1 τσιγάρο ακόμα και έρχομαι.


  Ξύπνησα με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Το φως έμπαινε από την μπαλκονόπορτα. Έκλεισα τα μάτια και κρύφτηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Ένοιωθα το πρόσωπό μου πρησμένο και δεν μπορούσα να ηρεμήσω σε καμία στάση στο κρεβάτι. Τα σεντόνια μύριζαν διαφορετικά. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν σπίτι μου και ανακάθισα στο κρεβάτι. Προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Σκόρπιες εικόνες άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό. Σηκώθηκα να βρω τον Λημνιό.
Πήγα στο σαλόνι και τον βρήκα να κάθεται στον καναπέ με το laptop ανοιχτό. Στεκόμουν και τον κοίταζα, όταν είδα τον Αιμίλιο να τον πλησιάζει με δύο κούπες καφέ και να κάθεται δίπλα του.
- Τι έχεις να πεις για αυτό; τον ρώτησε ο Χρήστος
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Αιμίλιος σκεφτικός.
- Είναι όλα εδώ και δεν του τα έδωσε η Άννα. Ούτε στον ίδιο,
ούτε στον ψηφιακό alter ego του. Κοίτα, όλα της αρχεία ανεβασμένα με χτεσινή ημερομηνία.
- Γιατί λες να το έκανε αυτό; ρώτησε ο Αιμίλιος και ξεκίνησε να
στρίβει ένα τσιγάρο.
- Δεν ξέρω αλλά πες της Μαρίας να τον μαζέψει και να
εξαφανιστεί για λίγες μέρες. Η Άννα δεν πήγε στην αστυνομία χτες αλλά δεν ξέρεις τι θα κάνει σήμερα.
Μπορεί να μεγάλωσαν μαζί, σαν αδέλφια αλλά δεν μπορεί να τον καλύπτει πάντα. Η μάσκα του ηλίθιου πείθει ολοένα και λιγότερους. Το τηλεοπτικό συνεργείο ήταν εκεί χτες. Δεν ξέρεις ποιος κατάλαβε τι και τι μπορεί να βγει παρά έξω.
Είχα κοκαλώσει στη θέση μου. Ο Στέφανος αδερφός της Μαρίας. Ο Λημνιός ξάδερφος του Αιμίλιου. Σε λίγο θα ερχόταν η Σπυριδούλα να μου συστηθεί σαν τριτεξαδέλφη μου, αν δεν την προλάβαινε ο σκηνοθέτης, που προφανώς ήταν ετεροθαλής αδερφός μου και o θείος μου ο batman με την θεία Στρουμφίτα, που είχαν ήδη στρώσει την τσόχα για την καθιερωμένη μπιριμπίτσα.
Κάποιος με έπιασε από τους ώμους και με κούνησε. Ήταν ο Αιμίλιος.
- Άννα είσαι καλά; με ρώτησε ανήσυχος.
- Τι σχέση έχει η Μαρία με τον Στέφανο; τον ρώτησα.
- Ο πατέρας του έχει παντρευτεί τη μητέρα της και μεγάλωσαν
στο ίδιο σπίτι μαζί σαν αδέλφια, παρόλο που έχουν διαφορετικό επίθετο. Έλα να καθίσεις μαζί μας, μου είπε και με πήρε από το χέρι και με κάθισε στο καναπέ.
Ξάπλωσα και κοίταζα τον Χρήστο, που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την οθόνη.
- Θέλεις να σου φτιάξω καφέ; Πρότεινε ο Αιμίλιος
- Μήπως υπάρχει και τίποτε άλλο που θα έπρεπε να μάθω; Τον
Ρώτησα δίχως να τον κοιτώ.
Πήρα το πακέτο του Χρήστου και άναψα τσιγάρο. Ο Λημνιός με κοίταξε, σηκώθηκε και επέστρεψε με ένα παυσίπονο και ένα ποτήρι νερό.
- Για ποιον ήρθες σήμερα Αιμίλιε εδώ; Για μένα; Για την Μαρία;
Για τον Στέφανο; Γιατί; Για να δεις αν θα πάω στην αστυνομία; Αν θα γίνει σκάνδαλο; Τι θέλεις από μένα; Ό,τι και αν γίνει από εδώ και εμπρός δεν σας αφορά. Πρέπει να φύγω. Θέλω να πάω σπίτι μου. Δόξα τω Θεώ είναι μικρό. Δεν χωρούν τα ψέματα που χωρούν εδώ.
