ΔΕΚΑΠΈΝΤΕ

Song: When I look at you - Miley Cyrus

"Αριήλ" η φωνή του Πατέρα της ήταν κάποτε πιο οικεία από την δική της.

Για αυτό, όταν την άκουσε στον ύπνο της, να προφέρειειδικά το αγγελικό της όνομα, ένιωσε να τραντάζεται ολόκληρη. Το όνειρο ήταν απλό, σε αντίθεση με αυτά που έβλεπε συνήθως. Δεν υπήρχαν περίεργες εικόνες ή πολλά χρώματα, ούτε κρυμμένα νοήματα. Υπήρχε εκείνη, ένα άσπρο δωμάτιο και ο Πατέρας της.

Δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί πόσο καιρό είχε να τον δει. Ήξερε ότι είχαν περάσει ακριβώς 503 χρόνια. Δεν της είχε μιλήσει, δεν την είχε ακούσει, δεν την είχε επισκεφθεί. Ούτε είχε στείλει ποτέ κάποιο μήνυμα με τον Ραφ. Καμία ένδειξη αγάπης ή, έστω, ενδιαφέροντος. Λες και από την στιγμή που παραβίασε τον νόμο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία θνητή. Και τουλάχιστον αυτών τις προσευχές τις άκουγε μερικές φορές.

"Πατέρα" απάντησε ψυχρά.

"Μου έλειψες, παιδί μου" της είπε γρήγορα και η φωνή του για ακόμα μία φορά κάλυψε την Άριελ και τις σκέψεις της σαν φως.

"Αμφιβάλλω, Πατέρα" ανταπάντησε και γύρισε προς το μέρος του, χωρίς ωστόσο να σηκώσει το κεφάλι της προς τα εκείνον.

"Η αλήθεια είναι ότι είσαι η μόνη που μου έφερνε αντιρρήσεις εκεί πάνω, μου λείπει το κουράγιο σου"

"Και να πώς τιμωρήθηκα εξαιτίας του"

Δεν της άρεσε να είναι ψυχρή και απότομη. Δεν της άρεζε να πληγώνει και να πληγώνεται. Και ποτέ δεν είχε τολμήσει να μιλήσει έτσι στον Πατέρα. Ακόμα και την στιγμή που έχανε την φτερά της, το μόνο που μπορούσε να ψελλίσει ήταν μερικές ανώφελες προσευχές. Αλλά τώρα; Ω, τώρα, δεν θα φοβόταν να τον πληγώσει. Εξάλλου, ποτέ της δεν θα μπορούσε να τον πληγώσει όσο την πλήγωσε εκείνος.

"Το κουράγιο σου ήταν δώρο μου. Η ανυπακοή σου, λάθος σου" της είπε απλά, σαν να ήταν το πιο εμφανές πράγμα στον κόσμο.

Ο Πατέρας δεν ήξερε να αναγνωρίζει μία προσβολή όταν την έλεγε, γιατί τον ίδιο κανείς δεν τολμούσε να τον προσβάλει. Κανείς από αυτούς που άκουγε, τέλος πάντων. Οπότε ο εκνευρισμός της Άριελ θα φαινόταν στα μάτια του, τόσο ανόητος όσο και στον Ραφ. Οι ώμοι της κοπέλας έπεσαν στην συνειδητοποίηση.

"Όχι, Πατέρα" είπε και προσπάθησε πολύ να συγκρατήσει την πικρία στην φωνή της. "Η ανυπακοή μου δεν ήταν κανενός λάθος. Ήταν η αναγκαία λύση που υπαγόρευσε η αγάπη και πάντα θα υπακούω σε αυτήν".

"Δεν φαίνεται να κάνεις αυτό τόσο καιρό εδώ κάτω. Είσαι δυστυχισμένη, παιδί μου" είπε και η ανησυχία στην φωνή του έκανε για μία στιγμή την Άριελ να βλεφαρίσει.

Και πάλι όμως, δεν μπόρεσε να σταματήσει το κύμα εκνευρισμού που την κυρίευσε.

"Είμαι δυστυχισμένη; Λες; Ναι, αναρωτήσου γιατί, Πατέρα και ίσως τότε καταλάβεις ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο" απάντησε ειρωνικά.

"Κι όμως, μπορείς" είπε, ανεπηρέαστος από τα λόγια της.

"Τι;"

"Επέστρεψε στον Παράδεισο"

"Όχι" η απάντησή της ήρθε γρήγορα, αυτόματα, ίδια και απαράλλαχτη από κάθε άλλη φορά που ο Ραφ της πρότεινε ακριβώς το ίδιο πράγμα.

