ΔΕΚΑΟΚΤΏ
Song: Take me to church - Hozier
"Δεν... Εγώ δεν..." η Άριελ δεν ήξερε πώς να απαντήσει.
Δεν ήξερε τι να πει, τι μπορούσε να αποκαλύψει. Δεν ήξερε τι μπορούσε να του πει που θα εξηγούσε όλα όσα είδε, από τον δαίμονα και τον Ραφ με τα φτερά, μέχρι την ίδια να μην ταράσσεται όσο θα έπρεπε από την παρουσία του δαίμονα.
"Εσύ δεν τι, Άριελ; Τι στα κομμάτια ήταν αυτό; Το είδα με τα μάτια μου και δεν- Δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό το πλάσμα ή γιατί ο Ραφ είχε φτερά και δεν έχω ιδέα γιατί το -ό,τι ήταν αυτό τέλος πάντων- φαινόταν να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για εσένα ή γιατί σε αποκάλεσε Αριήλ. Εγώ δεν..." η φωνή του πνίγηκε μέσα στον λαιμό του με ένα μουγκρητό εκνευρισμού και παραίτησης.
Ακούμπησε την πλάτη του το στον τοίχο απέναντι από την Άριελ και σύρθηκε μέχρι το πάτωμα του μικρού δωματίου. Με ένα σφύριγμα πόνου ακούμπησε την πληγή στο μπράτσο του και την κοίταξε σαν να μην είχε καταλάβει πότε έγινε. Κοπάνησε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια του παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
Η Άριελ σκέφτηκε την σκηνή που μόλις έζησε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό έγινε στην πραγματικότητα. Τι δουλειά είχε ένας δαίμονας στην γη; Υπήρχε αυστηρός νόμος σε παράδεισο και κόλαση: Κανείς δεν κατέβαινε στην γη χωρίς άδεια και χωρίς να μεταμορφωθεί. Το να παρουσιαστεί άγγελος ή δαίμονας σε θνητό, με την πραγματική του μορφή, ήταν επικίνδυνο και το γνώριζαν όλοι. Όποιος τολμούσε να παραβεί τον κανόνα, τιμωρούνταν από τον Πατέρα ή τον Λούσιφερ. Και για αυτό είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία φορά που κάποιος τον παράκουσε. Η Άριελ το θυμόταν από άγγελος ακόμα. Τουλάχιστον, ο Ραφ είχε προνοήσει για αυτό και η πραγματική αγγελική του λάμψη παρέμεινε κρυμμένη.
Και τότε μία ιδέα εμφανίστηκε στο μυαλό της: ο Ραφ. Φυσικά. Δεν θα άφηνε τους θνητούς που είδαν την σκηνή να την θυμούνται. Κάθε φορά που είχε γίνει παρόμοιο λάθος στο παρελθόν, οι αρχάγγελοι ήταν αυτοί που αναλάμβαναν να διορθώσουν την κατάσταση. Θα έσβηνε την μνήμη όλων, θα έβρισκε δικαιολογίες για τις ζημιές, ή μάλλον θα τις διόρθωνε ο ίδιος. Αφού δεν υπήρχαν Νέφιλιμ ή έκπτωτοι -ο Ραφ σίγουρα θα της είχε πει κάτι αν ήξερε-, η Άριελ ήταν η μόνη που θα θυμόταν τι είχε γίνει.
"Δαίμονας" απάντησε στην ερώτηση του Νίκολας και εκείνος άνοιξε απότομα τα μάτια του.
"Παρακαλώ;"
"Το πλάσμα ήταν δαίμονας" επανέλαβε η Άριελ.
"Μιλάς σοβαρά;" ρώτησε καγχάζοντας, μα το άγχος στην φωνή του υποδείκνυε ότι υπήρχε ένα κομμάτι του που την πίστευε.
"Σου φάνηκε για γκόλντεν ριτρίβερ;" αντιγύρισε ειρωνικά η κοκκινομάλλα και ο Νίκολας στραβοκατάπιε.
