Αιμίλιος
Ένα σταυροδρόμι. Και στη μέση ο Κώστας να με καρφώνει. Είχα χρόνια να τον δω. Από τότε που τον βρήκαμε νεκρό από υπερβολική δόση. Μια άλλη εποχή, που μετρούσα τις νύχτες με τα μπουκάλια του Jacko και κοιμόμουν τις μέρες. Είχαμε αναποδογυρίσει ένα περιπολικό και το ΄χαμε κάψει. Δεν μας πιάσανε ποτέ. Τρέχαμε στη λεωφόρο τις νύχτες με τις πειραγμένες μας μηχανές. Γκαζώναμε στο τέρμα και δεν κοιτάζαμε ποτέ δεξιά και αριστερά στις διασταυρώσεις. Μουρμουρίζαμε τον κουρσάρο και μετρούσαμε απουσίες. Όταν βαριόμασταν δέρναμε καρεκλάδες και τρέχαμε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας.
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν ο πατέρας μου μπήκε στην αίρεση και κλέφτηκε με την φίλη της μάνας μου. Η μάνα μου το γύρισε στην εκκλησία, τα έφτιαξε με τον ιερέα και όταν δεν τα παράτησε για αυτήν, μπήκε και αυτήν στην αίρεση. Εγώ είχα φύγει αλλά οι αδερφές μου έμειναν πίσω. Όσο εγώ έκανα κόντρες η μικρή κλειδώνονταν στο μπάνιο ουρλιάζοντας κάθε που ερχόταν να την βαφτίσουν. Σηκωτό και μισομεθυσμένο με πήραν από το δώμα που νοίκιαζα τότε για την πάρω από εκεί.
Και την πήρα. Και κάπου εκεί με πήρε και μένα ο διάολος. Τότε ήταν που γνώρισα την πρώτη μου Μαρία, τη γυναίκα του θείου, που με είχε πάρει παραπαίδι στο μαγαζί του. Μεγαλύτερή μου, ο έρωτάς, το πάθος και ίσως η μόνη που αγάπησα πραγματικά. Τα μεσημέρια που κλειδώναμε το μαγαζί, στις διαδρομές που πηγαίναμε για παραλαβές και παραδόσεις, στις διακοπές, έκλεβα στιγμές, έριχνα άγκυρες στο ψέμα και έλεγα πως είμαι ο άρχοντας του κόσμου. Έτρωγα τις καρπαζιές από τον θείο, δεν με πλήρωνε ποτέ σωστά, γελούσε μαζί μου αλλά δεν ένοιαζε. Εγώ είχα την Μαρία. Μέχρι που μας ανακάλυψε ο θείος και παραλίγο να με σκοτώσει. Τότε κλεφτήκαμε και μείναμε στο δώμα. Νόμιζα ότι μας έφτανε η αγάπη. Λίγο καιρό αργότερα η Μαρία μου ανακοίνωσε όταν ήταν έγκυος. Το παιδί ήταν άλλου. Μεγαλύτερου αλλά πλούσιου. Έτσι χαθήκαμε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι.
Άφησα τον Πειραιά, τους γνωστούς που λιγοστεύανε, τα μαύρα μου ρούχα και έδωσα εξετάσεις για το θέατρο. Πέρασα με υποτροφία. Άρχισα προσεκτικά να σβήνω το παρελθόν. Η μηχανή είναι το μόνο που με συνδέει με αυτό αλλά και αυτήν την αλλάζω συχνά. Διάλεξα μια ζωή μέσα σε μια διάφανη, εκκωφαντική σιωπή και αφέθηκα στο φως. Στέλνω τις επιταγές μου τακτικά, η μικρή αδερφή παντρεύτηκε, έκανε ένα παιδί και χώρισε ενώ η μεγάλη ακολούθησε τα χνάρια της μάνας μας και τα έφτιαξε με έναν μοναχό. Κανένας δεν γύρισε στην Ιταλία όπως λέγαμε μικροί, κανένας δεν συζητά ότι είμαστε καθολικοί. Ξένοι αν και γεννηθήκαμε εδώ. Κάθε 5 χρόνια στην ουρά να ανανεώσω την άδεια παραμονής. Στο συρτάρι κρύβεται ένα διαβατήριο μιας χώρας που δεν έχω δει ποτέ.
Τόσες ξένες ζωές, στοιβαγμένες σε προγράμματα για να ξεφύγω από τη δική μου.
Τι με κοιτάς έτσι; Δεν έχω τίποτε να σου δώσω...
Θα σταθώ μπροστά της γυμνός και αφού δεν θα ΄χει τίποτε άλλο να πάρει, θα πάρει εμένα. Έτσι έλεγα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Και πάει καιρός που δεν νομίζω πια...
