ΕΊΚΟΣΙ ΟΚΤΏ
Song: Is that alright? - Lady Gaga
"Είσαι καλά, κοπέλα μου; Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα" είπε ο Μπρούνο και η Άριελ προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί.
Ένιωσε μία σταγόνα κρύου ιδρώτα να δροσίζει δυσάρεστα τον κρόταφό της. Πώς έπρεπε να το διαχειριστεί αυτό; Προσπαθούσε να την προκαλέσει; Να δει αν ήταν όντως η κοπέλα της προηγούμενης ζωής της; Πώς θα μπορούσε όμως καν να φανταστεί την αλήθεια;
Ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον ρωτήσει τι κάνει, γιατί έφυγε από την Γερμανία, αν τηλεφώνησε στην κοπέλα που τον γλυκοκοιτούσε, όπως τον είχε παρακαλέσει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από αυτά.
Γιατί δεν μπορώ; σκέφτηκε για μία στιγμή, αλλά η ερώτηση απαντήθηκε όσο γρήγορα εμφανίστηκε. Φαντάσου τι θα έκανε στον καημένο άνθρωπο μπροστά σου. Θα τρελαινόταν; Το λιγότερο. Θα σε έψαχνε. Θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του γυρνώντας τον κόσμο, πάνω κάτω, μέσα έξω, ψάχνοντας σε σε κάθε πτυχή του. Κι αν πέθαινες σε αυτήν την ζωή, θα έψαχνε την επόμενη. Μέχρι που θα άφηνε την τελευταία του πνοή κυνηγώντας ένα άφταστο όνειρο. Και πώς το ήξερε; Θα είχε κάνει το ίδιο.
"Ναι, καλά είμαι. Απλά είμαι λίγο αδιάθετη" απάντησε με σιγανή φωνή και άνοιξε δήθεν αδιάφορα το βιβλίο, στην προσπάθειά της να πάρει το βλέμμα της, από τα οικεία, αγέραστα μάτια του.
Είχε ξαναδιαβάσει τις λέξεις, πολλές φορές. Το βιβλίο το είχε αφήσει στο συρτάρι της δίπλα στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δεν ήξερε τι του είχε συμβεί. Ένα κύμα θλίψης την κατέκλυσε τόσο έντονο, που την ζάλισε και ένιωσε την ανάγκη να πιαστεί από κάπου.
Το 'χε πει και ο ίδιος ο Μποντλέρ: Το να θυμάσαι είναι απλώς ένας καινούριος τρόπος να υποφέρεις.
Η Άριελ έπιασε το μέτωπό της σπρώχνοντας πίσω τον πονοκέφαλο που απειλούσε να εμφανιστεί. Όταν την κοιτούσε τι έβλεπε; Η Άριελ ήξερε ότι το πρόσωπό της έμοιαζε με της προηγούμενης ζωής, μα ήταν αρκετά ίδια για να την αναγνωρίσει μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες; Ο Πατέρας φρόντιζε να έχει τα ίδια μάτια, τα ίδια μαλλιά -μερικές φορές το ίδιο σχήμα προσώπου. Καμία φορά εντελώς πανομοιότυπα ή πολύ διαφορετικά από την προηγούμενη.
Το έκανε επίτηδες. Ο Πατέρας ήθελε να ξέρει πως κάθε φορά που κοιτούσε στον καθρέφτη θα κοιτούσε ένα πρόσωπο που θα αναγνώριζε, που θα μπορούσε να ονομάσει δικό της. Όχι ένα ξένο, πίσω από το οποίο θα μπορούσε να κρυφτεί. Ήθελε να μην μπορεί να γίνει κάποια άλλη, να χαθεί εντελώς στην ζωή και την προσωπικότητα μίας άλλης. Ήθελε να θυμάται τι έκανε, γιατί έφτασε σε εκείνο το σημείο -ίσως και για να θυμόταν την αντανάκλασή της στα μάτια του Λεβάιθαν.
Η τέλεια τιμωρία. Και ο Ραφ της ζητούσε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει στην αγκαλιά του;
"Έλα να κάτσεις λίγο, έχεις χλομιάσει" της είπε και την οδήγησε στον πάγκο του ταμείου, όπου την έβαλε να καθίσει σε μία καρέκλα.
Ο Μπρούνο χάθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Η Άριελ έψαξε με το βλέμμα της την Άλεξ ή τον Νίκολας -τον Ραφ τον έβλεπε να στέκεται έξω από την τζαμαρία. Δεν βρήκε κανέναν από τους δύο. Αντάλλαξε μία ανήσυχη έκφραση μαζί του. Πήρε μία βαθιά ανάσα προσπαθώντας να πνίξει τον λυγμό που συνέχεια πάλευε να βγει από τον λαιμό της. Τα μάτια της έτσουξαν ελαφρά στην θέα του βιβλίου στα χέρια της, μα το κοπάνησε στον πάγκο και έσφιξε τα βλέφαρά της. Πού πήγε το θάρρος; Πάλι λόγια του αέρα;
Ο Μπρούνο επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό. Γονάτισε μπροστά της και της το έδωσε χαμογελώντας καλοσυνάτα. Η Άριελ ήπιε λαίμαργα με την ελπίδα κάποια γουλιά νερού να παρασύρει τον λυγμό που εξακολουθούσε την πνίγει.
