Τρεις μήνες μετά.
<<Βαθιές ανάσες εισπνοή εκπνοή>>
<<Ξέρω να αναπνέω Βανέσα>> κοιτάζω την φίλη μου που στέκετε απέναντι μου με το μακρύ μπλε φόρεμα της και κατσουφιάζει. Μετά την επιστροφή στην Ουάσιγκτον και έπειτα από την από την επίδειξη κάναμε μια πολύωρη συζήτηση. Όλη αυτή η κατάσταση την είχε πληγώσει πολύ, όχι γιατί είχε έναν άγνωστο αδελφό, αλλά επειδή ο πατέρας της, τον παράτησε σε ένα ορφανοτροφείο να μεγαλώσει μόνος του.
Δεν μπορώ να πω ότι οι σχέσεις τους με τον Ίαν είναι αδελφικές, αλλά τουλάχιστον όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες σαν πλουτισμένοι άνθρωποι. Αν και είμαι αγχωμένη καθώς έξω από αυτό το δωμάτιο βρίσκονται περισσότεροι από διακόσιοι άνθρωποι που περιμένουν να δουν την τελετή του γάμου μου με τον Ίαν, χαίρομαι που έχω δίπλα μου, την κολλητή μου, μια τέτοια ημέρα.
<<Όλα θα πάνε καλά>> η Μαίρη ισιώνει το πέπλο μου που πέφτει πάνω από το μακρύ, λευκό στράπλες νυφικό μου και χαμογελάει. Είχα διαλέξει ένα απλό σατέν νυφικό που το μόνο φανταχτερό στοιχείο του είναι τα πούπουλα που υπάρχουν γύρω από το μπούστο μου. Όλο αυτό το διάστημα αδημονούσα να έρθει η μέρα που θα παντρευτώ τον άνδρα της ζωής μου και τώρα ξαφνικά νοιώθω να κυλάει στην πλάτη μου κρύος ιδρώτας.
<<Σάρα, έτοιμη;>> ο πατέρας μου μπαίνει μέσα στο δωμάτιο φορώντας το μαύρο σμόκιν του και η Μαίρη με την Βανέσα αποχωρούν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου, <<Είμαι σίγουρος ότι μας βλέπει από ψιλά>> σηκώνει το βλέμμα και νοιώθω έναν κόμπο στο λαιμό μου. <<Σε ευχαριστώ μπαμπά>>, με πλησιάζει και τον αγκαλιάζω <<Εγώ σε ευχαριστώ παιδί μου, που κάθε μέρα, με κάνεις περήφανο για την κόρη που έχω αποκτήσει>> τον σφίγγω περισσότερο και προσπαθώ να κρατήσω τα δάκρυα μου. <<Αν και θα μου λείψεις>> απομακρύνομαι και τον κοιτάζω στραβά.
Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να κάνει ένα διάλειμμα από την δουλειά και να ξεκουραστεί λίγο καιρό, ήθελε να ταξιδέψει. Οπότε μας άφησε το σπίτι όλο δικό μας, για τους επόμενους δυο μήνες. <<Μπαμπά σου χρειάζεται λίγη ξεκούραση, δεν θα πάθουν κάτι εάν λείψεις για λίγο καιρό>> οι εκλογές είχαν γίνει πριν από πέντε μέρες και ο Ραφαέλ ήταν ένα από τους πρώτους που μπήκε μέσα. Το χρέος του είχε τελειώσει. <<Ίσως έχεις δίκιο καιρός να χαλαρώσω λίγο>> μου δίνει το χέρι του και τον πιάνω αγκαζέ.
Προχωράμε μέχρι την πόρτα και την ανοίγει ενώ απ' έξω ακούγετε το γαμήλιο εμβατήριο. Με σταθερά και αργά βήματα περπατάμε κατά μήκος του διαδρόμου. Βλέπω αρκετούς πολιτικούς, συγγενείς αλλά και φίλους. Ανάμεσα τους και η Γουέντι, της είχα στείλει ταχυδρομικά την πρόσκληση και είχε δεχτεί. Βλέπω πως δίπλα της στέκετε - αν δεν κάνω λάθος ο Μάικλ Κίνγκ, όλοι μας έχουμε ακούσει την ιστορία τους, πως την άφησε ένα μήνα πριν τον γάμο, χωρίς ποτέ να μαθευτεί ο λόγος.