Απλώνω το χέρι και πέφτω. Όπως εκείνο το πουλί. Στο κενό.
Άννα
Διάφανο. Πλησιάζω και εκπνέω. Θολώνει. Έχεις γράψει κάτι για μένα. Με τις γροθιές σπάω το τζάμι και σε αρπάζω. Πονάει κάνεις όταν ονειρεύεται; Σφίγγω τα χέρια μου, γύρω από τα δικά σου. Τα χέρια μου έχουν καρφωθεί στο τζάμι αλλά δεν σε αφήνω να πέσεις. Όχι σ' αυτό το όνειρο.
Φωνές. Βαραίνω. Νομίζω ότι γλιστράς. Νοιώθω το αίμα ζεστό να τρέχει στα χέρια μου. Οι φωνές ξεμακραίνουν. Σε σφίγγω γερά και κλείνω τα μάτια. Μια ζωή για τη ζωή που έδωσες. Ανταλλαγή. Κρυώνω. Σφίγγω τα δόντια και σε τραβάω πίσω. Είσαι παγωμένος. Πρέπει να σε ζεστάνω. Σε τυλίγω σε μια αγκαλιά και νοιώθω την καρδιά σου που χτυπά. Πρέπει να ζεσταθεί. Παραμιλάς. Ανοίγεις τα μάτια σου έντρομος και προσπαθείς να φωνάξεις και τότε εξαφανίζεσαι.
Τώρα είσαι ασφαλής.
Αιμίλιος
Πονάω. Κάποιος στέκεται από πάνω μου απειλητικός με δυο καλωδιωμένα σίδερα και ετοιμάζεται να με σιδερώσει. Προσπαθώ να σηκώσω τα χέρια μου. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω νοσοκόμες. Ένας θόρυβος τρυπάει το κεφάλι μου. Προσπαθώ να σηκωθώ μα με ξαπλώνουν πάλι. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί χαμογελούν; Ο Κώστας με μια άσπρη ποδιά ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
Μαρία
Ανακοπή. Αυτό είπαν. Ήταν τυχερός που το έπαθε μέσα στο νοσοκομείο. Λένε ότι είναι καλά και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα. Γνέφω συγκαταβατικά χωρίς να τους καταλαβαίνω. Θα μείνει μέσα αλλά τη γλύτωσε. Πετάω το ματωμένο πουκάμισο στα σκουπίδια. Τελείωσε.
Με αφήνουν να τον δω, για λίγο. Όλα θα γίνουν πάλι όπως πριν. Θα το δεις.
Άννα
Ακούω ένα βουητό. Ένας αέρας που δυναμώνει συνεχώς. Ανοίγω τα μάτια. Με πληγώνει. Μου πετάει πράγματα. Με παρασέρνει. Κλείνω τα μάτια ξανά. Αρχίζω να ξεχνώ. Ο αέρας παρασέρνει τις μνήμες μου. Με διαλύει. Προσπαθώ να φωνάξω. Δεν ακούω τη φωνή μου. Σκιές με προσπερνούν και χάνονται ενώ τα σπασμένα γυαλιά καρφώνονται στο κορμί μου. Προσπαθώ να αρπάξω κάποιον από αυτούς, που με προσπερνούν αλλά δεν μπορώ. Αέρα πιάνω μονάχα και όταν τα ανοίγω και άλλα γυαλιά είναι στα χέρια μου, που αλλάζουν μορφή διαρκώς.
Ποια είναι τα χέρια μου; Δεν θυμάμαι! Τρομάζω.
Ψάχνω το κορμί μου. Τεντώνει, μαζεύει, ψηλώνει, κονταίνει. Πού βρέθηκε τόσος αέρας; Τα ρούχα μου αλλάζουν συνέχεια. Δεν γνωρίζω το κορμί μου. Κοιτάζω τις μορφές, που περνούν μέσα μου τρέχοντας. Σκοτεινιάζει. Σε λίγο δεν θα βλέπω τίποτα. Σφίγγω τα γυαλιά στα χέρια μου. Ο πόνος αρχίζει να ξεθωριάζει και αυτός. Ψάχνω τα μαλλιά, το πρόσωπό μου. Δεν είναι δικά μου. Ή τουλάχιστον δεν μπορώ να πω ποιο από όλα αυτά, που αλλάζουν ταχύτατα είναι τα δικά μου. Νοιώθω να μεταμορφώνομαι.
