ΈΝΤΕΚΑ

Song: Dancing on my own - Calum Scott

"Δεν... δεν γίνεται να κάνεις ακριβώς ίδια την φωνή" κατάφερε να πει η Άριελ, καθώς γελούσε τόσο πολύ που την πονούσε η κοιλιά της.

"Δεν καταλαβαίνω σε τι πράγμα αναφέρεσαι" συνέχισε ο Νίκολας να μιμείται την Έλι και προσποιήθηκε ότι τίναξε τα μαλλιά του.

"Πες το... πες το πάλι!" τον παρακάλεσε σφίγγοντας ασυναίσθητα το μπράτσο του.

Η Άριελ είχε, για ακόμα μία φορά, μία αίσθηση deja vu και όταν το χέρι του άγγιξε το δικό της -κατά λάθος ή όχι- ένιωσε το βάρος της περούκας στο κεφάλι της και τον κορσέ να σφίγγει τα πνευμόνια της.

Μπορώ να έχω αυτόν τον χορό;

Ο Νίκολας γέλασε και εκείνος πριν μιλήσει. "Να προσέχεις τις παρέες σου, γλυκιά μου", είπε με ψηλή φωνή, σαν κάποιος να του κρατούσε την μύτη και η Άριελ έσκασε στα γέλια.

"Νομίζω ότι άνετα θα μπορούσες να παίξεις την Ρετζίνα Τζορτζ"

"Λες αν βάλω ξανθιές τρέσες να με πάρουν στην τρίτη ταινία;"

Η Άλεξ κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες και αναπήδησε τρομάζοντας, όταν παραλίγο να πέσει πάνω τους.

"Θεέ μου εδώ είσαι! Επιτέλους!"φώναξε η Άλεξ, τόσο δυνατά που ακούστηκε η ηχώ της σε όλο τον χώρο.

Το χαμόγελο έσβησε απότομα από το πρόσωπό της Άριελ. Τόσην ώρα ήταν σαν να βρισκόταν κάπου αλλού - χωρίς τύψεις και καβγάδες και θυμωμένους γονείς. Αλλά η φωνή της Άλεξ την επανέφερε στην πραγματικότητα. Μα τι κάνεις; Χαμήλωσε το βλέμμα της και τράβηξε απότομα το χέρι της από το μπράτσο του Νίκολας.

Πολλά παιδιά που κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους προς και από τα δωμάτια, την αυλή ή την βιβλιοθήκη γύρισαν να τους κοιτάξουν και η Άριελ ανταπέδωσε το βλέμμα σε μερικούς. Η παύση διήρκεσε μόνο μία στιγμή, αφού όλοι επέστρεψαν στις δικές τους συζητήσεις, προκαλώντας ένα ευχάριστο βουητό που γέμιζε τον κατά τα άλλα νεκρό χώρο. Πριν που περπατούσαν με τον Νίκολας, 

Η ένταση στο βλέμμα και την φωνή της Άλεξ, χτύπησε την Άριελ στο πρόσωπο σαν κουβάς με παγωμένο νερό.

"Σε ψάχναμε τόσην ώρα! Πού ήσουν; Κι εσένα ρε βλήμα, δεν σου πέρασε από το μυαλό να μας πεις τουλάχιστον ότι την βρήκες, ξέρεις, για να σταματήσουμε να την ψάχνουμε; Παραλίγο να πάμε στην Ζενισέλ!" η ανησυχία έκανε την φωνή της Άλεξ πιο ψιλή.

Η Άριελ την κοίταξε μετανιωμένα και γύρισε προς το μέρος του Νίκολας, που εμφανώς έψαχνε πώς να απαντήσει. Τα χέρια της ασυναίσθητα ενώθηκαν και άρχισε να τρίβει το νύχι του αντίχειρά της.

"Εγώ φταίω" οι λέξεις βγήκαν τόσο αυθόρμητα από το στόμα της και τόσο ήσυχες και σταθερές συγκριτικά με της Άλεξ, ώστε και οι δύο γύρισαν και την κοίταξαν έκπληκτοι ξεχνώντας για μία στιγμή τον θυμό και το άγχος τους αντίστοιχα.