Τα πόδια μου τρέμουν και μόνο στην ιδέα πως θα μπορούσε ο Ίαν να με αφήσει. Μόλις όμως τα βλέμματα μας συναντιούνται όλα χάνονται. Κάθε ανασφάλεια, κάθε σκέψη. Στέκετε εκεί στο ιερό φορώντας το μαύρο κουστούμι του και με κοιτάζει, ενώ ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του. Διακρίνω στις πρώτες θέσεις την κολλητή μου και δίπλα τους γονείς της και τον Ανδρέα.
Ο πατέρας μου σταματάει ακριβώς μπροστά από τον Ίαν και του δίνει το χέρι μου, <<Να την προσέχεις και να την αγαπάς>> ψιθυρίζει σιγανά για να τον ακούσουμε μόνο εμείς. <<Πάντα>> ο Ίαν πιάνει απαλά το χέρι μου και παίρνω θέση δίπλα του για να ξεκινήσει το μυστήριο. Η Βανέσα και ο Νικ θα είναι οι κουμπάροι μας. Ο αδελφός του ταξίδεψε για τον γάμο μας, αν και θα μείνει ακόμη μια μέρα στην Ουάσιγκτον. Ο Ίαν μου είχε πει πως ήθελε να τον γνωρίσω, μπορεί να μην ήταν βιολογικά αδέλφια, όμως έτσι τον ένοιωθε πάντα.
******************************************
Ο Ίαν με στριφογυρίζει, καθώς χορεύουμε τον τρίτο μας χορό, σαν παντρεμένοι, <<Τι λες να σε κλέψω;>> τον χτυπάω απαλά στο μπράτσο και γελάει, <<Δεν είναι σωστό αυτό, έχουμε κόσμο>> σχολιάζω και κοιτάζω γύρω μου τον εξωτερικό χώρο, όπου οι διοργανωτές τον έχουν μεταμορφώσει σε κήπο παραμυθιού. <<Είσαι γυναίκα μου, και επίσης τους βαρέθηκα>> πάω να διαμαρτυρηθώ, αλλά με τραβάει από το χέρι <<Ίαν, σταμάτα, Ίαν>> φωνάζω καθώς διασχίζει τον κήπο και προχωράει προς το πίσω μέρος και το σαλόνι <<ΙΑΝ>> το πόδι μου μπουρδουκλώνεται στο νυφικό καθώς τρέχουμε κάτω από το φως του φεγγαριού, αλλά πριν προλάβω να πέσω το χέρι του με πιάνει και με σηκώνει στην αγκαλιά του.
Τον κοιτάζω και γελάει <<Μήπως το κάνατε επίτηδες κυρία μου για να σας κουβαλήσω στα χέρια όπως είθισται>> χαμογελάει και του δίνω ένα φιλί στο στόμα <<Το βρήκες>> πιέζει τα χείλη του περισσότερο στα δικά μου και βαθαίνει το φιλί μας. <<Παίζεις μαζί μου πριγκίπισσα>> σηκώνει το φρύδι του, ενώ περνάει τις τζαμαρίες και μπαίνει μέσα στο σπίτι μας. <<Νομίζω μπορείς να με αφήσεις πλέον>> κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και ανεβαίνει τις σκάλες <<Θα σε αφήσω στο δωμάτιο μας. Αφού πρώτα σου δείξω τι γίνεται όταν παίζουν μαζί μου>>. Η αδημονία φωλιάζει στο στήθος μου και αρχίζω να ερεθίζομαι χωρίς καν να με έχει αγγίξει.