Ολοένα και πιο γρήγορα σκορπίζει αυτό, που με όριζε. Ένα εκτυφλωτικό φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Κομματιάζομαι και αρχίζω να σκορπίζω. Θυμάμαι μια φράση. «Θα σε περιμένω». Τη σχηματίζω στο μυαλό μου. Τα γράμματα ένα-ένα σε ένα τζάμι θολό. Τα γράμματα μπερδεύονται μα εγώ επιμένω. Ξανά και ξανά «Θα σε περιμένω». Θυμάμαι. Σε κάθε γράμμα, που σχηματίζω ένα κομμάτι μου επιστρέφει πίσω. Με κάθε λέξη τα σπασμένα γυαλιά πάνε κόντρα στον άνεμο και ξαναφτιάχνουν το τζάμι. Οι σκιές περνούν μέσα από αυτό αλλά δεν καταφέρνουν να το σπάσουν. Με χτυπούν. Πρέπει να θυμάμαι. Κλέβουν τα κομμάτια μου. Δεν με νοιάζει. Εγώ κοιτώ τη φράση. Ο πόνος έρχεται ξανά και δυναμώνει. Παραμορφώνει την εικόνα. Πλησιάζω στο τζάμι και εκπνέω πάνω του αργά. Βλέπω το πρόσωπό μου στο τζάμι και τότε ανοίγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.
Αιμίλιος
Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Κλείνω τα μάτια καθώς ακούω το μηχάνημα να χτυπά ρυθμικά. Ανεβαίνω στη μηχανή και παίρνω τους δρόμους. Στρίβοντας σφίγγω τόσο δυνατά τη μηχανή που πονάω. Είναι όλα σκοτεινά. Μια φωτεινή γαλάζια σκόνη στροβιλίζεται προσπερνώντας με. Ανασηκώνομαι και αφήνω τα χέρια μου από τη μηχανή. Τα ανοίγω και σηκώνω το κεφάλι ψηλά. Ένας διαπεραστικός θόρυβος τρυπά τα αυτιά μου.
Νοιώθω χιλιάδες μικρά χέρια να με αγκαλιάζουν, στα χείλη μου το φιλί σου. Γέρνω αποφασισμένος να ρίξω τη μηχανή κάτω. Η μηχανή γλιστρά στο δρόμο ενώ εγώ την ακολουθώ περιστρεφόμενος ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά μέχρι τη στιγμή που πέφτω με δύναμη σε έναν γυάλινο τοίχο. Ανακάθομαι και προσπαθώ να βρω με τα χέρια μου μια άκρη.
Μια ανάσα καυτή διαπερνά τον τοίχο, ακουμπά τα χείλη μου και βουτά στα σωθικά μου. Κάνω ένα βήμα πίσω. Πνίγομαι. Ένα φίδι φουσκώνει στο στήθος μου. Κανονίζει τις ανάσες μου. Γιατί δεν κλείνει κανείς αυτόν τον αναθεματισμένο ήχο; Κάτι με καίει στο χέρι. Βλέπω τη γαλάζια σκόνη να με πλησιάζει σαν ανεμοστρόβιλος. Με αγκαλιάζει και με αφήνει να πέσω.
Ένα χέρι αγκαλιάζει το δικό μου. Δεν το βλέπω. Ακούω τη φωνή της Μαρίας. Κάτι ναρκώνει την ψυχή μου. Σαν βεντούζα κολλά επάνω μου και με βγάζει στο δρόμο.
Άννα
Ένας παγωμένος αέρας με αγκαλιάζει. Πέφτω και αφήνομαι στο χάδι του. Μουδιάζω και νοιώθω τις γραμμές του κορμιού μου να σβήνουνε σιγά-σιγά. Σκορπίζουν και γίνονται μικρές τελείες, που στροβιλίζονται γύρω μου. Ένα καυτό ρεύμα αέρα με διαπερνά για μια στιγμή και χάνεται. Πρέπει να κρατηθώ.
