ΤΡΙΆΝΤΑ ΠΈΝΤΕ
Song: evermore - Taylor Swift
Το όνειρο ξεκίνησε όπως και το προηγούμενο με τον Πατέρα μερικούς μήνες πριν: σε ένα κάτασπρο δωμάτιο.
Δεν άργησαν να εμφανιστούν μπροστά της. Και ο πληθυντικός είναι στοχευμένος: Στα δεξιά της η Άριελ αναγνώρισε το φως του Πατέρα, μόνο που αυτήν την φορά δεν απλωνόταν παντού, κάτι το εμπόδιζε. Φλέβες σκοταδιού απλώνονταν στα σημεία που δεν έφτανε το φως, μαύρες σαν σκιά ξερού δέντρου. Και στην πηγή τους στεκόταν ο Λούσιφερ - ο Εωσφόρος, αυτός που φέρνει την αυγή. Αναρωτιόταν αν ο Πατέρας σκεφτόταν ποτέ την ειρωνεία το ονόματος που ο ίδιος έδωσε.
"Γεια σου, Αριήλ. Χρόνια και ζαμάνια" μίλησε πρώτος ο Λούσιφερ, μα η Άριελ δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Τα συναισθήματα της προς τον Πατέρα τόσους αιώνες της ήταν ξεκάθαρα: θυμός, πίκρα, απογοήτευση. Τα ένιωθε, καθώς προσευχόταν, καθώς γονάτιζε μπροστά σε κεριά και εικονίσματα, όταν τον αντίκρισε για πρώτη φορά στο όνειρό της στην Ακαδημία.
Ο Παράδεισος είναι ανοιχτός για σένα, της είχε πει, αυτό είχε συγκρατήσει. Την προσπάθειά του να την δωροδοκήσει, να της παρουσιάσει το εισιτήριο στον Παράδεισο, στο ίδιο της το σπίτι, ως δόλωμα. Μα κοιτώντας τον Λούσιφερ στα αριστερά της θυμήθηκε και την υπόλοιπη πρότασή του: τώρα είναι και η Κόλαση.
"Δεν περίμενα να σε δω ποτέ ξανά" αυτό κατάφερε να ψελλίσει.
Τον φοβόταν; Όχι. Σε αντίθεση με άλλους αγγέλους, η Άριελ ποτέ της δεν σκίρτησε στην θέα του αδερφού της. Αν και πλέον θα είχε κάθε λόγο. Πριν από μία αιωνιότητα, την τελευταία φορά που τον είδε, ήταν από τους πιο όμορφους και πιο έξυπνους αγγέλους του Πατέρα.
Τώρα, όμως, δεν έμοιαζε σε τίποτα με την εικόνα που ήθελε να θυμάται. Πρόσωπο χλωμό, ραγισμένο σαν μάρμαρο. Τα μάτια του, που κάποτε μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με ωκεανούς και θάλλασες, τώρα ήταν δύο μαύρες απύθμενες τρύπες, χωρίς ασπράδι, χωρίς να διαφορά ανάμεσα σε ίριδα και κόρη, μόνο κάτι κόκκινα στίγματα. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν βρώμικα, καψαλισμένα στις άκρες -όπως τα δικά της, απλά από διαφορετικές φωτιές. Το δέρμα του φρικτό, σαν φίδι που το αλλάζει ξανά και ξανά, ετεροχρονισμένα, ξεσκίζοντας την παλιά σάρκα πάνω από την καινούρια. Ένιωσε την περίεργη, αντανακλαστική παρόρμηση να τον αγκαλιάσει, αλλά μετά θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον Λεβάιθαν. Και κάπου εκεί πάντα τελείωναν όλα.
"Δεν πιστεύω να μου κρατάς κακία για ένα μηλαράκι;" την ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Η Άριελ κρατήθηκε να μην καγχάσει.
"Νομίζω ότι έχω και άλλα πράγματα να κρατήσω εναντίον σου" είπε με σταθερή φωνή.
"Σαν τι; Είμαι Παναγίτσα τους τελευταίους αιώνες, ορκίζομαι". Ο Πατέρας έβγαλε ένα προειδοποιητικό αναφώνημα. "Ουψ, σωστά, έχουμε και τον κώδικα δεοντολογίας εδώ πέρα"
"Ας μην πιάσω την αρχαία ιστορία, ας πιάσω την πολύ σύγχρονη" είπε η Άριελ αγνοώντας τα ανόητα σχόλια του. Ο τόνος της ανέβηκε, ο θυμός της έβρασε απότομα. "Ξέρεις τους κανόνες, ξέρεις ότι απαγορεύεται να βλάψεις θνητούς! Όλα αυτά ισχύουν ακόμα και για εσένα!"
"Αριήλ, ηρέμησε, δεν είναι τόσο απλό..." πρώτη φορά ακούστηκε ο Πατέρας, μα, ακόμα κι αν η καρδιά της τινάχτηκε στο άκουσμα της φωνής του, δεν του έδωσε σημασία. Επικεντρώθηκε στο αλαζονικό χαμόγελο του Λούσιφερ.
Γιατί τον υπερασπίζεται; σκέφτηκε οργισμένη. Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να ήταν τόσο θυμωμένος όσο ήταν κι εκείνη.
"Νόμιζες ότι έτσι θα κέρδιζες την υποστήριξή μου; Σκοτώνοντας με, πληγώνοντας άτομα που αγαπώ; Δεν ξέρεις τίποτα, δεν ξέρεις απολύτως τίποτα για εμένα!" του φώναξε και απλώθηκε σιωπή.