Κλείνει την πόρτα του μέχρι πρότινος υπνοδωματίου μου - πλέον είναι δικό μας, με μια κλωτσιά και με αφήνει να πατήσω κάτω. Βάζω τα χέρια μου πάνω στο νυφικό μου, αλλά με σταματάει και τον κοιτάζω εξεταστικά <<Αυτό θα το ξετυλίξω εγώ. Είναι το δικό μου προσωπικό δώρο>>, χαμογελάω και τον αφήνω. Ένα πονηρό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη μου, καθώς θυμάμαι τα εσώρουχα που έχω διαλέξει. Ακούω την κοφτή ανάσα του καθώς το σατέν ύφασμα γλιστράει από πάνω μου και αποκαλύπτει τα λευκά εσώρουχα με ασορτί ζαρτιέρες.
Γυρίζω προς το μέρος του και σπρώχνω τα χέρια του μακριά <<Αυτό είναι το δικό μου προσωπικό δώρο>> χρησιμοποιώ τα δικά του λόγια και τον ξεντύνω. Σακάκι, παπιγιόν, πουκάμισο, παντελόνι όλα στο πάτωμα. <<Αρκετά>> λέει κοφτά μόλις το βλέμμα μου πέφτει πάνω στην σκληρή στύση του. <<Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Στα τέσσερα. Θέλω να θαυμάσω το υγρό μουνάκι σου>>, υπακούω και τον αισθάνομαι να έρχεται από πίσω μου, το δάχτυλο του αγγίζει το μουσκεμένο εσώρουχο μου και το παραμερίζει για να το χώσει μέσα.
Αναστενάζω και κουνάω την λεκάνη μου πάνω του. <<Άνοιξε το στόμα σου πριγκίπισσα>> καταπίνω και αισθάνομαι τα μάγουλα μου να παίρνουν φωτιά, το δάχτυλο του αγγίζει τα χείλη μου και έπειτα κλείνω το στόμα μου γύρω του, ενώ γεύομαι την δική μου αψιά. <<Καλό κορίτσι>> το πέος του τρίβετε ανάμεσα στους υγρούς μηρούς μου, τα δάχτυλα του χώνονται ξανά μέσα στον κόλπο μου και με κάνει να βογκήξω. <<Ήσυχα. Μην ξεχνάς πως κάτω έχουμε κόσμο μωρό μου, δεν είναι σωστό να σε ακούσουν να τελειώνεις με τα δάχτυλα μου μέσα σου>>, γνωρίζαμε και οι δυο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μας ακούσει κάποιος και πως κανένας δεν περνάει την ασφάλεια του σπιτιού για να φτάσει μέχρι εδώ. Όμως και μόνο η σκέψη με κάνει να καυλώσω περισσότερο.
Τα δάχτυλα του κυκλώνουν τον πρωκτό μου και παίρνω μια κοφτή ανάσα, ξεκινάει να τα βάζει ένα ένα μέσα, αφού πρώτα τα υγράνει με τον δικό μου ερεθισμό. Λίγα λεπτά αργότερα νοιώθω το κεφάλι του πέους του να πιέζει τον πισινό μου και καταπίνω, τα χείλη του ακουμπάνε τον λαιμό μου και το κορμί μου ανατριχιάζει. <<Κάθε εκατοστό του κορμιού σου είναι δικό μου. Σε λατρεύω πριγκίπισσα>> προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα λόγια του, όμως με κάθε λέξη το πέος του μπαίνει εκατοστό το εκατοστό μέσα μου.
Παίρνω μια τρεμάμενη ανάσα και σφίγγομαι <<Ήρεμα μωρό μου, χαλάρωσε και άσε με να σου δείξω πόσο σε αγαπώ>> το στόμα μου ανοίγει διάπλατα σε ένα βουβό βογκητό, καθώς μπαίνει όλος μέσα μου. Τα χέρια του βρίσκουν την κλειτορίδα μου και η ανάσα μου γίνεται κοφτή <<Αυτό είναι μωρό μου>> τρίβομαι πάνω τους, ενώ ταυτόχρονα κουνιέμαι μπρος πίσω με το σώμα μου να έχει πάρει φωτιά.
