Μπορείς να τρέξεις γρηγορότερα από τους εφιάλτες σου αν σ' αφήσω;


  Χώθηκα στο κάθισμα ακόμα πιο αναπαυτικά. Ο Χρήστος είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του και είχε επιστρέψει στις πρόβες προκειμένου να μην πάρει πόδι από την παράσταση. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση του είχε μετατρέψει τις λάμες του στο λυχνάρι του Αλλαντίν και κάθε, που τις έτριβε, ο θίασος έτρεχε να πραγματοποιήσει κάθε του ευχή. Μόνο η Σπυριδούλα αντιστεκόταν ακόμη, αποτίνοντας φόρο τιμής στις ποντικομαμές όλου του κόσμου αλλά ο Χρήστος εξαγόραζε τις ενοχές της για την απόρριψη αλαφραίνοντας το πορτοφόλι της.
Ο σκηνοθέτης είχε αποφασίσει ότι ο φωτισμός χρειαζόταν αλλαγές. Είχε αφήσει σημειώσεις με τις μετατροπές και έτσι ο Χρήστος με τους υπόλοιπους συντελεστές ρυθμίζανε τους προβολείς από την αρχή. Χάζευα αφηρημένη την πλατεία όταν άκουσα τον Χρήστο να λέει
- Στέφανε, πήγαινε και κάθισε στη θέση της Μαρίας να ελέγξω τους προβολείς.
- Βεβαίως. Μαρία, πού βρίσκεσαι να έρθω; Φώναξε προς τη μεριά μου καθώς η Μαρία είχε κατέβει από τη σκηνή.
Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν. Ο Στέφανος ήταν το εσωτερικό ανέκδοτο της παράστασης, το επίτιμο μπουζί του θεάτρου και το απόλυτο αρσενικό για όσους και όσες δεν είχαν δουλέψει μαζί του. Κατόπιν κύκλου μετα-θεατρικών σεμιναρίων είχε κατανοήσει ότι το στόμα κάποιων ανθρώπων δεν είχε volume αλλά μόνο on και οff. Εκτός θεάτρου, παρουσία δημοσιογράφων ήταν μονίμως στο off, χαρίζοντάς του αμέτρητες φωτογραφίσεις και ελάχιστες συνεντεύξεις. Παρά τις συνεχίσεις εκκλήσεις του Λημνιού, αρνήθηκα να παρακολουθήσω το ίδιο σεμινάριο με αποτέλεσμα ο τελευταίος να με κυνηγά πατώντας ένα αόρατο κουμπί και ουρλιάζοντας "off! Off!!"
Η Σπυριδούλα βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει στο κινητό. Την παρακολουθούσα καθώς δίδασκε στο κοινό της την τεχνική «μάτια μεσάνυχτα, πόδια ορθάνοιχτα». Κλείνοντας το τηλέφωνο οι άντρες άναψαν τσιγάρο και η Μαρία τα μουστάκια της. Γυρίζοντας να δω τον Χρήστο, που απειλούσε την κονσόλα με τα σάλια του, αντίκρισα τον σκηνοθέτη να μπαίνει βιαστικός στο θέατρο. Όλως περιέργως δεν ξεκίνησε τα γαλλικά του αλλά μας χαιρέτησε και έκανε νόημα σε κάποιον να έρθει μέσα.
Πίσω του ακολουθούσε μία τούρτα, που την κρατούσε μία πιτσιρίκα, που δεν ήξερε αν έπρεπε να ουρλιάξει ή να φροντίσει να μην της πέσει η τούρτα καθώς προχωρούσε και την οποία ακολουθούσε ένα τηλεοπτικό συνεργείο. Τελικά επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο από τα δύο ήταν πιο σημαντικό, αποφάσισε να κλέψει την παράσταση σκοντάφτοντας και πέφτοντας πάνω στην τούρτα. Με την κάμερα να γράφει και μία δημοσιογράφο με το μικρόφωνο στο χέρι να πλησιάζει απειλητικά στην σκηνή και το σκηνοθέτη να προσπαθεί να σηκώσει την μικρή από το πάτωμα κατάλαβα ότι ο Θέσπις είχε κέφια.