"Και ο Ραφ τι είναι;" συνέχισε τις ερωτήσεις.
Η Άριελ σκέφτηκε για μία στιγμή να του απαντήσει, αλλά ήξερε ότι ο Ραφ δεν θα το ήθελε και ήξερε ότι είχε μάλλον ήδη πει πολλά. Έτσι, σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά της, απαντώντας ψύχραιμα.
"Είχες δικαίωμα σε μία ερώτηση Φλέιμς"
"Μα-" πήγε να αντιδράσει, αλλά δεν πρόλαβε.
"Δεν ξέρω άλλα, αυτό μόνο. Δεν ξέρω ούτε για τον Ραφ ούτε τι έγινε μόλις εκεί πάνω" είπε δυναμώνοντας την φωνή της, μα ο Νίκολας συνέχισε να την κοιτάει καχύποπτα.
"Εντάξει. Ας πούμε ότι σε πιστεύω. Θα μου εξηγήσει ο Ραφ μόλις βγούμε από αυτό το μέρος" είπε και ακούμπησε πάλι πίσω στον τοίχο.
Την ίδια στιγμή ένας δυνατός ήχος ακούστηκε, το έδαφος δονήθηκε έντονα και το ταβάνι από πάνω τους άφησε λίγη σκόνη να πέσει.
"Τέλεια, απλά τέλεια" μουρμούρισε ο Νίκολας στον εαυτό του και έκλεισε τα μάτια του.
Η Άριελ έκανε να σηκωθεί. Στα αριστερά της υπήρχε μία ολόκληρη ραφιέρα με διάφορα πράγματα: απορρυπαντικά, χαρτιά και αυτό που ενδιέφερε την Άριελ, ιατρικά είδη.
"Μην σηκωθείς! Οι πατούσες σου είναι γεμάτες θραύσματα γυαλιού" αναφώνησε ο Νίκολας και η Άριελ κοίταξε τα ματωμένα πόδια της, έχοντας αγνοήσει εντελώς τον πόνο που τόσην ώρα έκαιγε τα πόδια της.
"Δεν πειράζει, το μπράτσο σου είναι χειρότερα" του είπε και σηκώθηκε όρθια, φτάνοντας εύκολα το κουτί πρώτων βοηθειών στο τέταρτο ράφι.
Κάθισε μπροστά στον Νίκολας, βγάζοντας από το κουτί βαμβάκι, οινόπνευμα, γάζες και ένα τσιμπιδάκι. Έβαλε λίγο από το μπλε υγρό σε ένα κομμάτι βαμβάκι και άρχισε να καθαρίζει την πληγή του. Ο Νίκολας συνοφρυώθηκε για μία στιγμή από τον πόνο, αλλά δεν ξαναντέδρασε.
"Θα παίξουμε τον γιατρό, τζίντζερ;" την ρώτησε με ένα παιχνιδιάρικο ύφος σε μία προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Ήταν όμορφη καθώς καθάριζε την πληγή με απαλές κινήσεις, απόλυτα συγκεντρωμένη στα χέρια της.
"Όλο βλακείες είσαι" του απάντησε και άφησε στην άκρη το λερωμένο βαμβάκι.
"Άουτς, προσεβλήθην" είπε και γύρισε και εκείνος το βλέμμα του προς την πληγή.
"Είναι όσο όμορφο όσο νιώθω ότι είναι;" ρώτησε κουνώντας ασυναίσθητα τον ώμο του από το τσούξιμο του οινοπνεύματος και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη.
"Κάτσε ήρεμα!" τον διέταξε και ο Νίκολας αμέσως γέλασε.
"Άου! Ξέρεις καν να χρησιμοποιείς αυτά τα πράγματα;" αναφώνησε, όταν την ένιωσε να πιέζει με περισσότερη δύναμη το βαμβάκι στην πληγή.
