Κεφάλαιο 24 Shades Of Love's Protection

ΙΑΝ

Κλείνω με δύναμη την πόρτα του δωματίου παρακολούθησης και πηγαίνω προς το δωμάτιο μου. Γαμώτο. Η Σάρα με την Βανέσα είναι εξαφανισμένες εδώ και τρεις ώρες και το αμάξι με το οποίο έφυγαν από το σπίτι των Σκοτ βρέθηκε παρατημένο έξω από το κλαμπ στο οποίο είχαν πάει. Δεκάδες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου, εάν μέθυσαν... εάν κάποιος τις πήρε... εάν...

<<Νάιτ>> η φωνή του Άλφρεντ με βγάζει από τις σκέψεις μου, τον βλέπω να στέκετε στην πόρτα του γραφείου του και μπορώ να δω την αναστάτωση στο πρόσωπο του, <<Τις βρήκατε;>> ρωτάει και μια ελπίδα γεννιέται μέσα στα μάτια του. <<Όχι ακόμα>> και την βλέπω να πεθαίνει το ίδιο γρήγορα. <<Ανάθεμα. Ούτε ο Ραφαέλ κατάφερε κάτι, δυστυχώς όλοι μέσα στο κλαμπ είναι τύφλα στο μεθύσι για να ,μπορέσουμε να μάθουμε κάτι και ο χρόνος περνάει....>> τον κοιτάζω και δεν ξέρω τι σκατά να κάνω. Που σκατά να την ψάξω. Πως μπόρεσε να φύγει έτσι χωρίς προστασία και μετά απ' όσα έγιναν σε αυτό το αναθεματισμένο δείπνο. <<Ο... Σαμ μου είπε τι έγινε προχθές το βράδυ...>> μου παίρνει λίγα λεπτά για να καταλάβω ότι μιλάει για το περιστατικό με τους άνδρες που είχαν δει να τριγυρνάνε έξω από το σπίτι. <<Ναι γνωρίζεται ποιοι ήταν, τι σχέση έχουν με την εξαφάνιση των κοριτσιών;>> ρωτάω.

Γαμώτο το αίμα μου παγώνει ακριβώς την στιγμή που τον βλέπω να παίρνει μια κοφτή ανάσα <<Ίσως... δεν ήμαστε σίγουροι, ίσως πρόκειται για κάποιους που θέλουν να βλάψουν την καριέρα μου και το κόμμα μας...>>. ΣΚΑΤΑ. <<Ίσως έψαχναν τρόπο για να μπουν μέσα στο σπίτι ή περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσουν...>>.

<<Γιατί δεν γνώριζα τίποτα απ' όλα αυτά;>> η φωνή μου ανεβαίνει αρκετές οκτάβες και τον βλέπω να συνοφρυώνετε <<Θα την προστάτευα>> με κοιτάζει και ξέρω πως ο τρόπος που του μιλάω δεν είναι σωστός, όμως που να πάρει και να σηκώσει μπορεί να κινδυνεύει η Σάρα και μόνο η σκέψη αυτή με κάνει να ανατριχιάσω. <<Της είχα ζητήσει να έχει πάντα προστασία μαζί της και ειδικά όταν βγαίνει εκτός της πόλης να έχει και τους δυο σας, όμως όλα απόψε πήγαν κατά διαόλου. Όλα όσα ειπωθήκαν σε αυτό το δείπνο μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση>>.

Η υπομονή μου αρχίζει να εξαντλείται, με το ζόρι κρατήθηκα να μην πλακώσω τον Ανδρέα στο ξύλο μόλις η Σάρα ξεστόμισε όλα αυτά που τόσο καιρό έκρυβε και όχι μόνο από εμένα αλλά και από την φίλη της. Τουλάχιστον ευχαριστήθηκα λίγο το χαστούκι που του έριξε η αδελφή του, αν και θα προτιμούσα να τον ταχτοποιούσα με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορούσε να περπατήσει για μια βδομάδα. <<Σε παρακαλώ βρείτε την>> σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω <<Δεν ξέρω εάν είναι μπλεγμένοι αυτοί οι άνδρες, όμως ίσως να κινδυνεύει...>>. Θεέ μου. Σφίγγω τις γροθιές μου και συνεχίζω για το δωμάτιο μου.

Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου, βγάζω αυτό το ηλίθιο κουστούμι που με πιέζει εδώ και ώρες. Πιάνω ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και τζιν παντελόνι και έπειτα κοιτάζω το κινητό μου. Ήδη έχουν περάσει τρεις ώρες και κοντεύει να ξημερώσει κάτι μου λέει πως δεν θα βγάλουμε άκρη και εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Πληκτρολογώ έναν συγκεκριμένο αριθμό στο κινητό μου και χτυπάει. <<Ξέρεις τι ώρα είναι;>> η φωνή του Σεμπάστιαν Κάρτερ ακούγετε από την άλλη πλευρά <<Χέστηκα. Θέλω μια χάρη>>.

<<Τέτοια ώρα;>> ρωτάει και σηκώνω τα μάτια μου ψιλά <<Απήγαγαν την Σάρα... την δεσποινίς Ντίξον>> σιωπή επικρατεί για λίγα λεπτά και η καρδιά μου χτυπάει γοργά, καθώς δεν είχα άλλη λύση εάν μπορεί κάποιος να βοηθήσει αυτός είναι ο Κάρτερ. <<Ααα ε πες μας έτσι ότι πρόκειται για την Σάρα...>> μουγκρίζω και τον ακούω να γελάει. <<Δεν είναι αστείο κινδυνεύει Κάρτερ>>.

<<Εντάξει έχω το κατάλληλο άτομο που μπορεί να μας βοηθήσει, φυσικά μετά θα του χρωστάς>> διευκρινίζει αλλά είναι το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει τώρα. <<Δώσε μου μια ώρα και θα σου πω, που είναι η καλή σου>>.

<<Έχεις μισή ώρα Κάρτερ>> κλείνω το κινητό πριν πει οτιδήποτε άλλο και κατεβαίνω ξανά στον χώρο παρακολούθησης. Ο Άλφρεντ μαζί με τον Ραφαέλ έχουν βάλει άνδρες να τις ψάχνουν έξω, αλλά δεν νομίζω να βρουν κάτι. Το αμάξι ήταν ανοιχτό με τα κλειδιά πάνω, αυτό σημαίνει πως κάτι έγινε εκείνη την ώρα που πήγαν να φύγουν. Μπαίνω μέσα στη αίθουσα και κάθομαι δίπλα από τον Σαμ, ο οποίος είναι στη ίδια κατάσταση με εμένα. Που είσαι Σάρα, που είσαι μωρό....

Μισή ώρα μετά το κινητό μου χτυπάει και βλέπω τον αριθμό. Ο Κάρτερ. Πάντα στην ώρα του. <<Ναι>> απαντάω κοφτά, ο Σαμ με κοιτάζει και ακούω τον Κάρτερ να μιλάει <<Τις βρήκαν σου στέλνω το υλικό από τις κάμερες και να θυμάσαι χρωστάς, αν και κάποιον τρόπο θα βρούμε για να το ξεπληρώσεις. Τρέχα λοιπόν να βρεις την δεσποσύνη σου>> κλείνω το κινητό και βλέπω αρχεία από κάμερες να γεμίζουν την οθόνη. <<Τις βρήκα>> ο Σαμ σηκώνετε απότομα όρθιος καθώς πατάω play σε ένα από τα βίντεο, τις βλέπουμε να βγαίνουν από το κλαμπ και να πηγαίνουν προς το αμάξι, όταν ξαφνικά δυο τύποι τις ακινητοποιούν και έπειτα τις βάζουν μέσα σε ένα διερχόμενο βανάκι.

<<Μα πως...;>> ρωτάει ο Σαμ και παίζω το επόμενο βίντεο <<Μη ρωτάς>> ο τόνος μου είναι κοφτός και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέχρι να τελειώσουν όλα τα βίντεο νοιώθω τα πόδια μου να έχουν παραλύσει. Γαμώτο. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε που είναι. <<Ειδοποίησε όλους τους άνδρες να κατευθυνθούν προς το Rock Creek>> βγαίνω έξω με τον Σαμ να με ακολουθεί. <<Να ειδοποιήσουμε τον Αλφρεντ>> τον κοιτάζω χωρίς να σταματήσω να περπατάω, <<Δεν προλαβαίνουμε>> πάει να μιλήσει αλλά ξέρει πως δεν θα περιμένω.