Μία δεύτερη τούρτα ξεπρόβαλε και η μικρή απαλλαγμένη πλέον από το δίλημμα, άρχισε να ουρλιάζει. Η δημοσιογράφος τραγουδώντας το "happy birthday" πλησίαζε απειλητικά τη σκηνή. Αμπε-μπα-μπλομ του κει-θε-μπλομ! Σταμάτησε μπροστά στον Αιμίλιο ενώ η μικρή όρμησε κατά πάνω του και τον αγκάλιασε πασαλείβοντάς τον με την τούρτα. Η Μαρία περνούσε πραγματικά δύσκολες ώρες. Η Σπυριδούλα εμφανίστηκε από τα καμαρίνια με μία σαμπάνια, την άνοιξε με θόρυβο και φρόντισε «τυχαία» να πάρει ξώφαλτσα την Μαρία ενώ ο Στέφανος προσπαθούσε να βάλει την σαμπάνια, που έπεφτε κάτω στα ποτήρια.
Ο Χρήστος ήρθε και κάθισε δίπλα μου γελώντας ενώ σε λίγο το τρίο συμπληρώθηκε με την Σπυριδούλα, που ήρθε με μία ακόμα σαμπάνια και τρία ποτήρια και κάθισε δίπλα μας.
- Θα στοιχημάτιζα την πρώτη μας νύχτα ότι δική σου ιδέα ήταν η πιτσιρίκα με την τούρτα, είπε ο Χρήστος στη Σπυριδούλα ανοίγοντας τη σαμπάνια και προσέχοντας να μη χάσει ούτε σταγόνα.
- Μπορείς να στοιχηματίσεις και όλες τις υπόλοιπες, που δεν θα ζήσεις ποτέ καθώς δεν ήταν μόνο η πιτσιρίκα, οι τούρτες, οι σαμπάνιες αλλά και αυτό, που θα γίνει τώρα.
Η Σπυριδούλα σηκώθηκε από την καρέκλα, κατέβασε το ντεκολτέ της, πήγε προς το συνεργείο, πήρε την δεύτερη τούρτα, που είχε μείνει πάνω στη σκηνή, χαμογέλασε πονηρά και άρχισε να τραγουδάει το «happy birthday» απτόητη, όσο η Μαρία την αγριοκοίταζε προσπαθώντας να καθαρίσει με μωρομάντιλα τον Αιμίλιο από την τούρτα.
Ξαφνικά οι τοίχοι του θεάτρου γέμισαν αίματα, που έσταζαν από την σκηνή στην πλατεία. Το άψυχο σώμα της Σπίρι κείτονταν στην άκρη της σκηνής ενώ η Μαρία κρατούσε τα ματωμένα μωρομάντιλα.
Άκουσα μια στριγκλιά και επέστρεψα στην πραγματικότητα.
Ο Αιμίλιος είχε βγάλει την μπλούζα του για να αλλάξει και η πιτσιρίκα είχε λιποθυμήσει φαρδιά πλατιά στη σκηνή. Η Μαρία, αφήνοντας τα πασαλειμμένα με τούρτα μωρομάντιλα, τον έντυσε στα γρήγορα με ένα καθαρό πουκάμισο από τα καμαρίνια, όσο το συνεργείο προσπαθούσε να συνεφέρει την μικρή ενώ η δημοσιογράφος είχε κολλήσει σα στρείδι στον Στέφανο. «Βρίσκομαι σε παράκρουση σκέφτηκα» καθώς παρακολουθούσα την Σπυριδούλα να επιτίθεται στην τούρτα με το κουταλάκι πριν την σερβίρουν σε πιατάκια. Ο Στέφανος μας κοιτούσε με απόγνωση καθώς ο Χρήστος πατούσε το αόρατο off. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του.