Ο Λούσιφερ περίμενε να πάρει δύο βαθιές ανάσες πριν της απαντήσει. "Αω, γλυκιά μου λέαινα," ξεκίνησε με το πιο σίγουρο ύφος του κόσμου, "νομίζεις ότι το έκανα εγώ;".
Η καρδιά της σταμάτησε για μία στιγμή να χτυπάει. Πρέπει να ψέλλισε "τι;", αλλά δεν ένιωσε τα χείλη της να κουνιούνται. Τα χέρια της μούδιασαν απότομα, ένιωθε λες και τα πόδια της αιωρούνταν πάνω από ένα απύθμενο κενό.
"Όχι, όχι. Ξέρω ότι μία τέτοια πυρκαγιά θα έπρεπε να έχει την δική μου υπογραφή, αλλά δυστυχώς δεν την έχει. Ήταν πολύ έξυπνη κίνηση το ομολογώ. Τα αίτια ήταν προφανώς μη ανθρώπινα, αλλά από την στιγμή που κανείς δεν ξέρει ποιος την άρχισε όλοι υποθέτετε ότι ήμουν εγώ. Και πρέπει να πω ότι με συγκινείτε, έχω χτίσει μία πολύ καλή φήμη. Αλλά δεν είμαι υπεύθυνος για κάθε κακό που συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο - ή έστω για το συγκεκριμένο" εξήγησε, μα η φωνή του έφτανε από κάπου μακριά, το κεφάλι της Άριελ βυθιζόταν σε μία ζάλη που θύμιζε πνιγμό.
Γύρισε αργά προς το μέρος του Πατέρα. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο αλλού. Μα πάντα ήταν στις δύσκολες στιγμές.
"Όχι" αναφώνησε. "Είσαι ικανός για πολλά, αλλά όχι για κάτι τέτοιο. Όχι για να καταπατήσεις τους ίδιους σου τους κανόνες. Όχι όταν μισό αιώνα πριν σκότωσες χωρίς δεύτερη σκέψη έναν παραβάτη και εξόρισες εμένα, που... Δεν..." τα γόνατά της την πρόδωσαν και έπεσε στο πάτωμα.
Κανείς δεν έκανε κίνηση να την πλησιάσει.
"Άντε πες της, Πατέρα" η λέξη ακούστηκε βρώμικη από το στόμα του Λούσιφερ, "πες της όλο το σχέδιο. Μπορείς να μην λες την αλήθεια, αλλά δεν μπορείς να πεις ψέματα". Ακουγόταν τόσο χαρούμενος, τόσο ικανοποιημένος. Η τελευταία πρόταση ήταν αλήθεια, μα έμοιασε με κατηγορία.
"Είπες ότι ήθελες αυτήν την συνάντηση για-"
"Μια που το έφερε η κουβέντα όμως, ας ξεκινήσουμε από το θέμα της πυρκαγιάς" σταύρωσε τους αγκώνες του ο Λούσιφερ, διακόπτοντας τον Πατέρα, και παρακολούθησε τον κόσμο να καταρρέει.
"Γιατί;" τον ρώτησε η Άριελ.
Έκλεισε τα μάτια του.
"Ακούγεται πιο λάθος από ό,τι είναι. Ήταν όλο ελεγχόμενο, δεν θα πέθαινε κανείς άλλος!"
"Κανείς άλλος; Σε ακούς; Σου αρκούσε να πεθάνω μόνο εγώ και γι' αυτό έκαψες ένα ολόκληρο σχολείο; Από ποια σελίδα των σημειώσεων του" έδειξε τον Λούσιφερ "πήρες την ιδέα;"
"Είμαι αρκετά σίγουρος πως είναι στο κεφάλαιο με τους εμπρησμούς..."
"Μα δεν ήσουν εσύ ο στόχος" της απάντησε και η εκνευρισμένη φωνή του Πατέρα έκανε τα αυτιά της να βουίσουν.
Για ακόμα μία φορά τον κοιτούσε μπερδεμένη.
"Τότε ποιος;"
"Ο Νίκολας"
Το γεγονός ότι ήξερε το όνομά του, ότι το χρησιμοποίησε, ενώ το όνομα του Λεβάιθαν δεν ακουμπούσε ποτέ την γλώσσα του, την τάραξε.
"Πώς ήξερες καν ότι θα πήγαινα πάνω;"
"Δεν το ήξερα. Το αρχικό σχέδιο ήταν μία δοκός κοντά στην είσοδο. Ίσως μάλιστα, το γεγονός ότι πήγες πάνω να ήταν αυτό που τον έσωσε"
Η Άριελ κάγχασε μα την γέμισε τρόμος. Σε μία φρικιαστική στιγμή συνειδητοποίησης, θυμήθηκε να ακούει το τρίξιμο της δοκού λίγα δευτερόλεπτα πριν πάει στον πάνω όροφο.
"Τι μπορεί να σου έκανε ένας καημένος θνητός;" η φωνή της ήταν ένας ματωμένος ψίθυρος.
"Σε κρατάει εδώ" της απάντησε, χωρίς περιστροφές, όπως συνήθιζε να κάνει, γιατί ο Λούσιφερ είχε δίκιο. Δεν έλεγε πάντα την αλήθεια, αλλά του ήταν αδύνατο να πει ψέματα. Τα ψέματα πάνε κόντρα στον πυρήνα της ίδιας του της ύπαρξης. Γιατί η ειλικρίνεια κρύβεται, γυρνάει το κεφάλι της από την άλλη, αλλά άμα την αναγκάσεις να σε κοιτάξει κατάματα, δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια.