Η Άριελ θυμήθηκε τον τρόπο που μιλούσε παλιά. Με τον Ραφ, την Αρέλα, τον Λεβάιθαν. Όταν οι λέξεις της είχαν λιγότερη σημασία κάτω από την σκιά του Πατέρα, οπότε η φωνή της έπρεπε να ακούγεται σημαντική, έμμεσα επιβλητική. Όταν μιλούσε μόνο στα άτομα που αγαπούσε, γιατί κανείς άλλος δεν είχε σημασία και ο χρόνος ήταν τόσο πολύς, ώστε οι συζητήσεις θα επαναλαμβάνονταν εκατοντάδες, χιλιάδες φορές - δεν υπήρχε βιασύνη ούτε το άγχος του να γεμίσεις κάθε στιγμή με νόημα, γιατί δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία.

Όταν ήταν άγγελος και όλα όσα έκανε και έλεγε έπρεπε να χαρακτηρίζονται από γαλήνη, σαν λίμνη προστατευμένη από οτιδήποτε διατάρασσε την ηρεμία της. Μα η ανθρώπινη ζωή αποτελείται από πολλούς τρικυμιώδεις ομόκεντρους κύκλους.

"Εγώ του ζήτησα να με πάει στην βιβλιοθήκη" εξήγησε, πριν προλάβει ο Νίκολας να την διακόψει και να πάρει πάλι το φταίξιμο πάνω του.

"Την βιβλιοθήκη; Μα-" ξεκίνησε να λέει συνοφρυωμένη η Άλεξ, μα τότε οι ρυτίδες στο μέτωπο της εξαφανίστηκαν, δείγμα ότι συνειδητοποίησε κάτι. "Δεν σου την είχα δείξει, σωστά..." είπε περισσότερο στον εαυτό της.

"Δεν πήγατε στην Ζενισέλ και εγώ είμαι καλά, οπότε είναι όλα εντάξει, ναι;" είπε η Άριελ, και η  Άλεξ κατένευσε χαμογελαστά.

"Συγγνώμη" η Άλεξ κοίταξε μετανιωμένα τον Νίκολας και εκείνος της χαμογέλασε πλατιά σε απάντηση.

"Συγχωρεμένη"

Ο Νίκολας της έκλεισε το μάτι και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Άλεξ και στάθηκε δίπλα της κοιτώντας απευθείας την Άριελ. Εκείνη τους παρακολουθούσε ήσυχα, ικανοποιημένη που δεν μαλώσανε. Η οικειότητα ανάμεσα τους ήταν σχεδόν χειροπιαστή. Το χέρι του Νίκολας δεν άγγιζε την Άλεξ με κάποιο νόημα, σαν να την προκαλούσε, σαν να επιζητούσε αυτό το άγγιγμα. Το χέρι του δεν έψαχνε κάτι, αλλά ξεκουραζόταν σε ένα μέρος που ήταν ασφαλές.

Η Άριελ είχε αιώνες να νιώσει αυτό το συναίσθημα, αλλά μπορούσε να το αναγνωρίσει, αν πίεζε τον εαυτό της να θυμηθεί τις αγκαλιές της Αρέλα και το χέρι του Ραφ πάνω στο δικό της.

"Έχω νέα" ανακοίνωσε η Άλεξ, όταν άρχισαν να ανεβαίνουν την σκάλα και τα μάτια της ανέκτησαν την παιχνιδιάρικη λάμψη τους, καθώς αναπήδησε.

"Ακούμε" απάντησε η Άριελ, μη μπορώντας να αποφύγει την μεταδοτικότητα του ενθουσιασμού της.

"Η Ζενισέλ ενέκρινε την Λευκή Φωτιά!" ανακοίνωσε λες και τα λόγια της έπρεπε να βγάζουν απόλυτο νόημα.

Ο Νίκολας φάνηκε να κατάλαβε τι είπε, γιατί το πρόσωπό του έλαμψε και το στόμα του άνοιξε σε έκπληξη.