Το κορμί μου τρέμει και νοιώθω να φτάνω στην κορύφωση, με το ένα χέρι του τραβάει τα μαλλιά μου έτσι που το αυτί μου φτάνει στο στόμα του, ενώ το άλλο χώνετε βαθιά μέσα στο αιδοίο μου, <<Κάθε οργασμός σου είναι δικός μου. Κάθε σταγόνα από το υγρό μουνάκι σου είναι δικό μου και μόνο. Εάν θέλω σε κάνω να τελειώσεις...>> χώνει πιο βαθιά τα χέρια του και ετοιμάζομαι να τελειώσω, αλλά τα τραβάει απότομα ξανά έξω <<Εάν όχι μπορώ να σε αφήσω για πάντα έτσι καυλωμένη, με το πούτσο μου, μέσα στο πισινό σου>>.
Μουγκρίζω αναζητώντας την απελευθέρωση <<Τι θες πριγκίπισσα;>> ρωτάει και τραβάει περισσότερο τα μαλλιά μου <<Σε... παρακαλώ...>> η φωνή μου τρέμει και θέλω να τελειώσω. Τα δάχτυλα του χώνονται βαθιά μέσα και λυγίζουν βρίσκοντας το κατάλληλο σημείο και ο οργασμός μου με συνταράσει. <<Αααχχχ Ίαν>> το σώμα μου σπαρταράει και το συγκρατεί, ενώ με ακουμπάει απαλά στο κρεβάτι. Με το γόνατο του ανοίγει τα πόδια μου και πριν προλάβω να συνέλθω από τον έναν οργασμό φτάνω σε δεύτερο, καθώς η γλώσσα του εισβάλει μέσα στο κόλπο μου και ρουφάει την κλειτορίδα μου.
Τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου και ενώνει τα χείλη μας ενώ μπαίνει μέσα μου με δύναμη και γεμίζει κάθε κενό, τυλίγω τα πόδια μου γύρω του και τον αφήνω να με οδηγήσει σε έναν τρίτο οργασμό και ίσα που καταφέρνω να ψιθυρίσω το όνομα του. Τον ακούω να βογκάει δυνατά και να τελειώνει πέφτοντας δίπλα μου ξέπνοος. Θεέ μου δεν έχω δύναμη ούτε να κουνηθώ. Τα βλέφαρα μου κλείνουν καθώς όλη η ένταση και η αγωνία της ημέρας έχουν εξαφανιστεί και το μόνο που έχει μείνει είναι η απόλυτη αίσθηση της ηδονής και της χαλάρωσης.
<<Σάρα, ΣΑΡΑ>> νοιώθω να τινάζομαι και ξυπνάω απότομα ενώ αισθάνομαι δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπο μου, <<Ήρεμα μωρό μου ένα όνειρο ήταν μόνο πέρασε>> ο Ίαν τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με αγκαλιάζει σφιχτά σαν να είμαι μικρό παιδί. Τα αναφιλητά μου ακούγονται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και τον σφίγγω περισσότερο. <<Την είδα να πεθαίνει....>> είχα δει την μητέρα μου, μόνη της να αργοπεθαίνει στην παγωμένη άσφαλτο χωρίς κανείς να την βοηθάει. Το χέρι του χαϊδεύει την πλάτη μου αλλά μάταια τα δάκρυα μου δεν λένε να σταματήσουν, είχα χρόνια να δω τόσο έντονο όνειρό μαζί της. Ίσως φταίει η σημερινή ημέρα, ίσως φταίει που ευχόμουν να ήταν δίπλα μου. <<Σάρα. Σάρα κοίτα με>> σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω <<Πάει πέρασε ένα όνειρο ήταν μωρό μου. Σε παρακαλώ ησύχασε>> χώνομαι στην αγκαλιά του και κλαίω στον ώμο του.
