γελάσανε δυνατά και οι δύο, αλλά η Άριελ, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος της αρκέστηκε σε ένα απαλό χαμόγελο.

"Λοιπόν;" τον παρότρυνε η Άλεξ και ο Νίκολας ξερόβηξε προετοιμάζοντας τον εαυτό του.

Έκλεισε τα μάτια του και, όταν τα άνοιξε, ήταν ένας άλλος άνθρωπος.

"Να ζεις; Να μην ζεις; Αυτό είναι το ερώτημα" η φωνή του έγινε βαθιά ήσυχη, έκοβε σαν μαχαίρι τον αέρα.

Είναι μαγικό το έργο ενός ηθοποιού, ενός καλού ηθοποιού. Πρέπει να είναι τρομερά δύσκολα να απαγγείλεις λόγια που διάβασες σε ένα χαρτί, σαν να ανήκουν στο δικό σου στόμα, σαν να είναι γέννημα-θρέμμα των δικών σου σκέψεων. Να τα ντύνεις με την δική σου φωνή, αλλά να μην είναι η δική σου φωνή. Να τα δείχνεις με τα μάτια σου, αλλά να μην είναι τα δικά σου μάτια. Να γίνεσαι άλλος. Να αφήνεις την δική σου ύπαρξη για λίγο στην άκρη, να φοράς την ζωή κάποιου άλλου.

"Τι είναι ευγενέστερο, να υπομένεις τις σαϊτιές και τα πετροβολήματα μοίρας απαίσιας ή να πολεμάς σε ένα πέλαγο δεινά και να παλεύεις ως το τέλος σου; Θάνατος-ύπνος: τίποτα άλλο! Και αν με έναν ύπνο λέμε πως τέλος δίνουμε στου πόνους της καρδιάς και τα άλλα χιλιάδες άλγη -τη φυσική κληρονομιά της σάρκας-, αυτός ο ύπνος θα ήταν για όλους η ποθητή λύση. Θάνατος-ύπνος!"

Η Άλεξ επέτρεψε στον εαυτό της ένα περήφανο γελάκι. Η Άριελ ανατρίχιασε.

"Πες κι εκείνο που αρέσει σε εμένα! Πάλι από τον Άμλετ είναι" ζήτησε η Άλεξ, με φωνή ενθουσιασμένου παιδιού.

"Ναι, ναι θυμάμαι ποιο λες... Εμ..." τα φρύδια του συνοφρυώθηκαν καθώς προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του το γράμμα του Άμλετ προς την Οφηλία.

"Μην αμφιβάλλεις πως τα αστέρια είναι φωτιά, πως ο ήλιος δεν κινείται δεν χρειάζεται να πω, να αμφιβάλλεις πως η αλήθεια δεν είναι ψευτιά, όμως δεν χρειάζεται να σου δηλώσω πόσο σε αγαπώ. Ω λατρευτή μου Οφηλία, το μυαλό μου μπερδεύεται όταν γράφω στίχους γιατί δεν κατέχω την τέχνη να στριμώχνω σε μέτρα τους αναστεναγμούς μου... και τα λοιπά και τα λοιπά" έκλεισε γελώντας νευρικά και σηκώθηκε απότομα στα πόδια του, στρώνοντας τα ρούχα του.

Τα δόντια της Άριελ πονούσαν από την δύναμη με την οποία έσφιγγε το σαγόνι της.

"Εγώ", ξερόβηξε "εγώ πρέπει να φεύγω. Θα τα πούμε αύριο" τους χαιρέτησε με ένα χαμόγελο και σηκώθηκε όρθια, σχεδόν παραπατώντας.

Πνιγόταν εκεί μέσα. Κάποιος, κάτι της κρατούσε τον λαιμό και τον έσφιγγε. Κι άλλο, κι άλλο. Μέχρι που δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μέχρι που ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν, τα άκρα της να μουδιάζουν, την καρδιά της να βυθίζεται στο βάθος του θώρακά της.

"Έγινε, Τζίντζερ. Θα συνεχίσουμε κάποια άλλη στιγμή την εργασία" την χαιρέτησε η Άλεξ, με ήρεμο τόνο, κρύβοντας καλά το υπονοούμενο πίσω από τα λόγια της.

"Καληνύχτα, Άριελ" είπε ο Νίκολας, με την δική του φωνή, όχι του Άμλετ.

Και το άκουσμα αυτής της φωνής παραλίγο να την κάνει να σκοντάψει.

"Καληνύχτα σας" απάντησε και προσπέρασε τον Νίκολας που δεν γύρισε να την κοιτάξει καθώς έφευγε.

Με μία διακριτική κίνηση, έπιασε το βιβλίο που είχε αφήσει στο ράφι και με γρήγορα βήματα βγήκε από την βιβλιοθήκη. Ακούμπησε την πλάτη της στο ξύλο της πόρτας καιι κοίταξε το λεπτό βιβλίο στα χέρια της.

'Άριελ', της Σύλβια Πλαθ.

Επέτρεψε στον εαυτό της να κοιτάξει μία τελευταία φορά την κλειστή πόρτα της βιβλιοθήκης. πριν άρχισε την διαδρομή προς το δωμάτιό της.




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top