Τι λες; Τώρα που νύχτωσε, θα έρθεις να παίξουμε;


  Ένας έρωτας ζωσμένος με εκρηκτικά σερνόταν ανάμεσα στις καρέκλες της πλατείας. Ο Λημνιός ρύθμιζε τα φώτα. Χαμήλωσε τη μουσική και άφησε έναν προβολέα μόνο. Ημίφως. Κάθισα στην καρέκλα και έκλεισα τα μάτια. Άκουγα τη μουσική και προσπαθούσα να αυτοσυγκεντρωθώ.
Κάποιος μου έκλεισε τα μάτια με ένα μαντίλι. O Λημνιός είχε όρεξη για παιχνίδι. Δεν μίλησα. Η μουσική άρχισε να δυναμώνει. Ένοιωσα τα χέρια του στο λαιμό μου και μία φωνή να μου ψιθυρίζει.
- Θέλεις να παίξουμε;... Αν πω «μπαμ», αλήθεια, πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις;
Το χέρι του, που χάιδευε το πρόσωπό μου, σημάδεψε τον κρόταφό μου.
- Μπορείς να με βρεις μέσα στο σκοτάδι; Αν απλώσεις το χέρι σου, θα με πιάσεις; Θα με κρατήσεις; Σςςςς.... Άκου. «Δώσει ημίν, τούτον τον ξένον.» Τους βλέπεις, που περνούν με τα κεφάλια σκυφτά; Να σου πω ένα μυστικό; Δεν ήλθαν για μέσα. Εσένα ζητούν.
Εσένα. Είναι οι εφιάλτες σου και είμαι τροχονόμος απόψε. Ποιος έχει προτεραιότητα; Θες να κάνουμε το μαύρο μια φωτεινή πασχαλίτσα; Θες να ανοίξω το κουτί που 'χω κλείσει τη φωνή σου;
Άφησε ένα κουτί στα χέρια μου. Ένα μικρό, ξύλινο, σκαλιστό κουτί. Το άνοιξα και ακούστηκε μια κραυγή. Το έκλεισα τρομαγμένη αμέσως. Έβγαλα το μαντίλι από το πρόσωπό μου αλλά ήταν σκοτάδι. Πέταξα το κουτί στο πάτωμα. Η φωνή άρχισε να ουρλιάζει ξανά και ένα φως να ανάβει γύρω της. Το έβλεπα ανοιχτό σε μια γωνιά της σκηνής.
Σηκώθηκα από την καρέκλα, να το κλείσω πάλι. Τα αυτιά μου πονούσαν από την κραυγή, που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Έβαλα τα χέρια στα αυτιά μου. Κάποιος πίσω μου, μου τα έπιασε και με ανάγκασε να γονατίσω στη σκηνή. Για μια στιγμή γύρισα και είδα το πρόσωπο του Στέφανου. Δεν μπορούσα να φωνάξω μα η φωνή στο κουτί δυνάμωνε, μαζί με το φως, που την περικύκλωνε.
Ο Στέφανος με ταρακούναγε και εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω. Απελευθέρωσα το ένα χέρι και προσπάθησα να τον αρπάξω αλλά δεν τα κατάφερα. Με πέταξε στη σκηνή και πήρε το κουτί. Η φωνή σώπασε. Το φως έσβησε. Ο Στέφανος δεν είχε φύγει. Ήταν ακόμα εκεί. Τον ένοιωθα.
Φως. Έκλεισα τα μάτια και σκεφτόμουν φως. Τα άνοιξα και τον είδα. Μια φιγούρα μέσα στο φως. Με κοίταζε καθώς με πλησίαζε. Ο Στέφανος με πλησίασε και με τράβηξε προς το μέρος του. Κοίταζα το φως. Έμοιαζε με άγγελο. Το φως δυνάμωνε ολοένα και πιο πολύ. Έκλεισα τα μάτια ξανά καθώς ο Στέφανος με τράβαγε κοντά του.
Όταν τα άνοιξα βρισκόμουν στο σπίτι του Λημνιού. Ο Χρήστος βρισκόταν από πάνω μου και με ταρακουνούσε φοβισμένος.
- Σταμάτα! Του είπα και του γύρισα την πλάτη να συνεχίσω τον ύπνο μου.
- Σήκω βράδιασε! Κοιμάσαι σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο...
- Και πού είναι το πρόβλημα; Φαίνεται ότι το ηρεμιστικό που μου
δώσατε, την έκανε την δουλειά του. Τι παραπονιέστε λοιπόν;
- Σήκω να κάνεις ένα μπάνιο να συνέλθεις. Έχω φαγητό. Και
μετά θα πάμε μαζί από το θέατρο. Πρέπει να τελειώσω κάποιες εκκρεμότητες και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου εδώ.