"Όχι. Εσύ με έστειλες εδώ! Εσύ! Μου πήρες τα πάντα και με έστειλες στο τίποτα και για πέντε αιώνες δεν έδωσες δεκάρα τσακιστή! Και τώρα, επειδή σε συμφέρει, είσαι διατεθειμένος να καταπατήσεις κάθε νόμο -κάθε νόμο σου- για να με πάρεις πίσω; Θα σκότωνες ένα αγόρι, μία ψυχή, θα άφηνες μία άγγελο σου συντετριμμένη. Δεν σε νοιάζει τίποτα πια πέρα από τον θρόνο σου!"
"Αρκετά! Δεν θα ανεχτώ άλλες προσβολές. Είμαστε απελπισμένοι, Αριήλ. Φοβόμαστε. Από παιδικό καπρίτσιο, είσαι τόσο κοντά στο να διαλέξεις εκείνον, μόνο για να το παίξεις επαναστάτρια. Αρκετά!"
"Εννοείς την πλευρά που δεν έχει πει ψέματα για τίποτα παρεμπιπτόντως" επενέβη ο Λούσιφερ, μα και πάλι η Άριελ δεν τον κοίταξε καν.
"Εσύ με σπρώχνεις προς τον Λούσιφερ, Πατέρα"
"Αν δεν ήταν ο ανόητος θνητός και εκείνο το Νεφιλίμ, θα είχες επιστρέψει χωρίς δεύτερη κουβέντα"
Τώρα ο Λούσιφερ βρήκε κάποιο πάτημα, έκανε μερικά βήματα μπροστά. "Μην ντρέπεσαι να πεις τα ονόματά τους, τα ξέρεις. Ο Νίκολας, η Άλεξ. Και οι γονείς της, Ελίζαμπεθ και Άντριου. Ο Λουκ, η Ρίτα -ελπίζω να μην ξέχασες την Ρ-"
"Αρκετά Λούσιφερ!" φώναξε ο Πατέρας και οι δύο πρώην άγγελοι καταπολέμησαν μία ξαφνική ανάγκη να γονατίσουν, να απολογηθούν, να προσευχηθούν. "Η σχέση μου με την Αριήλ είναι δική μου υπόθεση και δική της. Οι παρεμβάσεις σου είναι περιττές. Και τελευταία φορά που έλεγξα δεν κέρδισες ακόμα τον πόλεμο"
"Όμως είσαι ανόητος, αν νομίζεις ότι τον έχω ήδη χάσει" δεν πρόλαβε να πει περισσότερα. Ο Πατέρας με ένα χτύπημα των δαχτύλων του τον εξαφάνισε. Η Άριελ θυμήθηκε ξαφνικά ότι βρισκόταν σε όνειρο. Ανακατευόταν. Η αλμυρή γεύση των δακρύων με την πικρή γεύση του πόνου, που αιώνες κρεμόταν από την γλώσσα της σαν σάπιο φρούτο, έκανε το στομάχι της να στριφογυρίζει.
"Το ξέρω ότι δεν το βλέπεις, αλλά το έκανα για εσένα". Γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν είχε κουράγιο να ρωτήσει -εξάλλου, ήξερε ότι θα απαντούσε μόνος του. "Σε έβλεπα στις προηγούμενες ζωές και, όταν δεν μπορούσα, ο Ραφαήλ γινόταν τα μάτια μου. Ξέρω τι πέρασες, πόσο πόνεσες. Και το πιστεύω πως πλέον είναι αρκετό. Παραβίασες τον νόμο εν γνώσει σου, ήξερες την τιμωρία. Το να χάσεις νωρίτερα τον θνητό, που θα χάσεις ούτως ή άλλως σε μερικές δεκαετίες, και το να συνειδητοποιήσεις ότι τίποτα στην γη δεν είναι μόνιμο, ώστε να σου προσφέρει την ολοκλήρωση που θα σου δώσει η ζωή στον Παράδεισο, δεν εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα του Παραδείσου, αλλά και τα δικά σου. Δεν το βλέπεις και καταλαβαίνω γιατί, αλλά είναι η αλήθεια. Θα σε αφήσω, θα συνεχίσεις όπως πάντα, σε λίγο καιρό θα πεθάνει και θα σαι πάλι μόνη. Και στην επόμενη ζωή τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Και μόνο όταν βαρεθείς, θα επιστρέψεις σε εμένα. Νομίζεις ότι κι ο Λούσιφερ δεν έχει προσπαθήσει να γυρίσει;"
Η καρδιά της έτσουζε. Δεν ήθελε να ακούσει άλλο. Όμως, επειδή είχε άδικο ή επειδή είχε δίκιο;
"Κι αν πια με μισείς τόσο," είπε με πιο απαλή φωνή, το άσπρο του δωματίου γλύκανε, το λιοντάρι κοίταξε τον Θεό του στα μάτια, "σκέψου με ποιών την μεριά είμαι και ποιους αφήνεις πίσω, αν δεν με διαλέξεις"
Και έτσι ξύπνησε.
Θυμάστε την ιδέα; Εκείνη την μικρή, σχεδόν ασήμαντη ιδέα που είχε μόλις αρχίσει να σχηματίζεται; Με το που άνοιξε τα μάτια της η Άριελ, η ιδέα ήταν τόσο ξεκάθαρη μέσα της, που μπορούσε σχεδόν να την δει γραμμένη στο ταβάνι του νοσοκομείου. Και με μία ανάσα που θα έσφιγγε την καρδιά της σαν μέγγενη και δεν θα την ξαναάφηνε ποτέ, την έθεσε σε εφαρμογή.
[...]