- Μου επιτρέπεις να τον απαγάγω; είπα στη δημοσιογράφο και πριν μου απαντήσει, έπιασα τον Στέφανο από το μπράτσο και απομακρυνθήκαμε. Ο σταρ της βραδιάς σας είναι από εκεί και σας περιμένει.
Κατεβήκαμε από τη σκηνή όσο προετοιμάζονταν για τη συνέντευξη. Ο Χρήστος είχε ανέβει να φτιάξει τα φώτα, ο σκηνοθέτης έδινε οδηγίες, η Σπυριδούλα έφτιαχνε το μακιγιάζ, η Μαρία μακιγιάριζε τον Αιμίλιο, το συνεργείο οργανώνονταν ενώ η πιτσιρίκα καθόταν υπάκουη στην πλατεία.
Μάζεψα τα πράγματά μου και έκανα μεταβολή να φύγω. Ο Στέφανος με ακολούθησε.
- Μπορώ να σε συνοδέψω; Με ρώτησε
- Έχετε συνέντευξη μέσα. Θα θέλουν να σε ρωτήσουν και σένα
για τον Αιμίλιο. Δεν θα είναι ευγενικό να φύγεις, απάντησα
- Δεν θέλω να φοβάμαι μήπως γελάσουν μ' αυτά που θα πω. Δεν
είμαι χαζός, τουλάχιστον όχι όσο τους βολεύει να πιστεύουν.
- Πρέπει να γυρίσεις, να πάρεις τα πράγματά σου.
- Ξέρεις πως αν γυρίσω δεν θα μπορέσω να φύγω. Ας κάνουμε
λοιπόν ότι τα ξέχασα.
Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δρόμο, περιμένοντας κάποιο ταξί να φανεί.
- Δεν πιστεύω ότι ευθύνεσαι εσύ για το ατύχημα του Χρήστου...
ούτε ότι ήταν σωστή η συμπεριφορά των υπολοίπων στο νοσοκομείο. Συγγνώμη που δεν μπήκα στη μέση τότε αλλά είπαμε. Εγώ είμαι στο «off».
- Δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία. Θα σου ζητούσα και εγώ
συγγνώμη για τις φορές που έχω γελάσει μαζί σου. Αν πίστευα στη συγγνώμη. Αλλά δεν πιστεύω.
Ο Στέφανος έβγαλε από την τσέπη του ένα ζιπάκι και μου το έδωσε.
- Ξέρεις ήθελα να στο δώσω εδώ και καιρό αλλά δεν έβρισκα την κατάλληλη ευκαιρία. Παρ' το και όταν βρεις χρόνο, ρίξε μια ματιά στο περιεχόμενό του. Ίσως να βρεις κάτι που να σε ενδιαφέρει.
- Τι έχει μέσα; Ρώτησα καθώς το έβαζα στην τσέπη του παντελονιού μου.
Ο Στέφανος έβαλε τον δείκτη του δεξιού χεριού μπροστά από το στόμα του και είπε χαμογελαστά
- Σςςςςς... Θα χαλάσεις την έκπληξη και η νύχτα απόψε φαίνεται
πως είναι γεμάτη από εκπλήξεις. Καθώς περπατούσαμε, ξεκίνησε να σιγοτραγουδά
«Θα σε πάρω μια νύχτα να σου δείξω την πόλη, όταν θα κοιμούνται όλοι...και θα ξενυχτάμε μόνοι, 2 σκοποί στην Αλεξάνδρας, μια γυναίκα και ένας άντρας».
Σου χρωστάω ένα θεατρικό παιχνίδι για αυτό που κατέστρεψα την τελευταία φορά. Σταμάτησε μπροστά σε ένα αυτοκίνητο και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του.
- Τι λες λοιπόν; Θα έρθεις να παίξουμε;
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Είδα την κλήση. Ήταν
ο Αιμίλιος. Κοίταξα ξανά τον Στέφανο και αποφάσισα να απαντήσω στο τηλεφώνημα.