"Ζήτα συγγνώμη και επέστρεψε σε εμάς, στην οικογένειά σου"

"Όχι"

"Στα άτομα που σε αγαπάνε" είπε και δεν φαινόταν καν να προσέχει την αντίρρησή της.

Η Άριελ κουνούσε τώρα έντονα αρνητικά το κεφάλι της, λες και αυτό θα τον σταματούσε. Θα μπορούσε να αναποδογυρίσει αυτόν τον κόσμο, να βάλει φωτιά στην ίδια την βροχή, να σβήσει τον ήλιο και ο Πατέρας δεν θα καταλάβαινε ποτέ την άρνησή της.

"Έχω και εδώ άτομα που με αγαπάνε" του αντιγύρισε, με δακρυσμένα μάτια, αλλά εκείνος απλώς κάγχασε.

"Εσύ όμως δεν τους αγαπάς, έτσι δεν είναι; Δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να αγαπήσει κανέναν" διαπίστωσε και η Άριελ ένιωσε τον κόμπο στον λαιμό της να την σφίγγει τόσο πολύ, ώστε πάλευε για τις ανάσες της.

"Να υποθέσω ο Ραφαήλ σου έχει δώσει πλήρη αναφορά για την ζωή μου στους πέντε αιώνες της απουσίας σου, ε; Δυστυχώς έχεις χάσει κάποια επεισόδια, Πατέρα και δεν είναι η ώρα να σου τα εξηγήσω, ούτε υπάρχει λόγος"

"Φυσικά και υπάρχει λόγος να μου μιλάς. Πάντα θα υπάρχει" η φωνή του ήταν τώρα γλυκιά, απαλή, σαν τα πρωινά αεράκια που έστελνε για να εξαπατά τους θνητούς.

"Σταμάτα να λες ψέματα!" του ούρλιαξε και τα δάκρυα της τρομαγμένα δραπέτευσαν από τα μάτια της.

"Αριήλ ηρέμησε..." την παρακάλεσε, μα όταν η φωτιά έχει ανάψει και το πιο απαλό πρωινό αεράκι την τροφοδοτεί.

"Μην μου λες να ηρεμήσω! Τόσα χρόνια, τόσα χρόνια αφότου έφτασα εδώ, προσπάθησα να σου μιλήσω, να σε ικετεύσω να με ακούσεις, να σου εξηγήσω, αλλά ούτε μία φορά δεν απάντησες στις προσευχές μου" τα λόγια της έσβηναν  μπροστά στον πόνο της.

Πέντε αιώνες. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τέτοιους χρόνους. Μισή χιλιετία, και κάτι παραπάνω. Αν η μαμά της Ρίτα δεν απαντούσε στο τηλέφωνο τις Κυριακές και τις Τετάρτες, η Ρίτα ανησυχούσε και τρόμαζε. Της έλειπε. Και άκουγε την φωνή της κάθε βδομάδα, την έβλεπε σε γιορτές και μέρες επισκεπτηρίων.

Η Άριελ είχε να δει τους δικούς της πέντε αιώνες. Και ένιωθε ανέκαθεν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει τον πόνο της. Και είχε δίκιο. Γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος άγγελος, πόσο μάλλον θνητός, που να είχε τιμωρηθεί με τον τρόπο ή για τον λόγο που τιμωρήθηκε εκείνη.

"Τις άκουγα όμως" της είπε.

"Και με έστελνες κατευθείαν στον τηλεφωνητή; Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου" του απάντησε και η ειρωνεία πλέον έσταζε από τα χείλη της σαν φάρμακο.

"Μην μου μιλάς έτσι. Εξακολουθώ να είμαι ο Πατέρας σου" η φωνή του ήταν τώρα αυστηρή.

Αυτά κράτα τα για τους θνητούς.

"Ήσουν ο Πατέρας μου" τον διόρθωσε.

"Μην λες ανοησίες"

Με μία βιαστική κίνηση σκούπισε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. "Τι θες εδώ; Δεν πιστεύω ούτε για ένα λεπτό ότι παραμέρισες τον εγωισμό σου και με επισκέφτηκες για να δεις τι κάνω".

"Ήθελα για μία φορά αυτοπροσώπως να σου κάνω την πρόταση που σου μεταφέρει τόσα χρόνια ο Ραφαήλ. Έλα πίσω"

"Δεν θέλω!" ούρλιαξε για ακόμα μία φορά και άκουσε την εκνευρισμένη ανάσα που πήρε ο Πατέρας.

