ΔΥΟ

Song: People help the people - Birdy

Οι δύο κοπέλες βγήκαν από το γραφείο με συγχρονισμένα βήματα. Η Άριελ παρατήρησε την στολή που φορούσε η Αλεξάνδρα: μία μαύρη πλισέ φούστα, με ένα άσπρο πουκάμισο και μαύρο σακάκι. Ακόμα, μία κόκκινη γραβάτα, ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες που έφταναν μέχρι το γόνατό της και τέλος, η Άριελ είδε το σήμα της Ακαδημίας ραμμένο στην δεξιά μεριά του σακακιού, ένα λατινικό κόκκινο L, μέσα σε έναν άσπρο θυρεό και τυλιγμένο από κισσό.

"Οι τάξεις είναι από εδώ", η Αλεξάνδρα έδειξε στα αριστερά τους, "Είμαστε στο ίδιο τμήμα και είσαι δύο δωμάτια μακριά από το δικό μου, οπότε ό,τι θελήσεις οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να μου πεις" εξήγησε σπάζοντας την σιωπή και πέρασε μπροστά από την Άριελ.

Η Άριελ συνειδητοποίησε ότι η υπερβολική ησυχία οφειλόταν στο ότι όλοι βρίσκονταν στις τάξεις τους. Βγήκανε στον προθάλαμο, όπου η Άριελ είχε μιλήσει με τον Λάρυ, και άρχισαν να ανεβαίνουν την μεγάλη κεντρική σκάλα, που υπέθεσε ότι οδηγούσε στους κοιτώνες.

Προσπάθησε να δημιουργήσει έναν νοητό χάρτη στο μυαλό της: είσοδος, προθάλαμος, δεξής διάδρομος γραφείο διευθύντριας, κεντρική σκάλα δωμάτια και αριστερός διάδρομος οι τάξεις.

"Η τραπεζαρία είναι στο τέλος του διαδρόμου μετά το γραφείο της κυρίας Ζενισέλ. Εκεί παίρνουμε όλα τα γεύματα. Ήρθες πάνω στην ώρα για το μεσημεριανό που θα σερβιριστεί σε..." κοίταξε το κομψό ρολόι στον λεπτό καρπό της "είκοσι λεπτά! Θεέ μου πρέπει να σε πάω γρήγορα στο δωμάτιό σου!" αναφώνησε και άνοιξε το βήμα της.

Η Άριελ την ακολούθησε γελώντας και ανανέωσε τον νοητό της χάρτη. Δεν αναρωτιόταν πια αν ο Πατέρας άκουγε κάθε τέτοια μικρή αναφορά των θνητών στο όνομά του. Ήξερε ότι δεν το έκανε -αν δεν απαντούσε στις δικές της, γιατί να απαντά στων ανθρώπων;

"Τελικά σε φωνάζουν Αλεξάνδρα ή Άλεξ;" προσπάθησε να ανοίξει συζήτηση και η καστανή κοπέλα γύρισε να την κοιτάξει.

"Άλεξ. Αλεξάνδρα ήταν η γιαγιά μου" σχολίασε παίρνοντας μία ασυναίσθητα νοσταλγική έκφραση και η Άριελ χαμογέλασε.

Τα μαλλιά της Άλεξ χοροπηδούσαν χαριτωμένα πάνω στην πλάτη της, καθώς ανέβαινε βιαστικά την σκάλα. Σταμάτησε στην κορυφή της και περίμενε την Άριελ, ενώ εκείνη κοιτούσε τριγύρω της την ακριβή διακόσμηση με τα κηροπήγια και τους πίνακες, περνώντας απαλά το ελεύθερο χέρι της πάνω από την ξύλινη κουπαστή.

Προσπαθούσε να θυμηθεί πώς της είχε φανεί η πρώτη φορά σε οικοτροφείο. Θυμόταν ότι είχε φτάσει εκεί τον Σεπτέμβριο του 1968, και πέρασε τα εφηβικά χρόνια της ένατης ζωής της μέσα στους πέτρινους τοίχους εκείνου το σχολείου θηλέων. Τρόποι και σερβίτσια και αμέτρητες ώρες γαλλικών, γνώσεις που κατείχε ήδη από προηγούμενες ζωές και τώρα δεν της έλεγαν τίποτα.

Όταν το πόδι της ακούμπησε το τελευταίο σκαλοπάτι, ακούστηκε ένα τρίξιμο που γέμισε τον διάδρομο μπροστά της. Η Άλεξ την κοιτούσε με ένα απροκάλυπτα φιλοπερίεργο βλέμμα. Τα μάτια της έτρεχαν πάνω στο πρόσωπό της Άριελ και ενίοτε συνοφρυωνόταν σαν να της θύμιζε κάτι, αλλά να μην μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Φαινόταν έντονος χαρακτήρας, η Άριελ μπορούσε να το καταλάβει από τον τρόπο που τα τελευταία λεπτά έμοιαζε να συγκρατεί τον εαυτό της από το να πει πολλά, να ρωτήσει πολλά.