Τελείωσε και του το έδωσε πίσω μουρμουρίζοντας ένα 'ευχαριστώ'. Της χαμογέλασε.
"Υπάρχει πιθανότητα να είσαι εσύ;" μουρμούρισε μετά από λίγα ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής και η Άριελ προσπάθησε να κρύψει το τσούξιμο που της προκαλούσε η ερώτησή του, ο ανείπωτος πόνος στην φωνή του.
"Να είμαι ποια, κύριε;"
"Άριελ," η κοκκινομάλλα ανατρίχιασε στο άκουσμα του ονόματός της. Πες το ξανά. "Είναι δυνατόν να είσαι εσύ;"
Ο πολύτιμος χρόνος που χρειάστηκε για να απαντήσει φάνηκε να του δίνει την απάντηση που ήθελε να ακούσει, την αλήθεια.
"Σας είπα, το όνομά μου είναι Στέλλα. Δεν γνωρίζω την γυναίκα για την οποία μιλάτε. Δεν ήμουν καν ζωντανή όταν πέθανε"
"Μα δεν σου είπα ποτέ πότε πέθανε"
Τα μάτια της Άριελ γούρλωσαν. Ηλίθια, ηλίθια, ηλίθια. Καλύτερα να μην μιλούσες καθόλου.
"Είπατε ότι-"
"Δεν είπα πότε" την διέκοψε πριν ολοκληρώσει την φράση της και ο λυγμός την συντάραξε ολόκληρη.
Ο Μπρούνο πήρε μία βαθιά ανάσα. Φαινομενικά θα μπορούσε να είναι μπαμπά της, παππούς της. Αλλά τι σημασία είχε οποιαδήποτε ηλικία, στην δική της περίπτωση; Τα μάτια του άνδρα γέμισαν δάκρυα.
"Πώς... Πώς είναι δυνατόν αυτό;" την ρώτησε και έπιασε το χέρι της που ακουμπούσε το γόνατό της.
"Εγώ δεν..." έκανε μία τελευταία προσπάθεια, αλλά δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να ολοκληρώσει την φράση της.
Άφησε τον δεύτερο και κάθε λυγμό που ακολούθησε να βγει από το στόμα της και τον αγκάλιασε. Ο Μπρούνο, αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, την αγκάλιασε πίσω.
"Mein Gott...*" ψιθύρισε στα μαλλιά της. "Πάνε πάνω από δεκαεφτά χρόνια, κι τώρα πρέπει να σαι κάπου τόσο. Τι είναι αυτό; Μετενσάρκωση;"
"Eines tages wird diese buchhandlung die welt verändern**" του ψιθύρισε και ο άνδρας δεν ρώτησε τίποτα άλλο.
Γέλασε, αλλά το γέλιο του συνοδευόταν από δάκρυα, πόνο, μία ευχάριστη συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος που τον τραυμάτισε περισσότερο στην ζωή του ήταν εκείνος που υπερέβη τους νόμους της φύσης. Ο θάνατος που δεν ήταν θάνατος. Ο Θεός θα πρέπει να τον είχε ακούσει να προσεύχεται. Mein Gott. Έσφιξαν ο ένας τον άλλον λίγο παραπάνω μέχρι που η Άριελ τραβήχτηκε πίσω.
"Μου έλειψες πάρα πάρα πολύ" της είπε με φωνή τόσο χαμηλή που η Άριελ ένιωσε σαν ιερέας σε εξομολόγηση.
Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της, έπιασε τα χέρια της στα δικά του. Το τραχύ αποτύπωμα που άφησε ο χρόνος στα ακροδάχτυλα του ακούμπησε το λείο και μαλακό δέρμα της νιότης της - μίας νιότης ψεύτικης, που δεν της ανήκε. Η ζεστασιά των χεριών του, όμως, ήταν ίδια. Το μέγεθος των χεριών του που κάλυπτε απόλυτα τα δικά της, έμεινε απαράλλαχτο.
Και η αγάπη στο βλέμμα του - αυτή δεν θα άλλαζε ποτέ. Και η Άριελ; Δεν είχε κάτι να του δώσει πίσω. Δεν είχε τίποτα να του επιστρέψει. Ό,τι του ανήκε σε μία άλλη ζωή, τώρα ανήκε σε άλλον.
"Πρέπει να μου εξηγήσεις τι έγινε, πως-" απαίτησε και τράβηξε μία άλλη καρέκλα από πιο δίπλα για να κάθονται στο ίδιο ύψος.