Μια ανάμνηση. Πρέπει να θυμηθώ κάτι. Ας είναι και τόσο μικρό όσο οι τελίτσες μου που σκορπίζουν. Πρέπει. Αλλά είναι τόσο εύκολο, σχεδόν γλυκό στο στόμα μου το να αφεθώ. Κουράστηκα. Νοιώθω τη ζέστη και αποφασίζω να την ακολουθήσω. Τρέχω ξοπίσω της με ένα κομμάτι γυαλί μέσα μου. Η μόνη ανάμνηση που έχω και πρέπει να φυλάξω. Την προσπερνώ και τότε καταλαβαίνω πως ό,τι και να 'ναι δεν ανήκει εδώ. Πρέπει να φύγει. Πρέπει να το διώξω. Το αγκαλιάζω και το πετάω μακριά. Συγκεντρώνομαι στο φυλαχτό μου και ορθώνομαι σαν γυάλινος τοίχος. Πέφτει πάνω μου με μανία. Και μετά αρχίζω να νοιώθω το χάδι του. Θυμάμαι! Ο Αιμίλιος. Τι θέλει εδώ; Κοιτάζω γύρω μου έντρομη. Πώς βρέθηκε σε τούτο το σκοτάδι;
Οι τελίτσες γίνονται εικόνες, που εναλλάσσονται ταχύτατα. Δεν έχω χρόνο. Τον νοιώθω πάνω μου, μέσα μου ξανά. Η ανάσα του, το άγγιγμά του είναι εδώ και θα σκορπίσει σε χιλιάδες τελίτσες και μετά θα παγώσει. Μαζεύω τον χρόνο μας και τον ακουμπάω στα χείλη του. Πάρε τη μνήμη μου και φύγε. Δεν περισσεύει τώρα άλλος θάνατος για σένα.
Τον νοιώθω να φεύγει. «Θα σε περιμένω». Όχι κανείς δεν σε περιμένει Αιμίλιε. Όχι εδώ. Εκεί είναι η θέση σου. Τεντώνω τις τελείες και τις κάνω μαχαίρια να σκίσουν τον αέρα να πέσει. Φεύγει και τώρα πρέπει να σκορπίσω εμένα για να κλείσει ο δρόμος του.
Τον βλέπω. Η Μαρία του κρατάει το χέρι. Όλοι θέλουν να τον βοηθήσουν. Όλοι. Εκτός από μένα. Και αυτό πρέπει να σταματήσει. Εδώ. Τώρα. Μαρία
Σου σφίγγω το χέρι και περιμένω. Προσπαθούν να σε σώσουν αλλά δεν σε φροντίζουν. Πονάς; Σε παρακολουθώ και προσπαθώ να μαντέψω. Τι να ήθελες τώρα; Είσαι σαν έναν κρυστάλλινο λουλούδι και φοβάμαι τα ραγίσματά σου. Ακούω τα μηχανήματα. Ρυθμίζουν τις αναπνοές μας.
Για μια στιγμή ξεχνιέμαι και τη βλέπω. Δίπλα σου. Στο δικό της μηχάνημα. Οι γιατροί είναι πάνω της. Είχες άδικο μικρέ μου. Δεν ήταν μόνο αποβολή. Ήταν ταυτόχρονα και εξωμήτριο. Όπως και να γινόταν, ούτε αυτή τη φορά θα γινόσουν πατέρας.
Το μηχάνημά σου τρελαίνεται όπως το δικό της. Ανήσυχοι έρχονται και με πετάνε έξω. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Είστε οι δυο σας, μόνοι και πρέπει να λογαριαστείτε.
Βγαίνω από την εντατική και τότε τους βλέπω. Είναι όλοι εδώ. Έχουμε πρεμιέρα. Πρέπει να βγεις. Τουλάχιστον στο τελευταίο χειροκρότημα. Ποτέ δεν υπήρξες αγενής ή ασυνεπής. Ξεκίνησε. Ο Χρήστος, η Σπυριδούλα, ο Στέφανος και οι υπόλοιποι στέκονται έξω από την εντατική. Ο Στέφανος με πλησιάζει. Έχει ένα μαυρισμένο μάτι. Ο Χρήστος με αγριοκοιτάζει. Η Σπυριδούλα προσπαθεί να ρωτήσει τον κόσμο, που βγαίνει από την εντατική. Ο Στέφανος με αγκαλιάζει σιωπηλός και πάμε προς τα καθίσματα, που βρίσκονται στο διάδρομο. Τα πάντα σκοτεινιάζουν
Λιποθύμησα. Ξύπνησα σε κάποιο ιατρείο. Μου κάνουν ερωτήσεις που δεν έχω διάθεση να απαντήσω. Με αφήνουν μόνη μου. Επιστρέφουν αργότερα και με πάνε για υπέρηχο. Μου ανακοινώνουν ότι είμαι έγκυος. Λέτε να μην το ήξερα; Ακούω μια καρδιά. Εσύ την ακούς άραγε εκεί που βρίσκεσαι τώρα;
Άκου...
Αιμίλιος
Άννα. Είσαι εδώ. Σε νοιώθω στο κορμί μου. Δε φεύγω. Ή και οι δυο μας ή κανείς. Ακούς; Σ' άφησα να φύγεις τόσες φορές, δεν σ' αφήνω ξανά.