Σηκώθηκα αλλά ο Χρήστος με έπιασε και με έβαλε πάλι στον
καναπέ και κάθισε απέναντί μου, πάνω στο τραπεζάκι.
- Δεν έχεις να πας πουθενά. Όχι ακόμα. Μόλις ξεκουραστείς και
νοιώσεις καλύτερα θα σε πάω σπίτι.
- Δεν σας εμπιστεύομαι πια. Κανέναν σας. Το κεφάλι μου νομίζω
πως θα σπάσει.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του Αιμίλιου.
Γύρισα και τον κοίταξα. Ο ήχος της κλήσης ήταν της Μαρίας.
- Βιάζεται να μάθει τα νέα για τον αδερφούλη; Βρε δεν πάτε στο
διάολο όλοι! είπα. Σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο, να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω αλλά καθώς έμπαινα στο δωμάτιο, ζαλίστηκα και αρπάχτηκα από την καρέκλα για να μην πέσω. Έχασα όμως την ισορροπία μου και έπεσα μαζί με την καρέκλα στο πάτωμα. Βούλιαξα στο πάτωμα σαν να ήταν μια σκοτεινή θάλασσα και ο πόνος έγινε ένα γλυκό μούδιασμα.
Ο Χρήστος και ο Αιμίλιος τσακίστηκαν να έρθουν. ήθελα να
γελάσω, ήθελα να φύγω από εκεί. Σκόρπιζα σαν τον υδράργυρο, που δραπετεύει από ένα σπασμένο θερμόμετρο. Κάτω από το κρεβάτι μου φάνηκε ότι είδα ένα σπασμένο φτερό. Και τότε κατάλαβα. Σκίστηκε για λίγο ο χρόνος και πέρασα ανάμεσα.
Ο Αιμίλιος με γύρισε και μου μιλούσε. Δεν ήθελα να τον δω. Δεν ήθελα να του μιλήσω. Γιατί δεν με αφήνει στην ησυχία μου; Αν απλώσω το χέρι θα σε φτάσω;
Με σήκωσε από το πάτωμα και με έβαλε στο κρεβάτι. Του έκανα νόημα ότι είμαι κουρασμένη και πως ήθελα να κοιμηθώ. Με σκέπασε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Αισθάνομαι όμορφη, όταν κοιμάμαι στην αγκαλιά σου. Κατεβαίνω τις βρώμικες σκάλες και παίρνω τους δρόμους. Νοιώθω την ανάσα σου στο λαιμό μου. Τις σκιές των ανθρώπων που βιάζονται. Τις μέρες, που δεν θα προλάβουμε. Σφίγγω τα λουλούδια σου στην αγκαλιά μου καθώς σε παρακολουθώ να ξεριζώνεις τα φτερά σου και ξαφνικά νοιώθω τόσο μόνη, χαμένη στο άσπρο της νύχτας. Κράτα με. Μέχρι να αποκοιμηθώ για τα καλά. Λίγο ακόμα. Και έπειτα φύγε. Πριν ξυπνήσω και αρχίσω να σε λερώνω με λέξεις.

Όταν ξύπνησα είχε νυχτώσει και ο Αιμίλιος είχε φύγει. Σηκώθηκα και ακολούθησα το φως στο διάδρομο. Ο Χρήστος ήταν στο δωμάτιό του και προσπαθούσε να αλλάξει τον επίδεσμο στο χέρι του. Δεν τα κατάφερνε και προσπαθούσε ξανά και ξανά. Τον πλησίασα και τον βοήθησα να το φτιάξει.
- Δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο o Αιμίλιος. Έπρεπε να
φύγει, μου είπε δίχως να με κοιτά στα μάτια.
- Καλά έκανε, απάντησα και προχώρησα προς το σαλόνι.
Είχα αφήσει το κινητό μου στο τραπεζάκι. Το ενεργοποίησα και
Τηλεφώνησα στον παραγωγό της παράστασης.
- Καλησπέρα. Είμαι η Άννα. Ο Στέφανος να φύγει από την
παράσταση. Κανόνισέ το... Δεν με νοιάζει, αν σε λίγες μέρες έχουμε πρεμιέρα. Καλύτερα να κατέβει η παράσταση παρά να ανέβει με αυτόν... Σου έδωσα το έργο, σου έδωσα τα χρήματα. Τακτοποίησε και αυτό το ζήτημα... Αν τον δω στην επόμενη πρόβα, θα ξεκινήσετε να μιλάτε με τον δικηγόρο μου... Θα χαρώ να δω ότι η επένδυσή μου απέβη κερδοφόρα πριν καν ανέβει η παράσταση.