"Δεν μπορώ, Μπρούνο. Και μόνο που ξέρεις ότι είμαι εγώ είναι επικίνδυνο"
"Για ποιόν; Για σένα;"
"Για σένα" απάντησε αποφασιστικά και σηκώθηκε όρθια.
Έπρεπε να το λήξει. Για ακόμα μία φορά έπρεπε να τον αφήσει. Ένας ακόμα λυγμός της ξέφυγε.
"Άριελ!" προσπάθησε να την σταματήσει και έπιασε το μπράτσο της.
Ακουγόταν απελπισμένος. Μην με αφήνεις ξανά. Κανείς δεν είδε το αγόρι που μπήκε στο μαγαζί.
"Κύριε, καλό θα ήταν να την αφήσετε" ο Ραφ έφτασε μπροστά τους και άπλωσε το χέρι του.
"Νεαρέ, σε παρακαλώ, δεν καταλαβαίνεις!" φώναξε ο Μπρούνο και πήγε να τον προσπεράσει.
Για μία ακόμα φορά ο Ραφ τον σταμάτησε. "Πρέπει να την αφήσεις να φύγει".
"Εγώ δεν-" άρχισε ο Μπρούνο, αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα παραπάνω.
Ο Ραφ τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και ο Μπρούνο φάνηκε να υπνωτίζεται. Άφησε το χέρι της Άριελ. Το σύρσιμο των δαχτύλων του στο δερμάτινο της ήταν το μόνο αντίο που μπορούσε να της προσφέρει.
Η Άριελ πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να σταματήσει να κλαίει σαν ανόητη. Μα θρηνούσε, για ακόμα μία φορά θρηνούσε -για πάντα θα θρηνούσε.
"Άριελ, πάρε το βιβλίο και άσε χρήματα" την διέταξε ο Ραφ χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον Μπρούνο, ο οποίος τον κοιτούσε πίσω σιωπηλός.
Η Άριελ υπάκουσε κι έκανε να φύγει.
"Τα παιδιά;" γύρισε ανήσυχα προς το μέρος του.
"Είναι ήδη έξω"
"Και ο Νίκολας-"
"Άλλαξα ήδη την ανάμνησή του. Θυμάται ότι σε σύστησε με το κανονικό σου όνομα"
Η Άριελ κατένευσε, αν και ήξερε ότι δεν θα την έβλεπε, και βγήκε από το μαγαζί. Για μία στιγμή παρακολούθησε τον αδερφό της να κάνει το ξόρκι του. Το γνώριμο φως απλώθηκε από τα χέρια του και χάιδεψε απαλά το γερασμένο πρόσωπο του Μπρούνο. Η Άριελ ένιωσε μερικά τελευταία δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό της. Αντίο.
Τον αγαπούσε. Αλλά, στην δική της περίπτωση, ούτε αυτό είχε σημασία.
Το κρύο τρύπωσε μέσα από τις πτυχές των ρούχων της -μέσα από τους πόρους του δέρματος της- και την έκανε να ανατριχιάσει. Είδε τον Νίκολας και την Άλεξ να συζητάνε σε μεγαλύτερη απόσταση, αλλά δεν κινήθηκε προς το μέρος τους. Με το βιβλίο στο χέρι της, άλλαξε κατεύθυνση και άρχισε να περπατάει κι ας μην ήξερε προς τα πού.
Πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό στον Νίκολας; Πώς θα μπορούσε να του φερθεί όπως φέρθηκε στον Μπρούνο; Κι αν τον αγαπούσε ανοικτά, θα πονούσε κανείς τους λιγότερο όταν τελικά χωρίζονταν; Ίσως τελικά ήταν ανόητο όλο αυτό, ίσως θα έπρεπε να το σκάσει, να απομακρυνθεί από τους πάντες -την Άλεξ, τους γονείς της, τον Λουκ, την Ρίτα, τον Νίκολας.
Ίσως έπρεπε να πει μία αναθεματισμένη συγγνώμη και να επιστρέψει στον Παράδεισο.
Έφτασε μπροστά σε μία παραλία. Χωρίς πολλή σκέψη, έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε στην ακτή, αφήνοντας το νερό να χαϊδεύει τα πόδια της.
Ίσως θα μπορούσε να χαθεί στην θάλασσα και να μην ξαναβγεί ποτέ. Μπορεί το νερό να την πονούσε λιγότερο. Το νερό ξέρει να αγαπάει καλύτερα από τους ανθρώπους.
Η σκέψη αυτή την τάραξε. Το μυαλό της την μετέφρασε αυτόματα σε μία ξεκάθαρη ανάμνηση, ποτισμένη από το μπλε της θάλασσας, το τρίξιμο των καταρτιών, την μυρωδιά της αρμύρας. Το αγαπούσε το νερό και πριν από ενάμιση αιώνα είχε γνωρίσει κάποιον που το αγαπούσε εξίσου.