"Μπορείς να πεις ότι ήμουν νοσηλεύτρια σε προηγούμενη ζωή μου" του απάντησε και, αφού άφησε το βαμβάκι, έπιασε ένα κομμάτι γάζας και άρχισε να το τυλίγει γύρω από το μπράτσο του.
Μέσα στην σιωπή, ο Νίκολας ξαναγύρισε προς το μέρος της. Ήθελε να την ρωτήσει σε ποιόν μιλούσε, όταν κοιτούσε τον δαίμονα, τι σήμαιναν αυτά που του έλεγε, μα δεν το έκανε. Εξάλλου δεν ήξερε αν ήθελε να ακούσει την αλήθεια. Κοίταξε για μία στιγμή τα μαλλιά της που ακόμα και μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό, έλαμπαν και χάιδευαν ευλαβικά τους ώμους της. Άδραξε την ευκαιρία να παρατηρήσει με περισσότερη προσοχή, λόγω της κοντινής απόστασης, τις φακίδες που στόλιζαν τα ζυγωματικά και την μύτη της και τα πράσινα μάτια που κρατούσε καρφωμένα στο χέρι του, σαν να απέφευγε το βλέμμα του.
Και το απέφευγε. Η Άριελ μπορούσε να νιώσει την ανάσα του στο σαγόνι της και ξαφνικά ο λαιμός της στέγνωσε. Η εικόνα του Λεβάιθαν από πριν εμφανίστηκε στο μυαλό της, αλλά αντί να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της -να την επαναφέρει στην απολυτότητα των απόψεών της- έκανε τα πράγματα ένα ακόμα μεγαλύτερο κουβάρι. Μόνο εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πόσο ασφυκτικά μικρό ήταν το δωμάτιο έκτακτης ανάγκης.
"Σαν καινούριος" είπε και η φωνή της ακούστηκε πιο ψιλή από όσο συνήθως.
Έκατσε πίσω και σύρθηκε λίγο πιο μακριά του -όχι ότι μπορούσε να βάλει ανάμεσά τους απόσταση μεγαλύτερη ενός μέτρου.
"Να σε βοηθήσω με τα πόδια;" ρώτησε ο Νίκολας, όταν εκείνη έπιασε το τσιμπιδάκι για να βγάλει τα κομματάκια γυαλιού από τις πατούσες της.
"Όχι ευχαριστώ"
Δεν ήθελε να ακουστεί απότομη, αλλά ήταν πλέον αντανακλαστικό της να φέρεται ψυχρά σε κάθε άτομο που της έδειχνε τέτοιου είδους ενδιαφέρον. Δεν είχε θέμα με την Άλεξ ή την Ρίτα και την διαχυτικότητα τους, ούτε με τον Λουκ και τα πειράγματα του. Αλλά το βλέμμα που της έριχνε ο Νίκολας, μόνο ο τρόπος που την κοιτούσε την έκανε να νιώθει πως πνίγεται. Δεν ήξερε απλώς ακόμη σε τι.
"Είσαι σίγουρη; Σου χρωστάω για το χέ-"
"Δεν πειράζει, αλήθεια, ευχαριστώ" επέμεινε και ο Νίκολας σώπασε.
Την παρακολουθούσε ήσυχος να μουγκρίζει και να γρυλίζει μέσα από τα δόντια της, όταν έμπηγε το τσιμπιδάκι στο πόδι της και έβγαζε τα κομματάκια γυαλιού. Μετά από αρκετή ώρα, η Άριελ τελείωσε και παράτησε ιδρωμένη από τον πόνο το τσιμπιδάκι στο κουτί, καθαρίζοντας το πόδι της με οινόπνευμα.
"Γαμώτο" της ξέφυγε μέσα από τα δόντια όταν το υγρό έκανε τις δεκάδες πληγές στο πόδι της να τσούξουν έντονα και να στείλουν ένα απαίσιο κύμα πόνου σε όλο της το σώμα.
Έκατσε πίσω και ακούμπησε την πλάτη και το κεφάλι της στον τοίχο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, περιμένοντας να περάσει ο πόνος.
