ΕΊΚΟΣΙ ΈΞΙ

Song: Memory - Jennifer Hudson

Αφιερωμένο στην κολλητή μου με πάρα πολλή αγάπη.

Οι μέρες μέχρι την προηγούμενη της μονοήμερης πέρασαν γρήγορα. Η Άριελ δεν κατέβαινε για πρωινό ή για βραδινό, με δικαιολογία το διάβασμα, που βέβαια δεν την αφορούσε τόσο -είναι λίγο περίεργο να κάθεσαι να διαβάζεις σελίδες για γεγονότα τα οποία είδες με τα μάτια σου ή μάθαινες από εφημερίδες την επόμενη μέρα. Όσο για το μεσημεριανό κατάφερνε και έκλεβε ένα πιάτο με το κυρίως της ημέρας όσο ακόμα ετοιμάζονταν τα τραπέζια.

Βέβαια, οι καθημερινές τάξεις ήταν ένα αναπόφευκτο πεδίο. Με την Άλεξ δεν αντάλλαζαν καν βλέμματα. Ο Νίκολας πέρα από την απορία που δεν μπορούσε να κρύψει για την κατάσταση της Άλεξ και της Άριελ, τήρησε τα λόγια του και δεν μίλησε με την Άριελ εκείνες τις τρεις μέρες. Από την άλλη, η Ρίτα και ο Λουκ, αγανακτισμένοι προσπαθούσαν να μάθουν τι έγινε και να βοηθήσουν, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Εκείνη η πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου ήταν κρύα από πολλές απόψεις. Ο Ραφ δεν είχε επιστρέψει ακόμα και τώρα που δεν μιλούσε με την Άλεξ ή τον Νίκολας και απέφευγε την Ρίτα και τον Λουκ, η Άριελ ένιωθε τρομερά μόνη.

Πάλευε με νύχια και με δόντια να μην δεθεί με κάποιον, να είναι ανεξάρτητη. Πάλευε να νικήσει κάτι, να πετύχει κάτι, έτρεχε πίσω από κάτι που ποτέ δεν μπορούσε να φτάσει. Μα τι έχανε στην πορεία; Αυτή ήταν η σκέψη που την έκανε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της το βράδυ.

"Ναι μαμά, καλά πάνε τα τεστ, στο υπόσχομαι" είπε στο τηλέφωνο με τον ώμο της ακουμπισμένο στον τοίχο.

"Δεν σε ακούω και πολύ ευχαριστημένη" είπε η κυρία Έμπεργουϊνγκ από την άλλη μεριά του τηλεφώνου και η Άριελ ξεφύσηξε.

"Φταίει το ότι δεν κοιμάμαι πολύ καλά τον τελευταίο καιρό για να διαβάζω, μην ανησυχείς" εξήγησε προσπαθώντας να αποφύγει μανιωδώς την συζήτηση.

"Οι φίλοι σου τι κάνουν;"

"Καλά είναι, διαβάζουν κι εκείνοι" απάντησε τρίβοντας το νύχι του αντίχειρά της.

"Λίζι δώστην μου κι εμένα λίγο" ακούστηκε η φωνή του μπαμπά της από πιο μέσα και η Άριελ χαμογέλασε.

"Κι εκείνος ο... Ο Νίκολας, σωστά;" συνέχισε η μαμά της.

Ναι. Σωστά. Η Άριελ στραβοκατάπιε.

"Ναι"

"Τι κάνει; Φάνηκε καλό παιδί και μην σου πω πόσο ανησυχούσε όσο ήσουν-"

"Μία χαρά είναι, μαμά" απάντησε νευρικά και επικεντρώθηκε στο στρίφωμα της φούστας της.

"Νομίζω ότι του αρ-"

"Μου δίνεις λίγο και τον μπαμπά;" ρώτησε απότομα η Άριελ και παραξενεύτηκε, όταν η μαμά της δεν την επέπληξε για τον τόνο της και για το γεγονός ότι την διέκοψε.

"Γειά σου, μικρή" άκουσε την ευχάριστη φωνή του πατέρα της στην γραμμή.