Έκλεισε τα μάτια της, ακούμπησε το κεφάλι της στην κορυφή των γονάτων της. Πήρε μία βαθιά ανάσα.
Άφησε το μυαλό της να απομακρυνθεί, να αφήσει ελεύθερο τον Μπρούνο και να θυμηθεί ένα άλλο πρόσωπο, μία άλλη φωνή που κάποτε αναγνώριζε σαν δική της.
Τα γυμνά της πόδια ισορροπούσαν πάνω στο ξύλο της πλώρης. Η Άριελ στεκόταν όρθια στην άκρη του άδειου καταστρώματος και επέτρεψε στον εαυτό της ένα μικρό διάλειμμα από την δουλειά εκείνης της ημέρας. Οι γλάροι περικύκλωναν σιωπηλά το κατάρτι. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν μεσημέρι, όλοι ήταν στα σπίτια τους και ο ήλιος ζέσταινε τα πάντα στην Ερμούπολη.
"Τι κάνεις εδώ;" η φωνή ήρθε τόσο ξαφνικά, που η Άριελ δεν πρόλαβε καν να πιαστεί από κάπου.
Έβγαλε μία τρομαγμένη κραυγή και σκόνταψε από την πλώρη. Το σώμα της έσκασε στα κύματα και βυθίστηκε μέσα στο βαθύ σημείο της θάλασσας. Άνοιξε τα μάτια της, μα το μόνο που έβλεπε ήταν το κάτω μέρος του πλοίου. Άρχισε να πανικόβλητη να κουνάει τα άκρα μέσα στο νερό, μα η φούστα της μπλεκόταν στα πόδια της και έκανε το κολύμπι σχεδόν αδύνατο. Για το όνομα, σκέφτηκε, όλη σου την ζωή ξέρεις να κολυμπάς και τώρα σε σαμποτάρουν τα ίδια σου τα ρούχα;
Τα δάχτυλά της βγήκαν στην επιφάνεια, αλλά αφήνοντας για μία στιγμή την εξάντληση να την καταβάλει βυθίστηκε και πάλι κάτω από το νερό. Ξεχάστηκε και ανέπνευσε. Η εισπνοή γέμισε τα πνευμόνια της νερό. Ταραγμένη και τρομοκρατημένη, ξέχασε κάθε φορά που κολύμπησε στην ζωή της και άρχισε να κουνιέται σαν μανιακή.
Ξαφνικά λίγα μέτρα δίπλα της βούτηξε ένας ακόμα άνθρωπος. Το αγόρι -όπως διαπίστωσε γυρνώντας προς το μέρος του- άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος της. Άπλωσε τα χέρια της προς τα εκείνον, αγνοώντας το γεγονός ότι το πάνω μέρος του κορμού του ήταν γυμνό και γραπώθηκε από τον λαιμό του. Κράτησε σταθερά την μέση της και χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να κολυμπάει. Η Άριελ ένιωθε μία απίστευτη πίεση στο κεφάλι της. Κρατήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε.
Το αγόρι, σαν να ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα, την οδήγησε γρήγορα, ακούραστα στην ακτή. Μόλις βγήκαν στην επιφάνεια, η Άριελ σύρθηκε στην άμμο βήχοντας μανιασμένα. Το αγόρι γονάτισε δίπλα της και την ανασήκωσε.
"Είσαι καλύτερα;" την ρώτησε όταν σταμάτησε να βήχει.
Η Άριελ τον κοίταξε εξεταστικά και κατένευσε. Έστρεψε το κεφάλι της προς την άλλη μεριά ελπίζοντας να μην παρατηρήσει το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Τον βλάκα, μου έκοψε την χολή.
"Έλα στο πλοίο, νομίζω έχω μερικά στεγνά ρούχα"
"Είναι καλοκαίρι, δεν πειράζει" απάντησε πιο απότομα από ό,τι ήθελε.
"Σκοπεύεις να γυρίσεις σπίτι σου έτσι; Και τι θα πεις στους δικούς σου;"
"Κάτι θα βρω, κύριε. Ότι είχε ζέστη και-"
"Και αποφάσισες να κάνεις μπάνιο με τα ρούχα" συμπλήρωσε σαρκαστικά την πρότασή της.
Η Άριελ κοκκίνισε εντονότερα και στάθηκε καλύτερα στα πόδια της.
"Νομίζω ότι θα αντιδράσουν χειρότερα αν εμφανιστώ με ανδρικά ρούχα," ανταπάντησε με νεύρο, "κύριε" βιάστηκε να προσθέσει και το αγόρι μπροστά της χαμογέλασε.
Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό, ελαφρώς μαυρισμένο από την πολύωρη έκθεση στον ήλιο. Σταγόνες νερού έσταζαν από τα καστανά μαλλιά του και προσγειώνονταν στο στήθος του. Η Άριελ προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα της στο πρόσωπό του.