Ανοίγω το Rs7 και κάθομαι στην θέση του οδηγού, βάζω μπροστά και ο Σαμ ίσα που προλαβαίνει να κλείσει την πόρτα του πριν φύγω σπινιάροντας. Ακούμε μέσα από την ενδοεπικοινωνία πως οι άνδρες τόσο του Σκοτ όσο και οι δικοί μας κατευθύνονται προς το πάρκο όπου έπιασαν οι κάμερες το βανάκι να σταματάει. <<Πες τους να μην κάνουν καμία κίνηση μέχρι να φτάσουμε>> γρυλίζω και σφίγγω το τιμόνι με δύναμη πατώντας περισσότερο το γκάζι. Σε λίγα λεπτά θα ξημερώσει και ευτυχώς οι δρόμοι αυτή την στιγμή είναι άδειοι. Το πάρκο είναι μισή ώρα μακριά, αλλά με την ταχύτητα που τρέχω θα φτάσω σε λιγότερο από τέταρτο.

Κόβω ταχύτητα καθώς πλησιάζουμε στο σημείο και βλέπω μια ντουζίνα άνδρες να περιμένουν, σβήνω την μηχανή και κατεβαίνουμε, ελέγχω το όπλο μου και τους πλησιάζουμε. <<Θα κυκλώσουμε την αποθήκη, όποιος βγει έξω πεθαίνει. Και να θυμάστε εκεί μέσα δεν κρύβονται στρατιώτες, αλλά δυο κοπέλες. Εάν πάθουν κάτι, το παραμικρό...>> κοιτάζω όλους στα μάτια ώστε να τους κάνω κατανοητό ότι έτσι και με παρακούσουν πέθαναν. <<Πάμε>>.

Χωριζόμαστε και κρυβόμαστε μέσα στο δάσος και προχωράμε προς την αποθήκη. Τρεις άνδρες στέκονται έξω από την πόρτα, υπάρχουν τέσσερα συνολικά παράθυρα εκ των οποίων το ένα στο πίσω μέρος είναι αμπαρωμένο. Εκεί θα τις έχουν. Είμαι σίγουρος ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τέσσερις με πέντε άνδρες μέσα. Δεν ξέρω τι είδους οπλισμό μπορεί να έχουν, αλλά ελπίζω ο δικός μας να είναι αρκετός για να τους αντιμετωπίσουμε. Άλλωστε έχουμε την υπεροχή του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.

Μια αστραπιαία ανάμνηση από την τελευταία επιχείρηση μου στο στρατό περνάει από το μυαλό μου, αλλά την διώχνω, όλα θα πάνε καλά Νάιτ συγκεντρώσου. Κοιτάζω τον Σαμ απέναντι μου και του κάνω νεύμα με το κεφάλι μου, ώστε να δώσει σήμα σε όλους τους άνδρες.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε πανδαιμόνιο, κυκλώνουμε την αποθήκη, οι άνδρες στρέφουν τα όπλα πάνω μας όμως με δυο σφαίρες στον καθένα τους, τους βλέπω να πέφτουν κάτω. Κλωτσάω δυνατά και ανοίγω την πόρτα, βλέπω άλλους δυο να έρχονται κατά πάνω μας, πριν καν προλάβουν να σηκώσουν τα όπλα τους εγώ και ο Σαμ τους πυροβολούμε. Κοιτάζω τον χώρο και ένας μακρύς διάδρομος απλώνετε μπροστά μας στο τέλος του οποίου υπάρχει μια σιδερένια πόρτα.

Οι άνδρες μας, μας ακολουθούν, αλλά τους κάνω νόημα να κρατήσουν απόσταση απ' μας, ανοίγω την πόρτα και μένω κάγκελο. Η Σάρα με την Βανέσα είναι κάτω στο πάτωμα δεμένες, ενώ δυο άνδρες στέκονται από πάνω τους σημαδεύοντας μας. Ο τρόμος είναι ζωγραφισμένος σε κάθε εκατοστό του προσώπου τους και επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να παραμείνω ψύχραιμος.