<<Μου λείπει πολύ. Μου λείπει κάθε μέρα>> μουρμουρίζω και με κοιτάζει, στα μάτια του βλέπω την συμπόνια και κάτι άλλο, σκουπίζει τα δάκρυα μου και χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά μου. <<Το ξέρω μωρό μου. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω αλλά δεν γίνεται να την φέρουμε πίσω>>. Η φωνή του είναι ήρεμη και προσπαθεί να με χαλαρώσει, <<Μια φορά και έναν καιρό...>> γυρίζω προς το μέρος του και τον κοιτάζω καταπίνει ενώ συνεχίζει να με χαϊδεύει <<Ήταν ένας πλούσιος έμπορος, που είχε τρεις κόρες, αλλά η πιο γλυκιά και η πιο όμορφη ήταν η πιο μικρή, που την έλεγαν Πεντάμορφη>>. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και τον ακούω είναι η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που ακούω την ιστορία και ξαφνικά νοιώθω σαν είμαι και πάλι μικρή. Σαν να είμαι ένα μικρό κοριτσάκι που να κάθετε στην αγκαλιά της μητέρας του ακούγοντας το αγαπημένο μας παραμύθι.
<<Μία μέρα, ο έμπορος ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι. Θα πήγαινε στο λιμάνι να παραλάβει από το πλοίο το εμπόρευμα, στο οποίο είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα. Ρώτησε τις κόρες του τι θα ήθελαν να τους φέρει στην επιστροφή, όπως έκανε κάθε φορά. Οι μεγαλύτερες κόρες, οι οποίες ετοιμαζόταν να παντρευτούν, του ζήτησαν γοβάκια, μεταξωτά υφάσματα και κοσμήματα. Η Πεντάμορφη του ζήτησε να προσέχει τον εαυτό του, να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γίνεται και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μόνο, μιας και αυτό ήταν το αγαπημένο της λουλούδι.>>
Τον κοιτάζω άναυδη καθώς αφηγείται την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια σαν να την έχει διαβάσει δεκάδες φορές.
<<Ξαφνικά ο έμπορος μαθαίνει, πως πειρατές είχαν επιτεθεί στο πλοίο του και το λεηλάτησαν. Μια καταιγίδα που ξέσπασε αμέσως μετά βύθισε το πλοίο και έτσι χάθηκε όλο το εμπόρευμα. Μόλις το άκουσαν οι μεγαλύτερες κόρες, άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε ότι δεν θα υπάρχουν χρήματα για τους γάμους τους. Ο καημένος ο πατέρας λυπημένος και χωρίς να ξέρει τι να άλλο να κάνει, αποφάσισε να πάει να πουλήσει έναν πανάκριβο πίνακα της μακαρίτισσας γυναίκας του. Είχε γι' αυτόν μεγάλη αξία, τόσο συναισθηματική, όσο και οικονομική, μιας και η χρυσή του κορνίζα ήταν στολισμένη με πολύτιμα πετράδια>>.
Μου έχει κοπή η ανάσα όμως η απαλή φωνή του κάνει την καρδιά μου να ηρεμήσει.
<<Όταν ξημέρωσε και ξύπνησε ο έμπορος άρχισε να ψάχνει τον οικοδεσπότη για να τον ευχαριστήσει, αλλά πάλι δεν βρήκε κανένα και αποφάσισε να φύγει. Πάει να πάρει τον πίνακα, αλλά στη θέση του βρήκε ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρούς. Ο έμπορος χάρηκε πολύ. Βγαίνοντας προς τα έξω είδε μία υπέροχη κόκκινη τριανταφυλλιά και αμέσως θυμήθηκε την μικρότερή του κόρη, την Πεντάμορφη. Την ώρα που έσκυψε και έκοψε ένα τριαντάφυλλο πετάχτηκε μπροστά του ένα τρομακτικό τέρας και του φώναξε εκνευρισμένα: «Έτσι ανταποδίδεις τη φιλοξενία μου; Κλέβοντας τα αγαπημένα μου λουλούδια; Θα το πληρώσεις με τη ζωή σου!» Ήταν έτοιμο να τον κατασπαράξει. «Συγγνώμη! Δεν ήθελα να σε κλέψω! Έχω τρεις κόρες και καταστράφηκα οικονομικά! Η μικρή μου ζήτησε ένα τριαντάφυλλο. Σκέφτηκα πως δεν είναι κακό να το κόψω για να της το κάνω δώρο. Δεν ήθελα να σε προσβάλλω! Άφησέ με τουλάχιστον να πάω σπίτι να δω τις κόρες μου! Να τις αποκαταστήσω και να τις χαιρετήσω! Και μετά κάνε με ότι θέλεις!» παρακαλούσε ο έμπορος>>
Αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο μου σημείο της ιστορίας.