"Πώς έφτασες εδώ; Εννοώ γιατί δεν ήρθες από την αρχή της χρονιάς;" ρώτησε η Άλεξ σε χαλαρό τόνο.

"Ξεκίνησα στο παλιό μου σχολείο την χρονιά. Ουσιαστικά, η πρόταση να έρθω εδώ υπήρχε από το καλοκαίρι, αλλά οι γονείς μου το αποφάσισαν τελικά, αφού πέρασε ένας μήνας στο άλλο σχολείο" απάντησε η Άριελ, φορώντας καλύτερα το σακίδιο που γλιστρούσε πάνω στο δερμάτινο της.

"Μην ανησυχείς πάντως. Και εδώ μέχρι τώρα δεν έχουν τσιτώσει τα πράγματα. Δίνουν περίπου έναν μήνα προσαρμογής και για τους καινούριους και για εκείνους που τους λείπουν οικογένειες, φίλοι, κατοικίδια, εσωτερικά τζακούζι και μπλα μπλα μπλα" συμπλήρωσε σαρκαστικά.

Η Άριελ γέλασε.

"Εσένα δεν σου λείπουν;"

"Εμείς είχαμε μόνο εξωτερικό τζακούζι" απάντησε δήθεν ψωνισμένα και γέλασαν.

"Οι δικοί σου εννοώ" εξήγησε η Άριελ και η Άλεξ έσφιξε τα χείλη της σε μία κυνική έκφραση.

"Όχι, όχι ιδιαίτερα. Με τους δικούς μου έχουμε περίεργη σχέση, μην το ψάχνεις. Εφόσον δεν τους λείπω, δεν μου λείπουν. Δούναι και λαβείν. Αυτό δεν είναι το λογικό;" ρώτησε, σαν να ήταν κάτι το εμφανές.

"Δεν ξέρεις ότι δεν τους λείπεις" παρατήρησε διστακτικά η Άριελ.

"Αν τους έλειπα, δεν θα με έστελναν εδώ. Και ακόμα κι αν με έστειλαν, δεν θα με άφηναν εδώ για πέντε χρόνια. Αλλά δεν κρατάω κακίες. Εδώ έχω γνωρίσει άτομα που αγαπώ περισσότερο από τους γονείς μου. Θα δεις, η Ακαδημία δεν έχει καμία σχέση με άλλα οικοτροφεία. Εδώ βρίσκεις όντως οικογένεια" ανταπάντησε η Άλεξ σαν να ήταν μία ιστορία που είχε επαναλάβει πολλές φορές.

Η Άριελ, αντί να νιώσει λύπη όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος, κατακλύστηκε από ένα κύμα κατανόησης.

Ακούς Πατέρα; Αν τους έλειπε δεν θα την έστελναν εδώ. Η Άριελ άκουγε τις σκέψεις της να γεμίζουν το κεφάλι της θυμωμένες και τις έδιωξε αμέσως. Δεν είχε νόημα. Το ήξερε. Το είχε καταλάβει πια. Δεν απαντούσε σε καμία από τις προσευχές της τους τελευταίους πέντε αιώνες, πόσο μάλλον σε εκνευρισμένες σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις ενοχλούσαν ακόμα και την ίδια -ήταν αρχαία και έκανε σαν παιδάκι.

"Εδώ είναι το δωμάτιό σου" είπε η Άλεξ σταματώντας μπροστά από μία ξύλινη πόρτα με το νούμερο 23, "και εκεί είναι το δικό μου" συμπλήρωσε δείχνοντας πιο κάτω στον διάδρομο το δωμάτιο με το νούμερο 26".

Στο προηγούμενο σχολείο της, η αλήθεια είναι ότι δεν είχε προσπαθήσει πολύ να πιάσει φιλίες. Περιστασιακές παρέες ναι, αλλά μία μπύρα μια στο τόσο και σποραδικές προσκλήσεις σε πάρτυ δεν συνιστούν ακριβώς σχέσεις ζωής. Κι αν ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της, το προτιμούσε έτσι.

