ΕΊΚΟΣΙ ΤΡΊΑ

Song: Seven Devils -  Florence + The Machine


Η Άλεξ έτρεξε δίπλα στην Άριελ που ακόμα δεν είχε κουνηθεί από την θέση της. Της ακούμπησε το μπράτσο και σαν να την έβγαλε από έναν βαθύ ύπνο, η Άριελ αναπήδησε και πετάρισε τις βλεφαρίδες της.

"Δεν πειράζει που έχασες, συμβαίνει μερικές φορές. Εξασκείται χρόνια τώρα. Εκτός αν ξοδεύεις τον ίδιο χρόνο με αυτόν κρυφά, το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο" της είπε καθησυχαστικά λες και αυτό ήταν το πρόβλημά της.

Όχι το πρωτόγνωρο αίσθημα που ένιωθε να ανθίζει στο στήθος της, να ραγίζει τον θώρακά της και, σαν πηγή νερού, να απλώνεται πάνω στο δέρμα της. Όχι η ακατανίκητη επιθυμία της να τρέξει πίσω του, να του ζητήσει επανάληψη. Να τον ρωτήσει γιατί έφυγε έτσι. Έπρεπε να αγνοήσει το σφίξιμο στο στομάχι της που, όσο δεν κουνιόταν από την θέση της, μόνο μεγάλωνε. Κουνήσου. Φύγε.

Το πρόβλημα ήταν πως αν κουνιόταν εκείνη την στιγμή, φοβόταν για το πού θα την οδηγούσαν τα πόδια της.

Δεν πήγε στο βραδινό εκείνη την ημέρα. Άφησε τα κορίτσια όταν βρήκαν τον Ραφ να περιμένει τον Λουκ και τον Νίκολας στην είσοδο της τραπεζαρίας και ανέβηκε στους κοιτώνες. Επέλεξε να πάει για ένα μπάνιο, να βγάλει από πάνω της τον ιδρώτα της μάχης -και με λίγη τύχη την ανάμνησή της.

Οι διάδρομοι ήταν άδειοι. Οι κοιτώνες βυθισμένοι στην σιωπή. Όλοι ήταν για βραδινό και αυτό της έδινε την ευκαιρία να απολαύσει την ησυχία, χωρίς το βουητό των συμμαθητών της. Τα ντους ήταν επίσης άδεια και έτσι μπόρεσε να καθαρίσει τις σκέψεις της, χωρίς να ανησυχεί για την παρουσία κάποιου άλλου εκεί.

Χρειαζόταν την ησυχία, την είχε ανάγκη. Αυτή η ζωή της εξελισσόταν τρομερά περίπλοκη. Η επίθεση του δαίμονα, η λιποθυμία της μετά το ξόρκι, η προφητεία, η Άλεξ και τα όνειρά της, ο Νίκολας. Είχε ζήσει ακόμα εννέα θνητές ζωές και μόνο η πρώτη μπορούσε να συναγωνιστεί την δέκατη. Η πρώτη ήταν μία ζωή που τραβούσε αιωνιότητες, γεμάτη θρήνο και πόνο, μία ατελείωτη μάχη με τα πάντα και τον εαυτό της. Φυσικά, οι άλλες δεν ήταν όλες εύκολες και σπάνια εξ ολοκλήρου ευχάριστες. Αλλά τουλάχιστον, ο Πατέρας παρέμενε εκτός τους και αυτό της προσέφερε κάποτε μία κάποια ασφάλεια.