Γιατί σωπαίνεις; Δεν με συχώρεσες;
Κρυώνω. Νοιώθω τόσο μόνος. Στολίστηκα για σένα. Φόρεσα τις πιο καλές μου λέξεις και σε περιμένω. Δεν φάνηκες. Με άφησες πίσω. Το άξιζα. Έτσι δεν είναι;
Πονάω. Αλλά δεν έχει σημασία. Έτσι δεν είναι; Όλα είναι στο μυαλό μας. Όπως η αγάπη. Πού τρέχεις τώρα; Πού σκορπίζεσαι; Αρχίζω και σκορπίζομαι. Όχι, θέλω να θυμάμαι! Εσένα, εμένα, μαζί. Τα γυαλάκια σου στροβιλίζονται γύρω μου. Πόσες φορές κλείσαμε τα φώτα και έγινες δικιά μου; Λες να φοβάμαι το σκοτάδι; Έχω οδηγό μου την αφή, την ανάσα μου στο σώμα σου. Θέλεις να παίξουμε; Να σχεδιάσω ένα φεγγάρι για σένα;
Μπήγω τα νύχια μου στο στήθος μου και αρπάζω την καρδιά μου που 'χει σταματήσει να χτυπά και την τραβάω με δύναμη και την πετάω ψηλά. Σ' αγαπώ Άννα. Ένα ολόγιομο φεγγάρι όλο δικό σου, να σ' ακολουθεί σα σκυλί σε τούτη τη νύχτα.
Ζαλίζομαι. Βάζω το χέρι μου να γεμίσω την τρύπα ενώ τα πάντα θολώνουν. Κοιτάζω το φεγγάρι μας. Σε λίγο ούτε αυτό θα έχει σημασία. Σκορπίζομαι. Θυμάμαι το αίμα σου. Τόσο αίμα. Άργησα και εδώ; Αυτό ήταν λοιπόν; Με ξέχασες; Αυτό είναι συγχώρεση για σένα;
Απόψε θα ανάψουμε φωτιές. Το τελευταίο μου δώρο. Είσαι έτοιμη μικρή μου; Θυμάσαι που έπαιζες με τα μαλλιά μου, που έσκυβες και ακουμπούσες το κεφάλι σου πάνω στο δικό μου και μετρούσες τον χρόνο; Απόψε δεν υπάρχει χρόνος αλλά εμείς υπάρχουμε ακόμη. Τα πετάω ψηλά, το δικό σου μικρό πυροτέχνημα. Σου χρωστάω ένα ραντεβού αγάπη μου. Δεν σε έβγαλα ποτέ έξω. Θα τα διορθώσω όμως απόψε αυτά. Όχι όλα. Ποτέ δεν διορθώνονται όλα. Μόνο εκείνα τα μικρά...
Δύο αυτιά. Που δεν άκουσαν ποτέ μα έχουν φυλαγμένες τις μουσικές σου, τις λέξεις σου, τα βογγητά σου. Τα θέλεις; Παρ' τα! Τα πετάω και αυτά. Δεν έχω χαντρούλες και καθρεφτάκια να σου φέρω να παίξουμε. Εμένα είχα και έδινα πάντα. Πάρε με!
Δυο πόδια που τώρα πια μόνο μακριά σου μπορούν να με πάνε. Σ' αυτά στηριζόμουν για να σε παίρνω αγκαλιά και να στροβιλιζόμαστε για να φοβάσαι πως δήθεν θα σ' αφήσω να πέσεις. Δεν θα σε άφηνα, βρε κουτό, να πέσεις ποτέ. Και όμως έπεσες. Ξανά και ξανά. Σε βρήκα στο πάτωμα και τούτα τα πόδια δεν έτρεξαν όσο γρήγορα έπρεπε. Πάρ' τα να τα τιμωρήσεις!
Φωτιά να φωτίσει για λίγο, να ζεστάνει τούτη την ερημιά. Δεν είδα το πρόσωπο σου Άννα και ήθελα να ΄χω κάτι να θυμάμαι από αυτή τη νύχτα. Δεν πειράζει, έχω αυτό που αισθάνομαι.
Αυτό το χέρι σε έμαθε πρώτο, σ' αγάπησε, σε χτύπησε, παρέδωσε το σώμα σου στους ξένους. Πιάσε το. Δικό σου και αυτό. Μικρές εκρήξεις για σένα. Τις βλέπεις; Εγώ δεν το χρειάζομαι πια για να ξέρω πόσο μ' αγαπάς. Πάρε τα μάτια μου. Δικά σου είναι. Πουλιά να γίνουν στο δρόμο σου και σε κάνουν να χαμογελάσεις πριν σκορπίσουν και αυτά.