"Μπορούμε να σε συγχωρέσουμε. Έχεις καθαρή και αγνή ψυχή Αριήλ, μπορείς ακόμα να μετανοήσεις και να επιστρέψεις"

"Και ο Λεβάιθαν είχε καθαρή ψυχή, αλλά εκείνον δεν θυμάμαι να του έκανες την ίδια πρόταση" του αντιγύρισε ψυχρά.

δαίμονας σου έκανε την επιλογή του, όταν ήρθε η στιγμή να το κάνει. Επέλεξε τον Λούσιφερ και η ιστορία λήγει εκεί. Από την στιγμή που πρόδωσε τον Παράδεισο, δεν μπορεί να επιστρέψει. Όταν έχεις δει την κόλαση, παύεις να είσαι άγγελος"

Μα κι εκείνη είχε ήδη δει την κόλαση. Δεν ήξερε πού την έστειλε; Δεν ήξερε τι είχε δει; Δεν ήξερε ποια ήταν η πραγματική της τιμωρία;

"Είχε όνομα! Τον καταδίκασες σε θάνατο. Διάολε, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να πεις το όνομά του" υπερασπίστηκε την παλιά της αγάπη με τα τελευταία θραύσματα ψυχής και κουράγιου που της είχε αφήσει αυτή η συζήτηση.

"Μην βάζεις τον Λούσιφερ ανάμεσά μας. Γύρνα πίσω στην οικογένειά σου"

"Πες το όνομά του!" απαίτησε φωνάζοντας.

"Σου έλειψαν τα φτερά σου, έτσι δεν είναι;"

Η Άριελ ένιωσε την καρδιά της να σταματάει. Ναι. Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Για μία στιγμή παραλίγο να αγνοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Πατέρας απέφυγε την απαίτηση της. Αλλά ήξερε ότι ούτως ή άλλως η περηφάνια του ήταν λίγο μεγαλύτερη από την δική της και μόνο για αυτό δεν θα έλεγε ποτέ το όνομα του Λεβάιθαν.

Ο Πατέρας δεν περίμενε καν την απάντηση της. Με μία κίνηση που έκανε την Άριελ να πάρει μία βαθιά ανάσα, ένιωσε κάτι να ανθίζει στην πλάτη της. Την κατέκλυσε ανακούφιση, σαν κάτι που καιρό πίεζε να βγει από τις ωμοπλάτες της επιτέλους ελευθερώθηκε. Σχεδόν δάκρυσε από την συγκίνηση.

Γύρισε να τα κοιτάξει. Της είχαν λείψει τόσο πολύ. Τόσο μα τόσο πολύ. Όταν έχεις μάθει μία ζωή να πετάς, η γη και το περπάτημα και η βαρύτητα, μοιάζουν με αλυσόδεσμο. Τα κούνησε λίγο, τα κοίταξε να παίρνουν ζωή. Ένιωσε να της χαμογελούν. Και, σαν από συνήθεια, τα τίναξε και ξαφνικά βρέθηκε να πετάει ψηλά στο όνειρό της. Ήταν τόσο λαμπερά και μεγάλα που την τύφλωναν, μα δεν ήθελε να βλέπει κάτι άλλο.

Και τότε εξαφανίστηκαν -απλά, σε ένα δευτερόλεπτο, σε έναν μόνο χτύπο της καρδιάς της- και η Άριελ άρχισε να πέφτει, να βυθίζεται, να κυνηγάει το έδαφος. Την στιγμή που  θα προσγειωνόταν στα πόδια του, ξύπνησε ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις που προέφερε: "Να προσέχεις, παιδί μου. Ο Παράδεισος είναι ανοιχτός για σένα, μα τώρα είναι και η Κόλαση".

Όταν πετάχτηκε ιδρωμένη και ξέπνοη από το κρεβάτι της, ένιωσε το κενό πίσω από την πλάτη της το ίδιο μεγάλο και αβάσταχτο με την πρώτη της στιγμή στην γη. Κοίταξε γύρω της. Κοίταξε την ακινησία των πραγμάτων που την περιτριγύριζαν: το γραφείο, την ντουλάπα, την ανόητη καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού της. Και αναρωτήθηκε πώς μετά από ένα τέτοιο όνειρο τολμούσαν να την κοιτάνε χωρίς να κάνουν τίποτα.

