ΔΈΚΑ
Song: All through the night - Sleeping at last (originally by Cyndi Lauper)
"Είσαι καλά;" η φωνή του Νίκολας ήταν απαλή, όταν έφτασε στα αυτιά της Άριελ.
Η Άριελ καθόταν σε μία κρυφή γωνία κάτω από την μεγάλη σκάλα της κεντρικής εισόδου, ανάμεσα σε μία γωνία και μία γλάστρα. Με λίγη εξάσκηση της ήταν τόσο εύκολο πια να βρίσκει τέτοια σημεία. Κάτω από σκάλες, δίπλα από παράθυρα και βιβλιοθήκες. Είναι απίστευτο πόσο εύκολα βρίσκεις σκιές, όταν θες να είσαι αόρατος.
Μα ο Νίκολας την έβλεπε.
"Δεν ήρθες για μεσημεριανό και με τα παιδιά ανησυχήσαμε. Η Άλεξ και η Ρίτα πήγαν στο δωμάτιό σου, αλλά υπέθεσα ότι ίσως ήσουν στην βιβλιοθήκη ή οπουδήποτε αλλού"
Έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος της, καλύπτοντας με την σκιά του το καθισμένο σώμα της. Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της και διατηρώντας την σιωπή της, αγκάλιασε πιο σφιχτά τα γόνατά της.
"Θα σε απογοητεύσω δυστυχώς, αλλά θα πρέπει να βρεις δικό σου σημείο. Αυτό είναι δικό μου" σχολίασε, μα ο τόνος του δεν ήταν επιτηδευμένος ούτε νευρικός.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η Άριελ θα σηκωνόταν να φύγει. Μα εκείνη την στιγμή ένιωσε σαν μικρό παιδί. Το σύννεφο που κάλυπτε την σκέψη της απομακρύνθηκε λίγο.
Δεν γράφει και το όνομά σου, σκέφτηκε και επιτέλους γύρισε προς το μέρος του.
Η αναπνοή του πιάστηκε για λίγο στον λαιμό του, όταν αντίκρισε τα δακρυσμένα μάτια της. Η Άριελ σήκωσε το βλέμμα της στο δικό του, αλλά εκείνος δεν αναφώνησε. Ούτε προσπάθησε να την αγκαλιάσει ούτε ρώτησε τι είχε και γιατί έκλαιγε. Ο Νίκολας χαμογέλασε απαλά, κάνοντας τις ρυτίδες στις γωνίες των ματιών του να εμφανιστούν και να τσαλακώσουν το πρόσωπό του χωρίς ντροπή και ενδοιασμούς.
Έκατσε στις μύτες των ποδιών του, με λυγισμένα γόνατα και με το χέρι του προσπέρασε την μέση της δείχνοντας την γωνία που κρυβόταν από πίσω της. Η Άριελ γύρισε το κεφάλι της προς το σημείο που έδειχνε ο Νίκολας και ασυναίσθητα της ξέφυγε ένα γέλιο. Στην γωνία του ξύλου που επένδυε τον τοίχο, ήταν χαραγμένο -με κλειδιά ή κάποιο μαχαιράκι, υπέθεσε- το όνομά του. Άρα γράφει το όνομά του. Τα γράμματα ήταν στραβά, αλλά ήταν μάλλον μια σημαντική επιτυχία, όταν έγινε, αν η Άριελ έκρινε από το αμυδρό μειδίαμα στο πρόσωπο του Νίκολας.
"Το χάραξα με διαβήτη, τον πρώτο μου μήνα εδώ" της εξήγησε και η Άριελ γούρλωσε σε έκπληξη τα μάτια της.
"Διαβήτη;" άκουσε την φωνή της να ρωτά, βραχνιασμένη και πνιχτή από το κλάμα και ρούφηξε την μύτη της.
Ο Νίκολας την κοίταξε, προσπαθώντας να κρύψει την δική του έκπληξη -προφανώς δεν περίμενε να μιλήσει. Η Άριελ παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο το χαμόγελό του μεγάλωσε λίγο περισσότερο.