"Ναι καλά!"

"Κι όμως!"

"Μα πώς την πείσατε;"

"Την έπεισαν παιδιά από το άλλο τμήμα, νομίζω ο Πέρκινς και η παρέα του. Δεν ξέρω τι της είπαν ακριβώς, αλλά αφού έκλεισε δεν με νοιάζει. Θα γίνει αύριο ή μεθαύριο για να μαζέψουμε τα απαραίτητα"

"Θέλει κάποιος να μου εξηγήσει;" τους διέκοψε η Άριελ, μιλώντας σχετικά ντροπαλά επειδή δεν μπορούσε να συμμετέχει στην συζήτηση με την ίδια ζέση.

Και οι δύο γύρισαν να την κοιτάξουν, λες και μόλις θυμήθηκαν ότι περπατούσε πίσω τους. Φτάσανε ταυτόχρονα στο τελευταίο σκαλοπάτι και η Άριελ στήριξε την πλάτη της στην κουπαστή της σκάλας. Ο Νίκολας άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά η Άλεξ τον διέκοψε.

"Η Λευκή Φωτιά, είναι ουσιαστικά ένα πάρτι για τους τελειόφοιτους. Μας επιτρέπουν την είσοδο στην παραλία και ανάβουμε μερικές μεγάλες φωτιές. Ήταν παράδοση μέχρι πριν δύο χρόνια που κάποιος ήταν αρκετά μεθυσμένος, ώστε να κάψει το χέρι του και το φόρεμα της κοπέλας του" σε αυτό το σημείο ρόλαρε τα μάτια της.

"Φοράμε όλοι λευκά," συνέχισε ο Νίκολας σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος του, "για αυτό και λέγεται Λευκή Φωτιά. Μερικοί κολυμπάνε, άλλοι πίνουν, άλλοι και τα δύο"

"Και μερικοί εκμεταλλεύονται τις σκιές" σχολίασε πονηρά η Άλεξ και έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι της στην Άριελ.

Εκείνη καγχάζοντας ξερόβηξε και κοίταξε αμήχανα την πόρτα του δωματίου της που βρισκόταν ακριβώς πίσω από την πλάτη της Άλεξ. Δεν μπόρεσε να δει το κοκκίνισμα που χρωμάτισε τα ζυγωματικά του Νίκολας, όταν κοίταξε στην αντίθετη κατεύθυνση. 

"Μην κάνετε σαν πεντάχρονα, δεν είπα και κάτι τόσο φοβερό και τρομερό" σχολίασε η Άλεξ βλέποντας την αντίδρασή τους.

Κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι τους και αφήνοντας για μία στιγμή τα βλέμματα τους να συναντηθούν, γύρισαν να κοιτάξουν πιο χαλαροί την Άλεξ.

Η Άριελ κατάπιε το κύμα ντροπής που απλώθηκε στο στήθος της. Τα παιδιά της εποχής αυτής -τα παιδιά κάθε εποχής- θεωρούσαν δεδομένο για μία κοπέλα δεκαεφτά χρονών να έχει κάνει κάτι. Αλλά για την Άριελ, είχαν περάσει αιώνες από την πρώτη και τελευταία φορά που επέτρεψε στον εαυτό της να παραστρατήσει. Δεν θυμόταν καν πώς.

Αλλά δεν θα την ανάγκαζε κανείς. Δεν το ήθελε και δεν θα πρόδιδε τον Λεβάιθαν σε ένα ανόητο εφηβικό πάρτι. Είχε ζήσει ολόκληρες χιλιετίες και μετά αιώνες χωρίς να νιώσει την ανάγκη για οποιαδήποτε επαφή. Δεν θα το έκανε. Δεν θα τον πρόδιδε. Δεν θα άφηνε τον εαυτό της να αφεθεί. Ποτέ ξανά. Ακόμα κι εκείνη την μία φορά, δεν έφταιγε η ίδια, αλλά ένα πολύ δυνατό ρούμι.