Σ' αγαπάω. Ακούς; Απ' την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Μια ζωή σε περίμενα. Μια ζωή να τη ζήσω μαζί σου, μα στην άρπαξα από τα χέρια. Για αυτό απόψε σου χαρίζω ακόμα έναν θάνατο. Εγώ φταίω που ήμουν τόσο μικρός, που προσπερνούσα τόσα πολλά, που βιάστηκα. Απόψε δεν θα πεθάνεις μόνη. Ακόμα και αν χωρίσουμε εδώ πέρα, θα φροντίσω εγώ για σένα. Αυτό δεν σου έλεγαν όλοι;
Πάρε τα σωθικά μου! Άχρηστα είναι. Λέω να μην φάω απόψε, ούτε τις νύχτες που θα έρθουν. Στέρφα είναι. Δεν μπορούν να φυλάξουν παιδί. Θα μου πεις πού είναι το παιδί μας Άννα; Να το δω μια τελευταία φορά πριν σε ξεχάσω για πάντα; Δεν το αξίζω αυτό έστω για λίγο να το νοιώσω; Δίκιο έχεις δεν το αξίζω. Πάρε και τούτο το χέρι.
Φωτιά να καεί και να σε ζεστάνει. Σ' αγαπάω και κρυώνω. Πολύ. Ξεχνάω πώς είναι το πρόσωπό σου, το δικό μου. Γιατί με αφήνεις να ξεχάσω; Γιατί με αφήνεις να προχωρήσω μόνος; Κοίτα το φεγγάρι μας Άννα. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα ψηλά. Σε περιμένω να έρθεις να με βρεις. Μα βιάσου. Να σε νοιώσω όσο ακόμα έχει σημασία.
Συγχώρα με αν άργησα και τώρα τίποτα δεν έχει σημασία για σένα. Σου χαρίζω την μνήμη μου. Αν έχασες την Άννα, πάρε την δική μου και γύρνα πίσω όσο ακόμα μπορείς. Κοίτα, από όπου και αν είσαι, θα σκορπιστώ να 'ρθω να σε βρω. Μικρά κομματάκια, να βρεις τα υπόλοιπα για να γυρίσεις πίσω. Καληνύχτα φεγγάρι.
Πάρε τη ζωή σου και τρέχα πριν σβήσουν τα φώτα μικρή μου. Πάρε κάτι και από μένα μικρή ακατάδεχτη. Το τελευταίο μου φως. Το πιο δυνατό σ' αγαπώ.
Πριν σβήσει αυτό το φως μια τελευταία ευχή....
Άννα
Φοβάμαι. Άνθρωποι, λέξεις, εικόνες και εγώ μένω εδώ με ένα κόκκινο φουστάνι και περιμένω. Κοιτάζω πάλι ψηλά. Δεν φοράω πια εκείνο το φόρεμα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Και εσύ πρέπει να φύγεις. Πάντα ήμουν καλή στο να σε βλέπω να φεύγεις. Έτσι δεν είναι; Σου χαμογελούσα και σε παρακολουθούσα καθώς προχωρούσες βιαστικός να χλευάζεις την ασχήμια. Δε σε ρώτησα ποτέ, πότε θα ξαναβρεθούμε. Σε άφηνα να διαλέγεις εσύ αν θες να ξαναβρεθούμε. Αν κάτι έχει σημασία για σένα. Ούτε λέξεις σου ζήτησα ποτέ. Ρακοσυλλέκτης ήμουν και μάζευα μόνο αυτά που πέταγες. Τον άδειο αναπτήρα, τον ξεχασμένο σου καπνό, την αγκαλιά σου.
Φτερούγιζε η καρδιά μου από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο θέατρο. Σφιγγόταν το στομάχι μου και νευριασμένη ευχόμουν να μην κοκκινίσω και τα χαλάσω όλα. Να μην καταλάβεις. Να μην τρομάξεις και το βάλεις στα πόδια. Μέτραγα τις λέξεις μου να μην μου ξεφύγουν οι απαγορευμένες. Να κλέψω λίγο χρόνο ακόμα. Να κλέψω εσένα για λίγο ακόμα. Δεν ήσουν δικός μου ποτέ. Αλλά δεν με ένοιαζε. Αυτό με κάνει κακό άνθρωπο; Ίσως και να είμαι, για αυτό παγώνουν οι σκέψεις μου. Ούτε τώρα με νοιάζει. Αν γνωριζόμασταν πάλι, τα ίδια θα έκανα.