"Ναι", άρχισε και η παιδικότητα στην φωνή του φανέρωνε τον ενθουσιασμό του που του ζητούσε να διηγηθεί αυτήν την ιστορία, "ξέρεις, το όλο 'παιδί με θέματα κοινωνικοποίησης'. Ήταν μία μέρα που ο καθηγητής της άλγεβρας, ο Παβλόφ -έχει φύγει τώρα, κρίμα που δεν πρόλαβες την καταπληκτική προφορά του" το γέλιο του γέμισε ευχάριστα το άδειο χολ. "Είπε ότι έχει δει καλύτερους κύκλους φτιαγμένους με χέρι, από αυτόν που έφτιαξα εγώ με τον διαβήτη σε εκείνο το διαγώνισμα. Και αφού είπε διάφορα στην τάξη για μένα και με ρεζίλεψε αρκετά για να μην εμφανιστώ σε δημόσιο χώρο για την υπόλοιπη ζωή μου, βρήκα αυτό το μέρος κι έκανα κάτι σωστά με τον διαβήτη" ο περήφανος τόνος στην φωνή του έκανε την Άριελ να καγχάσει.
"Πολύ δράμα για έναν κύκλο" σχολίασε με ένα μειδίαμα να τραβάει την δεξιά γωνία των χειλιών της.
"Τουλάχιστον με βοήθησε να βρω αυτό το μέρος" απάντησε και γύρισε για μία στιγμή να την κοιτάξει με τα μάτια του να πηγαινοέρχονται για λίγα δευτερόλεπτα στο παράδοξο του προσώπου της δακρυσμένης κοπέλας με το παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
"Και άρα είσαι παραβατικό στοιχείο;" τον ρώτησε η Άριελ και τώρα ήταν σειρά του να γελάσει.
"Βεβαίως. Βίτο Κορλεόνε τουλάχιστον"
Η Άριελ γέλασε. "Και δεν το μετανιώνεις;"
Ο Νίκολας το σκέφτηκε πριν απαντήσει, με ένα νοσταλγικό χαμόγελο να παίρνει θέση στο πρόσωπό του. "Λίγο. Αλλά προτιμώ να μετανιώνω για πράγματα που έχω κάνει παρά για αυτά που δεν έχω κάνει"
Η Άριελ ανασήκωσε το φρύδι της.
"Μην με κρίνεις, ο δωδεκάχρονος εαυτός μου το θεώρησε πολύ κουλ και επαναστατικό" σχολίασε εκείνος και κοίταξε ξανά σκεπτικός τον χαραγμένο τοίχο.
Ο Νίκολας είναι εδώ περισσότερο καιρό από όλους μας, πέντε χρόνια. Τα λόγια της Άλεξ ήρθαν ασυναίσθητα στο μυαλό της και η Άριελ δεν μπόρεσε παρά να θυμηθεί και κάτι άλλο που είχε πει.
Ο Φλέιμς είναι περισσότερα από όσα δείχνει.
Και μέσα στην σιωπή της στιγμής και τον μικρό σπασμό στις ρυτίδες των ματιών του, η Άριελ αναρωτήθηκε μήπως τελικά η Άλεξ είχε δίκιο.
Σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις της γύρισε προς το μέρος της και τα καστανά του μάτια έμοιαζαν ξαφνικά πιο φωτεινά με τις αχτίδες του ήλιου να πέφτουν πάνω τους.
"Βιβλιοθήκη είπες;" ρώτησε η Άριελ ξαφνικά, σπάζοντας την ησυχία ανάμεσά τους.
"Ναι, δεν το ήξερες; Έρχεται σε πακέτο με τα τεράστια πορτρέτα, τους καθηγητές που γεννήθηκαν πριν την βασίλισσα Ελισάβετ και τις δήθεν στολές" είπε και σηκώθηκε όρθιος, τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της.
Η Άριελ δέχτηκε την βοήθεια, επηρεασμένη από την στιγμή και από την απλότητα και την ειλικρίνεια στις κινήσεις του, μα αμέσως μόλις στάθηκε στα πόδια της και ο αντίχειρας του χάιδεψε απαλά το πάνω μέρος του χεριού της -ίσως ασυναίσθητα, ίσως όχι-, το τράβηξε πίσω. Η έκφραση που πήρε ο Νίκολας ήταν δυσανάγνωστη. Αν απογοητεύτηκε, δεν το έδειξε.