"Συγγνώμη" έσπασε την σιωπή ο Νίκολας.
"Τι;" η Άριελ βγήκε απότομα από τον λήθαργό της.
"Συγγνώμη για χθες" εξήγησε ο Νίκολας, και ευχαρίστησε την τύχη του που δεν έβλεπε το κοκκίνισμα που έκαιγε τα μάγουλά του.
"Μην το κάνεις αυτό τώρα, δεν είναι η ώρα ούτε το μέρος για αυτήν την συζήτηση" είπε η Άριελ ψυχρά.
Και πότε θα είναι όμως; αναρωτήθηκε από μέσα της, ξέροντας καλά πως απλά θα τον απέφευγε μέχρι να χρειαστεί να φύγει από το σχολείο.
"Όχι, θέλω να το πω και να με ακούσεις, γιατί θα αρχίσεις πάλι να τρέχεις όπως σήμερα και δεν θα με αφήσεις ποτέ να σου μιλήσω" απαίτησε ο Νίκολας και η Άριελ απάντησε με την σιωπή της.
"Ξέρω ότι ήταν λάθος, το ξέρω και έχω όλη μέρα αυτόν τον απαίσιο κόμπο στο στομάχι μου γιατί είναι κάτι που δεν θα έκανα ποτέ. Λυπάμαι πάρα πολύ που σε έβαλα σε αυτήν την θέση. Εγώ δεν... Νόμιζα ότι το ήθελες κι εσύ και απλά εκείνη την στιγμή με όλα όσα είχαν προηγηθεί- Τέλος πάντων. Δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Απλά ήθελα να πω συγγνώμη και να σε παρακαλέσω να μην με αποφεύγεις για την υπόλοιπη χρονιά" είπε σχεδόν με μία ανάσα, χωρίς να την κοιτάξει ούτε μία στιγμή, γιατί ήξερε πως δεν θα μπορούσε να πει όσα ήθελε αν την κοιτούσε ταυτόχρονα στα μάτια.
Και όταν τόλμησε τελικά να σηκώσει το βλέμμα του, διάβασε στην έκφρασή ακριβώς αυτό που ένιωθε μέσα της: έκπληξη. Σίγουρα δεν το περίμενε αυτό. Η Άριελ περίμενε δακρύβρεχτες δικαιολογίες για το πώς παρασύρθηκε από την στιγμή, πώς κι εκείνη έφταιγε που κρεμάστηκε από τον λαιμό του. Αλλά εκείνος δεν της έριξε το φταίξιμο, δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό του. Και για μία στιγμή η Άριελ σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί με κάποιον τρόπο το γεγονός πως εκείνος δεν θα θυμόταν τίποτα από αυτά αύριο.
"Τι είναι αυτό;" το βλέμμα της έπεσε στο ανοιγμένο πλέον σακίδιο δίπλα του.
Ένα λεπτό πράσινο βιβλίο ξεπρόβαλε από μέσα και η Άριελ είχε την εντύπωση ότι κάπου το είχε ξαναδεί.
"Αυτό;". Γύρισε να κοιτάξει εκεί που ήξερε ότι κοιτούσε κι εκείνη. "Αυτό είναι 'Το μονόγραμμα' του Ελύτη".
"Το ξεκινήσατε στην τάξη;" ρώτησε η Άριελ και πλέον κοιτούσαν ο ένας τον άλλον.
"Όχι, είναι Κυριακή σήμερα ούτως ή άλλως. Απλά θυμήθηκα ότι το είχαμε συζητήσει στην τάξη και ότι σου άρεζε, οπότε σκέφτηκε ότι αν ξυπνούσες κακόκεφη και το πρώτο πρόσωπο που έβλεπες ήταν το δικό μου, αυτό μπορεί να σου έφτιαχνε την διάθεση" απάντησε κάπως ντροπαλά, λες και την στιγμή που ξεστόμιζε τις λέξεις συνειδητοποιούσε ότι ήταν ό,τι πιο αλλόκοτο είχε ξεστομίσει ποτέ.