Ο Λημνιός δεν μιλούσε. Έκλεισα το κινητό και το
απενεργοποίησα. Πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα του και τον αναπτήρα και βγήκα στο μπαλκόνι.
- Ιουλιέτα, τη θυμάσαι την σκηνή του μπαλκονιού. Μην αρχίσεις
τους αυτοσχεδιασμούς. Πετάγομαι να πάρω τσιγάρα και έρχομαι.
- ... «ήταν τα τελευταία του λόγια, εγγόνα μου. Τον ξαναείδα
όταν το στερνοπούλι μας έπαιρνε την απαλλαγή του από το στρατό, στα 53 του.». Θες να πας να δώσεις αναφορά. Μην καρφώνεσαι, απάντησα.
- Παρήγγειλε ό,τι αγαπάς και να με περιμένεις στο μπαλκόνι
γιατί θα έλθω για σε.
- ... Και αυτό είναι απειλή.
Ο Λημνιός βγήκε και έμεινα μόνη μέσα στο σκοτάδι και την
ησυχία. Το κεφάλι μου πονούσε. Δεν ήθελα να δω το πρόσωπό μου τώρα. Θυμήθηκα τον Στέφανο. Άρχισα να φοβάμαι και πάλι. Οπισθοχώρησα και κάθισα στο πάτωμα. Ένα βουητό με περικύκλωνε ολοένα και πιο δυνατό. Ο πονοκέφαλος ήταν φρικτός. Θυμόμουν τον Στέφανο. Έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Τις διακοπές με τον Αιμίλιο, την πρώτη μας βόλτα, την καρδιά του μωρού αλλά ο Στέφανος με προλάβαινε πάντα με άρπαζε και με πέταγε στο πεζοδρόμιο. Άρχισα να κλαίω με τα χέρια στα αυτιά μου για να μην τους ακούω. Να μην ακούω τα λόγια του Στέφανου, το ότι το ξέρανε και δεν κάνανε τίποτα για να μην ξανασυμβεί. Ένα εφιαλτικό καλειδοσκόπιο με κατάπιε. Ένοιωσα ένα ζευγάρι χέρια να με τραντάζουν και να με σηκώνουν από το πάτωμα. Ούρλιαξα. Άνοιξα τα μάτια. Ήταν ο Χρήστος. Είχε ανάψει όλα τα φώτα και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.
Προσπάθησα να απελευθερωθώ από τα χέρια του μα δεν με άφηνε και ο πανικός μου μεγάλωνε. Με τράβηξε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Έχανα τον έλεγχο. Έχανα εμένα και αν συνέχιζα έτσι θα έχανα και το μωρό. Δεν μπορούσα να τα πω όλα αυτά στον Χρήστο. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Πήγα στο δωμάτιο. Ο χρόνος σταμάτησε. Δεν ξέρω πόσην ώρα ήμουν εκεί αλλά είδα τον Αιμίλιο να μπαίνει. Ήμουν σε παράκρουση. Ήταν πλέον επίσημο.
Με πλησίασε και με αγκάλιασε και άρχισε να με χαϊδεύει στην πλάτη. Ήταν εκεί μαζί μου. Εκείνη τη στιγμή. Κατάφερε να με ηρεμήσει, μου σκούπισε τα μάτια και μου είπε
- Δεν ήταν η πρώτη φορά, έτσι δεν είναι;
Έγνεψα αρνητικά. Δεν είπε τίποτα. Με βοήθησε να σηκωθώ και
πήγαμε στο σαλόνι. Εκεί μας περίμενε ανήσυχος και φοβισμένος ο Χρήστος. Ο Αιμίλιος μας άφησε και πήγε στην κουζίνα ενώ ένοιωθα ότι μας παρακολουθούσε. Δεν μιλούσαμε. Ο Αιμίλιος επέστρεψε με ένα ποτήρι χυμό και ένα παγωτό. Μου έδωσε το χυμό και όταν τον άφησα στο τραπεζάκι, τον πήρε και μου τον πρόσφερε πάλι.
- Σου χρειάζεται, μου είπε.
Τον ήπια με το ζόρι. Κάθισε στον καναπέ και ξάπλωσα στα πόδια
του. Ο Χρήστος ήταν ακόμα ανήσυχος. Τα μάτια μου βάραιναν. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top