Αρχίσανε να περπατάνε ήσυχα και σε ασφαλή απόσταση κατά μήκος του διαδρόμου που κατευθυνόταν προς την βιβλιοθήκη. Ο Νίκολας κρατούσε τα χέρια του στις τσέπες του και το βλέμμα του στο τέλος του διαδρόμου, κλέβοντας μόνο μερικές ματιές προς το μέρος της Άριελ. Εκείνη δεν τις παρατήρησε.
Η είσοδος της βιβλιοθήκης ήταν στα αριστερά της τραπεζαρίας, απέναντι από την πόρτα του γραφείου της Ζενισέλ. Η Άριελ παραξενεύτηκε που δεν την είχε παρατηρήσει νωρίτερα, αλλά ίσως να έφταιγε ότι δεν ήταν τόσο μεγάλη και και καινούρια όσο φαίνονταν οι άλλες δύο πόρτες.
Ο Νίκολας παίρνοντας την πρωτοβουλία κατέβασε ταυτόχρονα τα δύο πόμολα, σπρώχνοντας προς τα μέσα την δίφυλλη ξύλινη πόρτα. Η ανάσα της Άριελ πιάστηκε στον λαιμό της, όταν κατάφερε να δει μέσα στο χώρο.
Ήταν μεγάλος. Τα γεμάτα ράφια στον τοίχο απέναντί τους φαίνονταν μικροσκοπικά από εκεί που στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλον. Η Άριελ έκανε ένα βήμα μέσα και μετά ένα ακόμα, χτενίζοντας την βιβλιοθήκη με μάτια που είχαν αντικρίσει πολλές βιβλιοθήκες στο παρελθόν. Αλλά, όπως κάθε φορά, δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει αυτό που έβλεπε.
Πέντε αιώνες θα φαίνονταν υπερβολικά πολύ μεγάλος χρόνος, για να περάσει κάποιος στην γη και να εξακολουθεί να βρίσκει πράγματα ενδιαφέροντα. Και η Άριελ το έπαθε όντως αυτό. Δεν ενθουσιαζόταν με καινούρια μηχανήματα και εφευρέσεις, ούτε με καινούριες μόδες, ούτε με καινούρια κτίρια. Μα υπήρχαν πράγματα που, όπως την μάγευαν όταν πάτησε το πόδι της στον ανθρώπινο κόσμο, έτσι την γοήτευαν και τώρα.
Απλά πράγματα, συνήθως. Εκείνα που οι περισσότεροι αγνοούν, γιατί τα θεωρούν δεδομένα. Ο ουρανός και ο τρόπος που αλλάζει μέσα στην ημέρα, από τα χρώματα της ανατολής και της δύσης μέχρι το απόλυτο μαύρο στα μεσάνυχτα. Η μυρωδιά του αέρα που αφήνει πίσω του την κανέλα του χειμώνα και ντύνεται με τα αρώματα της άνοιξης και των λουλουδιών, του καλοκαιριού και των φρέσκων φρούτων, του φθινοπώρου και της βροχής. Η απόλυτη σιωπή μίας χιονισμένης μέρας και το αδιάκοπο βουητό ενός πρωινού του Απρίλη.
Και μετά την τέχνη. Εκείνη την τόσο ανθρώπινη δραστηριότητα που που όσο κι αν αλλάζει, ο τρόπος που αγγίζει τους ανθρώπους μένει ίδιος. Με όλα τα πράγματα που η Άριελ έβλεπε να αλλάζουν και να εξαφανίζονται, η τέχνη ήταν κάτι το σταθερό. Το θέατρο και πώς ένας θνητός σκίζεται και τσαλακώνεται πάνω στην σκηνή, για να γίνει κάποιος άλλος. Η μουσική και οι νότες που μπλέκονται στα δάχτυλα του καλλιτέχνη. Είχαν και στον Παράδεισο μουσική, αλλά υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα όμορφο στα θνητά λάθη.
Και τέλος: τα βιβλία. Οι λέξεις. Η ποίηση και η πεζογραφία, βιβλία που βγήκαν σε τόμους και σε μερικές σελίδες. Οι λέξεις που μεταφέρονται από τον συγγραφέα στο χαρτί λερώνοντας τα δάχτυλά του με μελάνι και την υποχρέωση του απέναντι στην ανθρωπότητα: να λέει την αλήθεια και ας την ντύνει όπως θέλει.