"Ακούς εκεί! Έτσι της μάθαμε, Άντριου; Τι τρόποι είναι αυτοί; Εμένα δεν θα-" η μαμά της ακουγόταν να φωνάζει και η Άριελ μπορούσε να κάνει εικόνα τον μπαμπά της να ξεφυσά αγανακτησμένος.

"Εντάξει Λίζι, αγάπη μου, δεν πειράζει. Έχει το άγχος της, έχει κι εσένα. Άστην ήσυχη" αναφώνησε και η Άριελ συγκράτησε ένα γελάκι.

"Να την αφήσω ήσυχη; Το άγχος δεν δικαιολ-"

Ο μπαμπάς της πρέπει να έκλεισε την πόρτα του γραφείου του, γιατί η φωνή της μαμάς της που πάθαινε υστερία σταμάτησε να ακούγεται.

"Τι κάνεις, μικρή μου;" ρώτησε και η Άριελ χαμογέλασε.

"Καλά, μπαμπά. Μου λείπετε"

"Κι εμάς, απλά γίνεται χαμός αυτές τις μέρες στην δουλειά και..."

"Ξέρω," τον διαβεβαίωσε, "αναρωτιόμουν αν... αν θα έρθετε στον Χορό των Χιονονιφάδων" τύλιξε το δάχτυλό της γύρω από το καλώδιο του τηλεφώνου.

Ο μπαμπάς της δεν μίλησε για μία στιγμή.

"Δεν ξέρω, μικρή μου. Ίσως έρθουμε κάποια άλλη στιγμή για επίσκεψη, απλά υπάρχουν θέματα με τις μετοχές και ξέρεις ότι δεν εμπιστεύομαι μόνο του τον Γκόρντον για να το αναλάβει. Θα πρέπει να είμαστε εδώ" απάντησε και άκουγε την μετάνοια στην φωνή του.

Η Άριελ χαμογέλασε.

"Δεν πειράζει, μπαμπά"

Για λίγο έπεσε σιωπή.

"Τι είμαστε εμείς;" την ρώτησε ψιθυριστά, σαν να ήταν κάποιο μυστικό, κάτι απολύτως δικό τους, κρυφό από τα αυτιά του υπόλοιπου κόσμου.

"Η καλύτερη οικογένεια του κόσμου" του απάντησε εξίσου ψιθυριστά.

Πόσο χρειαζόταν αυτήν την στιγμή ηρεμίας μέσα στο χάος της προηγούμενης εβδομάδας. Δεν ήταν οι πραγματικοί της γονείς, αλλά τι πείραζε; Χρειαζόταν την αίσθηση της οικογένειας. Κάθε ον την χρειάζεται. Ήθελε να ξέρει ότι ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της, θα ήταν κοντά της, ακόμα κι αν δεν καταλάβαιναν τι πραγματικά της συνέβαινε.

Τα λόγια της Άλεξ έπαιζαν συνεχώς στο μυαλό της. Οι γονείς της την αγαπούσαν. Ήταν όμως αρκετό;

Κρέμασε το τηλέφωνο στην θέση του και άνοιξε την πόρτα για να βγει στο γραφείο της κυρίας Ζενισέλ. Η γυναίκα καθόταν με το γαλάζιο κοστούμι της στο γραφείο της, τα γυαλιά κάθονταν χαμηλά στην μύτη της, καθώς διάβαζε μερικά χαρτιά -έμοιαζαν για το διαγώνισμα λογοτεχνίας που είχαν γράψει την προηγούμενη μέρα.

"Σας ευχαριστώ που με αφήσατε να το χρησιμοποιήσω τόσο νωρίς" είπε η Άριελ και η Ζενισέλ σήκωσε το κεφάλι της χαμογελώντας.

"Κανένα πρόβλημα. Περιμένω όμως να σε δω σήμερα στο μεσημεριανό" απάντησε η Ζενισέλ και η Άριελ κατένευσε, καθώς έφευγε από το γραφείο.