Στο πρόσωπο τους κυλάνε δάκρυα και διακρίνω αρκετές μελανιές στα πόδια της Σάρα, ενώ το δέρμα της είχε γδαρθεί στα σημεία όπου την σφίγγουν τα σχοινιά. Ο θυμός κατακλύζει κάθε εκατοστό του κορμιού μου, όμως ακόμα κινδυνεύουν... παρατηρώ μερικές γρατσουνιές και στους δυο άνδρες πράγμα που σημαίνει ότι είχαν προσπαθήσει να τους αντισταθούν. Δεν έχει καμία έτσι κι αλλιώς. Είχαν αγγίξει κάτι που είναι δικό μου... και το μόνο που τους περίμενε είναι ένας βασανιστικός θάνατος...

<<Πετάξτε τα όπλα>> γρυλίζει ο Σαμ δίπλα μου προς τους άνδρες <<Εάν δεν θέλετε να τις σκοτώσουμε σας προτείνω να μην κουνηθείτε>> οι άνδρες κατεβάζουν τα όπλα τους προς τα κορίτσια και η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει. Πρώτη φορά είχα κάτι τόσο πολύτιμο να χάσω....

Δεν ξέρω εάν γνώριζαν για τους δικούς μας άνδρες και πόσοι είναι - ελπίζω πως όχι. Ο Σαμ με κοιτάζει και σφίγγει τα δόντια του, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι - όχι ακόμα, όχι όσο απειλούνται οι ζωή τους. Κλείνω τα μάτια μου και σκύβω προς τα κάτω για να αφήσω το περίστροφο, το ίδιο και ο Σαμ, γνωρίζω πολύ καλά πως δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσουν κανέναν μας να βγει ζωντανός από εδώ μέσα....

<<Προχωρήστε μπροστά>> κοιτάζω τον Σαμ και κάνουμε ότι μας ζητάνε, ένα βήμα κι άλλο, μέχρι που στεκόμαστε λίγα εκατοστά μακριά από τα κορίτσια. Δεν χαμηλώνω το βλέμμα μου ξέρω πως εάν την κοιτάξω θα λυγίσω και δεν το θέλω. <<Εσείς οι δυο θα μείνετε ζωντανοί ώστε να περιγράψετε με κάθε λεπτομέρεια τις τελευταίες στιγμές της κόρης του... απ' ότι φαίνεται δεν έβαλε μυαλό με την γυναίκα του, ίσως τώρα που θα χάσει και την κόρη να καταλάβει>>.

Ακούω την Σάρα να παίρνει μια κοφτή ανάσα και το αίμα μου σφυροκοπάει στα αυτιά μου. Μόλις παραδέχτηκαν πως είχαν δολοφονήσει την μητέρα της. Αν και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπα τους μπορώ να διακρίνω το ειρωνικό χαμόγελο τους από κάτω. Σηκώνουν τα όπλα και ξαφνικά, τρία πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα.

Ο Σαμ αρπάζει τον έναν άνδρα πριν καν προλάβει να ρίξει και εγώ τον άλλον με τις σφαίρες να εκσφενδονίζονται, ενώ οι άνδρες μας μπαίνουν μέσα. Ο Σαμ τυλίγει το χέρι του γύρω από τον λαιμό του άνδρα και τον σημαδεύει με το δικό του όπλο, το ίδιο και εγώ τον άλλον. <<Βγάλετε τες έξω>> οι άνδρες μας πλησιάζουν γοργά και σηκώνουν τα κορίτσια. Η Σάρα με κοιτάζει, αλλά τα μάτια μου είναι καρφωμένα στον τύπο που έχω απέναντι μου.

Βγάζουν τα κορίτσια και κλείνουν την πόρτα ακριβώς την στιγμή που ο ήχος από το όπλο που κρατάω στα χέρια μου αντηχεί μέσα στο δωμάτιο. Ο άνδρας μαρμαρώνει και το στόμα του ανοίγει διάπλατα από το σοκ, τα μαύρα ρούχα του αρχίζουν να λεκιάζουν από το αίμα που τρέχει από το στήθος του. <<Δυστυχώς θα πρέπει να αφηγηθώ στο αφεντικό σου τις τελευταίες σου στιγμές>>.

<<Ακόμα και αν δεν το τελειώσαμε εμείς θα το κάνουν άλλοι...>> λέει ο άνδρας και ένας δεύτερος πυροβολισμός ηχεί. <<Μην ανησυχείς θα τους εξοντώσω όλους μέχρι τον τελευταίο...>>τρίτος πυροβολισμός, τέταρτος, πέμπτος οπλίζω μια τελευταία φορά το περίστροφο και του ρίχνω ακριβώς ανάμεσα στα μάτια. Ο άνδρας ήταν ήδη νεκρός και πλέον κολυμπάει μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Όμως ακόμα δεν έχω τελειώσει...