- Πού είσαι; Με ρώτησε ο Αιμίλιος.
- Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, είμαι με παρέα. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, απάντησα καθώς έβλεπα τον Στέφανο να μπαίνει στο αμάξι και να ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να περάσω μέσα στο αυτοκίνητο.
- Είσαι καλά;
- Ναι.
- Έγινε κάτι; Με ρώτησε ανήσυχος.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Στέφανος μου έκανε επίμονα νοήματα για να μπω μέσα στο αμάξι του. Πλησίασα στην ανοιχτή πόρτα με το τηλέφωνο ανοιχτό, τον ευχαρίστησα και του είπα ότι θα πάρω ταξί. Τον καληνύχτισα και γυρίζοντάς του την πλάτη άρχισα να απομακρύνομαι.
- Είμαι στο δρόμο για το σπίτι. Χρόνια πολλά...
Εκείνη τη στιγμή κάποιος μου άρπαξε το κινητό. Γύρισα και είδα
τον Στέφανο να το κλείνει και να με τραβάει προς το αυτοκίνητό του. Προσπάθησα να του ξεφύγω αλλά με τράβηξε προς το αυτοκίνητο. Άνοιξε την πόρτα και προσπάθησε να με βάλει στην θέση του συνοδηγού. Πάλευα να φύγω φωνάζοντάς του όταν μου έριξε μπουνιά στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα και τον κλώτσησα και εγώ. Οπισθοχώρησε για λίγο και του ξέφυγα.
Μέχρι που ένοιωσα ένα χέρι να με τραβά στο πλάι και να με ρίχνει στο πλακόστρωτο. Ο Στέφανος με είχε προλάβει. Με γύρισε ανάσκελα και άρχισε να με χτυπά με μανία. Μετά από λίγο σταμάτησα να νοιώθω πόνο. Δεν πάλευα πια. Μια ζέστη με αγκάλιαζε και βούλιαζα μέσα της. Ο Στέφανος σταμάτησε να με γρονθοκοπά και προσπάθησε να κρατήσει το πρόσωπό μου σταθερό, απέναντι από το δικό του.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον τράβηξε από πάνω μου. Γύρισα στο πλάι και είδα τα αυτοκίνητα να περνούν. Ούτε ένα δεν είχε βρει λίγο χρόνο, να σταματήσει το ρολόι σε κείνο το πεζοδρόμιο. Ο πόνος επέστρεφε κατά κύματα. Το αίμα με ανακάτευε και άρχισα να κάνω εμετό στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με πλησίασε. Ήταν ο Χρήστος. Με βοήθησε να σηκωθώ.
Προσπάθησε να με καθαρίσει με τα χέρια του. Έσκυψα να πάρω την τσάντα μου και είδα τον Αιμίλιο να έχει πιαστεί στα χέρια με τον Στέφανο. Η Μαρία στεκόταν κάτω από το φως. Μία μηχανή με χαλασμένη εξάτμιση μας προσπέρασε και την ακολούθησα με το βλέμμα μου. Μια μουσική άρχισε να παίζει στο μυαλό μου. Ήθελα να φύγω από εκεί. Έκανα μεταβολή και άρχισα να προχωρώ στο πεζοδρόμιο. Ο Χρήστος έτρεξε πίσω μου και με πρόλαβε.
- Άννα, είσαι καλά; Με ρώτησε
- Ναι.
Συνέχισα να περπατώ.
- Πού πας σε αυτήν την κατάσταση;
- Θες να το συζητήσουμε; Απάντησα αγριοκοιτάζοντας τον.
- Ναι
- Εγώ πάλι όχι.