1 μήνας μετά
Το να παίρνεις την απόφαση να κάνεις ένα άλμα πίστεως, να πάρεις ένα ρίσκο και να δίνεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να τοποθετηθεί σε μία νέα πραγματικότητα, είναι αναμφισβήτητα δύσκολο. Γίνεται πολύ πιο εύκολο, όταν η επιλογή αυτή σου βγαίνει σε καλό -σε κάνει ευτυχισμένο, αν προτιμάτε την διατύπωση.
Μα το πιο δύσκολο, πιο επώδυνο, οδυνηρό και επίπονο από όλα είναι όταν για τον οποιονδήποτε λόγο αναγκάζεσαι να ξεριζώσεις τον εαυτό σου από αυτή την ευτυχή πραγματικότητα και να τον ξαναφυτέψεις στο σκοτάδι. Ίσως η διατύπωση να φανεί σε κάποιους υπερβολική -ίσως και να είναι. Όμως, μόνο αυτό το ρήμα ταιριάζει στην περίπτωση.
Το σχολείο δεν είχε ακόμα ανοίξει. Οι επισκευές ξεκίνησαν περίπου δύο εβδομάδες μετά την πυρκαγιά. Η Ζενισέλ τηλεφώνησε προσωπικά σε όλους τους γονείς και τους μαθητές, τους είπε πως το πρόγραμμα θα συνεχιστεί κανονικά, αλλά δυστυχώς τα μαθήματα θα παρατηθούν κατά έναν μήνα για να αναπληρωθούν οι χαμένες ώρες.
Σε μία εβδομάδα θα γυρίσετε, είπε χτες στην Άριελ από το τηλέφωνο. Μένουν κάτι τελευταία πραγματάκια να μπουν στην θέση τους και η παρέα σας θα κάθεται και πάλι στην ροτόντα της τραπεζαρίας.
Η Άριελ στραβοκατάπιε στην ανάμνηση. Αν την μισούσε εκείνος, θα την μισούσαν όλοι. Και θα την μισούσε - θα την απεχθανόταν. Δεν θα ήθελε να την ξαναδεί μπροστά του. Ένα μικρό κομμάτι της Άριελ ήξερε ότι αυτό ίσως να μην ήταν αλήθεια, αλλά η σκέψη αυτή ήταν με έναν πικρό τρόπο ανακουφιστική. Έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι θα γινόταν.
Αν ο Πατέρας του επιτέθηκε, επειδή τον θεωρούσε αναπόσπαστο μέρος της ζωής της, θα του έδειχνε πως δεν ήταν. Θα του έδειχνε πως μπορούσε να ζήσει και χωρίς εκείνον, πως δεν θα ένιωθε συντετριμμένη από την απουσία του. Ψέματα, ψέματα και ψέματα. Αλλά ήταν το είδος που έπρεπε να πει.
Τον απέφευγε, όπως και τους υπόλοιπους. Βγήκε από ομαδικές που έφτιαχναν, απέρριπτε κλήσεις και μηνύματα, δεν είπε σε κανέναν πού μένει. Έμεινε μόνη με την μοναξιά της, εκείνη την κυρία με το μαύρο φόρεμα που αιώνες την συντρόφευε στην κρυφή γωνία του ματιού της. Δεν άνοιγε παντζούρια, μόνο την πόρτα της μερικές φορές, για να φάει.
Οι γονείς της είχαν επιστρέψει στην δουλειά και, όπως πριν, σπάνια έρχονταν σπίτι. Μοναδική παρέα της, τα βιβλία. Μα ακόμα κι αυτά έτσουζαν τα δάχτυλά της, καθώς τα ακουμπούσε. Λες και οι αναμνήσεις τα μετέτρεπαν σε πυρακτωμένο σίδερο.
Έφυγε χωρίς να του πει αντίο. Ένα φιλί μόνο στο μέτωπο, το τελευταίο της βράδυ στο νοσοκομείο, με τον Ραφ να επιβεβαιώνει ότι θα παρέμενε κοιμισμένος. Ικέτευσε τον αδερφό της να της τον προσέχει, χωρίς να το πει στον Πατέρα και προς μεγάλη της έκπληξη δέχτηκε.
Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι της, εξετάζοντας την μωβ πέτρα που ξεκίνησε τα πάντα. Σκεφτόταν το πώς την κατηγόρησε τις πρώτες μέρες στο νοσοκομείο και πώς την ευγνωμονούσε τις τελευταίες. Τώρα δεν ένιωθε τίποτα κοιτώντας την. Ένα άψυχο πρες παπιέ. Τουλάχιστον, με έναν παράδοξο τρόπο είχε σώσει την ζωή του Νίκολας. Το μόνο καλό που χε κάνει τόσα χρόνια.
Έτσι, τρόμαξε όταν χτύπησε το σταθερό. Με αργές, νωχελικές κινήσεις άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο της και σήκωσε το τηλέφωνο. Το έφερε στο αυτί της περιμένοντας να ακούσει, όπως κάθε μέρα, την φωνή της μαμάς της να ρωτάει αν έφαγε κι αν είναι όλα καλά.
"Παρακαλώ;"
"Τι παρακαλείς ρε ηλίθιο πλάσμα που μόνο κηδεία δεν σου έχουμε οργανώσει ακόμα!"
Η Άριελ πετάχτηκε όρθια. Η φωνή της Άλεξ τρύπησε τα αυτιά της. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, για μία στιγμή ήταν απολύτως έτοιμη να κατεβάσει το ακουστικό στην βάση του. Αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει.
"Γεια και σε εσένα" είπε σε ήρεμο τόνο, όχι περιπαικτικό.