Την στιγμή που έβγαινε από το γραφείο,  Άλεξ πέρασε φουριόζα από μπροστά της. Η θήκη του τσέλο της φαινόταν μεγαλύτερη από την ίδια, αλλά συνηθισμένη στο βάρος της, την σήκωνε σαν ένα μαξιλάρι. Από συνήθεια η Άριελ άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της κοπέλας, αλλά κάτι την σταμάτησε.

Πόσους ανθρώπους θα έχανε ακόμη; Πόσους ακόμη θα άφηνε να φύγουν;

Είναι μερικές φορές που σκεφτόμαστε ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές στην ζωή μας χρειάζονται χρόνο, κόπο, τεράστιες περιόδους περισυλλογής. Κλάματα και μέρες αϋπνίας. Και είναι άλλες φορές που οι αλλαγές συμβαίνουν σε μία μόλις στιγμή. Μία μικρή αφορμή αρκεί για να πυροδοτήσει μέσα μας ένα "αρκετά", μία αγανάκτηση, μία επιθυμία να αντιταχθούμε στα πάντα, σε ό,τι ξέρουμε, να αλλάξουμε.

Και αυτή η αφορμή για την Άριελ ήταν ο κόμπος στον λαιμό της που την εμπόδισε να φωνάξει την Άλεξ. Ήταν εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι της που την κράτησε πίσω, που την έκανε να παγώσει, να μην μιλήσει. Και, εκείνη την στιγμή, σιχάθηκε να φοβάται. Βγήκε από το σώμα της και κοίταξε κάτω την ανθρώπινη υπόστασή της. Τι θα έκανε αν ήταν ο φύλακας άγγελος της; Θα την ταρακουνούσε, θα την έκανε να ξυπνήσει, να συνέλθει -να φωνάξει το όνομα της κολλητής καθώς απομακρυνόταν.

"Άλεξ!" φώναξε και η φωνή της γέμισε τον διάδρομο, το στήθος της, το κεφάλι της Άλεξ.

Η καστανομάλλα κοπέλα γύρισε προς το μέρος της με αργές κινήσεις. Η έκφρασή της ήταν ανεξιχνίαστη. Περίμενε να ακούσει κάτι, αλλά ούτε η ίδια ήξερε τι ακριβώς. Μία συγγνώμη; Μία επιβεβαίωση ότι έτσι ήταν και δεν θα άλλαζε; Μία κατηγορία ότι θα έπρεπε να σέβεται τις επιλογές της, ακόμα κι αν δεν τις καταλάβαινε;

Τίποτα από αυτά.

"Βοήθησέ με" είπε η Άριελ και, παρά την αοριστία των λέξεων της, η Άλεξ ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της.

"Με τι;"

Η Άριελ έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της.

"Να γίνω ευτυχισμένη" απάντησε η Άριελ και χαμογέλασε πλατιά, όπως είχε καιρό να χαμογελάσει -ήταν εκείνο το χαμόγελο που απαγόρευε στον εαυτό της, λες και δεν είχε πια το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί.

Η θήκη είχε πέσει από τα χέρια της Άλεξ στο πάτωμα με έναν απαλό γδούπο. Η Άριελ έπιασε τα άδεια χέρια της φίλης της.

"Ξέρεις για εμένα περισσότερα από τον οποιοδήποτε έχω γνωρίσει. Κουράστηκα να είμαι..." κοίταξε τον εαυτό της, "αυτό. Και, όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, είχες δίκιο για τον Λεβάιθαν. Δεν θα με ήθελε έτσι, ούτε εγώ θα με ήθελα έτσι. Δεν είναι μόνο ο έρωτας, Άλεξ, είναι τα πάντα. Φοβάμαι τα πάντα πια και δεν ήμουν έτσι. Είμαι σε αυτόν τον κόσμο τόσο καιρό και το μόνο που κάνω είναι να χάνω ανθρώπους, δεν έχω αφήσει τίποτα πίσω μου. Δεν θα ξαναχάσω τίποτα - ούτε τον εαυτό μου. Απλά... θέλω βοήθεια" είπε η Άριελ και η Άλεξ της έσφιξε τα χέρια.