<<Το Τέρας τον κοίταξε και είπε: «Πάρε το σεντούκι κι αυτό το μαύρο άλογο και πήγαινε σπίτι. Μέσα σε εφτά μέρες όμως θα επιστρέψεις ξανά! Το άλογο ξέρει το δρόμο του γυρισμού. Σε εφτά μέρες θα πληρώσεις για το κακό που μου έκανες, εκτός κι αν κάποια κόρη σου θελήσει από μόνη της να μείνει εδώ μαζί μου! Μην πιστέψεις όμως, πως δεν θα τιμωρηθείς αν δεν έρθεις! Θα σε βρω και η τιμωρία θα είναι ακόμα μεγαλύτερη!>>
<<Ο έμπορος γύρισε σπίτι και άρχισε να εξιστορεί τι του συνέβη. Οι δύο μεγάλες του κόρες δεν άκουγαν καν τι έλεγε μιας και το μυαλό τους ήταν στο σεντούκι και στο πολύτιμό του περιεχόμενο. Η Πεντάμορφη όμως ζήτησε συγγνώμη για το τριαντάφυλλο που του είχε ζητήσει και τον έβαλε σε τέτοιους μπελάδες. Επέμενε κλαίγοντας πως θα πάει εκείνη στο Τέρας. Ο πατέρας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Έτσι, την επόμενη νύχτα, η Πεντάμορφη ανεβαίνει κρυφά στο μαύρο άλογο, το οποίο την πηγαίνει στο κάστρο>>.
<<Μπαίνοντας στο κάστρο, βρίσκει έτοιμο ένα δωμάτιο με υπέροχα ρούχα και στρωμένο το κρεβάτι. Ξαπλώνει και στον ύπνο της βλέπει έναν όμορφο πρίγκιπα να την παίρνει αγκαλιά. Εκείνη τη στιγμή στέκεται από πάνω της το Τέρας και την κοιτάζει. Είναι το ίδιο γοητευτική με τη γυναίκα στον πίνακα. Έχει τα ίδια ευγενικά και ωραία χαρακτηριστικά. Το Τέρας δε βρήκε τη δύναμη να τη σκοτώσει>>
<<Κάθε βράδυ έρχεται το Τέρας και τις φέρνει από ένα τριαντάφυλλο. Κάθονται για λίγο παρέα και συζητάνε, χωρίς όμως να τον δει η Πεντάμορφη. Το Τέρας της ζήτησε από την αρχή να μην γυρίσει να τον κοιτάξει. Φοβόταν, ότι αν το δει, θα τραπεί σε φυγή και τότε εκείνος θα της ορμήσει να την κατασπαράξει. Μέρα με τη μέρα την ερωτεύεται περισσότερο. Κάποια φορά η Πεντάμορφη κατά λάθος άγγιξε την τριχωτή και με γαμψά νύχτα χερούκλα του. Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ανθρώπινο χέρι. Αυτό ήταν για το Τέρας τραγικό μιας και δεν θα μπορούσε πια να κυνηγάει στο δάσος. Άρχισε να χάνει τις ιδιότητες του τέρατος, αλλά ούτε άνθρωπος δεν ήταν...>>
Η φωνή του είναι βραχνή και μελαγχολική σαν να μην εξιστορεί ένα απλό παραμύθι, αλλά πτυχές από την ζωή του. Γνωρίζω πόσο πληγωμένος είναι αλλά δεν είναι τέρας.... ακόμα και το τέρας όμως μόλις γνώρισε την Πεντάμορφη και την ερωτεύτηκε έγινε άνθρωπος. Άλλαξε έβγαλε τον κρυμμένο υπέροχο εαυτό του και για εμένα ο Ίαν είναι ένας υπέροχος άνδρας.