Τώρα όλα επέστρεφαν. Ο Πατέρας και η αίσθηση υποχρέωσης που είχε απέναντί του. Η πίστη της σε αυτόν ήταν έμφυτη και δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει εντελώς. Ούτε το όνειρο στο οποίο την είχε επισκεφτεί. Έπρεπε αλήθεια να επιλέξει μεριά; Τον Πατέρα ή τον Λούσιφερ; Εκείνον που της γύρισε την πλάτη και την καταδίκασε στην επίγεια κόλαση ή τον Έκπτωτο αδερφό της που σκότωσε τον Λεβάιθαν;

Με μηχανικές κινήσεις έφτασε μπροστά στον νιπτήρα και κοίταξε το είδωλό της, μέσα από τον θολωμένο καθρέφτη. Ένιωθε τόσο βαριά, ώστε περίμενε ότι και ο καθρέφτης θα ράγιζε από το βάρος της εικόνας της. Δεν ήταν ο εαυτός της. Δεν ήταν εκείνη που ήταν κάποτε. Ο ζωντανός εαυτός της, ο άγγελος με την καρδιά λιονταριού, την φωτιά που της χάρισε ο Πατέρας. Αυτό που έβλεπε, σε κάθε αντανάκλαση της αιώνες τώρα, ήταν ένα κουφάρι. Μία ανάμνηση μόνο όσων ήταν κάποτε. Γενναία, έντονη, μία υπόσταση που εξέπεμπε φως.

Θα έδινε τα πάντα για να επιστρέψει σε εκείνη την Άριελ.

Χτένισε τα μαλλιά της, αγνοώντας το είδωλο της. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια της, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να φέρει τα παπούτσια και το πουκάμισό της. Φόρεσε βιαστικά την φούστα και τις σαγιονάρες της και τύλιξε καλύτερα την πετσέτα γύρω από το γυμνό σώμα της.

Τι κι αν μπορούσε να επιστρέψει;

Με γρήγορα βήματα για να μην την πετύχει κάποιος, βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να επιστρέφει στο δωμάτιο της. Βρισκόταν στα μισά της διαδρομής, όταν ένας κρότος την τρόμαξε και το πόδι της γύρισε με την βρεγμένη σαγιονάρα της. Ένα χέρι κράτησε την μέση της πριν πέσει και γρήγορα απομακρύνθηκε από γύρω της.

Ο Νίκολας με ένα μικρό, βεβιασμένο χαμόγελο την βοήθησε να ξανασταθεί στα πόδια της. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα δικά της, καθώς άφηνε το χέρι της. Η πετσέτα λύθηκε αφήνοντας την πλάτη της ακάλυπτη. Η Άριελ κοκκινισμένη την κράτησε πιο πάνω της και κόλλησε την γυμνή πλάτη της στον τοίχο πίσω της.

"Συγγνώμη, επέστρεφα κάτι στο δωμάτιο της Άλεξ και κοπάνησα πολύ δυνατά την πόρτα" απολογήθηκε και απομακρύνθηκε βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του.

Το βλέμμα του πέρασε για μία στιγμή πάνω από το γυμνό δέρμα στους ώμους και τα πλευρά της. Κατάπιε διακριτικά τον κόμπο στον λαιμό του και ξανακοίταξε τα μάτια της. Η Άριελ δεν είχε πάρει ούτε ανάσα.

"Τουλάχιστον αυτήν την φορά δεν έπεσες, όπως την πρώτη μέρα. Πρόοδος" της είπε γελώντας λίγο στην ανάμνηση.

"Επειδή με κράτησες, όχι επειδή καλυτέρευσε η ισορροπία μου" απάντησε ντροπαλά με ένα ασυναίσθητο στραβό χαμόγελο.

"Ποιος είπε ότι η πρόοδος αναφερόταν σε εσένα;" γέλασαν ταυτόχρονα.

Εκείνη η συζήτηση ήταν αποπνικτική. Έμοιαζε να θέλει να της πει κάτι, αλλά δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Η Άριελ ήθελε να ζητήσει συγγνώμη. Για τι; Για τα πάντα. Αλλά επίσης δεν ήξερε πώς να αρχίσει.

"Έφυγες κάπως απότομα σήμερα" του είπε και το βλέμμα του χαμήλωσε στο πάτωμα.

Την πλήγωσε που έφυγε. Γιατί να το κρύψει; Ίσως η ειλικρίνεια να ήταν ένα πρώτο βήμα προς τον αληθινό εαυτό της.