"Έχω και ρούχα της αδερφής μου, δεν νομίζω να πειράξει να δανειστείς μερικά στεγνά. Εξάλλου δεν έρχεται και ποτέ στο πλοίο για να αλλάξει" της έκλεισε το μάτι και ένευσε προς το πλοίο.
Η Άριελ κοίταξε για μία στιγμή την κατάστασή της και ξεφυσώντας συμφώνησε. Το αγόρι γέλασε για ακόμα μία φορά και άρχισε να κινείται προς την είσοδο του πλοίου. Η Άριελ παρακολουθούσε την κίνηση της πλάτης του. Οι μύες του κινούνταν έντονα ο ένας δίπλα στον άλλον και η Άριελ χαμήλωσε το βλέμμα της στα πόδια της. Τι παθαίνεις;
Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, το αγόρι χάθηκε στο εσωτερικό της καμπίνας και εμφανίστηκε αμέσως με μία στοίβα ρούχα.
"Ευχαριστώ" μουρμούρισε η Άριελ και μπήκε στην καμπίνα κλείνοντας την πόρτα πίσω της. "Και μην τολμήσεις να γυρίσεις προς τα εδώ!" απείλησε κοιτώντας τον μέσα από το τζάμι.
"Και πού θα ήταν η πλάκα σε αυτό;" ρώτησε εκείνος, αλλά γελώντας γύρισε από την άλλη.
Έπιασε το πουκάμισό του από την άκρη του καταστρώματος όπου μάλλον το είχε πετάξει και το φόρεσε με γρήγορες κινήσεις. Η Άριελ χρειάστηκε λίγο περισσότερο από αυτό, αλλά τελικά βγήκε από την καμπίνα με τα βρεγμένα ρούχα της στο χέρι.
"Εντάξει" αναφώνησε και το αγόρι γύρισε προς το μέρος της.
Για λίγα δευτερόλεπτα κανείς δεν είπε τίποτα.
"Γιατί σε αφήνει το αφεντικό να κρατάς ρούχα στην καμπίνα του;" ρώτησε και έκατσε στο ύψωμα δίπλα στην καμπίνα.
"Είμαι το αφεντικό" της απάντησε απλά και η Άριελ γούρλωσε τα μάτια της.
Έμοιαζε... νέος. Αν και στα νησιά τους όλοι ήταν θαλασσόλυκοι από μωρά.
"Ορφέας" είπε και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της.
Για μία στιγμή η Άριελ το κοίταξε με τρόμο. Τι θα νόμιζε για εκείνη;
"Μαριέλα" απάντησε γρήγορα και το έσφιξε.
"Ενδιαφέρον όνομα"
Το μόνο στα ελληνικά που μπορούσε να περιλαμβάνει το όνομά της.
"Οι γονείς μου είναι κοσμογυρισμένοι" απάντησε και έστυψε τα ρούχα της πάνω στο κατάστρωμα.
"Ώστε δουλεύεις για εμένα;" ρώτησε και έκατσε δίπλα της.
"Ο αδερφός μου, κύριε, είναι μούτσος σας. Ο πατέρας μας είναι άρρωστος και χρειάζεται να δουλέψω κι εγώ. Μου δώσατε δουλειά για καθάρισμα"
"Σωστά"
Δεν το θυμόταν. Εντολές για τέτοιους εργάτες του περνούσαν αδιάφορες. Αλλά η συγκεκριμένη ίσως δεν θα έπρεπε. Ο Ορφέας κοίταξε τα ρούχα στα χέρια της.
"Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί φοράτε αυτά τα πράματα, φαίνονται άβολα"
"Ω, είναι. Αλλά δεν έχουμε ακριβώς επιλογή" απάντησε και του χαμογέλασε.
"Αν και βέβαια είναι πιο πρακτικές για..." άφησε την φράση του μετέωρη και την κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα περιμένοντας την αντίδρασή της.
Η Άριελ δεν κατάλαβε τι εννοούσε μέχρι που τον κοίταξε. Τα μάτια της γούρλωσαν και τα μάγουλά της πήραν φωτιά. Πετάχτηκε όρθια.
"Κύριε!" αναφώνησε και ο Ορφέας γέλασε δυνατά.
Ξάπλωσε πίσω και στηρίχθηκε στον αγκώνα του.
"Μπορείς να με λες Ορφέα. Ακούγεται πιο ωραία όταν το φωνάζετε" είπε προσπαθώντας προφανώς να την προκαλέσει.
Η Άριελ κοκκίνισε ακόμα περισσότερο -αν είναι δυνατόν.
"Δεν ξέρω για τι με περάσατε-"
"Και μίλα μου στον ενικό, μόλις σου έσωσα την ζωή. Εκτός αν δεν θες να μιλήσουμε καθόλου" ανασήκωσε τα φρύδια του.