Αυτό είναι... γλυκό. σκέφτηκε η Άριελ, μα ποτέ δεν θα το έλεγε δυνατά.
Μα η Άριελ είπε κάτι που τώρα εξέπληξε εκείνον.
"Θες να μου διαβάσεις;" τον ρώτησε απαλά και φιλικά.
"Αλήθεια;" ρώτησε και η φωνή του ανέβηκε μερικούς τόνους από την έκπληξη.
Η Άριελ κατένευσε και βολεύτηκε καλύτερα, καθώς εκείνος άνοιγε το βιβλίο και καθάριζε τον λαιμό του. Της έριξε μία τελευταία ματιά πριν αρχίζει να διαβάζει.
"Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο" άρχισε και ξαφνικά η Άριελ ήταν σπίτι της.
Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στην ευχάριστη χροιά της φωνής του και τις σκέψεις της που πάντα σχολίαζαν νοητά τέτοια κείμενα.
"Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει"
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ. Και δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Μετά είναι η άκρη του κόσμου και το βήμα που κάνεις δεν οδηγεί πουθενά. Πουθενά και πουθενά. Μα κι εκεί θα σε αγαπώ, το ξέχασες;
"Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα"
Και η σωστή ώρα δεν θα φτάσει ποτέ. Γιατί για τις μεγαλύτερες αγάπες δεν κάνει να μιλάμε, αγάπη μου. Είναι σαν τις ευχές σε πεφταστέρια: αν προσπαθήσεις να τις εξηγήσεις και να τις πεις δυνατά, τις σκοτώνεις. Δεν πρέπει ούτε μπορούν να ακουστούν στα απλά θνητά αυτιά. Το μόνο όργανο που ξέρει την αλήθεια είναι η καρδιά σου, μα εκείνη δεν μιλά καμία γλώσσα, ούτε θεών ούτε ανθρώπων.
"Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς"
Και ποτέ δεν θα εξημερωθούν οι αγριεμένες και φοβισμένες ψυχές των ανθρώπων. Φοβούνται πολύ, βλέπεις. Φοβούνται να αγαπήσουν αυτά που φοβούνται μάτια μου και ο άνθρωπος φοβάται μέχρι και την σκιά του. Άγρια πράγματα, τρομακτικά. Το χάος που επικρατεί στις σκέψεις και τις ψυχές τους είναι ένα σκοτάδι πρωτόγνωρο και κανένα φως και κανένας μίτος δεν μπορεί να τους γλιτώσει από την θηλιά.
"Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς"
Πουθενά, πουθενά, πουθενά. Η θέση μου είναι δίπλα σου κι ας μην είσαι πουθενά. Το σκοτάδι σου είναι και δικό μου και πρόθυμα θα γίνω η Αριάδνη σου. Ό,τι θες για να σε σώσω από τον εαυτό σου, εκείνον τον λαβύρινθο που κανείς δεν αποφεύγει.
"Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς"
Κι αν δεν με ακούς, άσε με να φωνάξω πιο δυνατά. Μέχρι να ανοίξει ο λαιμός μου και να χυθεί έξω ο ήλιος. Μέχρι οι φωνητικές μου χορδές να σκιστούν και ύστερα από αυτό. Άσε να φωνάζω και να φωνάζω μέχρι να με ακούσεις και να με πιστέψεις και να καταλάβεις πως μόνο αλήθειες ψιθυρίζω στην ψυχή σου και τα χείλη μου, οι δύο αμαρτωλοί πιστοί της δικής σου θρησκείας, ποτέ δεν θα έλεγαν κάτι λιγότερο από την αλήθεια όσο ακούς εσύ.
"Τελικά, εσύ τι πιστεύεις;" την ρώτησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
"Πάνω σε τι;" ρώτησε πίσω, ακόμα αποπροσανατολισμένη από το κείμενο και τις σκέψεις της.