Δεν μπορούσε να σέρνει άλλα άτομα από την αρχή κάθε ζωής μέχρι το τέλος. Σπάνια το έκανε πια. Την κούραζε, την έφθειρε. Οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους προσπαθούσε σε κάθε ζωή της ήταν η οικογένειά της και ήταν αρκετό. Οι ανθρώπινες σχέσεις ήθελαν κόπο και προσπάθεια, την οποία δεν ήταν πάντα διατεθειμένη να καταβάλλει πια. Έμαθε να μην προσπαθεί να σώζει πράγματα με ημερομηνία λήξης.

"Σε ευχαριστώ πάρα πολύ" είπε η Άριελ χαμογελώντας πλατιά και ειλικρινά στην νέα γνωριμία της.

"Χαρά μου. Να ξέρεις, από όταν χτυπήσει το κουδούνι έχεις δέκα λεπτά να πας στην αίθουσα, αλλιώς κλείνουν τις πόρτες και δεν νομίζω να θέλεις να κάνεις θεματική είσοδο την πρώτη σου μέρα εδώ. Ελπίζω να τα ξαναπούμε, τζίντζερ!" αναφώνησε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο δωμάτιό της.

Το χαμόγελο της Άριελ έσβησε αργά, καθώς απλώθηκε ησυχία στον μεγάλο διάδρομο. Η Άλεξ είχε μία θετική αύρα που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Γύρισε προς την πόρτα της και είδε μέσα στην κλειδαριά ένα χρυσό κλειδάκι, με μία κόκκινη κορδέλα δεμένη στην άκρη του. Η κοπέλα χαμογέλασε στην θέα του χαριτωμένου αντικειμένου. Το γύρισε μέσα στην κλειδαριά και κατέβασε το πόμολο.

Το δωμάτιο ήταν μικρό αλλά φωτεινό και η Άριελ ακούμπησε βιαστικά την τσάντα της στο έδαφος. Ήθελε να τακτοποιηθεί με την ησυχία της, αλλά η Άλεξ είχε δίκιο -δεν ήθελε να κάνει θεαματική είσοδο στην τραπεζαρία. Άνοιξε την ντουλάπα της και είδε, όπως υποσχέθηκε η διευθύντρια, τρεις κρεμάστρες, με τρεις πανομοιότυπες σιδερωμένες στολές.

Την στιγμή που άγγιξε την πρώτη κρεμάστρα, ακούστηκε το κουδούνι και με βιαστικές κινήσεις η Άριελ άρχισε να ξεντύνεται για να φορέσει την στολή της. Ύστερα από εφτά πολύ αγχωτικά λεπτά, έδενε τα κορδόνια του αριστερού της παπουτσιού της. Μπορούσε να ακούσει τον χαμό που γινόταν έξω από την πόρτα της, καθώς αγόρια και κορίτσια πήγαιναν να αφήσουν τις τσάντες και τα βιβλία τους στα δωμάτιά τους, για να πάνε για φαγητό.

Έτοιμη πια, τινάχτηκε όρθια και στρώνοντας το σακάκι και τα μαλλιά της άνοιξε την πόρτα. Βγήκε στον διάδρομο νιώθοντας μία ενόχληση στο αριστερό της πόδι. Πάλευε να στρώσει την κάλτσα της, όταν ξαφνικά έπεσε πάνω σε κάποιον.

"Συγγνώμη" μουρμούρισε ήσυχα, όταν το αγόρι -το κατάλαβε από το παντελόνι που έβλεπε μπροστά της πεσμένη στο έδαφος- αναφώνησε από την σύγκρουση τους.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα -όσα χρειάστηκαν για να γυρίσει και να την κοιτάξει, της χαμογέλασε ευγενικά και άπλωσε το χέρι του για να την βοηθήσει. Η Άριελ δεν θα μπορούσε να ντραπεί περισσότερο.

Μισή ώρα σε αυτό το σχολείο και έγινα ήδη ρεζίλι. σκέφτηκε από μέσα της και έπιασε ταπεινωμένη το χέρι του αγοριού μπροστά της. Με μία κίνηση την τράβηξε όρθια στα πόδια της. Έκανε ένα βιαστικό βήμα πίσω, θέλοντας να απομακρυνθεί από κοντά του.

"Μην ανησυχείς, όλα καλά" της απάντησε χαλαρά και για ακόμα μία φορά την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα συγκρατημένο μειδίαμα. "Είσαι καινούρια; Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ" ρώτησε με φωνή τόσο βαθιά και απαλή που η Άριελ ανατρίχιασε.

Η χροιά ήταν τόσο γνώριμη, σύρθηκε κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της σαν χάδι από δάχτυλα. Της θύμισε την φωνή του.

"Ναι, ναι καινούρια. Μόλις έφτασα για την ακρίβεια" απάντησε βιαστικά και μόνο τότε άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στον μαθητή που στάθηκε δίπλα στο αγόρι που χτύπησε.