"Χριστέ μου, σταμάτα να μιλάς" το μουρμούρισε κατά λάθος, ίσως περισσότερο στον εαυτό της, αλλά ακούστηκε.
"Κάνε με" της απάντησε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
Η Άριελ άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει αλλά το έκλεισε απότομα. Ό,τι και να έλεγε θα το γυρνούσε εναντίον της. Καταπολέμησε ένα ηλίθιο χαμόγελο και την επιθυμία να διώξει το δικό του με ένα χαστούκι όλο δικό του.
"Πρέπει να φύγω" του είπε και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο.
Πετάχτηκε όρθιος και την ακολούθησε.
"Κι όλας;" την ρώτησε δήθεν παραπονεμένα και ακούμπησε το πρόσωπό του σε ένα από τα σκοινιά που κρέμονταν δίπλα στην κουπαστή.
Γύρισε προς το μέρος του. Με μερικά γρήγορα βήματα έφτασε απέναντί του.
"Ναι" είπε από την άλλη μεριά του σκοινιού κοντά στο πρόσωπό του και ο Ορφέας φάνηκε να εκπλήσσεται.
"Και δεν θα ευχαριστήσεις τον σωτήρα σου;" ρώτησε και έκανε ξαφνικά πίσω, σαν να συνειδητοποιούσε τώρα το παιχνίδι στο οποίο την οδηγούσε.
"Τι είδους ευγνωμοσύνη περιμένετε από μένα κύριε; Δεν έχω τίποτα" του είπε και εκείνος την πλησίασε με ένα βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση -προφανώς δεν είχε μάθει να παίρνει το όχι για απάντηση.
"Έχω κάτι κατά νου..." είπε πλησιάζοντας την.
Το πουκάμισό του κινήθηκε πάνω στο στήθος του από τον αέρα. Ο λαιμός της Άριελ ξεράθηκε, αλλά το ευχάριστο συναίσθημα που έβραζε στο στομάχι της τής έδωσε θάρρος.
"Α ναι;" τον ρώτησε και έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος του. Ο Ορφέας χαμογέλασε θριαμβευτικά. "Να το ξεχάσεις"
Γύρισε από την άλλη και σχεδόν έτρεξε έξω από το πλοίο.
Πήδηξε στο έδαφος από την ράμπα και κράτησε καλύτερα στα χέρια της τα βρεγμένα ρούχα της.
"Έλα ξανά αύριο!" της φώναξε πάνω από το πλοίο.
Η Άριελ σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και κοίταξε το όμορφο αγόρι με τα καστανά μαλλιά να της χαμογελάει παιχνιδιάρικα πάνω στην κουπαστή του πλοίου. Το σκοινί από το οποίο κρατιόταν ταλαντεύτηκε από κάτω του.
"Θα δω" του απάντησε και άρχισε να απομακρύνεται.
Και πήγε. Και την μεθεπόμενη μέρα και πολλές επόμενες μέρες. Και ο Ορφέας έμεινε για πάντα με την επιθυμία ενός φιλιού από την όμορφη κοκκινομάλλα να καίει τα χείλη του.
"Άριελ"
Η Άριελ γύρισε και κοίταξε τον Νίκολας να στέκεται στην άμμο με τα χέρια στις τσέπες του.
"Τι κάνεις εδώ;" άκουσε την φωνή του Ορφέα να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια μέσα από το στόμα της.
Ο Νίκολας δεν έπεσε ξαφνιασμένος από την πλώρη, αλλά έκανε μερικά σίγουρα βήματα προς το μέρος της. Αν η αρχή της ιστορίας είναι διαφορετική, είναι και το τέλος;
"Η Άλεξ ήθελε να μείνει μόνη με τον Ραφ και σε είδα να έρχεσαι προς τα εδώ και-" την κοίταξε ντροπαλά για μία στιγμή πριν κάτσει δίπλα της. "Δεν είναι σωστό να σε αφήσω μόνη σου σε μία άγνωστη πόλη σωστά;" ρώτησε και η Άριελ χαμογέλασε και γύρισε προς την θάλασσα. "Άσε που η Ζενισέλ είπε πάντα να είμαστε τουλάχιστον δύο άτομα"
"Ήρωά μου" σχολίασε ειρωνικά και το στραβό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.
Ο Νίκολας κάγχασε. Κούνησε το κεφάλι του και οι μπούκλες του έπεσαν στα πλάγια του προσώπου του. Κάθε πίνακας έχει ένα αντάξιο κάδρο.