<<Έτσι πέρασε ένας χρόνος και η Πεντάμορφη άρχισε να νοσταλγεί την οικογένειά της. Ένιωθε μοναξιά. Μια μέρα η Πεντάμορφη γύρισε κρυφά τον καθρέφτη για να δει μέσα του το πρόσωπο του μυστηριώδη οικοδεσπότη. Βλέποντας την εικόνα ούρλιαξε από τον τρόμο της και λιποθύμησε. Από τότε άρχισε το Τέρας να την αποφεύγει για να μην την τρομάζει με την παρουσία του. Και όταν του ζήτησε να πάει στους δικούς της, να πει στον πατέρα ότι είναι ζωντανή, δεν της το αρνήθηκε. Μόνο της ζήτησε να επιστρέψει το αργότερο σε εφτά μέρες. Μάλιστα της έδωσε ένα μαγικό δαχτυλίδι και της είπε: «Όποια ώρα θελήσεις να γυρίσεις κοντά μου, το δαχτυλίδι θα σε μεταφέρει κατευθείαν στο κάστρο. Μην αργήσεις όμως παρά πάνω, γιατί θα πεθάνω χωρίς εσένα!»
<<Έτσι η Πεντάμορφη έφυγε, ντυμένη με ακριβά ρούχα και φορτωμένη με πολλά δώρα. Όταν έφτασε στο σπίτι, βρήκε τον πατέρα της άρρωστο. Ο καημένος δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος της απώλειας. Πίστευε, ότι η κόρη του ήτανε νεκρή. Οι δύο αδερφές της μάλωναν συνεχώς για την ευθύνη της φροντίδας του πατέρα, αλλά μόλις την είδαν χάρηκαν πολύ γιατί τώρα θα τον αναλάμβανε εκείνη. Μετά τους μίλησε για το μαγικό δαχτυλίδι και οι αδερφές τις τρομάξανε πως θα έφευγε ξανά και εκείνες θα ξαναφορτώνονταν τις δουλειές και τον πατέρα. Άρχισαν λοιπόν να της αποσπούν την προσοχή. Της έλεγαν, πως αν έφευγε, ο πατέρας θα πέθαινε. Εντωμεταξύ το Τέρας άρχισε να χάνει τα θηριώδη του χαρακτηριστικά και γινόταν ολοένα πιο αδύναμο. Και οι μέρες περνούσαν>>.
<<Την τελευταία μέρα όμως η Πεντάμορφη είδε στο όνειρό της το Τέρας να την καλεί και να της λέει πως αν δεν επέστρεφε θα πέθαινε. Σηκώθηκε έντρομη, αποχαιρέτησε βιαστικά τον πατέρα της και γυρίζοντας το μαγικό δαχτυλίδι βρέθηκε στο κάστρο. Έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, αλλά δεν τον έβρισκε πουθενά. Τελικά τον είδε πεσμένο στην κήπο, να αφήνει την τελευταία του πνοή. Τον σκότωσε η θλίψη. Η Πεντάμορφη έπεσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και τα δάκρυα από μάτια της έπεφταν στο πρόσωπό του, ενώ του ψιθύριζε πόσο πολύ τον αγαπάει. Ξαφνικά ένα λαμπερό σύννεφο κάλυψε το τέρας>>.
<< Όταν μετά από λίγη ώρα διαλύθηκε, ένα πανέμορφο παλικάρι την κοίταζε με λατρεία. Της μίλησε για την κατάρα που τον έκανε τέρας μέχρι που να βρισκόταν κάποια γυναίκα που θα τον δεχόταν και θα τον αγαπούσε. Την ίδια αμέσως μέρα πήγαν στο σπίτι της Πεντάμορφης και πήραν τον πατέρα της μαζί τους στο κάστρο. Ο γάμος τους ήταν ο πιο ευτυχισμένος γάμος που υπήρξε ποτέ...>>
Η ιστορία τελειώνει και γυρίζω προς το μέρος του, τα γαλαζοπράσινα μάτια του φωτίζονται από το ελάχιστο φως του φεγγαριού που μπαίνει μέσα από τις μπαλκονόπορτες και το θέαμα είναι μαγικό. Ο δικός μου πρίγκιπας.