Ένοιωσα κάτι να με αρπάζει από το δρόμο και να με γυρίζει πίσω
στο πεζοδρόμιο, ενόσω ένα αυτοκίνητο, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, περνούσε μπροστά μας για να εξαφανιστεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Συνέχισα να περπατώ. Πέρασα τη διασταύρωση και προχώρησα στο πεζοδρόμιο. Το στομάχι μου ανακατεύονταν και πάλι, τα αυτιά μου βούιζαν, το λιγοστό φως θάμπωσε. Άρχισα να φοβάμαι ξανά και ξεκίνησα να τρέχω. Έτρεχα να ξεφύγω από τη νύχτα.
«Ως το τέλος του δρόμου. Ως το τέλος της νύχτας». Ίσως στο επόμενο πεζοδρόμιο να τέλειωνε η ιστορία. Αν έτρεχα αρκετά γρήγορα, θα προλάβαινα την τελευταία τελεία πριν αλλάξει η σελίδα και αρχίσει το επόμενο κεφάλαιο. Αν δεν μιλούσα, αν δεν έκλαιγα, αν δεν έκανα τίποτα παρά μόνο να τρέχω, ίσως να ξυπνούσα. Να ακόμα μία διασταύρωση, αν προλάβω και περάσω τρέχοντας σίγουρα θα ξυπνήσω. Αν με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο περνώντας, θα ξυπνήσω ουρλιάζοντας στο κρεβάτι μου.
- Μη σκέφτεσαι. Με κάθε σκέψη, καθυστερείς. Ο δρόμος είναι εκεί και σε περιμένει, άκουγα μια φωνή στο κεφάλι μου.
Πέταξα την τσάντα στο δρόμο. Δεν υπήρχε πόνος. Δεν υπήρχε ο δρόμος. Έπρεπε να περάσω απέναντι.
Κάποιος με άρπαξε ξανά. Έχασα την ισορροπία μου αλλά με κράτησε πριν πέσω κάτω. Γύρισα το βλέμμα μου στη διασταύρωση. Στηρίχτηκα στα πόδια μου και προσπάθησα να φύγω πάλι προς τα εκεί. Αλλά δεν με άφηνε. Μούγκρισα και πάλεψα να απελευθερωθώ με μεγαλύτερη δύναμη κοιτώντας το δρόμο που έμοιαζε να σβήνει. Τα χέρια άρχισαν να με σφίγγουν περισσότερο. Πανικοβλήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω ενώ μου έβαλε τα χέρια στο στόμα για να σωπάσω. Δεν γνώριζα το πρόσωπό του. Δεν άκουγα τη φωνή του. Ένοιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό ανάμεσα στα πόδια μου. Σταμάτησα να ουρλιάζω. Ο Αιμίλιος. Ναι, τον αναγνώριζα. Ήταν ο Αιμίλιος. Αλλά κάποιος χαμήλωνε τα φώτα και εγώ ήμουν τόσο κουρασμένη. Λιποθύμησα.
Συνήλθα μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ο Χρήστος βρισκόταν πλάι μου. Ανήσυχος έλεγε βλακείες καθώς προσπαθούσε να με συνεφέρει. Τα τζάμια του αυτοκινήτου ήταν θολά. Άκουσα τον Αιμίλιο και την Μαρία να μιλούν. Ο Χρήστος έστρεψε το πρόσωπό μου προς το μέρος του. Μια παράξενη ζέστη με αγκάλιαζε. Έψαξα στα τυφλά το χερούλι για να ανοίξω την πόρτα. Ήμουν στο δρόμο. Ήμουν ο δρόμος. Χαμογέλασα στον Χρήστο και άνοιξα την πόρτα γέρνοντας το κορμί μου προς τα έξω. Με άρπαξε με μία κραυγή πόνου ενώ το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα. Η Μαρία άρχισε να ουρλιάζει. Κοίταζα το δρόμο από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Το κεφάλι μου με πονούσε αφόρητα. Ο Αιμίλιος σταμάτησε το αυτοκίνητο και ήρθε στην πόρτα. Βοήθησε τον Χρήστο να με βάλουν μέσα. Ζήτησε από την Μαρία να οδηγήσει και κάθισε πίσω. Με έβαλαν στην μέση και το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά. Ο Χρήστος έβριζε τρίβοντας το χέρι του. Έκλεισα τα μάτια. Ο Αιμίλιος μου κρατούσε το χέρι σφιχτά.