Σκέφτηκα το όνειρο και σηκώθηκα. Ετοιμάστηκα και ξεκινήσαμε
για το θέατρο. Είναι αγένεια να αφήνεις το αναπόφευκτο στην αναμονή.

Αιμίλιος

Είμαι τεμπέλης. Και λοιπόν; Στολίζω την τεμπελιά μου με όμορφα ονόματα, οκνηρία, ακηδία και άλλα τέτοια φανταχτερά και την απλώνω στον καναπέ. Κατά προτίμηση μεσημεριανές ώρες, που η Μαρία δεν είναι στο σπίτι και εγώ βουλιάζω λοβοτομημένος στα μαξιλάρια, πειθήνιος πίσω από την οθόνη της τηλεόρασης. Ένα μεσημέρι ακόμα. Μία ακόμα ανάσα, ζεστή στο στήθος μου. Χτυπά το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνω. Δεν έχω την όρεξή τους. Κάποιος πρέπει να συμμαζέψει τον Στέφανο. Κλείνω τα μάτια. Βλέπω την Άννα να με κοιτά και τρομαγμένος τα ανοίγω και ανακάθομαι.
Η τηλεόραση παίζει διαφημίσεις και εγώ χαζεύω την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, από όπου φυσά ένα αδύναμο αεράκι. Η Άννα, η Μαρία, ο Στέφανος... Θέλω να φύγω, αλλά βαριέμαι και ξαπλώνω πάλι στον καναπέ.
Εκείνη την ώρα εισέβαλε στο δωμάτιο πετώντας ένα μικρό χελιδόνι. Ακίνητος το ακολούθησα με το βλέμμα μου. Προσπαθώντας να βγει, χτύπησε πάνω στο κλειστό τζάμι του παραθύρου και σωριάστηκε στο πάτωμα. Σηκώθηκα από τον καναπέ και το πήρα στα χέρια μου. Ήταν νεκρό. Εκείνη τη στιγμή δυνάμωσε το αεράκι για λίγο και νόμισα πως σε άκουσα να με ψάχνεις.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Ο δρόμος κάτω ήταν έρημος, Έβγαλα τα χέρια έξω από τα κάγκελα και άφησα το πουλί να πέσει στο κενό. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Ένοιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ενοχλημένος τραβήχτηκα μακριά. Γύρισα και είδα τη Μαρία. Πρέπει να φύγω από εδώ. Όρμησα στο σαλόνι, πήρα τα κλειδιά της μηχανής και έφυγα από το σπίτι ενώ η Μαρία έτρεχε πίσω μου. Ξεκίνησα να τρέχω με τη μηχανή στους δρόμους. Πέρασε τόσος καιρός από τότε. Γιατί πονά τόσο πολύ ακόμα;
Ένα τεστ εγκυμοσύνης πεταμένο στα σκουπίδια. Θετικό. Χαμογελώ με τα σκουπίδια σωριασμένα στο μπάνιο και ονειρεύομαι. Η πρώτη εγκυμοσύνη της Μαρίας. Η χαρά. Ο τσακωμός. Η καριέρα. Το χειροκρότημα. Τα φώτα. Το ήθελα εκείνο το παιδί. Εκείνη έλεγε πως ήταν πολύ νωρίς, πως θα κατέστρεφε την καριέρα της, πως είχαμε χρόνο μπροστά μας. Μεσημέρι ήταν πάλι, όταν είχε μπει ξανά ένα πουλί και είχε σκοτωθεί στην τζαμαρία. Το είχα πετάξει και τότε στο κενό και την επόμενη στιγμή είχε χτυπήσει το κινητό. Ήταν η Μαρία. Είχε κάνει την έκτρωση. Τα πόδια μου λύγισαν και ένοιωσα σαν να είχα πετάξει την ψυχή του στο κενό. Επιστρέφοντας το βράδυ με βρήκε εκεί, στα πλακάκια της βεράντας. Δεν της είπα ποτέ την ιστορία με το πουλί, ούτε συζητήσαμε την απόφασή της ξανά.