Η γαλάζια σκόνη περιστρέφεται γύρω μου. Πάνω της βλέπω τις στιγμές μας. Καθώς παγώνω ξανά αυτές σβήνουν, το γαλάζιο ξεθωριάζει και απομακρύνεται. Ένα φως. Το σκοτάδι με σβήνει. Πρέπει να πλησιάσω για μια τελευταία φορά. Λίγο φως. Νοιώθω αδύναμη όπως τότε στα πλακάκια της κουζίνας. Σκέφτομαι το φως και βρίσκομαι κοντά του.
Είναι ο Αιμίλιος. Πρέπει να φύγει. Φωτιά. Πού βρέθηκε η φωτιά εδώ πέρα; Ζεσταίνομαι και θέλω να φωνάξω να φύγει. Το γαλάζιο φτιάχνει το κορμί μου ξανά καθώς το σκοτάδι σκίζεται από το φως που εκρήγνυται και σκορπίζει παντού. Βλέπω τα χέρια μου. Βλέπω το πρόσωπό σου...
Τι κάνεις; Σταμάτα! Δεν με ακούς; Σταμάτα σου λέω! Ποτέ δεν σου ζήτησα τίποτα. Σου ζητάω όμως τώρα και οφείλεις να με ακούσεις. Δεν το αντέχω τόσο φως. Φύγε. Γιατί δεν σταματάς; Δεν ακούς; Δε με βλέπεις; Εδώ μπροστά σου είμαι και σε βλέπω να χάνεσαι.
Δεν σ' αφήνω να χαθείς. Όχι όσο είμαι εδώ. Εγώ είμαι εσύ. Δεν υπάρχει εγώ. Δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο εσύ. Και τώρα πρέπει να επιστρέψει. Τι σου έκανες τρελέ; Σταμάτα. Ό,τι και αν κάνεις, για μένα πάντα θα είσαι ο δικός μου Αιμίλιος. Περίμενε με μαθητευόμενε μάγε. Τα έκανες μαντάρα. Δεν στήνουν τέτοια φωτιά παρά μόνο αν είναι να καεί γυναίκα.
Με νοιώθεις καθώς δυναμώνεις τη φωτιά; Έχω προσάναμμα για σένα. Τι έμεινε; Ένα παραμορφωμένο κεφάλι και λίγο ξεσκισμένο κρέας που καίγονται και αυτά. Σ' αγκαλιάζω και σε χαϊδεύω καθώς χάνεσαι. Όχι έτσι αγάπη μου. Δεν σου πρέπουν αποκαΐδια. Λίγο δυναμίτη θέλουμε να τα ανατινάξουμε όλα. Μια τελευταία λέξη, που σου χρωστάω πριν χαθούμε στο τίποτα.
Σ' αγαπάω.
Ξαφνικά το σκοτάδι φωτίστηκε. Είδα το πρόσωπο σου όπως την πρώτη φορά που συστηθήκαμε. Σηκώθηκε αέρας. Μια εκκωφαντική βουή ερχόταν κατά πάνω μας. Σου χαμογέλασα, σε φίλησα και μπήκα μέσα σου. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε χαμένοι σ' έναν οργασμό. Τα κομμάτια σου, η γαλάζια μου σκόνη γίνανε ένα. Εγώ και εσύ, ένας τυφώνας.
Πονάω. Προσπαθώ να κουνηθώ. Ανασηκώνομαι τραβώντας το σωλήνα από το στόμα μου. Σε βλέπω στο δίπλα κρεβάτι διασωληνωμένο. Το προσωπικό ορμάει πάνω μου και με ακινητοποιεί. Προσπαθώ να σε δω. Τα μάτια μου βαραίνουν. Ακούω τα μηχανήματα που χτυπούν. Είσαι ακόμα εδώ.
Ακούω φωνές. Ο σωλήνας δεν είναι πια μέσα μου. Μου λένε να ανοίξω τα μάτια μου. Γυρίζω σε σένα. Μια άσπρη ποδιά στέκεται μπροστά μου. Τη σπρώχνω να παραμερίσει. Είσαι ακόμα εδώ. Γιατί δεν ξυπνάς γαμώτο; Κοιτάω το ταβάνι. Πονάει η κοιλιά μου. Δεν μπορεί να με άφησες μόνη. Με εξετάζουν. Κάνουν ερωτήσεις. Σου απλώνω το χέρι. Αν δεν γυρίσεις τώρα θα πει πως ξέχασες. Πως σκόρπισες.