Τα καστανά μάτια της ήταν σοκαρισμένα, ελαφρώς βουρκωμένα.

"Ήσυχα, φίλος, σε ξέρω τι δυο μήνες, δεν θα το πάμε και για σύμφωνο συμβίωσης" είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και η Άριελ πάγωσε στην θέση της.

Φύγε. Κάνε πίσω, φύγε. Την φρίκαρες. Τι πήγες και-

Η Άλεξ γέλασε δυνατά και αγκάλιασε με ορμή την Άριελ. Η κοκκινομάλλα άφησε ένα γέλιο, μαζί με μερικά δάκρυα ανακούφισης και την αγκάλιασε πίσω. Καμία τους δεν είδε τον Λουκ και την Ρίτα να τις χαζεύουν με μερικά άλλα παιδιά που πήγαιναν στις τάξεις τους.

Τα κορίτσια κατευθύνθηκαν στο δωμάτιο της Άριελ με συγχρονισμένο βήμα.

"Αυτό σημαίνει ότι θα κόψεις τις μπούρδες περί αφοσίωσης;" ρώτησε η Άλεξ όταν μπήκανε μέσα και άφησε την θήκη του τσέλο δίπλα στο κρεβάτι.

Η Άριελ ένιωθε ακόμα τον κόμπο στο στομάχι της, όταν έκανε αυτήν την σκέψη, αλλά κατένευσε. Πρέπει, έλεγε στον εαυτό της. Πρέπει -μόνο αυτό την κρατούσε. Πρέπει να σταματήσεις να λες ψέματα στον εαυτό σου, να φοβάσαι τα πάντα. Όσο κι αν πάρει αυτό. Δεν ήταν ότι της έλειπε ο χρόνος.

"Να υποθέσω το βιβλίο ακόμα κάθεται και κλαίει στο συρτάρι;" ρώτησε η Άλεξ κοιτώντας με νόημα το γραφείο της Άριελ και κάθισε στο κρεβάτι.

Η Άριελ που στεκόταν όρθια κοίταξε προς το συρτάρι και ένιωσε να την λούζει κρύος ιδρώτας. Η Άλεξ ξεφύσησε.

"Πρέπει να το επιστρέψεις"

"Άλεξ το συζητήσαμε αυτό..." άρχισε η Άριελ και στάθηκε μπροστά στο γραφείο με τα χέρια της σταυρωμένα κάτω από το στήθος της.

"Άρα δεν νιώθεις κάτι για αυτόν;"

Ιδού η απορία.

"Γιατί αν δεν έχεις τότε μπορείς να το επιστρέψεις στην βιβλιοθήκη χωρίς κανένα πρόβλημα" συνέχισε η Άλεξ κοιτώντας την με το ίδιο ανυποχώρητο βλέμμα που την κοιτούσε λίγες μέρες πριν.

Η Άριελ στραβοκατάπιε έντονα.

"Κι αν... κι αν έχω;" ρώτησε αποφεύγοντας το βλέμμα της Άλεξ.

Η Άλεξ χαμογέλασε. Αμήν.

"Τότε πρέπει να το επιστρέψεις στον ίδιο" είπε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.

"Άλεξ χρειάζομαι χρόνο. Μικρότερα βήματα. Δεν μπορώ από το πουθενά να του εξηγήσω συναισθήματα που ούτε εγώ καταλαβαίνω"

Η κοπέλα ξεφύσησε τελικά ηττημένη. Ας είναι.

"Εντάξει. Τέτοια ώρα είναι συνήθως στην ξιφασκία οπότε μπορείς να το επιστρέψεις στην βιβλιοθήκη χωρίς να χρειαστεί να τον δεις"

"Ευχαριστώ" απάντησε ειλικρινά η Άριελ και της χαμογέλασε.

"Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να τον αντιμετωπίσεις"

"Το ξέρω..." είπε η Άριελ και κοίταξε το στρίφωμα της φούστας της.