Συγκράτησε την επιθυμία της να κλάψει και να ουρλιάξει. Να κλείσει τα μάτια της και να μείνει για πάντα κρυμμένη κάτω από τα παπλώματα της. Να βυθίσει τα χέρια της στα αναθεματισμένα κόκκινα μαλλιά της και να ξεριζώσει κάθε τούφα. Να ανέβει στο ανοιχτό παράθυρο και να δει αν τα φτερά της βγουν έστω για μία στιγμή, καθώς θα έπεφτε.

Μα δεν θα το έκαναν. Θα έπεφτε και θα έπεφτε και θα έπεφτε, όπως στο όνειρό της, μα τότε θα ήταν πραγματικότητα και δεν θα προσγειωνόταν στο κρεβάτι της, αλλά στην επόμενη ζωή της. Θα έκλεινε τα μάτια της και την τελευταία ανάσα που θα έπαιρνε πριν σκάσει στο έδαφος θα την διαδεχόταν μία καινούρια ανάσα στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.

Και κάτι σε αυτήν την συνειδητοποίηση την έκανε να θέλει να ουρλιάξει ακόμα περισσότερο.

Σηκώθηκε όρθια και ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Μια σκοτοδίνη κάλυψε κάθε σκέψη της και συνόδευσε μία σειρά από τις χθεσινές στιγμές, σαν ταινία που είχε δει μία φορά στο παρελθόν. Της φαινόταν γνωστή, αλλά όχι αρκετά γνωστή, ώστε να καταλάβει αμέσως ότι πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια. 

Και όταν το κατάλαβε; Ω, όταν το κατάλαβε. Η κοκκινομάλλα ένιωσε να φουντώνει μέσα της. Να θυμώνει με τα πάντα. Με τον εαυτό της, τον Νίκολας, τον Πατέρα, μέχρι και τον Ραφ που σηκώθηκε και την άφησε. Σιχάθηκε τον εαυτό της και σιχάθηκε τον καθημερινό πονοκέφαλο. Τι πήγες να κάνεις;

Αγνόησε την πιο σημαντική ερώτηση όμως. Γιατί το ήθελες;

Τρίβοντας το μέτωπό της, κουρασμένη από τις σκέψεις και τις τύψεις, κοίταξε το ξυπνητήρι της και συνειδητοποίησε ότι θα χτυπούσε σε δεκατρία ακριβώς δευτερόλεπτα. Το κοπάνησε την στιγμή που άρχισε να χτυπάει και αμέσως μόλις νόμισε ότι θα ηρεμούσε, κάποιος άρχισε να χτυπά την πόρτα της.

"Γιατί δεν μπορεί κανένας να με αφήσει στην ησυχία μου;" μονολόγησε εκνευρισμένη και προχώρησε προς την ξύλινη πόρτα.

Πριν καν αναλογιστεί την πιθανότητα στην άλλη μεριά να βρίσκεται το τελευταίο άτομο που θα ήθελε να δει εκείνη -και πιθανώς κάθε επόμενη- μέρα, γύρισε το πόμολο και μπροστά της βρέθηκε η Ρίτα δακρυσμένη.

"Ρίτα, τι έγινε; Είσαι καλά;" την ρώτησε ανήσυχη και στην θέα της βουρκωμένης φίλης της ξέχασε τα προβλήματά της.

"Είναι- Θα σου ακουστεί χαζό... Απλά πήγαινα προς την Άλεξ, αλλά άκουσα που έκλεισες το ξυπνητήρι σου και σκέφτηκα να μην ξυπνήσω εκείνη και μέθυσε πολύ χτες οπότε δεν ήθελα ούτως ή άλλως να την ξυπνήσω και ξέρω ότι κι εσύ ήσουν χάλια χτες, αλλά μάλωσα χτες με τον Λουκ και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου και αφού ήσουν ξύπνια-" άρχισε να λέει η Ρίτα γρήγορα και η φωνή της έμοιαζε να σπάει σε ορισμένα σημεία.

"Πέρνα μέσα, μην μου τα λες στην πόρτα. Καλά έκανες και ήρθες" την καθησύχασε γλυκά η κοκκινομάλλα και η Ρίτα την προσπέρασε.

Η Άριελ έκλεισε την πόρτα πίσω τους και την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι της.

"Τώρα ήσυχα πες μου, αν θέλεις, γιατί μαλώσατε;" ρώτησε η Άριελ και κάθισε οκλαδόν μπροστά της.