Δεν με αφήνουν να σε πλησιάσω. Κρυώνω. Τηλεφωνούν για να με βγάλουν από εδώ. Χρειάζονται το κρεβάτι. Θα πρέπει να σε αφήσω πάλι. Είσαι τόσο χλωμός. Βλέπω τους τραυματιοφορείς. Μου αλλάζουν κρεβάτι. Έρχομαι πιο κοντά σου και σε πιάνω από το χέρι. Πάρε ανάσα! Μπορείς. Δεν τα χρειάζεσαι αυτά! Μου πιάνουν το χέρι και με παίρνουν. Βλέπω τον Χρήστο. Τρύπωσε χωρίς να τον δουν. Τον πετάνε έξω. Όπως και μένα. Πάρε ανάσα σου λέω!
Βγαίνω από την εντατική και βλέπω την Μαρία, τον Στέφανο, την Σπυριδούλα. Ο Χρήστος μου σφίγγει το χέρι καθώς πάμε στο ασανσέρ. Νοιώθω την καρδιά μου και θυμάμαι την δική σου. Ακίνητη. Φλεγόμενη. Όχι. Δεν μπορεί να ξέχασες. Σφίγγω τα χέρια μου και κάτι με πονά. Τα φέρνω μπροστά μου και βλέπω μια μικρή σπασμένη αμπούλα ανάμεσα στο αίμα. Βγαίνουμε από το ασανσέρ. Ο Χρήστος είναι πάλι μπροστά μας με την Σπυριδούλα. Δεν θέλω κανέναν. Με πάνε στο θάλαμο. Σφίγγω το γυαλάκι μου και κλείνω τα μάτια μου. Πάρε ανάσα. Δεν έχουμε χρόνο!
Κάποιος μου ανοίγει το χέρι. Παίρνουν το γυαλάκι μου. Ανοίγω τα
μάτια μου. Είναι η Μαρία. Κρατάει στο χέρι της το ματωμένο γυαλάκι και με καρφώνει με το βλέμμα της.
- Τι σου είπε; Με ρωτά κλείνοντας στο χέρι της το γυαλάκι.
- Τίποτα.
- Είμαι έγκυος. Εσύ έχασες δύο αλλά το δικό μου είναι ακόμα
εδώ και περιμένει τον πατέρα του. Αν δεν ήσουν εσύ, ο Αιμίλιος δεν θα χαροπάλευε τώρα. Για σένα ο Αιμίλιος πέθανε απόψε σ' αυτήν την εντατική και εγώ θα φροντίσω να πεθάνεις εσύ για αυτόν.
Έγκυος; Δύο παιδιά; Αιμίλιε, τι κακόγουστο αστείο είναι αυτό; Γιατί με άφησες μόνη;
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Νύχτα. Βγάζω τον ορό από το χέρι και τα γυαλάκια του οξυγόνου από το στόμα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Μόνο να περιμένω την απόφασή σου.
Ο Χρήστος μπαίνει στο δωμάτιο. Με βλέπει και βάζει τις φωνές. Χτυπάει τα κουδούνια και κόσμος πέφτει επάνω μου ξανά. Με καθαρίζουν, περνάνε νέους ορούς, βάζουν κάγκελα στο κρεβάτι και πριν φύγουν δένουν τους καρπούς μου στα κάγκελα. Δεν με νοιάζει. Εγώ είμαι έξω στη νύχτα. Κλείνω τα μάτια και νοιώθω κάποιον να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Χρήστο πλάι μου.
- Συγγνώμη που δεν κατάλαβα, που δεν ήμουν εκεί.
- Είναι έγκυος;
- Η Μαρία; ναι. Σημασία έχει ότι τώρα είσαι καλά. Μη σκέφτεσαι τίποτε άλλο.
- Τι συνέβη;
- Σε έφερε ο Αιμίλιος στο νοσοκομείο. Είχες 2 έμβρυα. Το ένα το είχες αποβάλλει. Αργότερα κατάλαβαν ότι είχες ακόμα ένα αλλά ήταν εξωμήτριο και σε έβαλαν στο χειρουργείο και τα αφαίρεσαν και αυτό.
- Τι έπαθε ο Αιμίλιος;
- Έμφραγμα και τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν και τόσο καλά και κατέληξε στην εντατική και αυτός. Άλλη φορά να ειδοποιείτε να το κλείνουμε ρεζερβέ το μαγαζί από πριν. Έλα, σε πειράζω. Μην μου στεναχωριέσαι. Όλα θα πάνε καλά. Κοιμήσου και όταν θα ξυπνήσεις θα σου έχω ευχάριστα νέα και για τον Αιμίλιο.
Εκείνη την ώρα βλέπω μία νοσοκόμα να μπαίνει στο δωμάτιο. Μου κάνει μία ένεση και τα μάτια μου βαραίνουν. Νοιώθω τον Χρήστο να μου αφήνει το χέρι και να απομακρύνεται καθώς βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top