"Τέλος πάντων. Θα πρέπει να βοηθήσουμε στο μάζεμα των ξύλων, να καθαρίσουμε την παραλία πριν και μετά και να μην τραυματιστούμε με κανένα τρόπο και σε κανένα βαθμό. Αυτοί ήταν οι όροι της Ζενισέλ" συμπλήρωσε η Άλεξ.

"Θα το σκεφτώ και θα σας πω" είπε η Άριελ με ένα ελαφρύ χαμόγελο.

"Θα σκεφτείς; Όχι όχι όχι όχι όχι, θα έρθεις. Δεν είναι καν υπό συζήτηση" είπε κατηγορηματικά η Άλεξ και ο Νίκολας δίπλα της γέλασε.

Η Άριελ κοίταξε το αποφασιστικό βλέμμα της.

"Δεν αξίζει καν να προσπαθήσω να σε πείσω να μην έρθω, έτσι;" ρώτησε έχοντας στην πραγματικότητα ήδη παραιτηθεί.

Ο Νίκολας κουνούσε ήδη αρνητικά το κεφάλι του.

"Μην δοκιμάσεις να πας κόντρα στην θέληση της Άλεξ και μην την κρίνεις από το μέγεθός της. Τα μικρά σκυλιά δαγκώνουν περισσότερο" είπε σε σοβαρό τόνο και σχεδόν αμέσως με ορθάνοιχτο στόμα η Άλεξ γύρισε και τον χτύπησε στο ώμο.

Αρχίσανε και οι δύο να γελάνε, κάνοντας την Άριελ να ακολουθήσει.

Τι το τόσο κακό μπορεί να συμβεί σε μία νύχτα;

"Όχι Τζίντζερ. Δεν αξίζει" απάντησε τελικά η Άλεξ στην αρχική της ερώτηση και σκούπισε μερικά δάκρυα από τις άκρες των ματιών της.

"Εντάξει, αλλά δεν έχω τίποτα άσπρο"

"Πάω να βρω την Ρίτα και θα έρθουμε με τα αποθεματικά μας. Πάνε στο δωμάτιο σου και σε λίγο θα χτυπήσουμε" είπε η Άλεξ και χτύπησε μία ακόμα φορά τον Νίκολας στον ώμο.

Εκείνος τον έτριψε βγάζοντας ένα βογκητό, καθώς η Άλεξ απομακρυνόταν προς την άλλη μεριά του διαδρόμου.

"Πάντως κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να έρθεις, να ξέρεις. Όσο απειλητική και αν φαίνεται η Άλεξ, δεν θα σου πει κανένας τίποτα, αν δεν θέλεις" είπε στην Άριελ με  ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πλάγια χαμόγελά του.

Άρχισε να απομακρύνεται ακολουθώντας την Άλεξ. Η Άριελ παρέμεινε σιωπηλή. Τελευταία στιγμή σταμάτησε, σαν να ξέχασε κάτι και γύρισε ελάχιστα προς το μέρος της.

"Αλλά σε θέλουμε εκεί Τζίντζερ" φώναξε, για να τον ακούσει, και συνέχισε την διαδρομή του.

[...]

"Αυτό πώς σου φαίνεται;"

Η Άριελ μόλις έκλεισε το φερμουάρ του τρίτου φορέματος που δοκίμαζε, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το φορέσει.

"Μου φέρνεις το επόμενο παρακαλώ;" είπε πίσω από την πόρτα της ντουλάπας στην Άλεξ που στεκόταν στην άλλη μεριά.

"Γιατί; Έλα! Αυτό είναι το αγαπημένο μου και είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη ότι σου πηγαίνει" αναφώνησε αγανακτισμένη η Άλεξ και κοπάνησε το πόδι της στο έδαφος.

Δεν ήταν άσχημο φόρεμα, κάθε άλλο. Ο καθρέφτης στο εσωτερικό της ντουλάπας το αποδείκνυε. Ήταν ένα μακρυμάνικο λευκό φόρεμα, με δαντέλα, v λαιμόκοψη και μία πάρα πολύ καλή εφαρμογή στο σώμα της Άριελ. Αλλά είχε ένα μεγάλο πρόβλημα που εξουδετέρωνε τα θετικά του: είχε ανοιχτή πλάτη.