"Τα νικά όλα η αγάπη;" ρώτησε για ακόμα μία φορά και η φωνή του χάιδεψε τα αυτιά της απαλά όταν προέφερε την λέξη.
"Όλα; Όχι δεν νομίζω. Αλλά σίγουρα βοηθάει" απάντησε και έμειναν να κοιτούν για λίγο ο ένας τον άλλον με απαλά χαμόγελα.
Αλλά σίγουρα βοηθάει.
[...]
Το χτύπημα της πόρτας ξύπνησε πρώτα την Άριελ που ήταν ξαπλωμένη στον ώμο του Νίκολας. Κοίταξε αρχικά γύρω της αγουροξυπνημένη και εξαντλημένη και όταν η πόρτα ξανακούστηκε πετάχτηκε όρθια και την ξεκλείδωσε με χέρια που τρέμανε. Του είχε πει ότι δεν θα κοιμόταν πάνω του, όπως επέμενε γιατί εκεί κάτω είχε κρύο, αλλά δίπλα του. Ποιος τον άκουγε αν ξυπνούσε και την έβρισκε κουλουριασμένη δίπλα του και πάνω του;
Πίσω από την ανοιχτή πόρτα βρισκόταν μία κοπέλα μικρότερης τάξης, την κοιτούσε με ορθάνοιχτα ενθουσιασμένα μάτια. Η Άριελ της χαμογέλασε.
"Ανεβείτε πάνω. Ο κύριος με τα φτερά είπε να ανέβουμε όλοι πάνω" είπε ενθουσιασμένο το μικροκαμωμένο ξανθό κορίτσι και γύρισε αμέσως από την άλλη, αρχίζοντας να τρέχει πίσω στο πάνω όροφο.
Η Άριελ ξεφύσησε και τεντώθηκε, πριν ταρακουνήσει απαλά τον ώμο του Νίκολας, περιμένοντας να ξυπνήσει.
"Όχι ακόμα, σε πέντε λεπτάκια θα 'μαι πάνω, υπόσχομαι" μουρμούρισε νυσταγμένα και η Άριελ στριφογύρισε τα μάτια της γελώντας.
Μόλις άκουσε το γέλιο της, ο Νίκολας άνοιξε τα μάτια του και γέλασε πίσω.
"Δεν πιστεύω να ξέρεις γιατί είναι μουδιασμένο το χέρι μου, ε;" ρώτησε περιπαικτικά και εκείνη τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια της.
"Σήκω αλλιώς θα φέρω κάτω την Άλεξ να σε ξυπνήσει" του απάντησε και στάθηκε όρθια βγαίνοντας από την πόρτα.
"Καλά καλά, μην πετάς τόσο βαριές απειλές" είπε εκείνος και την ακολούθησε βιαστικά.
Όταν ανέβηκαν τις σκάλες και βγήκαν στο ισόγειο, το πρώτο που παρατήρησαν ήταν η τρομερή βαβούρα από -μάλλον- όλα τα παιδιά της Ακαδημίας που στέκονταν μπροστά και γύρω από το σπασμένο παράθυρο του προθαλάμου.
"Αριήλ!" ακούστηκε και η Άριελ αναγνώρισε αμέσως την φωνή του αδερφού της.
Έκανε να φύγει προς το μέρος της φωνής, αλλά τότε η Άλεξ πετάχτηκε μπροστά της και την αγκάλιασε με δύναμη.
"Χριστέ μου πού ήσασταν; Πέθανα από την ανησυχία μου!" τους φώναξε πιο αγχωμένη από όσο την είχαν δει ποτέ και η Άριελ εξεπλάγη με το συνοφρύωμα που δεν ταίριαζε καθόλου στο πρόσωπο της μελαχρινής κοπέλας.
"Ήμασταν στο υπόγειο" απάντησε χαλαρά ο Νίκολας, αλλά η Άριελ παρατήρησε το πώς κοιτούσε ακόμα τρομαγμένος τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο δαίμονας.
"Τι ώρα είναι;" ρώτησε η Άριελ και η Άλεξ γύρισε προς το μέρος της.
