□9□

09. Let's try again

Τα δυο , μοναδικα ατομα που βρίσκονταν στην αίθουσα απολάμβαναν την γαλήνη που τους παρειχε η ησυχία όμως ξαφνικά το μικροσκοπικό τηλέφωνο του Henri άρχισε να παίζει μια άκρως δυνατή μελωδία ενός Ιταλικού τραγουδιού.

Βγάζοντας το κινητό με το πορτάκι από την τσέπη του ο άντρας γουρλωσε τα μάτια του και απάντησε στην κλήση.

Η Chaeri παρατηρούσε το ξεγνοιαστο χαμόγελο να εξαφανίζεται από το πρόσωπο του Henri και να μετατρέπεται σε μια ανυσηχή έκφραση.

Ο νεαρός πετάχτηκε σαν το ελατήριο από τη παλιά καρέκλα και έβαλε εντελώς άτσαλα το κινητό του στην εξίσου μικρή τσέπη του παντελονιού του εγκαταλείποντας το πλεκτό του στην έδρα.

《Πες στην καθηγήτρια πως θα καθυστερήσω για λίγο να έρθω》 είπε φορώντας τα γυαλιά ηλια του και σχεδόν έτρεξε προς την πόρτα

Η κοπέλα ήταν έτοιμη να του δώσει μια ειρωνική απάντηση αλλά βλέποντας το έντρομο βλέμμα του θέλησε να κρατήσει όσες σκέψεις είχε για τον εαυτό της.

Πλέον όταν τον έβλεπε να φεύγει δεν ένιωθε μια ανακούφιση αλλά ένα αίσθημα μελαγχολίας, σχεδόν μοναξιάς.

Η καθημερινότητα της ήταν ένας λευκός καμβάς τον οποίο ο Henri γέμιζε με τη πολύχρωμη διάθεση του.

Το να χαζεύει τις ανθισμένες αμυγδαλιές και να ακούει τον Henri να σιγοτραγουδαει ήταν μια αρκετά χαλαρωτική στιγμή για εκείνη.

Την έκανε σχεδόν να θέλει να συμφωνήσει στη πρόταση του.

¤¤¤


Ο γιγάντιος νεαρός διόρθωσε τή βερμούδα του και είδε τον αδερφό του να κάθεται λυπημένος σε μια μικρή πλαστική καρέκλα. Τα λεπτά και εύθραυστα ποδαράκια του ήταν γεμάτα μελανιές και λίγες σταγόνες αίματος έσταζαν από τα πληγωμένα χείλη του.

Γνώριζε πολύ καλά τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν σε αυτή τη κατάσταση ο Emilio.

Την είχε ξαναδεί αυτήν την ταινία....

Ο τότε δεκαχρονος Henrico καθόταν σε ένα πλαστικό καρεκλάκι το οποίο ήταν δύο φορές μικρότερο από εκείνον.

Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς η αλμυρή αίσθηση τους ετσουζε τη πληγή στο μάγουλο του.

Ο Henri μισούσε τους καβγάδες και τις φωνές αλλά κατέληγε αρκετές φορές να τσακώνεται με τους συμμαθητές του.

Η μητέρα του συνήθιζε να λέει πως εάν καποιος τον πείραζε ή του φώναζε έπρεπε και εκείνος να κάνει το ίδιο.

Στο σχολείο κυκλοφορούσαν οι μόνιμες κακοήθειες πως ο Henri μεγάλωνε δίχως πατέρα και πολλά παιδιά τον πείραζάν για την δουλειά της μητέρας του.

Οπότε κάθε φορά που άκουγε κάποιον να τον πειράζει εκείνος τους έδινε μια μεγάλη γροθιά στο πρόσωπο .

Άπειρα χρόνια έχουν περάσει αλλά ο νεαρός δεν θα καταφέρει ποτε να διαγραψει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Τα πράσινα μεγάλα μάτια του γυάλιζαν περισσότερο και από οποιοδήποτε πολύτιμο λίθο και τα χείλη του έτρεμαν από τον φόβο.

Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το παιδί που τον χλευασε μαζί με την μητέρα του. Η γυναίκα τον κοιτούσε στοργικά και του κολλησε ενα πολύχρωμό τσιροτό στη μικροσκοπική πληγή του, του χαμογέλασε , χαϊδεύοντας τά μακριά κάστανα μαλλιά του.

Εκείνη την στιγμή το βαρύ άρωμα της μητέρας του τον επανέφερε στη πραγματικότητα και γύρισε το κεφάλι του για να κοίταξεί την Lucia η οποία με το ένα χέρι κρατούσε το αναμμένο τσιγάρο της και με το άλλο τη δερμάτινη τσάντα της.