Τα όμορφα σχέδια της δαντέλας και ο τρόπος που έκανε τα κόκκινα μαλλιά της να φαίνονται πιο ζεστά εξαφανίστηκαν όταν γύρισε από την άλλη και αντίκρισε τις δύο βαθιές και μεγάλες ουλές στις ωμοπλάτες της. Ο υπόκωφος πόνος που εξέπεμπαν συνέχεια ήταν σαν μέρος της τιμωρίας της. Έμαθε να τον υπομένει, να τον αγνοεί, αλλά ήταν πάντα εκεί. Εκτός από μία φορά, για λίγα λεπτά, σε ένα στενό διάδρομο ενός θεάτρου, ανάμεσα σε δύο χέρια.

Ένας ξαφνικός κρότος την έκανε να αναπηδήσει και να βγει από την θέση της στην ντουλάπα. Η Ρίτα μπήκε μέσα στο δωμάτιο με δύο μικρά λιλά βαλιτσάκια, ένα σε κάθε χέρι και τις κοίταξε ντροπαλά.

"Συγγνώμη για τον θόρυβο. Είναι πιο βαριά από ό,τι φαίνονται" είπε διστακτικά και ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα έβαψε τα μάγουλά της.

Η Άριελ και η Άλεξ γέλασαν ανακουφισμένες και οι δύο με τα χέρια ακουμπισμένα στην καρδιά τους.

"Είσαι πανέμορφη! Αυτό να βάλεις!" σχολίασε η Ρίτα ακουμπώντας τα δύο βαλιτσάκια στο γραφείο της Άριελ, αφού της έριξε μία εξεταστική ματιά.

Το χαμόγελο της Άριελ εξαφανίστηκε και είδε στο βλέμμα της Άλεξ που την σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω ότι συμφωνούσε απόλυτα με την Ρίτα.

"Θα το βάλεις"

"Απλά-"

"Πρέπει να σκαρφιστείς κάποια τρομερή δικαιολογία, τζίντζερ, αλλιώς δεν θα σε αφήσω καν να βγεις από εδώ μέσα, εκτός αν φοράς αυτό το φόρεμα" είπε κατηγορηματικά η Άλεξ και η Ρίτα χασκογέλασε από πίσω τους.

Η Άριελ, που μέχρι τότε είχε κολλημένη την πλάτη της στη ντουλάπα, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Δείξ' τα. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταλάβουν τι είναι. Μπορείς απλούστατα να πεις ότι είναι παλιές πληγές ή κάποιο χειρουργείο, αν ρωτήσουν. Δείξ' τα.

"Δεν θέλω να φαίνονται αυτά" είπε τελικά η Άριελ αφήνοντας μία ανάσα και γύρισε την πλάτη της στην Άλεξ, τραβώντας τα μακριά μαλλιά της πάνω από τον δεξή της ώμο.

Αρχικά δεν υπήρξε κάποια αντίδραση. Τα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν έκαναν την Άριελ να γλείψει τα χείλη της αμήχανα.

"Τι κοιτάμε;" ρώτησε εύθυμα η Ρίτα και στάθηκε δίπλα στην Άλεξ.

"Ω" είπε απλά η μικροκαμωμένη κοπέλα.

Η Άριελ μετάνιωσε την στιγμή που αποφάσισε να τους τα δείξει. Ανόητη. Ποιός ξέρει τι θα σκέφτονται.

"Ε και;" αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις της Άλεξ.

Η Άριελ γύρισε παραξενεμένη προς το μέρος τους.

"Τι ε και; Μήπως δεν είδες εκείνες τις δύο μεγάλες- τα δύο μεγάλα σημάδια στην πλάτη μου; Εννοώ εντάξει δεν είναι και το Γκραντ Κάνυον, αλλά δεν νομίζω να μπορείς να τις αγνοήσεις" σχολίασε η Άριελ, αλλά η Άλεξ συνέχισε να την κοιτάει αποφασιστικά.