"Θες να μου πεις γιατί έχεις εξαφανιστεί από προσώπου γης;" ακουγόταν εξοργισμένη, με τον φιλικό τρόπο που μόνο η Άλεξ μπορούσε να επιτύχει.
"Χάλασε το κινητό μου" κοίταξε τα χέρια της, τον δείκτη της να τρίβει το νύχι του αντίχειρά της.
"Επί έναν ολόκληρο μήνα; Και από τις ομαδικές πώς βγαίνεις ρε;". Δεν θα την πίστευε, ό,τι κι αν έλεγε. Η Άλεξ ήξερε να αναγνωρίζει το ψέμα στα λόγια της.
"Πώς βρήκες το νούμερο μου;"
Η Άλεξ κάγχασε. "Αυτό είναι το πρόβλημά σου;"
Δεν θα άντεχε περισσότερο. Μέχρι και οι ουλές στην πλάτη της -παλιές και φρέσκες- άρχισαν να δυσφορούν.
"Άλεξ, σε παρακαλώ..." ικέτευσε και κάλυψε το τηλέφωνο και με τα δυο της χέρια, λες και της έλεγε κάποιο μυστικό, λες και με τρεις λέξεις της αποκάλυπτε τα πάντα.
Η Άλεξ για μία στιγμή δεν απάντησε. Όπως αναγνώριζε το ψέμα στην φωνή της φίλης της, αναγνώριζε και τον πόνο. Βοήθησε με να γίνω ευτυχισμένη. Η φράση της, μήνες πριν, κυνηγούσε την Άλεξ, μία υπόσχεση που άτυπα είχε δώσει να την βοηθήσει, μία ευθύνη που με προθυμία είχε αναλάβει. Την αγαπούσε, κι ο πόνος της τής ράγιζε την καρδιά.
"Πες μου πού μένεις" είπε γρήγορα η Άλεξ.
"Είναι και οι άλλοι εκεί;" ρώτησε ανήσυχα, λες και θα άλλαζε κάτι.
"Όλοι" απάντησε η Άλεξ, σαν να ήταν κάτι δεδομένο, μα μία καχυποψία σκοτείνιασε τις τελευταίες συλλαβές. "Θες να μιλήσεις σε κάποιον ά-"
"Όχι!" κάλυψε το στόμα της. Όχι μόνο φοβήθηκε ότι θα ακουγόταν η απάντηση μέσα από το τηλέφωνο της Άλεξ, αλλά κι ότι θα επιβεβαίωνε κάθε υπόνοια της.
"Ποια είναι η διεύθυνσή σου, Άριελ;" επέμεινε η Άλεξ και η κοκκινομάλλα ένιωσε την καρδιά της να τρέχει κάτω από το δέρμα της.
"Άλεξ, δεν μπορώ"
"Δώσ' την μου να της μιλήσω" η φωνή του της ράγισε την καρδιά. Τον έκανε εικόνα να απλώνει το χέρι του προς την Άλεξ. Άκουσε το σύρσιμο της καρέκλας της, καθώς η φίλη της σηκωνόταν όρθια στην άλλη άκρη της γραμμής.
"Άριελ, σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν κάνεις πισωγύρισμα. Πες μου ότι όλοι αυτοί οι μήνες δεν πήγαν στράφι. Πες μου ότι δεν," έκανε μία παύση, "σκέφτεσαι πάλι τον Λεβάιθαν"
Η Άριελ εξεπλάγη από το πόσο ελάχιστα είχε περάσει η σκέψη του από το μυαλό της. Ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία της να επανορθώσει. Τότε δεν μπόρεσε να σώσει τον Λεβάιθαν, αλλά τώρα θα έσωζε τον Νίκολας.
"Πρέπει να φύγω"
"Άριελ, όχι, σε παρακαλώ"
"Συγγνώμη Άλεξ"
"Άριελ μη-" το ακουστικό βρήκε την θέση του στην βάση.
Η Άριελ δεν θα έβλεπε ποτέ την έκφραση απόγνωσης της Άλεξ. Δεν θα την έβλεπε να μεταμορφώνεται σταδιακά από ανησυχία, σε φόβο, σε απογοήτευση, σε θυμό -όλες οι γνωστές μάσκες της αγάπης. Μόνο ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι της και περίμενε την κλήση της μαμάς της, με την βεβαιότητα ότι έκανε το σωστό να σπρώχνει τα δάκρυα πίσω στα μάτια της.
[...]
"Άριελ ήρθε η πίτσα! Μπορείς να ανοίξεις;" η μαμά της φώναξε από την κουζίνα με όλη της την δύναμη για να ακουστεί στο βάθος του δεύτερου ορόφου, όπου βρισκόταν το δωμάτιο της κόρης της.
Με βήματα συρτά και σώμα που πονούσε ολόκληρο η Άριελ προχώρησε δυσανασχετώντας προς την εξώπορτα. Το πόμολο ήταν κρύο κάτω από την παλάμη της, καθώς το κατέβαζε. Και δεν είχε ποτέ ευχηθεί περισσότερο να είναι ο ντελιβεράς πίσω από την πόρτα αντί για το αγόρι με τις καστανές μπούκλες που αντίκρισε.
"Νίκολας" αναφώνησε κάτω από την ανάσα της. "Πώς βρήκες πού μένω;"
Την αγκάλιασε με τόση ορμή που σχεδόν έχασε την ισορροπία της και πισωπάτησε. "Ξεκλέψαμε πληροφορίες από την Ζενισέλ. Γιατί δεν δίνεις κανένα σημείο ζωής;" ρώτησε και απομακρύνθηκε. Το κρύο που έμπαινε από έξω, δεν έπιανε μία μπροστά σε αυτό που ένιωθε μέσα της. "Η Άλεξ παραλίγο να αφισοκολλήσει την φάτσα σου σε όλη την Αγγλία".