Πάντα όταν το παιδακι εβλεπε τη μηγερα του να φοραει το συγκεκριμένο εφαρμόστο κόκκινο φόρεμα πιστευε πως η γυναίκα έμοιαζε με το φανάρι της οδικής κυκλοφορίας.

《Ποιος κερδισε;》 ρώτησε η Lucia κουνώντας νευρικά το δεξί πόδι της

《Εγω. Πάντα κερδίζω επειδή είμαι ψηλότερος από τους άλλους》 μουρμόυρισε το παιδί και η πολύ αγαπημενη μήτερα του, του πέταξε νωχελικά ένα χαρτομάντιλο που είχε πεταμένο από την εποχή των δεινοσαύρων στη μικρη τσάντα της

Ωραία τότε》απάντησε η Lucia κοιτάζοντας την άλλη γυναίκα και της σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο της

《ΜΑΖΕΨΕ ΤΟ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ ΣΟΥ 》 φώναξε η γυναίκα καθώς τα κατσαρα μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν στους ρυθμούς του αέρα

《Ο δικός σου γιος επιτέθηκε πρώτος》 ανταποκρίθηκε πιο ήρεμα και συγκροτημένα η άλλη μητέρα , πιάνοντας το μικρό χεράκι του γιου της

Ίσως εάν ο δικός σου το βουλωνε και δεν έλεγε μαλακιες δεν θα ήμασταν εδώ. Επίσης αποκλείεται μικρό παιδί να γνωρίζει πράγματα για τις μαμάδες των συμμαθητών του. Από κάπου αλλού τα ακούει...ίσως από την αγαπητή μανούλα του που με ζηλεύει επειδή πήγα με τον άντρα της》 τα γεμάτα δηλητήριο λόγια της Lucia πάγωσαν το αίμα της ξανθιάς γυναίκας η οποία δεν απάντησε και άρχισε να απομακρύνεται μαζί με τον γιο της προς το πολυτελές αυτοκίνητο της

Παλιό πατσαβούρα》ψιθύρισε η γυναίκα με τα γαλάζια μάτια της που ταίριαζαν με την εξίσου μπλε γυαλιστερή σκιά της και συνέχισε να καπνίζει

Ούτε μια φορά δεν αναρωτήθηκε εαν το παιδι της ήταν καλά.

《Θα μείνεις στην Francesca σήμερα. Έχω δουλεια》

Σωστά η Francesca.

Ηταν η δεύτερη μητέρα του παρολαυτα δεν μιλούσε πολύ για εκείνη επειδή πάντα το στήθος του έσφιγγε στη θυμιση της. Ήταν η βιολετα του σε ένα λιβάδι γεμάτο από αδιάφορο πράσινο γρασίδι. Και όπως όλα τα όμορφα πράγματα διήρκησε για λίγο και εξαφανίστηκε.

Ένα μικρό δάκρυ κύλησε από το μάτι του Henri και το σκούπισε βιαστικά καθώς αγκάλιασε τον Emilio ο οποίος εξακολουθούσε να τρέμει.

《Έμαθα πως τσακώθηκες με μια συμμαθήτρια σου επειδή είπε άσχημα πραγματα για εμενα και τη μαμα. Δεν χρειάζεται να πληγώνεις τον εαυτό σου για εμάς . Εξάλλου ξέρεις πως δεν ισχύουν》 δήλωσε ο ξανθος νεαρός δίνοντας στον αδερφό του το χάδι στο κεφάλι που εκείνος δεν πήρε ποτέ

Ευτυχώς το νεαρό αγοράκι είχε μόνο πληγωθεί στα πόδια του. Τσεκαροντας για άλλους τραυματισμούς, o Henri έπιασε το χέρι του Emilio και τον σηκώσε.

《Αδερφούλη θύμωσες;》 ρώτησε γλυκά το μικρότερο αγόρι και ο αδερφός του , του έδωσε ένα από τα πιο γλυκά του χαμόγελα

《Φυσικά και όχι. Αλλά την επόμενη φορά μην πειράξεις κανέναν. Δεν είναι σωστό 》

《Μα η μαμα λέει-》προσπάθησε να απάντησει ο Emilio μπερδεμένος

《Η μαμά είναι γριά γυναίκα και δεν ξέρει τι λέει. Εμένα να ακούς εντάξει;》απάντησε ο Henri σκυβοντας το κεφάλι του για να κοιτάξει τον αδερφό του ο οποίος έγνεψε καταφατικά