Και ήθελα μία στιγμή ηρεμίας μαζί σου, σκέφτηκε. Μία στιγμή που δεν θα μαλώναμε. Μία στιγμή να σε ρωτήσω τι στα κομμάτια έγινε χτες. Αυτό δεν το 'πε δυνατά. Ο Νίκολας βύθισε τα δάχτυλά του στην άμμο, όπως έκανε από μικρό παιδί, κι παρακολούθησε τους κόκκους να ξεφεύγουν από τις χαραμάδες των δαχτύλων του. Τόσα πράγματα γλιστρούν από τα δάχτυλά σου και η άμμος είναι το μόνο που επιλέγεις να αφήσεις μόνος σου.
"Και είπες να αυτοθυσιαστείς" είπε η Άριελ και τον κοίταξε, περιμένοντας -ελπίζοντας μέσα της- να την διαψεύσει.
Και το έκανε.
"Δεν είναι θυσία όταν θες να το κάνεις" της απάντησε και στράφηκαν και οι δύο προς την θάλασσα.
Ακολούθησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. Η Άριελ ήξερε ποια ερώτηση θα ακολουθούσε. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν τι απάντηση θα έδινε. Ήταν ζωντανή για πάνω από οκτώ χιλιετίες και παρ' όλα αυτά, αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα περίμενε να ακούσει νηφάλια αυτήν την ερώτηση, που θα προσπαθούσε να απαντήσει με ειλικρίνεια.
Εκείνη την στιγμή, κοιτώντας την θάλασσα -εκείνο το πέπλο που κάποιος στην άκρη του κόσμου ανασηκώνει στριφογυρίζοντας στον ύπνο του- έκοψε μέσα της το σκοινί που την έδενε με τα λάθη των προηγούμενων ζωών. Κράτησε μέσα της τα σχόλια του Ορφέα, την φωνή του Μπρούνο, την καλοσύνη του Φρανς, την προκλητικότητα του Έντουαρντ, την παιδικότητα του Νόα, την αγάπη αυτών και όλων τους και άφησε το πένθος να καθαρίσει από μέσα της με μία βαθιά ανάσα. Πόνεσε και θρήνησε αρκετά. Μετάνιωσε αρκετά. Ήρθε η ώρα να μετανιώσει για πράγματα που έκανε, όχι για εκείνα που δεν έκανε.
"Ξέρω ότι είναι περίεργη ερώτηση και ότι υπό άλλες συνθήκες δεν θα χρειαζόταν καν να ρωτήσω," είπε ο Νίκολας και η καρδιά της Άριελ άρχισε να χτυπάει γρήγορα μέσα στο στήθος της, "αλλά είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ και νιώθω ότι πρέπει να ζητήσω εξηγήσεις, γιατί αλλιώς δεν θα τις πάρω ποτέ. Οπότε, γιατί με φίλησες;"
Είσαι εσύ και είμαι εγώ. Η ερώτηση που εννοούσε ήταν τι είμαστε εμείς; Αλλά το βάρος της τελευταίας λέξης θα τον καταπλάκωνε αν η Άριελ απαντούσε με απαξιωτικό ή υποτιμητικό τόνο. Οπότε δεν το ξεστόμισε. Της έριξε το μπαλάκι. Της ζητούσε τις εξηγήσεις που, αν μη τι άλλο, του χρωστούσε.
"Είμαι πιο μπερδεμένη από όσο φαίνομαι"
"Πίστεψε με, φαίνεσαι αρκετά μπερδεμένη"
Γελάσανε παρόλο που και οι δύο είχαν έναν τεράστιο κόμπο στο στομάχι. Η ησυχία τους κάλυψε σαν ομίχλη, ο απόηχος του γέλιου τους χοροπηδούσε στα κύματα, ταξίδευε ήδη μακριά.
"Γιατί με φίλησες;" ρώτησε απλά, ήσυχα, με την ήρεμη φωνή που η Άριελ είχε γνωρίσει την πρώτη της μέρα στην Ακαδημία.
"Γιατί το ήθελα"
Ο Νίκολας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
"Και γιατί το ήθελες;"
"Υποθέτω ότι..."
Έκλεισε τα μάτια της ψάχνοντας κουράγιο, ψάχνοντας τις λέξεις. Έκλεισε τα μάτια του περιμένοντας να τις ακούσει.
"Δεν θέλω να ακουστώ απαισιόδοξη, ή απειλητική, αλλά Νίκολας," το όνομά του έβγαινε όμορφα από το στόμα της. Η καρδιά του αναπήδησε στο στήθος του. Πες το πάλι. "Πρέπει να ξέρεις ότι δεν... ότι εγώ δεν... δεν είμαι... εύκολη περίπτωση. Χρειάζομαι χρόνο για μερικά πράγματα και φοβάμαι ότι δεν σου αξίζει να-" στράφηκε προς το μέρος της και έπιασε τα χέρια της.
Οι παλάμες του κάλυπταν τις δικές της, έμπλεξε τα δάχτυλά τους. Ο σφυγμός της χοροπηδούσε στον καρπό της. Οι λέξεις κρατήθηκαν από τα χείλη της. Ω Θεέ μου.