Αυτό που την τρόμαζε δεν ήταν μόνο το τι θα έλεγε και πώς θα το έλεγε -ήταν και η αντίδρασή του. Μετά από τον τρόπο που του φέρθηκε και να της έδινε την ευκαιρία να μιλήσει φάνταζε απίθανο. Δεν ήθελε να τον πληγώσει, για την ακρίβεια η συμπεριφορά της προσπαθούσε να πετύχει ακριβώς το αντίθετο, αλλά αν το έκανε άθελά της, πώς θα μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη;

"Έχεις νέα του Ραφ;" ρώτησε η Άλεξ.

"Όχι... Όχι ακόμα. Γιατί;" απάντησε η Άριελ και έβγαλε με αργές κινήσεις το βιβλίο από το συρτάρι.

"Μου είπες ότι θα σου έφερνε νέα για την προφητεία"

"Ναι... Ναι σωστά, είναι κι αυτό"

Δεν γίνεται απλά να μας παρατήσεις. Ο Πατέρας σε έχει ανάγκη, η οικογένεια σου σε έχει ανάγκη! Τα λόγια του Ραφ κουδούνιζαν στο μυαλό της. Έκλεισε τα μάτια της και κούνησε το κεφάλι της για να την διώξει.

"Και επίσης," συνέχισε η Άλεξ διστακτικά, "πιστεύεις ότι μπορεί να ξέρει κάτι για μένα; Για το ποιός είναι ο πραγματικός μπαμπάς μου;" η φωνή της πρόδιδε ότι το θέμα αυτό την απασχολούσε μέρες τώρα.

"Δεν νομίζω. Οι αρχάγγελοι δεν το συζητάνε μεταξύ τους. Αλλά και να ξέρει, Άλεξ, δεν νομίζω να είναι ακριβώς η πατρική φιγούρα που ψάχνεις" απάντησε η Άριελ με ένα λυπημένο ύφος, γιατί ήξερε τους αδερφούς της και, εκτός αν είχαν αλλάξει ριζικά στους αιώνες της απουσίας της, η Άλεξ δεν είχε πολλές πιθανότητες.

"Απλά... Απλά θα ήθελα να του μιλήσω. Δεν ξέρω, αν γίνεται, αν θα δεχθεί, απλά... Είμαι περίεργη" ακουγόταν σαν μικρό παιδί.

"Καταλαβαίνω. Απλά δεν θέλω να έχεις πολλές ελπίδες σε περίπτωση που απογοητευτείς. Οι αρχάγγελοι είναι λίγο... σνομπ"

"Δεν ήταν σνομπ όταν βρήκε την μαμά μου"

Γελάσανε και οι δύο. Η Άλεξ έμοιαζε ξαφνικά σφιγμένη. Ο μπαμπάς μου δεν είναι ο μπαμπάς μου.

"Άντε πάνε το βιβλίο. Θα είμαι εδώ να σε περιμένω" είπε στην Άριελ και εκείνη κατένευσε.

"Γιατί δεν έρχεσαι;"

"Γιατί βαριέμαι. Και θέλω να δω λίγο αυτήν την παρτιτούρα μέχρι να γυρίσεις. Θα παίξω στον χορό" απάντησε η Άλεξ, μα η Άριελ ήξερε ότι απλά ήθελε λίγο χρόνο για τον εαυτό της.

"Εντάξει" είπε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα.

"Πάω" επανέλαβε περισσότερο στον εαυτό της.

"Πήγαινε" είπε η Άλεξ γελώντας με την φίλη της που κοιτούσε το πόμολο σαν να ήταν βόμβα.

"Είσαι σίγουρη ότι είναι στην ξιφασκία;" ξαναρώτησε η Άριελ νευρικά.

"Ναι. Και αν δεν είναι, δεν νομίζω να κάθεται στην βιβλιοθήκη μόνος του" απάντησε διασκεδάζοντας ακόμα με την συμπεριφορά της αρχαίας κοπέλας.

"Εντάξει" είπε και με μία αποφασιστική κίνηση, άνοιξε την πόρτα και άρχισε να προχωράει προς την βιβλιοθήκη.