"Δεν έχουν σημασία. Καμία απολύτως. Είσαι πανέμορφη μέσα σε αυτό το φόρεμα και αυτά τα σημάδια δεν είναι καν τόσο άσχημα. Εξάλλου, θα έχει σκοτάδι, οπότε κανείς δεν θα τα παρατηρήσει. Οπότε, κόψε την κλάψα, ωρίμασε και κάνε αυτό που θες, χωρίς να ανησυχείς για δύο ανόητες γραμμές" της είπε τελικά, τοποθετώντας τα χέρια στην μέση της.

Για μερικές στιγμές η Άριελ έμεινε να την κοιτάει έντονα. Είχε γνωρίσει λίγους ανθρώπους σαν εκείνη. Λίγοι θνητοί είχαν τόσο τσαγανό και εκείνοι που το είχαν δεν το χρησιμοποιούσαν συνήθως με αυτόν τον τρόπο. Η Άλεξ και ο Σαίξπηρ ανήκαν στις εξαιρέσεις.

Οι ώμοι της Άριελ χαλάρωσαν και με ένα χαμόγελο παράδοσης έκανε νόημα στην Άλεξ ότι θα το βάλει. Η καστανομάλλα χαμογέλασε πίσω και εκείνη την στιγμή η Άριελ ένιωσε ότι αυτή η φιλία θα ήταν πολύ σημαντική σε αυτήν την ζωή της. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το πώς το κατάλαβε, αλλά από την πρώτη μέρα της στο σχολείο, η Άλεξ ήταν εκεί με έναν περίεργο τρόπο. Σαν να ήταν φίλες από καιρό. Σαν να μπορούσε να καταλάβει αυτό που σκεφτόταν η Άριελ, χωρίς να την πιέζει ή να την κρίνει, όπως ο Ραφ. Της θύμιζε λίγο την Αρέλα.

"Τέλεια!" αναφώνησε η Ρίτα με ένα τεράστιο χαμόγελο και χτύπησε παλαμάκια αναπηδώντας στην θέση της.

"Ώρα για μαλλιά!" ανακοίνωσε και έβγαλε το πιστολάκι από το ένα βαλιτσάκι της.

"Υπομονή, τζίντζερ. Όταν η Ρίτα πιάνει πιστολάκι ή βάζει πουέντ, υπάρχουν λίγα πράγματα που να μπορούν να την σταματήσουν" σχολίασε η Άλεξ και όλες στο δωμάτιο γελάσανε.

"Πέρσι στον ανοιξιάτικο χορό η Άλεξ έλεγε σε όλους ότι έφερε κρυφά μακιγιέζ και κομμώτρια, ενώ απλά της τα είχα κάνει εγώ" είπε η Ρίτα, ανασηκώνοντας τα φρύδια της, ενώ παράλληλα έβγαζε μερικές βούρτσες από το δεύτερο βαλιτσάκι.

"Όχι και σε όλους... Στην Έλι και στην παρέα της" την διόρθωσε η Άλεξ χαμογελώντας πονηρά.

Η Ρίτα φάνηκε  να σαστίζει για μία στιγμή. "Σωστά, ξεχάστηκα" είπε στην Άλεξ και ξανάρχισαν να γελάνε.

Η Άριελ τις κοίταξε, καθώς γελούσαν. Δεν μπόρεσε να εμποδίσει το χαμόγελο στο δικό της πρόσωπο. Υπήρχε κάτι το τόσο ανέμελο και ειλικρινές στον τρόπο που γελούσαν, που κάτι φούσκωσε μέσα στην Άριελ. Μία ελπίδα. Ελπίδα για μία πιο ήσυχη ζωή. Κι αν μπορούσε να αποφύγει μπερδέματα και προβλήματα -μερικά κουβαλούν την ηχώ μίας προσευχής, μερικά δύο μελί μάτια-, ίσως και να τα κατάφερνε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top