Γυρίζω προς τον Σαμ και με κοιτάζει χωρίς ίχνος ταραχής στο βλέμμα του, σε αντίθεση με τον άνδρα που κρατάει. Τραβάω απότομα την κουκούλα και τον βλέπω να έχει ασπρίσει. <<Τον αναλαμβάνω εγώ, πήγαινε να δεις τα κορίτσια>> ο Σαμ ρίχνει μια ματιά στον τύπο <<Είσαι σίγουρος;>> πιέζει περισσότερο το όπλο στο κεφάλι του άνδρα, αλλά θέλω να τον περιποιηθώ εγώ αυτόν. Ήταν αυτός που άρπαξε την Σάρα. Του αξίζει ειδική φροντίδα...

<<Ναι, δεν θα αργήσω>> σημαδεύω τον άνδρα με το όπλο που μόλις είχα σχεδόν αδειάσει στον φίλο του, ο Σαμ κάνει μεταβολή και φεύγει την στιγμή που ρίχνω δυο σφαίρες στα γόνατα που άνδρα, ώστε να τον ακινητοποιήσω. Ουρλιάζει από πόνο, αλλά τον αγνοώ στέκομαι από πάνω του και τον κοιτάζω, <<Έκανες ένα λάθος φίλε>> γονατίζω δίπλα του και από το μυαλό μου περνάει η εικόνα της τρομοκρατημένης Σάρα και οι μελανιές που είδα πάνω στο σώμα της. <<Άγγιξες κάτι που μου ανήκει...>> βγάζω ένα μαχαίρι από το πίσω μέρος του παντελονιού μου και τα μάτια του πετάγονται έξω, ενώ το δωμάτιο μυρίζει ξαφνικά ούρα. Μόλις έχει κατουρηθεί πάνω του.

Τελικά μόνο σκληρός δεν είναι... <<Δυστυχώς θα πρέπει να το πληρώσεις, φίλε>> σηκώνω το μπλούζα του και καρφώνω το μαχαίρι μέσα στην κοιλιά του, <<Δυστυχώς για εσένα, φίλε θα γίνει αργά και βασανιστικά...>> βγάζω το μαχαίρι και το χώνω λίγο πιο πέρα, ουρλιάζει σαν λύκος και ο ήχος με ευχαριστεί σαν μια διεστραμμένη ξαφνική ανάγκη μου. Γνωρίζω πως πρέπει να έχουν καλέσει ασθενοφόρα και την αστυνομία, οπότε δεν έχω πολύ χρόνο στην διάθεση μου Βγάζω το μαχαίρι και το χώνω σε άλλο σημείο και κάνω ξανά και ξανά το ίδιο μέχρι που οι κραυγές γίνονται ψίθυροι και μετά τίποτα - το απόλυτο τίποτα, ακριβώς. Και οι δύο τους δεν έχουν πια καμία αξία, είναι απλώς σκουπίδια...

Βγαίνω έξω και βλέπω τους άνδρες μας να περιφέρονται, δυο ασθενοφόρα και ένα περιπολικό βρίσκετε στον προαύλιο χώρο. Κοιτάζω τον Σαμ και ξέρω πως τίποτα απ' όσα έγιναν δεν μπορούμε να καταθέσουμε, πρέπει να καλύψουμε το θέμα όσο γίνετε πιο γρήγορα.

Τα μάτια μου πέφτουν στην Σάρα, η οποία κάθετε στο ασθενοφόρο και μια γυναίκα της περιποιείται τα τραύματα, ενώ έχει τυλιχτεί με μια κουβέρτα γύρο της. Το βλέμμα της συναντάει το δικό μου και σηκώνεται απότομα τρέχοντας προς το μέρος μου.

Πέφτει στην αγκαλιά μου και την σφίγγω δυνατά και νοιώθω το κορμί της να τρέμει από τα δάκρυα που κυλάνε στο πρόσωπο της, <<Είμαι εδώ μωρό μου, ησύχασε>>. Σηκώνει το κεφάλι της και τα μάτια της είναι κόκκινα <<Νόμιζα πως θα...>>.