"Δεν ξέρω, νομίζω τρεισήμισι" απάντησε και, αφού κοίταξε το ρολόι της επιβεβαίωσε τις σκέψεις της.
"Αριήλ!" φώναξε για ακόμα μία φορά ο Ραφ και η Άριελ κοίταξε τον Νίκολας και την Άλεξ μετανιωμένα.
"Πρέπει να φύγω, με φωνάζει ο Ραφ"
"Εννοείς ο αρχάγγελος Ραφαήλ;" ρώτησε η Άλεξ σχεδόν σαρκαστικά, μα η Άριελ δεν έμεινε περισσότερο για να της απαντήσει.
Ο αδερφός της ήταν έξω στην αυλή με τα φτερά του διπλωμένα πίσω από την πλάτη του. Οι άκρες τους έγλειφαν το έδαφος πίσω του. Τα πόδια της Άριελ την πονούσαν τρομερά καθώς περπατούσε πάνω στο χορτάρι, αλλά δεν την ενδιέφερε.
"Ραφ;" αναφώνησε και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.
Σχεδόν έπεσε πάνω της και την αγκάλιασε με δύναμη και ένα συναίσθημα που η Άριελ δεν έβλεπε συχνά στον αδερφό της: φόβο.
"Ανησύχησα τόσο πολύ, νόμιζα ότι αν έφευγα δεν θα μπορούσαν να σε βρουν, αλλά έκανα λάθος" παραδέχτηκε, μα η Άριελ δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσε.
"Τι εννοείς; Ποιοι να με βρουν;" ρώτησε και τότε ο Ραφ βγήκε απότομα από την αγκαλιά της και ανέκτησε το σοβαρό, ψυχρό ύφος που η Άριελ είχε δει εκατομμύρια φορές στο παρελθόν.
"Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις, κάτι που ο Πατέρας μου είχε απαγορεύσει να σου αποκαλύψω, αλλά τώρα μου το επέτρεψε. Θα σου πω αύριο, θα επιστρέψω στο σχολείο και θα σου πω τα πάντα" της απάντησε και η Άριελ έμεινε πιο μπερδεμένη από ποτέ.
"Υπόσχεσαι;" ρώτησε ξέροντας ότι ο αδερφός της έβρισκε εύκολα παραθυράκια σε αυτά που έλεγε και υποσχόταν.
"Φυσικά" απάντησε εκείνος απλά.
"Τώρα έχω δουλειά να κάνω" είπε και γύρισε προς την μεριά του σχολείου.
Τώρα η Άριελ ήξερε γιατί τους είχε μαζέψει όλους στο ίδιο σημείο του κτηρίου. Με το βλέμμα της εντόπισε την Άλεξ που κοιτούσε τώρα έκπληκτη την εμφάνιση του Ραφ. Και μετά το βλέμμα της γύρισε στην Άριελ. Και η τελευταία δεν ήξερε πώς, αλλά κάτι στον τρόπο που άλλαξε η έκφραση της Άλεξ, της έδειξε πως συνέδεσε τα κομμάτια του παζλ. Έστω για μία στιγμή είχε καταλάβει ποιος ήταν ο Ραφ και ποια ήταν στην πραγματικότητα η Άριελ: ο άγγελος από το παραμύθι της, με τις περίεργες ουλές. Είχε καταλάβει τους καβγάδες της με τον Ραφ και τις περίεργες αντιλήψεις της περί θρησκείας. Έστω για μία στιγμή είχε καταλάβει την αλήθεια.
Μα αυτό δεν κράτησε για πολύ.
"Oblivion et instaurabo" μουρμούρισε με την θεϊκή του φωνή ο Ραφ και ένα φως απλώθηκε από τα χέρια του μέχρι την είσοδο του σχολείου.