"Δεν έχω φάει εδώ και δύο μέρες" απάντησε αρχικά η Ρίτα με σοβαρή φωνή.

Η Άριελ την κοίταξε μπερδεμένη. Μα φυσικά έφαγες. Στα πρωινά ερχόσουν μαζί μου και έβαζες φαγητό στο πιάτο και, όταν καθόμασταν, το πιάτο σου ήταν ακόμα γεμάτο. Το ίδιο και στο μεσημεριανό, θυμάμαι να σε κοιτάω να γεμίζεις το πιάτο και- Αλλά ποτέ δεν το άδειαζες.

Η Άριελ πρέπει να φάνηκε έκπληκτη, όταν συνειδητοποίησε ότι η φίλη της έλεγε την αλήθεια και αυτό έδωσε το έναυσμα στην Ρίτα να συνεχίσει την εξιστόρηση της.

"Απλά επειδή χτες ήταν η Φωτιά και ήθελα πολύ να βάλω εκείνο το μπλουζάκι και δεν έπρεπε- Δεν μπορούσα να-" οι λέξεις κρατιόντουσαν σαν απελπισμένες από την γλώσσας της και ποτέ δεν εγκατέλειπαν το στόμα της.

Η κοπέλα ξέσπασε σε κλάματα. Η Άριελ με γρήγορες κινήσεις σηκώθηκε κι έκατσε δίπλα της. Με το ένα χέρι χάιδευε το μπράτσο της και με το άλλο την πλάτη της σε μία προσπάθεια να την ηρεμήσει. Το σώμα της τρανταζόταν από τους λυγμούς.

Μα τι στο καλό εννοούσε η Ρίτα; Η Άριελ από την πρώτη ήδη μέρα είδε ότι ήταν από τις πολλές κοπέλες που μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά τους και να χωρέσεις την γάμπα τους στον κύκλο του δείκτη και του αντίχειρά σου. Μα δεν έδωσε παραπάνω σημασία. Αλλά έπρεπε, πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα;

"Ο Λουκ το συνειδητοποίησε σχεδόν κατά λάθος χτες όσο σε έφερνε πάνω ο Νίκολας και έγινε έξαλλος και είπε μερικά άσχημα πράγματα. Είπε ότι άμα ξανακυλούσα ένας Θεός ξέρει τι θα μου συνέβαινε. Αλλά το έχω υπό έλεγχο, δεν μπορεί να το καταλάβει. Από σήμερα κι όλας θα ξαναρχίσω κανονικά. Ήταν απλά για τα ρούχα και δεν μπορούσα να με κοιτάω στον καθρέφτη κι όλα τα παραπάνω κιλά απλά να πετάγονται έξω από την μπλούζα. Είχα ξεφύγει, το ξέρω και ξέρω πόσο παράλογο ακούγεται, αλλά τώρα είμαι καλά, είμαι αλήθεια καλά!" επέμεινε η Ρίτα και η φωνή της γινόταν λίγο πιο ψιλή σε μερικά σημεία.

Η Άριελ ένιωθε την καρδιά της να πονά στα λόγια της Ρίτα. Ήταν μικροκαμωμένη, λεπτή όσο μία βελόνα, ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Και πίστευε ότι φαινόταν το οτιδήποτε πέρα από ένα κενό κάτω από την μπλούζα της; Νόμιζε πραγματικά ότι τα παραπάνω κιλά που σε καμία περίπτωση δεν διέθετε, την έκαναν λιγότερο όμορφη;

Αυτός ήταν ο δαίμονας της. Αυτός ήταν ο δαίμονας που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο φύλακας άγγελός της. Και η Άριελ ήξερε να το σέβεται αυτό.

Η ανορεξία ήταν εκείνη η αρρώστια που μισούσε περισσότερο. Τόσες κοπέλες, φίλες της και μη, ο αγώνας τους εναντίον των θερμίδων, της μπουκιάς που γλιστρούσε στον οισοφάγο τους, η επιθυμία του να γίνουν κάτι λιγότερο από αεράκι, από τον αφρό μίας κόκα κόλα. Κοιτούσε την Ρίτα και δεν έβλεπε τίποτα λιγότερο από ό,τι έβλεπε πριν. Το μόνο που έκανε -και ήταν θέση της να κάνει- ήταν μία νοητή σημείωση να προσέχει το πιάτο της περισσότερο.