Δεν συνειδητοποίησε πότε ξεκίνησε να χαϊδεύει τις ράχες των βιβλίων στον διάδρομο της κλασσική λογοτεχνίας. Τα δάχτυλά της πέρασαν πάνω από την ιστορία της Ελίζαμπεθ Μπένετ και του υπέροχου Γκάτσμπυ και του Χίθκλιφ και του Όλιβερ Τουΐστ. Σταμάτησαν μόνο όταν έφτασε στον Σαίξπηρ.
Ο Γουΐλ. Είχε υπάρξει φίλος και σκηνοθέτης της. Ο πρώτος θνητός στον οποίο είπε την αλήθεια, ακόμα και αν την διηγήθηκε σαν παραμύθι. Μία ιστορία για δύο άτομα ερωτεύονται, κι ας προέρχονται από δύο μεριές -δύο οικογένειες- που μισούνται. Και, όταν αυτές το μαθαίνουν, ο ένας σκοτώνεται πρόθυμα και ο άλλος πεθαίνει στην σκέψη του άλλου νεκρού. Ο Σαίξπηρ ήταν υπερβολικά έξυπνος, για να αφήσει μία τέτοια ιστορία ανεκμετάλλευτη. Κι ας άλλαξε μερικές λεπτομέρειες.
Η Άριελ ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν. Ήταν νεκρός εδώ και περίπου τέσσερις αιώνες -για την ακρίβεια τετρακόσια τέσσερα χρόνια. Θυμάται να πηγαίνει στην κηδεία του σοκαρισμένη, να κρύβεται πίσω από μερικά δέντρα γιατί αρνούνταν να τον δει νεκρό. Ένας άνθρωπος που λάτρευε την ζωή και εκείνη γλίστρησε μέσα από τα χέρια του.
Και παρ' όλα αυτά ήταν ζωντανός. Μπροστά της. Αυτά που σκέφτηκε, αυτά που έγραψε ήταν μπροστά της. Ήταν ζωντανός και έτσι θα παρέμενε για πάντα, για όσο τα βιβλία του μπορούσαν να διαβαστούν, θα παρέμενε ζωντανός. Και κάθε φορά που κοιτούσε τον πρόλογο κάποιου θεατρικού του, μπορούσε να ακούσει την φωνή του να της τα διαβάζει. Έσφιξε τα δόντια της συγκινημένη. Τράβηξε απαλά ένα έργο του από το ράφι και άνοιξε μία τυχαία σελίδα.
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία.
"Το Άμλετ είναι, νομίζω, το αγαπημένο μου" είπε ο Νίκολας και τράβηξε την Άριελ μέσα από το βάθος των αναμνήσεών της στον στενό διάδρομο ενός θεάτρου.
Εκείνη έκλεισε το βιβλίο απότομα, με αποτέλεσμα να ακουστεί ένας χτύπος που έκανε τον Νίκολας να βλεφαρίσει.
"Είναι κάτι σε όλη την τρέλα και το μίσος και την μανία που θέλει να αποδώσει ο Σαίξπηρ που είναι υπερβολικό, όμως τόσο ανθρώπινο και επίκαιρο ακόμα και αιώνες μετά" συνέχισε την σκέψη του και η Άριελ άκουγε τις λέξεις του, καθώς κοιτούσε το κρανίο πάνω στο σκληρό εξώφυλλο.
Ακόμα και αιώνες μετά.
"Έχεις κάποιο αγαπημένο;" ρώτησε προσπαθώντας να την κάνει να μιλήσει.
"Νομίζω το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Αλλά όχι για τον λόγο που νομίζεις" είπε και γύρισε προς το μέρος του, βάζοντας το βιβλίο πίσω στην θέση του.
"Όχι επειδή είναι μία ιστορία αγάπης και ο Ντικάπριο ήταν κούκλος με την στολή του ιππότη;" ρώτησε εκείνος και της έδωσε το ίδιο απαλό χαμόγελο με πριν, προκαλώντας την να τον διαψεύσει.