Μετά από κάποια ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο δρόμος χάθηκε. Κρύφτηκε. Ο Χρήστος κατέβηκε πρώτος. Τον ακολούθησα και πίσω μου ερχόταν ο Αιμίλιος. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, έπρεπε να ελαττώσω την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Σκέφτηκα τον Στέφανο. Νόμιζα πως το κεφάλι μου θα σπάσει. Μπήκαμε στο ιατρείο. Ζήτησα να βγουν ο Αιμίλιος και ο Χρήστος έξω.
Προσπάθησα να αυτοσυγκεντρωθώ. Έπρεπε να είμαι πειστική. Τους είπα λοιπόν ότι με είχαν ληστέψει και καθώς αντιστάθηκα με χτύπησαν για να πάρουν τα πράγματά μου. Ξεκίνησαν να καθαρίζουν το πρόσωπό μου και να μου κάνουν ερωτήσεις. Δεν με πίστεψαν αλλά τα λεφτά, που θα έπαιρναν, εξαγόραζαν τη συγκατάβασή τους. Τους εξήγησα ότι δεν επιθυμούσα να με εξετάσουν και ότι ήθελα απλά ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο. Προθυμοποιήθηκαν να μου κάνουν εξετάσεις αίματος, αξονικές, υπερήχους και ό,τι άλλο θα ανέβαζε το λογαριασμό. Τους είπα ότι είμαι γιατρός και τους έκοψα τα πολλά-πολλά. Μου έκαναν την παυσίπονη και βγήκα έξω. Την πληρώσαμε όσο κόστιζε ολόκληρη την παρτίδα και βγήκαμε έξω. Ο Αιμίλιος εξαφανίστηκε όταν είδε τους φωτογράφους, που είχαν πάει για άλλο θέμα και έτσι βγήκαμε με τον Λημνιό έξω να ψάξουμε ταξί.
- Δεν νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να έμενες μέσα και να
έκανες εξετάσεις; Με ρώτησε ανήσυχος.
- Θα ήθελες να μαθευτεί τι έγινε με τον Στέφανο; Ή θα ήθελες να
μάθει η Μαρία πόσοι ήμασταν πριν λίγο στο αυτοκίνητο; του απάντησα εκνευρισμένα καθώς έπαιρνα την τσάντα μου.
- Θα μείνεις σπίτι μου απόψε και αν αρχίσεις τα τρελά σου πάλι,
σε προειδοποιώ, σε πήρα σηκωτή και ήρθαμε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
- Έλα Αιμίλιε, μόλις βγήκε. Μια χαρά είναι. Ξεκούραση
χρειάζεται... Όχι, δεν θα μείνει μέσα. Θα έρθει μαζί μου στο σπίτι μου. Μην ανησυχείτε, θα την προσέχω εγώ... Να περάσετε καλά στο party. Χρόνια πολλά. Χιλιόχρονος και για του χρόνου σου εύχομαι τα πιο βαρετά γενέθλια της ζωής σου.
Είχαμε φτάσει μπροστά στα ταξί. Ο Χρήστος είπε την διεύθυνσή του και μπήκαμε μέσα.
- Θα έμεναν αλλά είχαν να πάνε σε ένα party. Καλύτερα.
Χρειαζόμαστε λίγη ησυχία απόψε, είπε και με έπιασε από το χέρι.
Φτάσαμε αμίλητοι στον προορισμό μας. Ο Χρήστος πλήρωσε και
κατεβήκαμε από το ταξί. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του. Ήταν τεράστιο. Η Μαρία είχε δίκιο. Ο Λημνιός άναψε το θερμοσίφωνα και χάθηκε στο διάδρομο.