"Σας είπα, χάλασε το κινητό μου, δεν ξέρω τα νούμερα σας, τι έπρεπε να κάνω, να στείλω περιστέρι;" ρώτησε πιο επιθετικά από όσο ήθελε.
Ο Νίκολας βλεφάρισε. Έσφιξε τα χείλη του. Μία αμηχανία κάλυψε το πρόσωπό του, μία αμηχανία που είχε ξαναδεί μήνες πριν, κάθε φορά που του έλεγε κάποια σκληρή κουβέντα.
Της είχε λείψει. Τόσο μα τόσο πολύ. Είχε να τον δει έναν ολόκληρο μήνα και ένιωθε την ανάγκη να τον ακουμπήσει, να τον φιλήσει, να καθησυχάσει τον εαυτό της ότι οι εφιάλτες τόσων εβδομάδων ήταν ψεύτικοι γιατί στεκόταν μπροστά της ζωντανός. Μα δεν μπορούσε να αφεθεί σε αυτήν την ανάγκη. Έπρεπε να παραμείνει νηφάλια. Αν και ήλπιζε ότι θα απομακρυνόταν αναίμακτα, ήξερε ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.
Θα ξερίζωνε την καρδιά της, ή το μέρος της που δεν του ανήκε πλέον και θα έφευγε. Φύγε, τρέξε από την άλλη. Αυτό μόνο ξέρεις να κάνεις, σωστά; Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τα λόγια του που είχαν χαραχτεί στις αναμνήσεις της.
"Άριελ ποιος είναι;" ακούστηκε η μητέρα της. Δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί η γυναίκα εμφανίστηκε γρήγορα στο κατώφλι της πόρτας. Χαμογέλασε στον Νίκολας και εκείνος την χαιρέτησε πίσω ευγενικά. "Πέρνα μέσα, μην μας παγώσεις εκεί έξω" τον παρότρυνε και δέχτηκε χαμογελαστός, πριν προλάβει να αντιδράσει η Άριελ.
Η πόρτα έκλεισε και η Άριελ σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της. Ο Νίκολας μόλις που πρόλαβε να βγάλει το παλτό του, πριν μιλήσει.
"Έρχεσαι λίγο πάνω; Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω" του ζήτησε με ύφος σοβαρό, νεκρώσιμο, κήδευε από τώρα αυτό που σε λίγο θα ξεψυχούσε από τα δικά της χέρια.
Η μαμά της πήγε πίσω στην κουζίνα, εκείνη άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες και ο Νίκολας διστακτικά την ακολούθησε. Μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Πήγε να την φιλήσει, μα τον απέφυγε. Το κακό προαίσθημα του πήρε σάρκα και οστά, όταν είδε το κινητό της άθικτο να δείχνει την ώρα πάνω στο κομοδίνο της.
"Θα μου πεις τι έγινε; Εξαφανίζεσαι από το πουθενά, δεν μιλάς στα παιδιά, δεν με... δεν με επισκέφτηκες στο νοσοκομείο ξανά και ξέρω- ξέρω ότι δεν έχεις καμία υποχρέωση και ότι προτιμάς να μείνεις σπίτι σου, φυσικά, αλλά δεν είχα," στραβοκατάπιε έντονα, μισούσε τον παιδικό τόνο στην φωνή του, όσο τον λάτρευε η Άριελ, "δεν είχα κανέναν και δεν είπες ούτε αντίο"
Ήταν πολύ νωρίς για να αρχίσει να κλαίει, οπότε έσφιξε τα χείλη της και κατάπιε το βούρκωμα.
"Ο γιατρός είπε να μείνω σπίτι να ξεκουραστώ. Οι μετακινήσεις θα καθυστερούσαν την ανάρρωση" τόνος ψυχρός, ρομποτικός, άψυχος, τον έκανε να ανατριχιάσει.
Κάτι πήγαινε λάθος, πολύ λάθος. Έκανε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη τραβήχτηκε, απομακρύνθηκε σε μία άλλη γωνία του δωματίου της, μακριά του. Όσο πιο μακριά του θα μπορούσε να είναι, γιατί ακόμα και η απόσταση έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτό που πήγαινε να κάνει.
"Πες μου τι πάει στραβά. Πες μου να το διορθώσουμε"
"Δεν μπορείς να τα φτιάξεις όλα, Νίκολας" και οι δύο φοβόντουσαν που θα κατέληγε αυτή η πρόταση.
"Άμα θες τα φτιάχνεις όλα. Εσύ η ίδια μου είχες πει-"
"Αυτό δεν φτιάχνει"
"Δεν το πιστεύω"
Μην το πεις, ικέτευσε τον εαυτό της, μα για να γίνει σωστά αυτό που πήγαινε να γίνει, έπρεπε να το πει.
"Δεν με νοιάζει τι πιστεύεις και τι όχι. Ξεπέρνα το κόμπλεξ σου. Δεν μπορείς να σώσεις τα πάντα" ακουγόταν ενοχλημένη, μα στα αυτιά της έφτανε μόνο ο ήχος της καρδιάς της που ράγιζε.
Ο Νίκολας κράτησε την ανάσα του. Τι έκανε;
"Έκανα κάτι λάθος; Δεν καταλαβαίνω" το μικρό αγόρι που ποτέ δεν κατάλαβε γιατί δεν άξιζε την αγάπη της μαμάς του, τώρα δεν καταλάβαινε πώς έχασε εκείνη της κοπέλας του, χωρίς να κάνει τίποτα.