"Σκέφτηκα να το κάνω εγώ πριν το κάνεις εσύ" απάντησε σε έναν πικρό τόνο -δεν ήταν η μόνη πληγωμένη σε εκείνο τον διάδρομο.

Η Άριελ μαζεύτηκε πιο κοντά στον τοίχο λες και ήλπιζε να την απορροφήσει, να την αφήσει να εξαφανιστεί. Ο εκνευρισμός του άρχισε να φαίνεται στο πόδι του που ανεβοκατέβαινε νευρικά.

"Τι εννο-"

"Έλα τώρα, Άριελ, δεν είμαι κανένας ηλίθιος. Με βλέπεις και αλλάζεις πεζοδρόμιο" την διέκοψε κλείνοντας για μία στιγμή τα μάτια του, σαν προσπαθούσε να ηρεμήσει τον τόνο της φωνής του.

Του έλεγε ψέματα. Τον απέφευγε. Του φερόταν περίεργα. Αλλά, τουλάχιστον, ας μην του φερόταν σαν να μην είχε μία στοιχειώδη αντίληψη.

Η Άριελ δάγκωσε την γλώσσα της.

"Δεν είναι..." δεν ήξερε τι να του πει, πώς να δικαιολογηθεί.

"Αλήθεια; Ναι, οκ. Ούτε την φράση σου δεν μπορείς να ολοκληρώσεις"

"Δηλαδή είσαι εκνευρισμένος;"

"Έπρεπε να λέω και ευχαριστώ;"

"Δεν εννοώ αυτό"

"Τότε τι εννοείς Άριελ; Γιατί προς το παρόν το μόνο που βλέπω, είναι μία κοπέλα που ξέρω μόλις ένα μήνα να με αποφεύγει και δεν ξέρω γιατί. Είναι λες και η σκηνή στην φωτιά, στην βιβλιοθήκη ή εκείνη στο νοσηλευτήριο δεν έγιναν ποτέ" σχεδόν της φώναζε.

"Είναι πιο περίπλοκο από όσο νομίζεις" υπερασπίστηκε τον εαυτό της ξεκολλώντας λίγο από τον τοίχο.

"Αυτό που νομίζω είναι ότι εσύ το κάνεις περίπλοκο. Νομίζω ότι κάτι σου συνέβη ή κάτι έχεις περάσει, που σε κάνει να τρέχεις μακριά. Αλλά, πρέπει να σου θυμίσω, ότι δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για ό,τι ήταν αυτό και δεν έχω λόγο να την πληρώνω. Είμαι εδώ αν θέλεις να μιλήσεις, το έχω κάνει ξεκάθαρο αυτό, αλλά αν απλά ψάχνεις για έναν... αποδιοπομπαίο τράγο, τότε πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να βρεις άλλον μαλάκα" έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος της.

Ήταν ακόμα μακριά, όμως κάθε άτομο ανάμεσά τους ήταν ηλεκτρισμένο. Κάθε χαμόγελο και ανείπωτη λέξη και σκέψη βάραιναν την ατμόσφαιρα.

Ακουγόταν σκληρός, εντελώς διαφορετικός από ό,τι συνήθως. Το γλυκό χαμόγελο και το χαμηλών τόνων βλέμμα είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχε πάρει ένας διαφορετικός Νίκολας. Η Άριελ σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα απαντούσε. Θα του γυρνούσε την πλάτη και θα έφευγε. Θα έμπαινε στο δωμάτιό της και θα κλείδωνε την πόρτα. Δεν θα δεχόταν συγγνώμες για αυτά που της είπε, δεν θα του ξαναμιλούσε ποτέ της.

Αντίθετα, έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.

Έκπληκτος, στραβοκατάπιε. Τα μάτια του μεταφέρθηκαν πάλι για μία στιγμή στην πετσέτα. Μα πού είναι το μυαλό του δαίμονα σου, Νίκολας;

"Εγώ πάλι πιστεύω πως νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με ξέρεις τόσο καλά;" αντιγύρισε νιώθοντας μία σπίθα να ανάβει μέσα της.