Δεν κατάλαβε πότε είχε κατεβεί τις σκάλες, πότε είχε διασχίσει τον διάδρομο, πότε πέρασε μπροστά από το γραφείο της Ζενισέλ, αλλά ξαφνικά κατέβαζε το πόμολο του δεξιού φύλλου της πόρτας για την βιβλιοθήκη.

Ο χώρος ήταν άδειος -την στιγμή που έμπαινε η Άριελ κράτησε την πόρτα σε κάτι παιδιά του άλλου τμήματος που της είπαν ότι η βιβλιοθηκάριος θα κλείδωνε όπου να 'ναι. Με μία ανάσα ανακούφισης προχώρησε προς ένα από τα τραπέζια μελέτης και ακούμπησε πάνω το βιβλίο, τόσο προσεκτικά λες και φοβόταν μην κάνει θόρυβο. Κοίταξε για μία τελευταία τα μαραμένα λουλούδια στο βάζο του εξωφύλλου και γύρισε από την άλλη για να φύγει.

"Χέυ, Τζίντζερ"

Ανάθεμα την σιγουριά σου Άλεξ.

Η Άριελ κοκάλωσε στην θέση της με μία απότομη κίνηση και ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της. Η καρδιά της σταμάτησε για μία στιγμή και μετά άρχισε να χτυπάει αργά και δυνατά, κάνοντας τον σφυγμό της να χοροπηδάει.

Γύρισε αργά προς το μέρος του.

"Να ρωτήσω γιατί απήγαγες το βιβλίο μου;" ρώτησε ο Νίκολας με ένα δήθεν απορημένο ύφος και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.

Το δεξί του χέρι κρατούσε το βιβλίο που πριν δευτερόλεπτα είχε αφήσει η Άριελ. Έκανε μία προσπάθεια να γελάσει ψεύτικα.

"Δεν το απήγαγα"

"Τότε;"

"Το... δανείστηκα"

"Χωρίς να με ρωτήσεις;" την ρώτησε με ανασηκωμένα φρύδια και η Άριελ στραβοκατάπιε.

"Ήταν στο ράφι, υπέθεσα ότι δεν το είχε πάρει κάποιος-" προσπάθησε να υπερασπιστεί την φωνή της και άρχισε να τρίβει το νύχι του αντίχειρά της νευρικά.

"Άριελ," την διέκοψε με ενοχλητικά ήρεμη φωνή, "ήξερες ότι το άφησα εγώ εκεί".

"Όχι" απάντησε κατηγορηματικά η Άριελ, μα το βλέμμα του δεν της άφησε περιθώρια για περισσότερα ψέματα.

Τι νόημα θα είχε; Τα χέρια της κρεμάστηκαν δίπλα στον κορμό της και οι ώμοι της χαμήλωσαν.

"Ναι" παραδέχτηκε.

"Τότε γιατί το πήρες;" την ρώτησε κάνοντας ένα προσεκτικό βήμα προς το μέρος της -σαν να πλησίαζε ένα άγριο ζώο και προσπαθούσε να μην το τρομάξει.

"Γιατί αναρωτιόμουν τι διάβαζες" απάντησε -και, εν μέρει ήταν αλήθεια.

"Και γιατί δεν με ρώτησες;"

"Μου κάνεις κήρυγμα;" τον ρώτησε ελαφρώς εκνευρισμένα και επιτέλους κοιτάχτηκαν.

"Όχι. Κάθε άλλο. Προσπαθώ να σε καταλάβω" απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του, αλλά η Άριελ βρήκε μία ευκαιρία για να γλιτώσει από αυτήν την συζήτηση και θα την αξιοποιούσε.

"Τότε μην προσπαθείς" την κοίταξε για μία στιγμή σοκαρισμένος, καθώς έλεγε ψυχρά τις λέξεις. "Τώρα, συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να φύγω".

Γύρισε από την άλλη και άρχισε να περπατάει φουριόζα προς την πόρτα.

"Ναι, φυσικά. Φύγε, τρέξε από την άλλη. Αυτό μόνο ξέρεις να κάνεις, σωστά;" της φώναξε θυμωμένα, με την οργή να βράζει στα σωθικά του.