Αχ γλυκέ μου, ο έρωτας και η αγάπη δεν κρατάνε πρακτικά, ούτε έχουν επιχειρήματα. Και ποτέ μα ποτέ δεν εξηγούν πώς άνοιξαν την κλειδαριά μπαίνοντας ή πώς ακούστηκε η πόρτα που έκλεισαν πίσω τους.
"Φταίει η φωτιά; Γιατί αν πρόκειται για τύψεις ότι εσύ φταις για ό,τι συνέβη, σου είπα ότι-"
"Σταμάτα να μαντεύεις βλακείες!" του φώναξε και εκείνος μπέρδεψε τα πόδια του, καθώς έκανε βήματα πίσω. Ξαφνικά, η Άριελ πήρε το πρόσωπο της μαμάς του. "Φταίει και η φωτιά και διάφορα άλλα"
"Τι άλλα;" τώρα εκνευριζόταν κι ο Νίκολας. Δύο καρδιές θα θρυμματίζονταν την ίδια στιγμή στο ίδιο δωμάτιο -δεν υπάρχει κάτι το ποιητικό σε αυτό;
"Δεν μπορώ να τα προσδιορίσω. Απλά δεν νιώθω το ίδιο πια"
Το κεφάλι του τινάχτηκε προς την κατεύθυνση της. Κρατήθηκε να μην κλάψει. Έτριβε μανιωδώς τον αντίχειρά της, αλλά το έκανε να μοιάζει σαν μία χαλαρή κίνηση. Τα μάτια του κοκκίνισαν, τα χείλη του μισάνοιξαν. Κι αντί να τα φιλήσει θα τα έκανε να τρέμουν από θλίψη. Μα τι τέρας.
"Πού το πας;" την ρώτησε μα το μετάνιωσε.
Και τότε η Άριελ ξεστόμισε την λέξη, που θα μπορούσαμε να πούμε, συνόψιζε και την περίφημη ιδέα της. "Τελείωσε"
"Τι εννοείς τελείωσε; Δεν τελείωσε, τίποτα δεν τελείωσε"
"Δεν είναι δική σου απόφαση"
"Κι όμως. Κι όμως, είναι"
Κάγχασε. Η γλώσσα της έσταζε δηλητήριο και τα μάτια της δάκρυα. Δεν ήθελε να λέει αυτά που έλεγε, αλλά έπρεπε. Για εκείνον. Για να είναι ασφαλής, χαρούμενος, μακριά της. Όλα για εκείνον.
"Όχι, Νίκολας. Όχι αυτήν την φορά"
Τα μάτια του γυάλιζαν, τα βλέφαρά του πνίγονταν σε δάκρυα. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, μα δεν έλεγε τίποτα. Τι να πει; Το παιδί που ελάχιστες φορές στην ζωή του κατάφερε να πάρει αγάπη, από τις πιο απρόσμενες πηγές, τώρα κρατιόταν από μία κλωστή. Μην την αφήσεις, έλεγε στον εαυτό του. Μην τολμήσεις να την αφήσεις. Πάλεψες για αυτό, πάλεψες και μάτωσες. Για το όνομα, μην την αφήσεις.
Η καρδιά της Άριελ ράγιζε. Έσπαζε στην μέση, θρυμματιζόταν, σκιζόταν και ξεσκιζόταν. Θρύψαλα και σκόνη. Δεν θα έμενε τίποτα. Τον έβλεπε να κλαίει και να σπάει μπροστά της και ξέροντας ότι εκείνη έφταιγε, ήξερε επίσης ότι η καρδιά αυτής της ζωής θα εξαφανιζόταν στην χούφτα του.
"Μου είπες ότι με αγαπούσες" τώρα ψιθύριζε. "Ψέματα όλα; Με κοίταξες στα μάτια και το είπες. Δεν στο ζήτησα, ποτέ δεν απαίτησα τίποτα, μόνη σου το είπες και-" στραβοκατάπιε, μιλούσε γρήγορα, το άγχος προκαλούσε κράμπες στην γλώσσα του, "γιατί να πεις ψέματα άμα δεν το εννοούσες;"
Γύρισε την πλάτη της, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στομάχι της. Δεν μπορούσε να τον κοιτάει άλλο στα μάτια. Ένιωθε άρρωστη, θα ξερνούσε. Κατάπιε τον κόμπο, τους λυγμούς, τα δάκρυα, την αγάπη της και στερέωσε την φωνή της.
"Μόλις μου είχες σώσει την ζωή. Υποθέτω ότι ήμουν πολύ συναισθηματικά φορτισμένη"
Έκλεισε τα μάτια του. Σιωπή. "Μάλιστα".
Ένας μέρος της απογοητεύτηκε. Πάλεψε λίγο ακόμη, μην με αφήνεις να φύγω έτσι. Μα ήταν εγωιστικό και υποκριτικό να το ζητάει αυτή. Λες και το λιοντάρι ζητάει από την γαζέλα να τρέξει μέχρι το χείλος του γκρεμού για να την πιάσει, κι ας ξέρουν και οι δύο ότι είναι αναπόφευκτο.
Αν η Άριελ είχε γυρίσει εκείνη την στιγμή, θα τελείωναν όλα. Θα κατέρρεε. Θα του ζητούσε συγγνώμη. Θα τον φιλούσε μέχρι να φύγει η πίκρα από το στόμα της. Θα του έλεγε τα πάντα. Θα του έλεγε για το παρελθόν της, κάθε αιώνα και χιλιετία ξεχωριστά, θα του έλεγε για την πίστη της και τον θεό που δεν εμπιστευόταν πια, για κάθε αγάπη της, για κάθε μόριο της ύπαρξης της που του έλεγε αλήθεια όταν του είπε σ' αγαπώ.