Το βλέμμα της κάρφωσε το δικό του και εκείνος δεν υποχώρησε. Ήταν μία μεριά του που είχε ξαναδεί μόνο το απόγευμα της επίθεσης. Τι ήθελε από εκείνη; Δεν του χρωστούσε και τίποτα στο κάτω κάτω της γραφής. Ένιωσε τον εκνευρισμό να μαζεύεται σαν κουβάρι στο στήθος της. Αυτό που δεν έβλεπαν ήταν ότι τα δύο φαινομενικά ξεχωριστά κουβάρια ήταν το ίδιο και μαζευόταν όλο και περισσότερο, φέρνοντάς τους πιο κοντά.

Η μοίρα είναι πονηρό πράγμα. Όσο και αν απομακρύνονται τα δύο άκρα μίας κλωστής, πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους, το ένα πίσω στο άλλο. Η Αριάδνη ξετύλιξε τον μίτο, αλλά ξαναένωσε το δικό της άκρο με εκείνο του Θησέα. Οι μοίρες κόβουν το νήμα της ζωής, γιατί ακόμα κι εκείνες ξέρουν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κρατήσουν μακριά τις δύο άκρες.

Και η κλωστή της Άριελ και του Νίκολας ήταν κοινή. Η ερώτηση ήταν μία: θα προλάβαιναν να συναντηθούν πριν κοπεί η κλωστή;

"Νομίζεις ότι μπορείς να κρύψεις τα πάντα, αλλά δεν μπορείς. Όχι από άτομα που ξέρουν να κρύβονται όσο καλά όσο εσύ", απάντησε ο Νίκολας, αλλά τώρα ψιθύριζε και η ανάσα του χάιδεψε στιγμιαία το πρόσωπό της. "Οι άλλοι έχουν την πολυτέλεια του να δείχνουν τα συναισθήματα τους, χωρίς να φοβούνται. Να λένε αυτό που σκέφτονται, όταν το σκέφτονται. Εμείς δεν είμαστε έτσι, κάνω λάθος;"

"Όχι" απάντησε αμέσως, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, αφήνοντας το βλέμμα της να κάνει την σκέψη που έκανε το βράδυ της φωτιάς.

"Και όσο για το βράδυ της φωτιάς, ήθελα τόσο καιρό να σου ζητήσω συγγνώμη, μα ξέρεις τι; Δεν θέλω πια. Ξέρω ότι αν το έκανα τότε θα με συγχωρούσες πιο εύκολα από ό,τι αν το κάνω τώρα" της είπε με μία τέτοια αποφασιστικότητα, ώστε η Άριελ νόμιζε ότι εκείνη την στιγμή θα έσκυβε και θα την φιλούσε.

Ήθελε να φωνάξει, μα δεν είπε τίποτα. Φοβόταν το στόμα της εκείνη την στιγμή, περισσότερο από όσο φοβόταν το δικό του. Και επιβεβαιώνοντας αυτήν την σκέψη της, τα χείλη της μισάνοιξαν.

Τα δάχτυλά του πέρασαν τόσο απαλά από το σαγόνι της, ώστε δεν ήταν σίγουρη αν το άγγιγμα έγινε όντως ή απλά το φαντάστηκε. Πήρε μία ανάσα και άφησε τα βλέφαρα της για μία ελάχιστη στιγμή να μισοκλείσουν.

"Όταν αποφασίσεις τι θέλεις, να με ενημερώσεις. Μέχρι τότε, προτιμώ να διατηρήσω την αξιοπρέπειά μου και να φεύγω πρώτος" της είπε ψιθυριστά και άρχισε να απομακρύνεται με τα χέρια στις τσέπες του, όπως έφυγε εκείνο το απόγευμα από την αίθουσα ξιφασκίας.

Για λίγα ελάχιστα δευτερόλεπτα, η επικρατούσα ατμόσφαιρα ανάμεσά τους σχεδόν την έκανε να τον ακολουθήσει. Να του πει να σταματήσει, να του πει ότι άδικα θα περίμενε κάτι να του πει, ότι είχε άδικο για το φιλί, για τα πάντα. Θέλησε να τον τραβήξει πίσω, να του δείξει ότι δεν έλεγχε τίποτα, ότι δεν ασκούσε πάνω της την επιρροή που πίστευε.