- Πρέπει να σου βρω ρούχα να φορέσεις. Μην πηδήξεις από το
μπαλκόνι. Τουλάχιστον όχι πριν σου δείξω τα ρούχα σου. Θες να παραγγείλουμε να φάμε κάτι; Ο θερμοσίφωνας θα χρειαστεί λίγη ώρα για να ζεστάνει το νερό...
Όσο ο Χρήστος φλυαρούσε άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα
μπαλκόνι. Έβλεπε όλη την Αθήνα. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ξεχασμένο ένα πακέτο τσιγάρα. Το πήρα, το άνοιξα και ευτυχώς είχε και αναπτήρα μέσα στο πακέτο. Κάθισα στο πάτωμα του μπαλκονιού με την πλάτη στον τοίχο και άναψα τσιγάρο μέσα στο ημίφως. Πριν προλάβω να τελειώσω το τσιγάρο, ο Χρήστος είχε ορμήσει στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοιτούσε με αγωνία το πεζοδρόμιο.
- Εμένα ψάχνεις; Τον ρώτησα και εκείνος από την τρομάρα του
έχασε την ισορροπία του για μια στιγμή.
- Θα με πεθάνεις πριν την ώρα μου. Και αν δεν τα καταφέρεις, να
είσαι σίγουρη ότι ένα έμφραγμα, ένα εγκεφαλικό θα μου το κάνεις δώρο και δεν θα ξέρω πώς να βγω από την υποχρέωση μετά. Έλα, σήκω να αλλάξεις, να βάλεις ένα ρούχο της προκοπής και δώσε μου τα ρούχα σου να τα βάλω στο πλυντήριο. Μην κλειδωθείς στο μπάνιο και πρέπει να τη σπάσω μετά, σε περίπτωση που γίνει κάτι γιατί η μανούλα μου θα μου σπάσει το κεφάλι.
- Καλά.. καλά... απάντησα και άναψα δεύτερο τσιγάρο. Του
πρόσφερα τσιγάρο. Άναψε και εκείνος ένα και έκατσε δίπλα μου.
- Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει για το Στέφανο. Δεν είναι η
πρώτη του φορά. Μόλις ο Αιμίλιος σε άκουσε να του τα μασάς και συνειδητοποίησε ότι λείπατε και οι δύο, κατάλαβε αμέσως τι γινότανε. Ευτυχώς δεν είχατε προλάβει να απομακρυνθείτε. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς μου ξέφυγες. Πότε φύγατε και δεν σας είδα. Αν σας είχα δει...
- ... και αν πετάει το πουλί... Κοίτα, δεν θέλω να το συζητήσω. Δεν θέλω να συζητήσω τίποτα απόψε, για να είμαι ακριβής.
Συνεχίσαμε να καπνίζουμε στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή ο Χρήστος σηκώθηκε και μου τείνοντας το χέρι του μου είπε.
- Έλα να κάνεις μπάνιο, το νερό πρέπει να έχει ζεσταθεί.
Με σήκωσε και με οδήγησε στο μπάνιο. Μου έδωσε τα ρούχα,
πετσέτες και ανοίγοντας το ντουλαπάκι του μπάνιου έβγαλε σερβιέτες και μου έδωσε.
- Για τις δύσκολες νύχτες του μήνα, μου είπε κλείνοντάς μου το
μάτι. Δεν έχεις ιδέα, πόσο απαιτητικές έχουν γίνει οι γυναίκες τελευταία.
Βγήκε έξω από το μπάνιο και άφησε την πόρτα μισάνοιχτη περιμένοντας τα ρούχα μου. Του τα έδωσα και μπήκα κάτω από το ντους. Δεν ένοιωθα τίποτα. Κρύο, ζέστη.. τίποτα. Μηχανικά έκανα μπάνιο και βγήκα. Επέστρεψα στο σαλόνι όπου ο Χρήστος είχε αφήσει τα πράγματά μου. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού είχε αφήσει ό,τι είχε στις τσέπες μου και δεν έμπαινε στο πλυντήριο. Πλησίασα και είδα το ζιπάκι του Στέφανου. Κάθισα στον καναπέ και το χάζευα.