Μα δεν γύρισε. Ούτε όταν εκείνος την πλησίασε.
"Θέλω να σε ικετεύσω, μα δεν θα το κάνω. Θέλω να πέσω στα γόνατα, να επιμείνω και να υπομείνω ό,τι άλλο έχεις να μου πεις. Αλλά φαίνεται ότι ξέρεις να αδειάζεις ανθρώπους και δεν ξέρω αν θέλω να το περάσω αυτό"
Έκλεισε τα μάτια της. Αυτά τα δάκρυα δεν μπόρεσε να τα εμποδίσει. Ξέρεις να αδειάζεις ανθρώπους. Πράγματι.
"Όχι ότι έχει κάποια σημασία, αλλά εγώ δεν σου είπα ποτέ ψέματα" το χέρι του αυθόρμητα σηκώθηκε προς το μέρος της, σαν να ήθελε να της πιάσει τον ώμο, όμως δεν την ακούμπησε. "Και αφού δεν έχω άλλη αξιοπρέπεια για να χάσω," κάγχασε συγκρατώντας το σπάσιμο στην φωνή του, "αλήθεια σε αγάπησα"
Φρικτοί παρελθοντικοί χρόνοι. Δηλώνουν τέλος, κάτι περασμένο, που παλεύει κόντρα στην λήθη. Δύσμοιρη η αγάπη που πιάνεται στα δόντια των παρελθοντικών χρόνων.
Το ξέρω, ήθελε να του πει. Κι εγώ, ήθελε να του πει. Και άσε τον ηλίθιο αόριστο για τους δειλούς. Μα τι δικαίωμα είχε εκείνη να μιλάει για δειλία;
"Φύγε" του είπε και πάντα θα αναρωτιέται πώς η φωνή της δεν έσπασε, δεν λύγισε εκείνη την στιγμή.
"Δεν χρειάζεται να το πεις άλλη φορά" μα άκουσε την καρδιά του να γυρνάει να την κοιτάει πληγωμένη.
Μείνε, θα του έλεγε χτυπώντας τις γροθιές της στον θώρακά του. Να μείνω στο τίποτα; θα της απαντούσε κι εκείνη για ακόμα μία φορά θα σιωπούσε.
Άκουσε τα παπούτσια του να τρίζουν, καθώς έκανε μεταβολή. Και τότε, η Άριελ γύρισε. Έκανε στροφή και τον κοίταξε να ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Άνοιξε το στόμα της να τον φωνάξει, να τον σταματήσει, μα δεν βγήκε τίποτα. Η πόρτα έτριξε, καθώς έκλεινε πίσω του. Και ο γδούπος της καθώς κλείδωνε με το κούφωμα, συγχρονίστηκε τέλεια, σαν κονσέρτο, με εκείνον που έκαναν τα γόνατα της καθώς σαν πύργος γκρεμίστηκε στο πάτωμα.
Το εκκωφαντικό κλείσιμο της εξώπορτας του σπιτιού της, σαν να κατέστρεψε ένα φράγμα, απελευθέρωσε τους λυγμούς της. Δεν ανέπνεε, δεν ήθελε. Έπνιγε τον εαυτό της, τον έκανε να ασφυκτιά, για να τον τιμωρήσει. Έκλαψε όσο δεν είχε κλάψει σε προηγούμενη ζωή. Με έναν οξύμωρο τρόπο έκλαιγε τώρα όσο όταν έχασε, θα έλεγε κανείς, πολύ περισσότερα. Ο Παράδεισος, ο Πατέρας, ο Λεβάιθαν, τα φτερά της, η ζωή που ήξερε. Το πένθος για όλα αυτά μπήκε ξαφνικά στα ίδια σταθμά με την απώλεια του Νίκολας.
Η διαφορά ήταν ότι τώρα δεν μπορούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της κατηγορώντας κάποιον άλλον. Έκλαιγε γιατί αυτήν την φορά δεν άφησε την αγάπη να φύγει, αλλά την έδιωξε και την πονούσε περισσότερο, επειδή ήξερε ότι το ήθελε. Το είχε ανάγκη. Μα το έκανε για εκείνον -όλα για εκείνον. Το τι ήθελε και το τι χρειαζόταν δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ζωή του και στην ασφάλειά του.
Να, σκεφτόταν, να γιατί παλαιότερα δεν αγάπησες. Γιατί η αγάπη για άτομα σαν εσένα είναι μειονέκτημα, αδυναμία. Τι ανόητη που στάθηκε. Και θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο από τον Σίσυφο που τζάμπα ήλπιζε. Να την τώρα η ίδια, ξανά στην βάση του λόφου να σπρώχνει τον βράχο.
Τι θλιβερό, να είναι η πλάτη του η τελευταία εικόνα που θα θυμόταν από εκείνον. Όχι τα καστανά μάτια του, όχι οι ρυτίδες που τόσο λάτρευε, όχι το χαμόγελο του. Η πλάτη του και το σκυμμένο κεφάλι του.
Φρικτά ανθρώπινα λάθη για μία αθάνατη, θα έλεγε κανείς. Μα στην τελική τι επιλογή είχε; Πίστευε ότι μόνο έτσι θα τον προστάτευε. Κι αν αυτή ήταν μία άλλη ιστορία, ίσως να είχε δίκιο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top