Αλλά απλά παρέμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται, βλέποντας στην θέση του, τον Νόα και τον Έντι και τον Φρανσουά. Και τον Μπρούνο και τον Κρίστιαν και τον Ορφέα. Αυτός, όμως, ο Ορφέας δεν θα γυρνούσε πίσω. Παρ' όλα αυτά, εκείνη ένιωσε ταυτόχρονα όλο το βάρος που ένιωσε στο παρελθόν όταν κάθε ένας Νίκολας των προηγούμενων ζωών της απομακρυνόταν από κοντά της, επειδή τους έδιωχνε εκείνη.

Ο Φλέιμς είναι περισσότερα από όσα δείχνει. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

"Άριελ, είσαι μέσα;" η ήρεμη φωνή του Λουκ ακούστηκε από την άλλη μεριά της πόλης και η Άριελ συνοφρυωμένη σηκώθηκε από το γραφείο της και του άνοιξε.

"Χέυ, όλα καλά;" τον ρώτησε και του χαμογέλασε.

"Ναι μωρέ μία χαρά, απλά η Ζενισέλ έχει κάτι ανακοινώσεις και η Ρίτα και η Άλεξ δεν ήθελαν να χάσουν τίποτα, κι έτσι στείλανε εμένα να σε φέρω" απάντησε και ανασήκωσε τους ώμους του.

"Καημένε. Τι αγγαρεία και αυτή" είπε δήθεν πειραγμένα, καθώς έπιανε το σακάκι της από την κρεμάστρα.

"Έλα έλα, παραπονιάρα, πάμε κάτω"

Τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και άρχισαν να περπατάνε προς την τραπεζαρία.

"Ήθελα να σε ευχαριστήσω, παρεπιμπτόντως" της είπε ενώ βρίσκονταν στα μισά της σκάλας.

"Για τι πράγμα;" τον ρώτησε και γύρισε να κοιτάξει το προφίλ του.

"Η Ρίτα μου είπε για την συζήτηση που είχατε πριν... το ατύχημά σου" απάντησε και έξυσε αμήχανα το σβέρκο του.

Το ατύχημα. Ήταν, πράγματι, ένα εσκεμμένο ατύχημα.

"Ναι, θυμάμαι. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Εγώ απλά της θύμισα την αλήθεια" ανασήκωσε τους ώμους της και σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.

Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο βάρος να ξαπλώνει πάνω στα πνευμόνια της. Στην θύμηση της συζήτησης με την Ρίτα, της σπασμένης της φωνής, την προσπάθειάς της να δικαιολογηθεί στην Άριελ, να της εξηγήσει πώς δεν χωρούσε στα ρούχα της.

Τον τελευταίο μήνα της είχε γίνει συνήθεια να προσέχει το πιάτο της. Με τον Λουκ αντάλλαζαν βλέμματα, συμφωνούσαν σιωπηλά για την ποσότητα, επιβεβαίωναν ότι άδειαζε το πιάτο. Μερικές φορές η Άριελ πήγαινε μαζί της στην τουαλέτα, επιβεβαιώνοντας στην πραγματικότητα ότι ό,τι έμπαινε στο στομάχι της παρέμενε εκεί.

"Ναι για αυτό ήθελα να πω ευχαριστώ. Γιατί ήσουν εκεί, όταν εγώ ήμουν υπερβολικά ξεροκέφαλος για να είμαι" έτριψε για ακόμα μία φορά το πίσω μέρος του κεφαλιού του και κάρφωσε το βλέμμα του στο πάτωμα μπροστά από το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας.

Έστριψαν μαζί προς τα αριστερά, κατευθυνόμενοι προς την τραπεζαρία. Η Άριελ γύρισε να τον κοιτάξει.