《Εφόσον έφυγες νωρίτερα από το μάθημα θα σε πάρω μαζί στη σχολή. Θα σου αρέσει》 ανακοίνωσε ο Henrico οδηγώντας τον μικρό αδερφό του προς την μηχανή του και το μικρό αγοράκι ανέβηκε γεμάτο χαρά με τη βοήθεια του Henri στο δερμάτινο κάθισμα

¤¤¤

Όλοι οι φοιτητές περίμεναν υπομονετικά το νεαρό μοντέλο για να καταφτασει , εκτός από την Chaeri της οποίας το μυαλό ηταν μια δύνη γεμάτη από σκέψεις και αμφιβολίες . Σήμερα γινόταν και άλλη αποφοίτηση στη σχολή.


H νεαρή έπρεπε να περάσει ανάμεσα από το πλήθος ευτυχισμένων και άκρως χαμογελαστων φοιτητών οι οποίοι καμαρωναν στις φωτογραφίες κρατώντας γεμάτοι υπερήφανια τα πτυχία τους.

Χωρίς να ήθελε να το παραδεχτεί ζήλευε.

Το τοπίο που γέμισε από πολύχρωμα κονφετι, περήφανοι συγγενείς να τραβούν άπειρες φωτογραφίες τους αποφοίτους, το γνήσιο αίσθημα ευτυχίας που αποτυπωνόταν στο πρόσωπο των φοιτητών  ... όλα αυτά φαίνονταν ένα μακρινό όνειρο για εκείνη.

Μπορεί να μην επιθυμούσε να το δείχνει αλλά κάποιες φορές μισούσε τον εαυτό της . Μπορούσε απλά να ζωγραφίζει τον Henri και να τελείωνε με όλα της τα μαθήματα. Όμως ο ηλίθιος εαυτός  της πανικοβαλλοταν μόνο και μόνο στη σκέψη.

Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από εκείνο το περιστατικό. Γιατί δεν το είχε ξεπεράσει; Γιατί κάθε φορά που στεκόταν δίπλα από άντρες σε ένα λεωφορείο φοβόταν σε σημείο που της ερχόταν να κλάψει;

Ηταν κάποια αγγίγματα, τα οποία αποτυπώθηκαν σαν τατουάζ στο σώμα της. Όσο νερό και να έριχνε τα σημάδια δεν έφευγαν.

Κάποιες φορές όταν έβλεπε ζευγάρια να περπατούν με ενωμένα τα χέρια τους, φανταζόταν πως και εκείνη θα μπορούσε να βρισκόταν στην θέση της. Πραγματικά το ήθελε αλλά της ήταν αδύνατον. Η ψυχή της είχε παγώσει σε εκείνη τη μοιραία νύχτα και τίποτα δεν ελιωνε το χοντρό στρώμα πάγου.

Ίσως ήταν η μοίρα της να μην βιώσει ποτέ μια αγνή αγάπη. Έτσι πίστευε.

Θα έμενε για πάντα έρμαιο του παρελθόντος της. Στάσιμη, εξαρτώμενη από τους γονείς της.

Χαμένη στο βυθό των σκέψεων δεν είχε παρατηρήσει πως ο Henrico είχε καταφτασει στο μάθημα και είχε ξεκινήσει να κάνει την συνήθης δουλειά του.

Πάνω στη ζαλάδα και την ταραχή της η νεαρή σηκώθηκε απότομα καθώς έπεσαν κάποιες μπούκλες από τα μαλλιά της στη μύτη της .

Δεν μπορούσε και αυτός ο άνθρωπος να διατηρήσει έστω και μια φορά τον ρουχισμό του;

Το πολύ οικείο ανακατεμα κατέβαλε το στομάχι της Chaeri η οποία αποχώρησε τρέχοντας από την αίθουσα,ξανά.

Αυτή την φορά δεν την ακολούθησε η Paula διότι απουσίαζε λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων.

Έτσι η κοπέλα περπατώντας μόνη στους άδειους διαδρόμους σταμάτησε για μια στιγμή ώστε να πάρει μια ανασα και το βλέμμα της επικεντρώθηκε σε μια παιδική φιγούρα που έπαιζε στην αυλή του εξωτερικού χώρου.

Κάτω από τη τεράστια βελανιδιά καθόταν ένα μικρό αγοράκι το οποίο παρακολουθούσε με τεράστια προσήλωση την φωλιά καποιων πουλιών που βρισκόταν πάνω στο γέρικο δέντρο.

Αυτό το άγνωστο παιδί της θύμισε υπερβολικά πολύ τον Henri.

Μεγάλα πράσινα μάτια, ψηλό ανάστημα μέχρι και τα πεταχτά αυτιά τους ήταν ακριβώς ίδια.