"Το ελπίζω αγάπη. Ο Λουκ είμαι σίγουρη ότι δεν εννοούσε κάτι κακό και όσα είπε τα είπε από αγάπη και ανησυχία. Ειδικά αν ήταν μεθυσμένος μην δίνεις σημασία σε σκληρά πράγματα που μπορεί να είπε. Όλα θα πάνε καλά" της είπε καθησυχαστικά και έτριψε λίγο ακόμα την πλάτη της.

Η αδερφή της προηγούμενης ζωής της το έβρισκε τρομερά χαλαρωτικό και είχε συνηθίσει να το χρησιμοποιεί.

"Την προηγούμενη φορά ήταν απαίσια. Απαίσια. Και δεν ξέρω γιατί νομίζει ότι θέλω να επιστρέψω εκεί. Δεν πρόκειται. Ήταν μία φορά, μία στιγμή αδυναμίας, αλλά δεν ξαναγυρνάω εκεί" έλεγε η Ρίτα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της γρήγορα και κατηγορηματικά και το βλέμμα της αν και ήταν καρφωμένο στο ξύλινο πάτωμα, είχε εμφανώς μεταφερθεί σε κάποια άλλη ανάμνηση, ένα άλλο δωμάτιο.

"Μην προσπαθείς να μου δικαιολογηθείς, δεν χρειάζεται να νιώθεις ένοχη. Δεν είναι κάτι απλό να ξεπεράσεις και είναι λογικά μερικές μικρές στιγμές αδυναμίας. Απλά να μην το ξανααφήσεις να πάρει τον έλεγχο. Είσαι πανέμορφη και το ξέρουμε όλοι αυτό. Και ο Λουκ. Και σε νοιάζεται πολύ για αυτό και ανησυχεί. Και τυφλός θα έβλεπε πόσο τρομερά ερωτευμένος είναι μαζί σου" της είπε χαμογελώντας και η Ρίτα ρούφηξε την μύτη της σαν μικρό παιδί.

"Αλήθεια λες;" ρώτησε και η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά που ένιωσε την καρδιά της να λιώνει.

"Φυσικά! Δεν τον έχεις δει πώς σε κοιτάει;" απάντησε πονηρά και η Ρίτα γέλασε κοκκινίζοντας ελαφρά.

"Κι εγώ τον αγαπάω. Πολύ. Μου στάθηκε τόσο πολύ. Όταν ακόμα και οι δικοί μου με κοιτούσαν απογοητευμένοι εκείνος απλά καθόταν δίπλα μου στο νοσοκομείο και δεν έφευγε ποτέ και-" μουρμούριζε και μετά από ένα σημείο απλά τα υπενθύμιζε στον εαυτό της, όταν ξαφνικά πετάχτηκε όρθια.

"Θεέ μου! Τι κάνω εδώ;" αναφώνησε και σκούπισε απότομα τα μάτια της.

Η Άριελ την κοιτούσε έκπληκτη από την απότομη αλλαγή στην διάθεσή της.

"Πρέπει να πάω να τον βρω και να του μιλήσω!" είπε με ψιλή φωνή και η Άριελ γέλασε.

"Ο Λάρυ δεν θα κάνει ακόμα επιδρομές στους διαδρόμους;" ρώτησε την μικροκαμωμένη κοπέλα, αλλά εκείνη κούνησε αδιάφορα το χέρι της.

"Τώρα έχουν αρχίσει να ξυπνάνε όλοι οπότε κανείς δεν θα με παρατηρήσει" απάντησε και η Άριελ ανασήκωσε τους ώμους της,καθώς σηκωνόταν όρθια χαμογελώντας ακόμα.

Η Ρίτα γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε απότομα και σφιχτά.

"Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια, τα χρειαζόμουν" μουρμούρισε πάνω στα κόκκινα μαλλιά της και η Άριελ την αγκάλιασε πίσω.

"Όποτε χρειαστείς να μιλήσεις σε κάποιον χωρίς ενοχές, μην διστάσεις να χτυπήσεις την πόρτα μου οποιαδήποτε ώρα" της απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια.

Συνήθως δεν κοιμάμαι καν.

"Σε αγαπώ, θα τα πούμε κάτω!" της είπε και, αφού της έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω.

"Α και Άριελ!" αναφώνησε βάζοντας το κεφάλι της μέσα στο δωμάτιο. "Θα μου δώσεις εξηγήσεις πάνω στο τι στο καλό έκανες στον καημένο τον Νίκολας και γύρισε στην φωτιά αμίλητος!"

Και έτσι η Άριελ ξαναβυθίστηκε στην επίπονη σιωπή της.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top