"Δεν ήσουν ξεροκέφαλος. Ήσουν πληγωμένος. Και ανησυχούσες για εκείνη, όλοι το ξέρουμε αυτό"

"Μερικές φορές ανησυχώ ότι την νοιάζομαι με τον λάθος τρόπο"

"Δεν υπάρχει λάθος τρόπος να νοιαστείς για κάποιον. Το να νοιάζεσαι, από μόνο του, είναι η σωστή πράξη" είπε με βεβαιότητα στην φωνή της και ένιωσε όμορφα με την πρόταση που ξεστόμισε.

Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να νοιάζεσαι, στο να αγαπάς. Κι όμως, χωρίς να το καταλαβαίνει, η Άριελ έκανε την αποφυγή της αγάπης ένα προσωπικό είδος θρησκείας τους τελευταίους αιώνες. Και η θρησκεία, ό,τι κι αν υπόσχεται στον πιστό, πάντα υπάρχει κάτι που εκείνος πρέπει να δώσει πίσω -θυσίες, προσευχές, την ζωή του. Όμως το τίμημα που πλήρωνε η Άριελ ήταν δυσανάλογο αυτού που της προσφερόταν πίσω -ποιος συγκρίνει την ευτυχία με την δυστυχία;

"Δεν μπορώ να διαφωνήσω" της απάντησε, κάπως έκπληκτος και ο ίδιος.

"Έχω δίκιο συχνά" είπε με ένα δήθεν αυτάρεσκο χαμόγελο, τινάζοντας τα μαλλιά της, ανάβοντας μία φωτιά στους ώμους της.

"Εσύ και η Άλεξ"

"Το έχετε ξαναπεί αυτό"

"Δεν ισχύει λιγότερο τώρα"

Γέλασαν και οι δύο, καθώς περνούσαν έξω από την πόρτα της Ζενισέλ.

"Όπως και να χει, ευχαριστώ, αλήθεια. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστεύομαι" ο παιδικός τόνος στην φωνή του φανέρωναν την επιρροή της εξίσου παιδικής ψυχής του Αζαλάια, του αδερφού της στον Παράδεισο που τον καθοδηγούσε.

"Χαίρομαι που είμαι άξια αυτής της εμπιστοσύνης" του είπε με ένα ειλικρινές χαμόγελο.

"Όσο δεν μαχαιρώνεις κανέναν από εμάς πισώπλατα, ναι" απάντησε χιουμοριστικά και ένα πλάγιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.

Υπήρχε μία δόση αλήθειας στην πρότασή του και η Άριελ το ήξερε. Δεν σκόπευε ωστόσο να προδώσει ή να πληγώσει κανέναν τους. Αν και για έναν συγκεκριμένο δεν μπορούσε να υποσχεθεί τίποτα.

"Για την Έλενορ δεν μπορώ να υποσχεθώ πολλά"

Γελάσανε για ακόμα μία φορά και ο ήχος απλώθηκε στον χώρο, ανάμεσα στις πόρτες και τους πίνακες με τα σοβαρά πρόσωπα.

"Είναι περίεργο πάντως, που δεν ασχολείται πολύ μαζί μας αυτό το εξάμηνο. Συνήθως λατρεύει να εκφοβίζει κόσμο"

"Παραπονιέσαι;" ρώτησε και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της τραπεζαρίας.

"Ναι. Μου λείπουν τρομερά οι υπέρηχοι των τσιρίδων της. Φήμες λένε ότι μία φορά βγήκανε δελφίνια στην επιφάνεια της θάλασσας μετά από έναν καβγά της με την Άλεξ" απάντησε ανοίγοντας την πόρτα και το γέλιο της Άριελ σχεδόν επισκίασε το βουητό των μαθητών που τρώγανε το βραδινό τους.

Πλησίασαν την καθιερωμένη ροτόντα τους. Το χαμόγελο της Άριελ έσβησε γρήγορα στην θέα του Νίκολας, όμως εκείνος δεν σήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος της. Στριφογύριζε στο πιρούνι του μία μπουκιά πίτσας νευρικά, χωρίς να πάρει τα μάτια του από αυτό το τρομερά ενδιαφέρον θέαμα.