Τα άκρα του μίτου συναντήθηκαν και ένα πεπρωμένο άρχισε να ολοκληρώνεται.
"Το τι θέλω και το τι αξίζω, το ξέρω μόνο εγώ" της είπε κοιτώντας την βαθιά μέσα στα μάτια. Το μελί χρώμα τους συνάντησε το πράσινο και η καρδιά του την δική της. Έσφιξε πίσω τα χέρια του, του έδωσε κουράγιο να συνεχίσει. "Δεν φοβάμαι λιγότερο από εσένα. Δεν ξέρω καν- Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εδώ, ή πώς να διαχειριστώ αυτά που νιώθω, αλλά ξέρω ότι θέλω να προσπαθήσω. Το θέλω αυτό, μόνο αν το θέλεις κι εσύ"
(A/N WHAT A MAN, έτσι ήθελα να το πω, αγνοήστε με)
"Το θέλω" είπε και δεν πίστευε στα αυτιά της.
Το είπε πράγματι; Ήξερε ότι το εννοούσε -βαθιά μέσα της το ήξερε καιρό τώρα. Αλλά το να το λέει δυνατά, το να του δίνει υπόσταση, ήταν κάτι που δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα έκανε. Άφησε μία ανάσα που έτρεμε.
Ο τρόπος που την κοιτούσε ο Νίκολας ήταν δυσερμήνευτος: η σιγουριά του αντικαταστάθηκε από μία έκφραση έκπληξης, σαν να τον έπιασε απροετοίμαστο. Την είχε ήδη κάνει εικόνα να λέει ότι δεν το θέλει ή να μην λέει τίποτα και απλά να σηκώνεται και να φεύγει. Να απομακρύνεται από κοντά του και να τον αφήνει, να του ψιθυρίζει μέχρι και η θάλασσα, τι περίμενες;
Και μετά, από το πουθενά. Η Άριελ χαμογέλασε. Του χαμογέλασε με έναν τρόπο που δεν του είχε χαμογελάσει ποτέ πριν. Για αυτό, σκέφτηκε. Γι' αυτό περίμενες. Αυτό το χαμόγελο είναι δικό σου, όλο δικό σου. Άξιζε να περιμένει; Άξιζε.
Η Άριελ άφησε ένα γέλιο που φάνηκε να ελαφραίνει την ατμόσφαιρα. Το γέλιο ενός αγγέλου ακούγεται σαν λύρα, λέει ο μύθος. Μα δεν ήταν πια άγγελος και το γέλιο της ήταν ένα ανθρώπινο, θνητό γέλιο, όμορφο στην απλότητα και την ειλικρίνεια του. Ένιωθε παιδί για πρώτη φορά μετά από τις δέκα παιδικές ηλικίες που είχε γνωρίσει. Η καρδιά της -η καρδιά του λιονταριού- είχε βγει από την νάρκωση της, οι φακίδες της δεν την προστάτευαν από τον ήλιο, αλλά τον απορροφούσαν. Και τα μαλλιά της, το χάλκινο χρώμα τους, δεν έκαιγε τους ώμους της, αλλά τους αγκάλιαζε.
Η ελευθερία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή μας. Η απόκτησή της, το πιο δύσκολο. Η συνειδητοποίηση της όμως; Είναι εκείνη που μας κάνει ευτυχισμένους.
Κι εκείνη την στιγμή η Άριελ ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Ανάλαφρη. Τι τα χρειαζόταν πια τα φτερά; Δεν θυμόταν καν την πέτρα που την περίμενε στο δωμάτιό της, που της είχε στερήσει την ζωή πολλές φορές. Η προφητεία ήταν ξεχασμένα στιχάκια, οι άνθρωποι των προηγούμενων ζωών της πρόσωπα σε κορνίζες, ο Πατέρας η σκιά του Άντριου που απομακρυνόταν το βράδυ από το δωμάτιο της.
Έτσι, αυτήν την φορά, όταν την φίλησε, το περίμεναν και οι δύο. Τα χέρια του αγκάλιασαν το πρόσωπό της, οι σκιές των δαχτύλων του ζωγράφισαν πάνω του. Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει. Τα πνευμόνια της γέμισαν από την δική του ανάσα, ο θώρακας της άνοιξε σαν βιβλίο που έχει αιώνες να διαβαστεί. Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ, επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ. Τα ακροδάχτυλα του χάραζαν πορείες στα ζυγωματικά της, έγραφαν τις προσευχές της δικής του θρησκείας. Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει.
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ. Και δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Μετά είναι η άκρη του κόσμου και το βήμα που κάνεις δεν οδηγεί πουθενά. Πουθενά και πουθενά. Μόνο σε εμένα και σε εσένα. Μα κι εκεί θα σε αγαπώ, το ξέχασες;
*Θεέ μου...
**Μία μέρα αυτό το βιβλιοπωλείο θα αλλάξει τον κόσμο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top