Η κοπέλα κοίταξε το αγορακι σαν να είναι κάποιου είδους εξωγήινου. Απεχθάνοταν τα παιδιά. Το μόνο που έκαναν ήταν να κλαίνε και να παραπονιούνται.

Ουσα μοναχοκόρη η Chaeri δεν είχε ποτέ καμία σχέση με μικρούς ανθρώπους όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα παιδιά.

Της άρεσε η αποκλειστικότητα. Οι γονείς της είχαν δυσκολευτεί πολύ για να την φέρουν στο κόσμο οπότε ίσως και να την είχαν κακομαθει ελάχιστα σε κάποιους τομείς. Της παρείχαν όμως το μεγαλύτερο αγαθο: την πλήρης προσοχή και υποστήριξη τους .

Με μια ανεξήγητη οικειότητα η Chaeri βγήκε από το κτήριο για να κατευθυνθεί προς τις τουαλέτες και μια απαλή φωνή της τράβηξε τη προσοχή.

《Συγγνώμη κυρία ξέρετε που είναι ο αδερφός μου;》 ρώτησε το παιδάκι που είχε δει νωρίτερα το οποίο πλέον την είχε πλησίασει και την κοιτούσε σαν ένα χαμένο κουτάβι

《Ποιος είναι ο αδερφός σου;》 ρώτησε κοιτώντας άβολα προς όλες τις κατευθύνσεις

Ίσως το αγοράκι ηταν εδω για την αποφοιτηση και έχασε τον αδερφό του στο πλήθος.

《Henrico τον λενε. Μου είπε ότι τον ζωγράφιζουν άλλοι άνθρωποι και είπε να κάτσω εδώ ήρεμος αλλά φοβάμαι την μοναξιά》ψέλλισε το παιδί και η Chaeri γουρλωσε τα μάτια της

Ώστε ο Henri είχε μικρότερο αδερφό. 'Πόσο ανεύθυνο εκ μέρους του να εγκαταλείπει έτσι ανεπιβλεπτο ενα ανήλικο' αναρωτήθηκε η κοπέλα και αναστέναξε

《Γιατί δεν είσαι στο σχολείο;》 ρώτησε η Chaeri σφίγγοντας την άκρη της σκούρας μπλε ζακετας της και κοίταξε τον μικρό

Δεν χρειαζόταν καν να σκύψει πολύ για να τον κοιτάξει . Αυτό το παιδί ήταν υπερβολικά ανεπτυγμένο για την ηλικία του.

《Εμπλεξα σε καβγα και με άφησαν να φύγω νωρίτερα 》 απάντησε ο Emilio με μια ανεση

Ώστε είναι όντως μικρός ταραξίας. Λογικό εφόσον είναι αδερφός του Henri.

《Δεν κάνει να τσακωνεσαι με τους άλλους 》 συμβούλεψε η σοφή γερόντισσα Chaeri και προσπάθησε να μαζέψει σε μια αλογοουρά τα ατιθασα μαλλιά της

《Μίλησαν άσχημα για τη μαμά και τον αδερφό μου . Μπορούν να λένε ότι θέλουν για εμενα αλλά η οικογένεια είναι ιερή 》 μίλησε το αγοράκι κοιτάζοντας την νεαρή η οποία ενουχλουταν από τις φωτεινες ακτιδες του ήλιου

Ησυχία επικράτησε για λίγο καθώς η Chaeri σκεφτόταν πόσο ώριμο ήταν αυτό το αγοράκι συγκριτικά με την ηλικία του.

《Άρα ξέρετε τον αδερφό μου κυρία;》 ρώτησε πάλι ο Emilio και φτερνιστηκε εξαιτίας της υπερβολικής γύρης που τον περιέβαλε

《Δυστυχώς ναι τον γνωριζω. Είναι νωρίς ακόμη για να τελειώσει το μάθημα του θα πρέπει να περιμένεις υπομονετικά 》 απάντησε η Chaeri γυρνώντας τη πλάτη της για να φύγει αλλά ένιωσε ένα μικρό χέρι να τραβάει την άκρη της ζακέτας της

《Θέλετε να μου κάνετε παρέα;》

¤¤¤

Αυτή την εβδομάδα θα έχει διπλή ανανέωση γιατί ένα πουλάκι μου παραπονέθηκε ότι τα κεφάλαια μου είναι πολύ σύντομα (you know who you are) 🚶‍♀️

Επίσης τελειώνω τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου οπότε θα υπάρχουν και πολύ πιο συχνές ανανεώσεις. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top