"Γεια σας" αναφώνησε η Άριελ, καθώς καθόταν ανάμεσα στην Άλεξ και την Ρίτα.

"Salut, Τζίντζερ, φτάσατε πάνω στην ώρα" απάντησε η Άλεξ και της χαμογέλασε. "Α και περιμένω την πίτσα σου, μου το υποσχέθηκες πριν"

"Πολλά υποσχόμενο Άλεξ, αλλά Τζίντζερ δεν ήξερα ότι είχες κρυφά χαρίσματα" σχολίασε ο Λουκ πονηρά.

Πήρε σε όλους μία στιγμή να αντιδράσουν.

"Λουκ!" αναφώνησε ντροπιασμένα η Ρίτα και έκρυψε το πρόσωπό της με την παλάμη της.

Η Άλεξ άρχισε να γελάει δυνατά, κάνοντας μερικά παιδιά από άλλα τραπέζια να γυρίσουν να την κοιτάξουν και η Άριελ απλά γούρλωσε τα μάτια της κοιτώντας τον αποδοκιμαστικά, με μία αστεία έκφραση.

"Είσαι... απίστευτος" σχολίασε τρίβοντας απηυδισμένη το μέτωπό της η κοκκινομάλλα.

"Όχι να το παινευτώ, αλλά ναι" απάντησε γελώντας ακόμα με το αστείο του.

Η Άλεξ σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και Άλεξ επέτρεψε στον εαυτό της να γελάσει. Την ίδια στιγμή, λες και το γέλιο της ξεχείλισε το ποτήρι, ο Νίκολας κοπάνησε το πιρούνι του στο πιάτο του και σηκώθηκε όρθιος.

"Έχω να τελειώσω μία εργασία για αύριο. Θα μου πείτε τις ενημερώσεις το πρωί" είπε γρήγορα και αρπάζοντας το σακάκι του από την πλάτη της καρέκλας του, έφυγε από την τραπεζαρία, χωρίς να κοιτάξει κανέναν.

Η Άλεξ, η Ρίτα και ο Λουκ τον κοίταζαν συνοφρυωμένοι να απομακρύνεται, αλλά η Άριελ ντροπιασμένη, ξέροντας ότι εκείνη έφταιγε, είχε σκυμμένο το κεφάλι στο πιάτο της.

"Αυτό ήταν περίεργο..." σχολίασε ο Λουκ και όλοι γύρισαν μπροστά.

"Τι έγινε; Αλλάξατε βάρδιες και τώρα αποφεύγει εκείνος εσένα;" ρώτησε η Άλεξ την Άριελ.

"Ο Ραφ πού είναι;" επέλεξε να ρωτήσει η κοκκινομάλλα γλείφοντας τα χείλη της αμήχανα.

Δεν ήθελε να το συζητήσει εκείνη την στιγμή, ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Ναι, σε αυτή τη ζωή ήταν δύσκολο να τον αποφύγει, αλλά θα το έκανε. Δεν θα του έδινε καν την απάντηση που ζητούσε, θα την καταλάβαινε μόνος του.

"Έφυγε για λίγο να εξετάσει κάτι τελευταία με τους δικούς του. Θα γυρίσει αύριο μεθαύριο, είπε" απάντησε η Ρίτα προσπαθώντας να βγάλει την Άριελ από την άβολη θέση.

Θα πήγαινε μάλλον να ρωτήσει τον Πατέρα για την κατάσταση της Άλεξ. Μα τι στα κομμάτια πια! Πόσα προβλήματα μαζεμένα είχαν μαζευτεί; Πόσα πράγματα έπρεπε να προσέχει και να παρατηρεί; Και εκείνος δεν μπορούσε καν να καθίσει στο τραπέζι μπροστά της;

Αφήνοντας μία εκνευρισμένη ανάσα, σηκώθηκε όρθια, σέρβιρε στον εαυτό της λίγη σαλάτα από το κέντρο της ροτόντας και κατευθύνθηκε προς τον μπουφέ για τα κομμάτια πίτσας που της αντιστοιχούσαν. Όταν επέστρεψε στο τραπέζι, η Ζενισέλ άνοιγε το μικρόφωνο και η φωνή της αντήχησε σε όλη την αίθουσα.