Η Άριελ κοκάλωσε για ακόμα μία φορά. Πήρε μία βαθιά ανάσα την στιγμή που οι λέξεις καρφώθηκαν με τόση δύναμη στο στήθος της, ώστε βούρκωσε. Οι συνέπειες των λαθών μου δικές μου είναι.

Στράφηκε προς το αγόρι που την κοιτούσε πληγωμένο, ηττημένο, αγανακτισμένο.

"Τι φοβάσαι τόσο;" την ρώτησε απαλά με την φωνή του να γλιστράει οικεία -σαν ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι- στα αυτιά της.

Ένιωθε γυμνή μπροστά του.

"Δεν φοβάμαι" είπε μα η φωνή της ράγιζε.

"Σε ικετεύω- Σταμάτα αν μου λες ψέματα" την παρακάλεσε και ένιωσε την καρδιά της να λιώνει.

Τι κι αν δεν αντέξεις την αλήθεια;

"Γιατί μου το κάνεις όλο τόσο δύσκολο;" τον ρώτησε σφίγγοντας τις γροθιές της.

"Δύσκολο; Για σένα; Δοκίμασε να γνωρίζεις μία κοπέλα, να την ερωτεύεσαι και να κάνει ότι δεν υπάρχεις, χωρίς καμία καλή εξήγηση" είπε δυνατά και ο χρόνος στάθηκε για μία στιγμή στην θέση του.

Η καρδιά της σταμάτησε. Να τι;

"Τι;"ρώτησε μα η λέξη βγήκε σαν ψίθυρος.

"Με άκουσες" της απάντησε και κανείς δεν πήρε το βλέμμα του από τον άλλον, καθώς την πλησίαζε.

Πάντα σε αυτό το σημείο δεν έφτανε; Ήξερε ποιο ήταν το μοτίβο που ακολουθούσε κάθε άλλη φορά. Γυρνάς και φεύγεις. Δεν έχει σημασία τι θα πει.

Μα γιατί δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, να ξεκολλήσει τα μάτια της; Γιατί η καρδιά της φάνταζε ξαφνικά ανάλαφρη, σαν να σηκώθηκε από πάνω της ολόκληρος ο κόσμος;

"Το μόνο που ζητάω από εσένα είναι μία απάντηση. Θετική ή αρνητική. Με σκοτώνει το να μην ξέρω"

Ακούμπησε τα χέρια της με τα ακροδάχτυλα του. Οι καρποί της ανατρίχιασαν.

"Νίκολας..."

"Μία απάντηση" την διέκοψε και άφησε τα μάτια της να ακολουθήσουν την πορεία των δαχτύλων του.

Τα κοιτούσε σαν να μην είχε ξαναδεί τίποτα τέτοιο στην ζωή της. Λες και τα δάχτυλά του, η κίνησή τους ήταν ένα απίστευτο πράγμα, βγαλμένο από την πιο ζωηρή φαντασία. Τον κοίταξε στα μάτια και ήταν σίγουρη ότι δεν θα κοιτούσε αλλού ποτέ ξανά. Μα έπρεπε. Έκανε με δυσκολία ένα βήμα πίσω. Η έκφρασή του Νίκολας μαράθηκε.

Και η έλλειψη απάντησης είναι μία απάντηση, μάλλον.

"Με περιμένει η Άλεξ, συγγνώμη" είπε και γύρισε από την άλλη.

Έτρεξε έξω από την βιβλιοθήκη αγνοώντας τον, όταν φώναξε το όνομα της. Κόλλησε την πλάτη της στην πόρτα λαχανιασμένη, λες και έτρεχε για ώρες, λες και τον είχε αφήσει χιλιόμετρα μακριά.

Τι φοβάμαι; Εσένα, τι άλλο; Εσένα και ό,τι με κάνεις να νιώθω. Το χέρι της βρέθηκε στο πόμολο της κλειστής πόρτας. Η σκέψη γεννήθηκε μέσα της σαν σπίθα. Αλλά βαρέθηκα να φοβάμαι. Η επόμενη ανάσα της την γέμισε θάρρος. Βαρέθηκα να φοβάμαι.