<<Από πότε ξέρεις απ' έξω παραμύθια; δεν ήξερα ότι είσαι τόσο ρομαντικός>> χαμογελάει ελάχιστα και το χέρι του τυλίγετε γύρω μου. <<Απ' την στιγμή που μου είπες ότι η αγαπημένη σου ιστορία είναι η Πεντάμορφη και το Τέρας την διάβασα δεκάδες φορές όσο καιρό ήμασταν χώρια, ήταν ένας τρόπος ώστε να είμαι κοντά σου, έστω και έτσι>>. Μπορεί να λέει ότι δεν είναι ρομαντικός, αλλά οι πράξεις του δείχνουν το ακριβώς αντίθετο
<<Και για αυτό έμαθες απ' έξω ένα ολόκληρο παραμύθι;>> ρωτάω και χαμογελάει πιο πλατιά. <<Για εμένα;>> συμπληρώνω.
<<Ω όχι μωρό μου. Δεν το έκανα για εσένα>>. Τον κοιτάζω και συνοφρυώνομαι δεν καταλαβαίνω αν όχι για εμένα τότε για ποιόν το διάβασε.
<<Το έκανα για τα παιδιά μας. Για να τους διηγούμαι την αγαπημένη ιστορία της μητέρας τους. Για να τους την διηγούμαστε παρέα>> αισθάνομαι τα μάτια μου να βουρκώνουν ξανά, αλλά αυτή την φορά από χαρά. Από αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο.
<<Μισό λεπτό είπες στα παιδιά μας; ακόμα δεν έχουμε το πρώτο και επίσης πόσα σκοπεύεις να κάνουμε εγώ δεν....>> μια κραυγή βγαίνει από τα χείλη μου καθώς έρχεται από πάνω μου και με φυλακίζει ανάμεσα στο σώμα του. Πλησιάζει προς το πρόσωπο μου και μου δίνει ένα απαλό φιλί, <<Ευκαιρία να ξεκινήσουμε, μη χάνουμε χρόνο, τώρα που έμαθα και το παραμύθι απ' έξω πρέπει να κάνω εξάσκηση>> γελάει και με φιλάει με περισσότερο πάθος, ενώ σπρώχνει τους μηρούς μου με το γόνατο του.
<<Σε αγαπώ>> ψιθυρίζω ανάμεσα στα φιλιά μας.
<<Και εγώ σε αγαπώ Πριγκίπισσα. Για πάντα>>.
Μπορεί η ιστορία της Πεντάμορφης με το Τέρας να τελείωσε, η δική μας όμως μόλις ξεκίνησε και προμηνύεται... μαγική. Γεμάτη αγάπη, πάθος και έρωτα. Ναι μπορεί πολλές ιστορίες να μην τελειώνουν με happy end όμως εμείς παλέψαμε και ξεπεράσαμε τα προβλήματα μας και αποδείχτηκε πως δεν έχει απολύτως καμία σημασία από ποια κοινωνική τάξη κατάγεσαι. Νόμιζα πως ο Ανδρέα ήταν το γραφτώ μου, πως αυτό ήταν το σωστό, όταν όμως γνώρισα τον Ίαν ανακάλυψα πως εμείς γράφουμε την μοίρα μας. Εμείς και κανένας άλλος. Εμείς πληρώνουμε για τα σωστά και τα λάθη μας... Κανένας και τίποτα δεν μένει ατιμώρητο, όχι όσο υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που παλεύουν για τη δικαίωση.... Η ζωή είναι παραμύθι, αρκεί να βρούμε τον σωστό πρίγκιπα...
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top