"Αγαπημένα μου παιδιά. Όπως γνωρίζετε, αύριο μπαίνει ο Δεκέμβρης και η Ακαδημία Λίμπερτι έχει την χαρά, όπως κάθε χρόνο, να διοργανώσει την παραμονή των Χριστουγέννων, τον 'Χορό των Χιονονιφάδων'" ανακοίνωσε χαρούμενα και όλοι οι μαθητές άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν ενθουσιασμένοι.

"Τέλεια! Αυτό σημαίνει ότι θα πάμε κάπου κοντά την μονοήμερη!" σχολίασε με ένα τεράστιο χαμόγελο η Άλεξ και κοίταξε την εξίσου εκστασιασμένη Ρίτα.

"Ποια μονοήμερη;" ρώτησε η Άριελ, μα η Άλεξ δεν πρόλαβε να απαντήσει.

"Την Παρασκευή που έρχεται -επειδή στα ενδιάμεσα ξέρω ότι πολλοί θα θέλουν να σας βάλουν μερικά διαγωνίσματα για τα τέλη του εξαμήνου- θα πάμε στην καθιερωμένη μας εκδρομή στο κέντρο της πόλης για να κάνετε τα ψώνια σας και μετά θα ενημερώσουμε τους γονείς σας, οι οποίοι βέβαια είναι προσκεκλημένοι!"

Για ακόμα μία φορά τα παιδιά ξέσπασαν σε δυνατές επευφημίες.

"Για λεπτομέρειες θα ενημερωθείτε από τον Λάρυ και την Ινές, τους υπευθύνους των κοιτώνων των αρρένων και των θηλέων αντίστοιχα. Οι δηλώσεις για όσους θα συμμετάσχετε, έχουν υπογραφεί από τους γονείς σας στην αρχή του εξαμήνου, οπότε δεν χρειάζεται να αγχώνεστε για αυτό. Bon appétit et préparez-vous pour vendredi! Et, bien sûr, ne négligez pas vos testes!*" συμπλήρωσε και έκλεισε το μικρόφωνο, αφήνοντας τους μαθητές να δημιουργήσουν ένα δυνατό βουητό σχολίων και χαρούμενων φωνών.

"Μονοήμερη;" ρώτησε η Άριελ, περιμένοντας μερικές εξηγήσεις από την Άλεξ.

"Είναι ό,τι καλύτερο! Θα το λατρέψεις! Θα πάμε για καφέ και θα σε πάω στο αγαπημένο μου μαγαζί και θα βρούμε τα καλύτερα ρούχα! Θα σε ντύσω σαν άγγελο!" είπε η Άλεξ με ένα πλατύ χαμόγελο.

Στην τελευταία λέξη, η Άριελ χλόμιασε και δεν μπόρεσε παρά να καρφώσει με το βλέμμα της την Άλεξ. Ο χρόνος σταμάτησε. Η ανάσα της δεν άφησε ποτέ τα πνευμόνια της και η καρδιά της βούλιαξε τόσο βαθιά στον θώρακά της, ώστε η Άριελ ένιωθε να χτυπάει κάπου μέσα στα πλευρά της. Ξέρει. Χριστέ μου, ξέρει.

Η Άλεξ την κοιτούσε ήδη και είδε το υπονοούμενο να κρύβεται στην αριστερή γωνία του χαμόγελου της. Και, σαν η αντίδραση της Άριελ να ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε, γύρισε μπροστά της και συνέχισε να μιλάει με την Ρίτα.

Η Άριελ έμεινε να την κοιτάει σοκαρισμένη. Και τώρα, τι;


*Καλή όρεξη και ετοιμαστείτε για την Παρασκευή! Kαι, φυσικά, μην παραμελήσετε τα διαγωνίσματα σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top