Κουλουριασμένος πάνω στη μηχανή τρέχω να ξεφύγω από την μοίρα, που με παγίδευε πάλι. Όσο περισσότερο έτρεχα, τόσο περισσότερο ένοιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έκοψα ταχύτητα και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Σκουπίζω τα μάτια μου. Ο κόσμος στέκεται και με κοιτά. Εκνευρισμένος ξεκινώ πάλι με τη μηχανή. Ξεχύνομαι στους δρόμους για να ξεφύγω από σένα, από μια μνήμη που ματώνει. Δίχως να το συνειδητοποιήσω έφτασα στην είσοδο του θεάτρου. Οι πρόβες θα άρχιζαν αργότερα αλλά σίγουρα κάποιος βρισκόταν ήδη μέσα. Παρκάρισα την μηχανή και προχώρησα στο φουαγιέ.
Η Άννα ήταν εκεί. Σταμάτησα και την παρατηρούσα. Είχε αλλάξει. Προσπαθούσα να καταλάβω τι και πώς αλλά στο μυαλό μου τριγυρνούσε το πουλί, που πάλευε να ξεφύγει. Ίσως να 'μουν εγώ. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να μάθω. Όχι απόψε. Παρακολουθώ την Άννα με τον Χρήστο, που προσπαθούν να μετακινήσουν τα σκηνικά. Ανεβαίνω να βοηθήσω και βλέπω την Άννα να γονατίζει στο πάτωμα. Τρέχω να την βοηθήσω και ακούω το φτερούγισμα στα αυτιά μου. Με ένα μορφασμό πόνου, μου λέει πως είναι εντάξει. Νοιώθω να πνίγομαι και βγαίνω έξω.
Ψάχνω τις τσέπες μου για τσιγάρο αλλά τα 'χω αφήσει στο σπίτι. Κινητό, τσιγάρα, πορτοφόλι και ίσως μια ψυχή ακόμα πεταμένη στο κενό. Σταμάτησα να ψάχνω τα σκουπίδια από τότε. Φοβάμαι τα τηλέφωνα της Μαρίας, Κρύβομαι κάτω από κορμιά μου γλιστράνε στη λήθη. Πότε είχε περίοδο για τελευταία φορά; Πόσο έχει σήμερα ο μήνας; Σιχαίνομαι τα νούμερα. Ποτέ δεν ήμουν καλός στους υπολογισμούς. Κοιτάζω τη μορφή μου στη τζαμαρία του θεάτρου, στις φωτογραφίες της παράστασης. Με έχω περικυκλώσει. Ψάχνω τις τσέπες από νευρικότητα. Βγάζω χαρτιά με αριθμούς τηλεφώνου και γελοία ονόματα. Η ζωή συνεχίζεται. Πετάω τα τσαλακωμένα χαρτιά στο δρόμο και επιστρέφω στο θέατρο να δανειστώ τσιγάρα.
Ο Χρήστος με την Άννα κάνουν διάλειμμα. Τους πλησιάζω και ανάβω τσιγάρο μαζί τους. Παίζω με τον καπνό διασκεδάζοντας το φόβο που γλύφει την ψυχή μου. Ο Χρήστος μου κάνει νόημα να τακτοποιήσουμε το σκηνικό μαζί. Γνέφω καταφατικά και ξεκινάμε να το φτιάχνουμε ενώ η Άννα αποχώρησε διακριτικά από τη σκηνή. Λίγο πριν τελειώσουμε, σταματάω. Θέλω να το συζητήσω με τον Χρήστο, μα δεν μπορώ. Ένας κόμπος στο λαιμό με σταματά. Ανακατεύω τα χαρτιά, που είναι πάνω στο γραφείο. Ο Χρήστος φαίνεται πως έχει τα δικά του στο μυαλό του. Φεύγει και αυτός από τη σκηνή χωρίς να τον προσέξω.
Μένω μόνος. Παρατηρώ τα φώτα. Μια μουσική ξεχασμένη παίζει στο κεφάλι μου. Νοιώθω γυμνός, μικρός, ξένος στην ίδια μου τη ζωή. Κάτι με τρώει στον καρπό, δίπλα απ' το ρολόι. Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό φτερό από το πουλί. Το αρπάζω και το πετάω μακριά. Στο διάολο να πάνε όλα! Ποιος πιστεύει στις συμπτώσεις; Ετοιμαζόμαστε για πρεμιέρα. Πρέπει να συγκεντρωθώ.
Κατέβηκα από τη σκηνή και κρύφτηκα στα πίσω καθίσματα. Σχεδόν αόρατος στο ημίφως κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να διώξω την ένταση. Νοιώθω το φωτισμό να χαμηλώνει και άλλο ενώ ο Χρήστος αλλάζει τη μουσική. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την Άννα στη σκηνή. Παρακολουθώ τον αυτοσχεδιασμό της μέχρι τη στιγμή που κάτι με τραβά να πάω κοντά της. Ανεβαίνω στη σκηνή. Θέλω να χορέψω μαζί της. Νοιώθω το κορμί της στο δικό μου. Σκέφτομαι όλα εκείνα που έχω «ξεχάσει» να της πω και ελπίζω να καταλάβει...