<<Σουτ, πίστευες πως θα σε άφηνα να πάθεις κάτι, θα προτιμούσα να πεθάνω εγώ πάρα να πάθεις εσύ κάτι>> τα καστανά μάτια της με κοιτάζουν ορθάνοιχτα και βλέπω από μακριά δυο αμάξια να μας πλησιάζουν.

Απομακρύνεται από κοντά μου και εντοπίζω τον πατέρα της να βγαίνει από το ένα αμάξι και τον Ανδρέα με τον δικό του πατέρα από το άλλο. Ο Άλφρεντ αγκαλιάζει την κόρη του το ίδιο και ο Ραφαέλ με τον Ανδρέα.

<<Σε ευχαριστώ>> γυρίζω προς τον Άλφρεντ που στέκετε πίσω μου και αναστενάζω <<Την δουλειά μου έκανα>> απαντάω. Κουνάει το κεφάλι του και τον βλέπω να καταπίνει <<Και πάλι σε ευχαριστώ που έσωσες την κόρη μου, γιατί...>> με πλησιάζει πιο κοντά και καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου. <<Να θυμάσαι ότι είναι δικιά μου κόρη και εσύ υπάλληλος μου τίποτα περισσότερο>> γυρίζει και κατευθύνεται προς την κόρη του που μιλάει με την Βανέσα, η οποία φαίνεται μια χαρά και κάθετε στην αγκαλιά του πατέρα της.

<<Φρόντισα να μην βγει τίποτα παρά έξω>> η φωνή του Σαμ ακούγετε δίπλα μου και του ρίχνω μια ματιά <<Χαίρομαι, σίγουρα δεν θα ζητήσουν περεταίρω πληροφορίες;>> τον ρωτάω θέλω να σιγουρευτώ . <<Όχι τους είπα ότι θα ξεσπάσει σκάνδαλο εάν μαθευτεί πως απήγαγαν την κόρη του Γερουσιαστή και την κόρη ενός εφοπλιστή και μελλοντικού βουλευτή του κόμματος>>. Ακούω τον Σαμ, αλλά ταυτόχρονα κοιτάζω τον Ραφαέλ να αποχωρεί με τα δυο του παιδιά.

<<Πάμε;>> φωνάζει ο Άλφρεντ και τους ακολουθούμε, κάθετε πίσω μαζί με την Σάρα και εγώ με τον Σαμ μπροστά. Βάζω μπροστά και οδηγώ προς το σπίτι ενώ την κοιτάζω μέσα από το καθρέφτη του αυτοκινήτου. Θεέ μου θέλω τόσο πολύ να την πάρω στη αγκαλιά μου και να μην την αφήσω ποτέ, όμως όπως μου ξεκαθάρισε και ο Ντίξον δεν είμαι παρά ένας απλώς υπάλληλος του που κάνει καλά την δουλειά του.

Να πάει να γαμηθεί.

Αναστενάζω και σηκώνομαι από το κρεβάτι μου. Έχουμε επιστρέψει σπίτι εδώ και δυο ώρες και έπειτα απ' όσα έγιναν σήμερα ο Αλφρεντ αποφάσισε να μην πάει στην δουλειά, πράγμα που σημαίνει πως θα τον έχω όλη μέρα στα πόδια και δεν θα μπορέσω να πλησιάσω την Σάρα. Πριν ανέβω πάνω την είχα δει μέσα από τις κάμερες να βγαίνει από το μπάνιο φανερά εξουθενωμένη και να ξαπλώνει. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να κοιμηθεί εκεί, ήθελα να την δείξω ότι την νοιάζομαι ότι την....

Πιάνω το κινητό μου και παίρνω μια ανάσα, αφού εδώ δεν μπορούμε να ήμαστε ελεύθεροι, θα την πάω στο μοναδικό μέρος όπου μπορούμε. Σπίτι μου. Της στέλνω μήνυμα πως αύριο το απόγευμα θα πάμε μαζί σπίτι μου. Να βρει μια δικαιολογία για να φύγουμε. Ξανά πέφτω στο κρεβάτι μου και κοιτάζω το ταβάνι. Μπορεί να μην είμαι ο σωστός άνδρας για αυτήν - ποτέ δεν θα είμαι, αλλά είναι δικιά μου. Με θέλει και την θέλω και αυτό φτάνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top