"Είναι πιο προσωπικό για μένα, κατά κάποιον τρόπο" άρχισε να λέει η Άριελ. "Ίσως επειδή έχει αυτό το νόημα της αυτοθυσίας-"
"Αυτοθυσίας;" την διέκοψε συνοφρυωμένος.
"Δεν νομίζω πως ήταν εύκολο για τον Ρωμαίο ή την Ιουλιέτα να αντιμετωπίσουν το μίσος των οικογενειών τους. Δεν κάνανε κάτι κακό, ούτε τους πρόδωσαν, φυσικά. Απλά αγάπησαν ο ένας τον άλλον και, όταν περνάς όλη σου την ζωή ακούγοντας τους γονείς σου να υποστηρίζουν ότι δεν θέλουν τίποτα λιγότερο από την ευτυχία σου, το να σου απαγορεύσουν το ένα πράγμα που σε κάνει πραγματικά ευτυχισμένο σε κάνει να αμφισβητείς ακόμα και κάτι που από την φύση του δεν μπορεί να είναι κακό. Δεν ήταν νομίζω μόνο επικεντρωμένο στην σχέση των δυο τους, αλλά και στην αντίδραση των τριγύρω τους. Πώς μπόρεσαν να αγαπήσουν ο ένας τον άλλον όταν όλα έδειχναν πως η ιστορία θα πήγαινε στραβά; Μα πολύ απλά, γιατί η αγάπη -η ειλικρινής και η ανιδιοτελής- δεν κοιτάει ούτε την καταγωγή σου ούτε τις προκαταλήψεις εναντίον σου. Απλά υπάρχει και είτε ανθίζει είτε καταπιέζεται. Και στην περίπτωση του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, σε σκοτώνει" είπε η Άριελ επικεντρώνοντας το βλέμμα της στο ξύλινο πάτωμα της βιβλιοθήκης.
Όταν σήκωσε τα μάτια της, για να συναντήσει εκείνα του Νίκολας, αντίκρισε το συγκεντρωμένο πρόσωπό του που την κοιτούσε ήδη.
"Έχεις δίκιο" είπε μετά από λίγο και η Άριελ χαμογέλασε.
"Αρκετά συχνά. Θα πρέπει να το συνηθίσεις"
"Α τέλεια. Γιατί η μία Άλεξ δεν ήταν αρκετή" σχολίασε κάνοντας την να γελάσει.
Πέρασαν μερικές στιγμές απλής ησυχίας, καθώς κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις βιβλιοθήκες και τα τραπέζια μελέτης και τους βολικούς καναπέδες δίπλα στα παράθυρα.
"Ασχολείσαι με κάτι;" τον ρώτησε η Άριελ και εκείνος έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του, πριν απαντήσει.
"Το θέατρο" απάντησε χαμογελώντας της και η Άριελ τον έκανε για μία στιγμή εικόνα να ουρλιάζει τα λόγια του Άμλετ σε κάποιο τεράστιο θέατρο. "Δεν ξέρω, είναι για μένα κάτι το λυτρωτικό. Και ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται μελό, αλλά υπάρχει μία ανακούφιση στο να μην είσαι συνέχεια ο εαυτός σου. Αν βγάζει νόημα" προσέθεσε και η Άριελ δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει.
"Όλοι στην παρέα έχουμε κι από κάτι, εκτός από τον Ραφ, νομίζω. Η Ρίτα έχει τον χορό, η Άλεξ το τσέλο της και ο Λουκ την ζωγραφική του" συμπλήρωσε και κάθισε με έναν γδούπο σε έναν μεγάλο δερμάτινο καναπέ. "Εσύ;" η ερώτηση, αν και ήταν αναμενόμενη, έκανε την Άριελ να συνοφρυωθεί.
Τον κοίταξε στα μάτια και είδε την ανυπομονησία μέσα τους. Λες και η απάντησή της θα έκρινε τα πάντα από εκεί και πέρα.
"Λέω ιστορίες" απάντησε απλά, με μία ιδέα χαμόγελου να σχηματίζεται στα χείλη της και κράτησε το βλέμμα της στις ρυτίδες που σχηματίστηκαν στις άκρες των ματιών του Νίκολας, καθώς της χαμογελούσε πίσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top