«Το ξέρεις Άννα ότι θα σ' αλλάξω και σένα, έτσι δεν είναι; Πουκάμισα, μηχανές, αυτοκίνητα, γυναίκες... Το νοιώθω, ότι το ξέρεις από την πρώτη στιγμή, πως δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα πια. Λες και τα έχουμε πει όλα. Τίποτε δεν είπαμε Άννα. Τ΄ ακούς; Μπορείς να το διαβάσεις στο βλέμμα μου; Μπορείς να το νοιώσεις στο κορμί μου;
Άργησες να φύγεις. Γιατί έμεινες τόσο; Αγρίεψε το παιχνίδι και δεν κάνω εγώ κουμάντο πια. Ίσως, ίσως αν σ' αγαπούσα λίγο, να ήταν αλλιώς. Αλλά δεν σ' αγαπώ και το ξέρεις. Σαν τον ρακοσυλλέκτη γυρίζω τις νύχτες, γεμίζοντας τις τσέπες αριθμούς. Φύγε. Απόψε. Χωρίς να πούμε τίποτα. Ο χρόνος τελείωσε και δεν περίσσεψε χειροκρότημα για κανέναν μας.»
Η Μαρία. Ήρθε στο θέατρο και κάνει σκηνή. Πρέπει να την ηρεμίσω. Κατεβαίνω από τη σκηνή και πάω κοντά της. Φωνές. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν μπορώ άλλο. Παίρνω τα κλειδιά και φεύγω πάλι. Κάνω βόλτες μέχρι που αποφασίζω να πάω στο σπίτι της Άννας, να της πω να φύγει από την παράσταση. Το πέτυχε αυτό που ήθελε. Και τώρα ήρθε η ώρα να φύγει...
Περνάω μπροστά από το σπίτι της. Κόβω ταχύτητα και πλησιάζω στο πεζοδρόμιο. Παρκάρω τη μηχανή και ετοιμάζομαι να κατέβω. Βλέπω τα φώτα στο διαμέρισμά της, είναι σβηστά. Βάζω μπροστά τη μηχανή και φεύγω. Γυρίζω στο διαμέρισμά μου. Ένα παρελθόν αποκηρυγμένο ξεδιπλώνει μπροστά μου εικόνες. Ξεκλειδώνω και μπαίνω στο σπίτι. Η μπαλκονόπορτα στέκει ακόμα ορθάνοιχτη. Τηλεφωνώ στην Μαρία. Δεν το σηκώνει. Πηγαίνω στην κουζίνα και ανοίγω μία μπύρα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνω. Απαντά ο τηλεφωνητής. Είναι ο Στέφανος, που ζητά συγγνώμη. Είπε στη Μαρία για τη σχέση μου με την Άννα. Πριν το κλείσει είμαι κάτω στο δρόμο.
Πάω στη μηχανή και βλέπω πως κρατώ στα χέρια μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μόνο. Είμαι κλειδωμένος έξω από το σπίτι και αυτά είναι τα μόνα κλειδιά μου. Αφήνω τη μηχανή και πάω στο αυτοκίνητο. Ο Στέφανος αποφάσισε να εκδικηθεί. Προσπαθώ να αποφύγω την κίνηση, να προλάβω την Άννα πριν πάει εκεί η Μαρία. Κόκκινο. Φρενάρω απότομα ενώ ο κόσμος με βρίζει και με μουντζώνει. Ψάχνω το κινητό να την ειδοποιήσω αλλά το έχω αφήσει στο σπίτι. Από το δίπλα αυτοκίνητο ακούω μια γνώριμη μουσική. Εκείνη που χορεύαμε αγκαλιασμένοι στην παραλία. Γυρίζω το πρόσωπό μου προς το αυτοκίνητο. Κόρνες βιάζουν την μνήμη. Πράσινο. Ξεκινώ πάλι. Ένας χρόνος – εχθρός μου σφίγγει το χέρι και μου χαμογελά. Τα χαρτιά μοιράστηκαν και τώρα ανοίγουν ένα-ένα σαν σαρκοβόρα λουλούδια. Άννα σήκω από το τραπέζι. Δεν έχεις άλλο χαρτί να παίξεις. Δεν έμεινε τίποτα να ποντάρεις. Θα φροντίσει η Μαρία για αυτό.
Φτάνω στο σπίτι της Άννας. Παρκάρω πρόχειρα και ανεβαίνω στο σπίτι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top