Με μία απότομη κίνηση γύρισε από την άλλη και μπήκε στην βιβλιοθήκη. Ο Νίκολας στεκόταν στο ίδιο σημείο που τον είχε αφήσει.  Οι μπούκλες του έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του, αλλά δεν μπορούσαν να κρύψουν την έκφρασή του. Η Άριελ ένιωσε να πονάει με τον πόνο που προέδιδε, τον πόνο που εκείνη είχε προκαλέσει.

"Τι; Αν θες να μου τονίσεις πάλι ότι-"

Δεν πρόλαβε να πει τίποτα παραπάνω.

Η Άριελ διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές τα μέτρα που τους χώριζαν. Τύλιξε τα χέρια της στο πρόσωπό του και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Και με μία απλή κίνηση τον φίλησε.

Και ξαφνικά τα πάντα σώπασαν. Μα τι σιωπή. Τι όμορφη σιωπή. Η Άριελ ένιωσε το συναίσθημα να κυλάει αργά στις φλέβες της, σαν μέλι. Κάτι την τραβούσε πάνω του, μία δύναμη αμάχητη. Ξαφνικά η απόσταση που τους χώριζε αυτούς τους μήνες ήταν ανυπόφορη, ασύλληπτη. Το τείχος, που με τόσο κόπο είχε χτίσει ανάμεσά τους, διαλύθηκε στα πόδια της σαν κάστρο από άμμο. Μα πώς σκέφτηκε ποτέ ότι μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό το συναίσθημα;

Τα χέρια του κράτησαν σφιχτά την μέση της, τσαλάκωναν το σακάκι της στολής της. Τα δάχτυλά της περνούσαν πάνω από τα ζυγωματικά του και μπλέκονταν στις μπούκλες που τόσο καιρό μόνο από μακριά άφηνε τον εαυτό της να θαυμάζει. Έλιωνε ο ένας πάνω στον άλλον. Η μυρωδιά του γέμιζε τα ρουθούνια της.

Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.

Πόσος καιρός είχε περάσει; Όχι μόνο από το φιλί με τον Έντουαρντ -από την τελευταία φορά που είχε νιώσει έτσι. Το στήθος της πονούσε από το πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της. Ανέπνεε βαριά, έπαιρνε ό,τι μπορούσε. Ήταν εκείνη η καταραμένη συνήθεια του να χάνει κάτι την στιγμή που το έβρισκε, που την έκανε να θέλει να μείνει εκεί για πάντα και, αν δεν μπορούσε, να κρατήσει από την στιγμή ό,τι προλάβαινε.

Πρώτα απομακρύνθηκε εκείνη. Ακούμπησε πίσω στις φτέρνες της, αλλά δεν μπορούσε να πείσει ακόμα τον εαυτό της να απομακρύνει τα χέρια της. Όχι ακόμα. Σαν όνειρο που θες να συνεχίσεις όταν ξυπνήσεις. Κράτησε τα μάτια της κλειστά.

Ο Νίκολας ήταν σοκαρισμένος. Δεν μπορούσε να πει τίποτα -τι να έλεγε άλλωστε; Η καρδιά του είχε απλωθεί στο στήθος του. Με τι λόγια να περιέγραφε το μούδιασμα του εκείνη την στιγμή, την φωτιά που ένιωθε να σιγοκαίει το δέρμα του;

Και χωρίς άλλη κουβέντα, η Άριελ ξερίζωσε τον εαυτό της από πάνω του και βγήκε από την βιβλιοθήκη βαριανασαίνοντας.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου, να μιλώ για σένα και για μένα.

Έπρεπε πρώτα να τα βρει με τον εαυτό της. Έπρεπε να την φτιάξει. Είχε μία ευκαιρία σε κάτι σημαντικό και δεν θα το κατέστρεφε. Δεν θα τον ξαναπλήγωνε, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Του το χρωστούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top