"Ραφ;" ρώτησε με κομμένη ανάσα, αναγνωρίζοντας τον, ενώ εκείνος την κοίταξε, σαν να την πρόσεξε μόλις.

Τα κατάμαυρα μάτια του γούρλωσαν και τα δικά της βούρκωσαν.

Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, καθώς κοιτούσε σοκαρισμένη τον αδερφό της.

"Άριελ;" η φωνή του Ραφ βγήκε πνιγμένη.

Είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είχε δει. Προφανώς, σκέφτηκε η Άριελ. Την τελευταία φορά είχε την πραγματική του μορφή. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα κοντά, έμοιαζε λίγο πιο κοντός, λιγότερο μυώδης. Σαν φυσιολογικός έφηβος. Η Άριελ συνοφρυώθηκε. Αναμειγνυόταν με τους θνητούς. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα και αφήνοντας το αγόρι με τα καστανά μάτια να τους κοιτάει μπερδεμένο, έπεσαν σχεδόν κλαίγοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Είχε τόσο καιρό να τον δει.

"Μα πώς; Γιατί είσαι εδώ; Πάει τόσος καιρός, σχεδόν ένας αιώνας και..." ρώτησε αγχωμένα πάνω στον λαιμό του μέσα από τα δάκρυά της, μα στο τέλος ένα γέλιο καθαρής ευτυχίας της ξέφυγε.

Ο αδερφός της, ο μόνος που την είχε επισκεφτεί όσο ήταν στην γη, βρισκόταν εκεί στα χέρια της, σάρκα και οστά από την πιο αγνή ύλη του κόσμου. Κρεμάστηκε περισσότερο πάνω του και σφίγγοντας την πλάτη του αναρωτήθηκε αν το έκοψαν κι εκείνου τα φτερά. Όχι, δεν θα το έκανε αυτό σε έναν αρχάγγελο. Κι εξάλλου, ο Ραφαήλ δεν θα έκανε ποτέ κάτι αρκετά κακό για να τιμωρηθεί έτσι.

"Όχι, όχι, δεν έγινε κάτι, αλλά-" η φράση του κόπηκε στην μέση, όταν θυμήθηκε ότι είχανε κοινό. "Θα τα πούμε αργότερα" της είπε χαμογελώντας πλατιά και βγήκε από την αγκαλιά της.

Κοίταξε το αγόρι δίπλα του που χαμογελούσε λίγο αμήχανα, ίσως μελαγχολικά παρακολουθώντας την σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά του.

"Αυτός είναι ο Νίκολας Φλέιμς. Από τους καλύτερους θν- ανθρώπους που έχω γνωρίσει εδώ πέρα" τον παρουσίασε και δάγκωσε τα χείλη του όταν παραλίγο να τον αποκαλέσει θνητό.

Η Άριελ χαμογέλασε σφιγμένα. Θυμόταν ακόμα την εποχή που αποκαλούσαν τους ανθρώπους "θνητούς" μεταξύ τους, λες και ο θάνατος ήταν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό τους. Θυμόταν που γελούσαν με την μικρότητα ορισμένων, που αναρωτιόνταν για ποιόν λόγο δεν αξιοποιούσαν σωστά τον λιγοστό χρόνο που είχαν. Τότε δεν καταλάβαινε. Τώρα όμως, ήταν μία από αυτούς, ζούσε ανάμεσά τους, με τους τρόπους και τις νοοτροπίες του, μία αθάνατη θνητή. Και το παραλίγο λάθος του Ραφαήλ έκανε τις ουλές στην πλάτη της να πονέσουν τόσο από νοσταλγία όσο και από μία παράδοξη αίσθηση προσβολής.

"Άριελ Έμπεργουϊνγκ" είπε και έδωσε το χέρι της στον νεαρό Φλέιμς.

"Χάρηκα" απάντησε χαρίζοντας της ένα παράξενο χαμόγελο και έσφιξαν τα χέρια τους.

Κόκκινη κλωστή δεμένη λέμε όταν αρχίζουν τα παραμύθια. Το χρώμα που είχε η κλωστή των τριών μοιρών δεν είχε τόση σημασία, όσο το ότι ο μεγάλος αργαλειός άρχισε να δουλεύει εκείνη την στιγμή. Και όπως κάθε προηγούμενη φορά, η Άριελ δεν κατάλαβε τίποτα.

"Προτείνω να πάμε για φαγητό πριν κλείσουν τις πόρτες" διέκοψε την περίεργη στιγμή ο Ραφ και οι δύο τους τον κοίταξαν συμφωνώντας.

Δώσε κλώτσο να γυρίσει, η μοίρα να αρχινίσει.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top