Ο Χρήστος ήρθε στο σαλόνι και με είδε να κοιτάζω το ζιπάκι. Το πήρε στα χέρια του και μου είπε
- Αυτό δεν είναι δικό σου, έτσι δεν είναι; Θα το θυμόμουν. Ούτε του Αιμίλιου είναι. Τίνος είναι αυτό;
- Του Στέφανου. Μου το έδωσε αφού βγήκαμε από το θέατρο και πριν αρνηθώ να πάω μαζί του και γίνουν όλα τα υπόλοιπα. Είπε ότι ήταν μία έκπληξη, για μένα.
- Αρκετές εκπλήξεις σου έκανε για σήμερα. Εγώ λέω να το πετάξουμε και να παραγγείλουμε να φάμε. Τι λές;
- Έχεις υπολογιστή; Απάντησα
Ο Χρήστος εξαφανίστηκε για λίγο και επέστρεψε με ένα laptop. Το άνοιξε, συνέδεσε το ζιπάκι και άνοιξε τα αρχεία του. Δεν μιλούσε. Μόνο άνοιγε το ένα αρχείο πίσω από τον άλλο. Ήρθε με το laptop δίπλα μου και μου έδειξε την οθόνη. Είχε ανακαλύψει το blog μου. Αποθήκευε κάθε μου ανάρτηση, κάθε σχόλιο, κάθε κίνηση ενώ είχε και τους κωδικούς μου σε ένα φάκελο. Οι κωδικοί για το blog, το email, το messenger ήταν όλα εκεί... τα emails μου αποθηκευμένα, τα κείμενα που δεν είχα ανεβάσει ακόμα και δίπλα ακόμα ένας φάκελος με emails και μηνύματα, που είχαμε ανταλλάξει. Τον ήξερα τον Στέφανο. Όχι σαν Στέφανο όμως. Με το ψευδώνυμό του, με μια ψεύτικη ζωή, μικρή και ασήμαντη να χωρά στις 2 διαστάσεις την οθόνης. Κοίταζα τα μηνύματα και ήταν σαν να παρακολουθώ έναν ιό να καταστρέφει τα πάντα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σε τούτη τη ρώσικη ρουλέτα η σφαίρα βρισκόταν στην δική μου θαλάμη.
Ο Χρήστος με κοιτούσε αποσβολωμένος. Πήρε τον υπολογιστή και συνδέθηκε στο διαδίκτυο. Έψαξε και βρήκε τα 2 blogs, το δικό μου και του Στέφανου. Τα έβαλε δίπλα – δίπλα και μου έδειξε τις πιο πρόσφατες αναρτήσεις του. Ο Στέφανος είχε αντιγράψει την ιστορία με τον Αιμίλιο και την είχε ανεβάσει στο blog του σε συνέχειες εκείνη την ημέρα. Τα είχε όλα προγραμματισμένα. Έκλεισα τον υπολογιστή και ξάπλωσα στον καναπέ.
- Σήκω και έλα μαζί μου. Σου έχω ετοιμάσει δωμάτιο για να κοιμηθείς, μου είπε ο Χρήστος και σηκώθηκε. Θα μου χαλάσεις τον καναπέ.
Τον ακολούθησα με βαριά καρδιά. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και του ζήτησα ακόμα ένα παυσίπονο. Με σκέπασε και σχεδόν αμέσως μου έφερε ένα παυσίπονο με ένα ποτήρι νερό. Το πήρα και ξάπλωσα. Τα βλέφαρά μου βάραιναν. Άκουσα τον Χρήστο να μιλάει στο τηλέφωνο ανήσυχος. Αποκοιμήθηκα χωρίς να καταλάβω λέξη από όσα έλεγε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top