Τα παιδιά σταμάτησαν απότομα να μιλάνε και να κινούνται. Όλοι τους γύρισαν προς το μέρος του Ραφ, σχεδόν στοιχισμένοι. Η Άριελ δεν μπορούσε να δει την παρέα της μα ήξερε πως κι εκείνοι βρίσκονταν στην ίδια υπνωτισμένη κατάσταση. Διέκρινε επίσης στην μπροστινή σειρά τον Λάρυ, την κυρία Ζενισέλ και τον βιολόγο της να κοιτάνε με μισάνοιχτα στόματα το άπειρο.
Η συγκέντρωση του Ραφ δεν έπρεπε να διαταραχτεί από τίποτα. Όλη η φύση γύρω του σώπασε απότομα και η Άριελ ένιωσε μέχρι και την δική της αναπνοή να κόβεται. Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι που τα παιδιά και οι καθηγητές άρχισαν να περπατάνε σαν στρατιώτες στους κοιτώνες και τα υπνοδωμάτια τους. Τα βήματά τους ήταν συγχρονισμένα, αθόρυβα.
Σειρά είχε τα παράθυρα, οι τοίχοι, τα πλακάκια που είχε καταστρέψει η μάχη με τον δαίμονα. Σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα, ο Ραφ τα έδεσε μεταξύ τους και επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση.
Η Άριελ ένιωσε αμήχανα. Έγιναν τόσο πολλά εκείνη την ημέρα και τώρα κανείς δεν θα θυμόταν τίποτα. Μόνο εκείνη και ο Ραφ θα διατηρούσαν αυτές τις αναμνήσεις, κρυμμένες για πάντα από τα ευαίσθητα μάτια και αυτιά των θνητών.
"Και τώρα;" γύρισε να ρωτήσει τον αδερφό της και μπήκε στον πειρασμό να χαϊδέψει τα φτερά του που λόγω του φεγγαριού φάνταζαν μάλλον ασημένια παρά χρυσά.
"Τώρα θα πρέπει να πας στο νοσηλευτήριο γιατί εκεί σε άφησε η κυρία Λάντον και τα παιδιά και εκεί θα πρέπει να σε βρουν" της απάντησε και έπιασε καθησυχαστικά τους ώμους της.
"Περίμενε. Ο ώμος του Νίκολας;" ρώτησε αγχωμένη.
"Θεραπευμένος και η γάζα στην θέση της απείραχτη" απάντησε ο Ραφ ήρεμος.
"Και τι θα νομίζουν όλοι ότι κάνανε;"
"Μάζεψαν την παραλία μετά την γιορτή και κοιμήθηκαν νωρίς ξεθεωμένοι"
"Το βραδινό;"
"Μόνο οι καθηγητές πήγαν"
"Κι εκείνοι που δεν πήγαν στο πάρτι;"
"Πέρασαν το απόγευμα στην βιβλιοθήκη και πέσανε επίσης νωρίς για ύπνο κουρασμένοι"
Η Άριελ τον κοίταξε ξεφυσώντας.
"Πρέπει να φύγω για τώρα μικρή. Ο Πατέρας θα περιμένει αναφορά. Αύριο το πρωί υπόσχομαι θα σου τα εξηγήσω όλα" της είπε κοιτώντας την σοβαρά στα μάτια και η Άριελ κατένευσε ξέροντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.
"Α και οι πατουσ-" η πρότασή της κόπηκε στην μέση.
Έτριψε τα δάχτυλά της στο γρασίδι και δεν ένιωσε τίποτα, πέρα από ένα ελαφρό γαργαλητό από τα χορταράκια και την πρωινή υγρασία.
"Σε παρακαλώ. Κάνω αυτήν την δουλειά χιλιετίες τώρα. Δεν θα βρεις ψεγάδι όσο κι αν ψάχνεις" της είπε με ένα ελαφρύ χαμόγελο.
"Αντίο" είπε και χτυπώντας με δύναμη τα φτερά του, χάθηκε στον βραδινό ουρανό.
"Καληνύχτα" ψιθύρισε σε απάντηση η Άριελ και με κάποιον τρόπο ήξερε ότι την άκουσε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top